Quantcast

No Time to Die: Ποια μεγαλειότητα υπηρετεί πλέον ο James Bond;

Ο Daniel Craig αποχαιρετάει τον 007 και το franchise αναζητά τον δρόμο του σε έναν κόσμο όπου η βασίλισσα είναι ήδη νεκρή

Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη σημασία που έχει αυτή τη στιγμή η κυκλοφορία του No Time to Die, της νέας ταινίας James Bond και τελευταίας με τον Daniel Craig στον ρόλο, για το σύγχρονο μαζικολαϊκό χολιγουντιανό σινεμά της post-covid εποχής. Θα προσπαθήσουμε να είμαστε σύντομοι κι ακριβείς, κόντρα στα ένστικτά μας, οπότε θα πούμε ότι αυτή η αντικειμενική σημασία του νέου 007 συνίσταται σε τρία βασικά στοιχεία. Ας τα πιάσουμε με τη σειρά, προσπαθώντας να παραμείνουμε σε αυτό το σημείο όσο πιο ουδέτεροι (και spoiler-free) γίνεται σχετικά με την αξιολόγηση της ίδιας της ταινίας που έκανε αυτές τις μέρες πρεμιέρα στα ελληνικά σινεμά.

Πρώτον, είναι κρίσιμο το πώς θα πάει στο box office. Μιλάμε για μια ταινία ταλαιπωρημένη από απανωτές αναβολές, αρχικά λόγω εσωτερικών κι έπειτα λόγω εξωτερικών παραγόντων. Αν θυμάστε, το No Time to Die επρόκειτο αρχικά να κυκλοφορήσει το Νοέμβριο του 2019, δύο ολόκληρα χρόνια πριν από την ημερομηνία που τελικά βγαίνει στις αίθουσες. Τότε ήταν που ήρθε η πρώτη αναβολή, για την οποία ευθυνόταν το μπάχαλο που δημιουργήθηκε με την αποχώρηση του Danny Boyle από την σκηνοθεσία έπειτα από τις διαφωνίες του με την παραγωγή της MGM σχετικά με την κατεύθυνση της ταινίας, πράγμα ενδεικτικών των όλο και στενότερων ορίων για καλλιτεχνική αυτονομία στο πεδίο της μπλοκμπαστερικής παραγωγής. Μετά από μια αρχική αναβολή για τον Φεβρουάριο του 2020, τελικά η ταινία αποφασίστηκε να κυκλοφορήσει τον Απρίλιο της περασμένης χρονιάς. And then, covid. Ανακοινώνοντας στις αρχές Μαρτίου του 2020 την (υπεραισιόδοξη) μεταφορά της πρεμιέρας για Νοέμβριο, το No Time to Die ήταν ουσιαστικά η πρώτη μεγα-χολιγουντιανή ταινία που επηρεάστηκε ευθέως από τις συνέπειες της διαχείρισης της πανδημίας, η οποία διέρρηξε βαθύτατα τον παραδοσιακό κύκλο της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής.

Μετά από μερικές ακόμα αναβολές που συνέχιζαν να πηγαίνουν την ταινία πιο πίσω, κι ενώ είχαν μεσολαβήσει πράγματα όπως η απογοητευτική πορεία του Tenet στο box office κι η απόφαση της Warner να μεταφέρει όλες τις πρεμιέρες του 2021 στο HBO Max, η MGM κι η Universal (η οποία είχε διαδεχθεί την Sony ως διεθνής διανομέας του 007, πράγμα πολύ σημαντικό δεδομένων των υπερκερδών του franchise στην Κίνα) αποφάσισαν τελικά να κυκλοφορήσουν την ταινία το φθινόπωρο του 2021, αρνούμενες πεισματικά τις τεράστιες προσφορές για streaming πρεμιέρα όλο αυτό το διάστημα. Με τις πιο συντηρητικές προβλέψεις για το opening weekend να μιλάνε για minimum 150 εκ. δολάρια διεθνώς και budget που φημολογείται πως έφτασε τα 300 εκ., καταλαβαίνει κανείς πως διακυβεύονται μπόλικα πράγματα σε αυτό το James Bond όσον αφορά το άμεσο μέλλον της mainstream κινηματογραφικής βιομηχανίας όπως την ξέρουμε, ειδικά όσον αφορά την παραγωγή και διανομή των ταινιών-events όπως αυτή. Μια ενδεχόμενη υπερ-επιτυχία στο box office ενδέχεται να ανανεώσει την πίστη στο παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής/διανομής, ενώ ένα ενδεχόμενο under-performance ενδέχεται να ενισχύσει τις προϋπάρχουσες τάσεις για disruption αυτού του μοντέλου από την σκοπιά των streaming πλατφόρμων που στο μεταξύ, καβαλώντας το πανδημικό κύμα, έχουν εξελιχθεί σε μείζονες παίχτες και ρυθμιστές των κατευθύνσεων που θα πάρει το industry το επόμενο διάστημα. Περισσότερο από ένα καλλιτεχνικό στοίχημα, λοιπόν, το νέο Bond είναι ένα πολύπλοκο πολιτιστικό-τεχνολογικό-οικονομικό στοίχημα. Για την ιστορία πάντως, στην πρώτη του μέρα στα ελληνικά σινεμά το No Time to Die έκοψε 17.326 εισιτήρια με ευρύ άνοιγμα σε 248 αίθουσες, το 34% εκ των οποίων προήλθαν από θερινά σινεμά.

Δεν προσπαθούμε βέβαια να υποτιμήσουμε το καλλιτεχνικό επίδικο της νέας ταινίας του franchise – κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο και το τρίτο στοιχείο που συνιστούν την αντικειμενική της κινηματογραφική σημασία. Δεύτερον, λοιπόν, το No Time to Die έρχεται για να κλείσει και να κεφαλαιοποιήσει την μοντέρνα blockbuster περίοδο του 007, η οποία ξεκίνησε με όρους μεγα-παραγωγικούς με την είσοδο του Pierce Brosnan το 1995 στο GoldenEye (ενδεικτικό φυσικά του ύφους και της νοοτροπίας των χολιγουντιανών παραγωγών της εποχής) και μπήκε στην ώριμη φάση της με το Casino Royale του 2006, όταν ο Daniel Craig κλήθηκε να εκσυγχρονίσει τον Bond για την post-9/11 εποχή των “σοβαρών”, “σκοτεινών” και “σκεπτόμενων” blockbusters που σημαδεύτηκε από το στίγμα της Batman τριλογίας του Christopher Nolan. Φυσικά, η τάση αυτή έφτασε στο απόγειό της με την είσοδο του Sam Mendes στο franchise με το Skyfall, επιχειρώντας να προσδώσει ένα ειδικό καλλιτεχνικό βάρος και μια αίσθηση blockbuster-auteur στον 007. Αυτή ακριβώς η δυναμική ήταν που έφερε έπειτα τον Danny Boyle στην σκηνοθετική καρέκλα του φινάλε, κι η αποτυχία καλλιτεχνικής συνύπαρξης με το στούντιο είναι ενδεικτική των αντιφάσεων που έχει η σύγχρονη mainstream παραγωγή: από τη μία θέλει το ειδικό βάρος και το prestige της προσωπικής καλλιτεχνικής σφραγίδας, από την άλλη δεν είναι πρόθυμη να πάρει αρκετά ρίσκα με το να δώσει ουσιαστική ελευθερία στους δημιουργούς. Το No Time to Die, λοιπόν, ήταν επομένως κι ένα στοίχημα όσον αφορά την διαπραγμάτευση της καλλιτεχνικής εξουσίας εντός των ταινιών-events. Μ’ αυτήν την έννοια, μοιάζει λίγο άχαρο που δύο δημιουργοί με μεγάλο hype από την πρόσφατη (όχι μόνο αλλά κυρίως) τηλεοπτική πορεία τους, όπως ο Cary Fukunaga των True Detective και Maniac κι η Phoebe Waller-Bridge του Fleabag, ήρθαν τελευταία στιγμή για να μπαλώσουν τις σκηνοθετικές και σεναριακές τρύπες που άφησε η τριβή ανάμεσα σε Boyle και MGM.

Και φτάνοντας στο τρίτο σημείο, έχουμε να πούμε ότι το No Time to Die αντιμετωπίζει ένα ακόμα μείζον στοίχημα: το αν θα καταφέρει να εναρμονιστεί με το νέο πολιτικό και πολιτισμικό ήθος της εποχής. Ας το εξηγήσουμε λίγο καλύτερα. Όπως είπαμε, η ολοκληρωμένη είσοδος του franchise στην μοντέρνα blockbuster εποχή με το Casino Royale σήμαινε πως ο Bond θα έπρεπε εκ των πραγμάτων να γίνει πιο “αντι-ήρωας” (sic) απ’ όσο τον είχαμε συνηθίσει τις προηγούμενες δεκαετίες. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να γίνει πιο “αντιφατικός”, πιο “ευάλωτος”, πιο “πολύπλευρος”, πιο “ανθρώπινος” – λέξεις που από μόνες τους είναι κενές νοήματος αλλά λατρεύει να χρησιμοποιεί το Hollywood κι ευρύτερα το mainstream σινεμά προκειμένου να προσδώσει μια εσάνς “βάθους” και “σοβαρότητας” χωρίς να χρειαστεί να τα αποδείξει στην πράξη με αληθινά ουσιαστικό storytelling και θεματική επεξεργασία (όλοι ξέρουμε ότι το ρεύμα του dark-and-gritty υπερηρωικού σινεμά είναι ο βασικός υπεύθυνος για αυτό την τάση σοβαροφανούς επιφανειακότητας). Καθώς προχωρούσαμε βαθύτερα μέσα στα 10s, οι ταινίες Bond δεν καλούνταν μόνο να αποδείξουν πως ήταν πιο “σοβαρές” και “βαθιές” απ’ όσο ήταν. Καλούνταν επίσης να αποδείξουν πως ήταν και πιο woke. Αυτό σημαίνει πως υπήρχε όλο και λιγότερος χώρος για την παραδοσιακή πολιτική ιδεολογία του franchise, το οποίο προσπαθούσε σταδιακά όλο και περισσότερο να συγχρονιστεί με τις νέες κοινωνικο-πολιτικές ιδέες που δεν του επέτρεπαν πλέον να είναι μονόπλευρο και μονολιθικό όσο ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Ο Bond λοιπόν καλούνταν να αποδείξει πως κατανοεί την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και την αλλαγή των κυρίαρχων παραδειγμάτων σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, διεθνών σχέσεων και κοινωνικών ρόλων – κι αυτό είναι κάτι που αγγίζει όχι μόνο το πεδίο της θεματολογίας και των ιδεών αλλά και της ίδιας της αναπαράστασης. Πώς μοιάζει, δηλαδή, ο Bond σε έναν τέτοιο κόσμο; Είναι ακόμα λευκός; Είναι ακόμα άνδρας; Τι θα έπρεπε να είναι, τέλος πάντων; Έτσι, η συζήτηση για την ιμπεριαλιστική ιδεολογία του franchise και την μισογύνικη αρρενωπότητα του Bond εξελίχθηκε με σχεδόν φυσικό τρόπο σε συζήτηση για την (φυλετική και έμφυλη) ταυτότητα του 007. Μ’ αυτήν την έννοια, το κλείσιμο του κύκλου του Daniel Craig αναμενόταν να μας δείξει και τον δρόμο για την συνέχεια του franchise με όρους φημολογίας περί διαδοχής.

Όπως καταλαβαίνει κανείς αρκετά εύκολα, αυτό είναι ένα αρκετά μεγάλο βάρος για να το σηκώσει μια ταινία από μόνη της – πόσο μάλλον όταν ο τυπικά διακηρυγμένος ρόλος αυτής της ταινίας είναι να αποτελέσει “απλώς” ένα όχημα για escapist υπερθεαματική διασκέδαση. Αν κοιτάξουμε το ζήτημα από μια ψύχραιμη κι αποστασιοποιημένη σκοπιά, ο Bond ήταν στον πυρήνα του ήδη νεκρός, γιατί κι η βασίλισσα που υπηρετούσε ήταν ήδη νεκρή, για να παραθέσουμε τον Morrissey (καλή ιδέα για επόμενος Bond, έτσι; προσπαθήστε να βρείτε μια πιο edgy ιδέα από αυτήν, σας προκαλούμε). Και όχι, με τον όρο βασίλισσα δεν εννοούμε την Ελισσάβετ, γιατί ποιος χέστηκε, αλλά την ίδια την ιδεολογία που αποτέλεσε τον πυρήνα του franchise από την σύλληψή του από τον Ian Fleming το 1953 μέχρι και σήμερα. Κατά μία έννοια, ο Bond είναι ένα επίμονο απομεινάρι των ιδεολογικών φαντασιώσεων της μαζικής κουλτούρας σχετικά με την αρρενωπότητα του 20ού αιώνα, τον απόλυτο άνδρα, τον άνδρα που είναι ελεύθερος από περιορισμούς αλλά και δοσμένος σε ένα υπερβατικό καθήκον, τον άνδρα που βυθίζεται στον ηδονισμό αλλά διατηρεί πάντα τον έλεγχο και την εξουσία. Φυσικά, αυτή η φαντασίωση για τον ανδρισμό, μεταβαλλόμενη μέσα στα χρόνια όπως μεταβάλλονταν κι οι ίδιες οι κυρίαρχες ιδέες για την αρρενωπότητα, είναι στενά δεμένη με τις ίδιες τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: την δυτική ψυχροπολεμική ιδεολογία και το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε δύση και ανατολή, την κατάρρευση της βρετανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, την κρίση των εθνικών συνόρων και την άνοδο των υπερεθνικών κέντρων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, την αμφισβήτηση των στερεοτυπικών ρόλων των φύλων εκ μέρους του φεμινισμού και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, την άμυνα των συντηρητικών δυνάμεων υπέρ της διατήρησης της παραδοσιακής έμφυλης ισορροπίας και εξουσίας.

Αν δούμε το franchise από αυτήν την σκοπιά, ο James Bond ήταν η τέλεια pop συμπύκνωση της αντίδρασης της κυρίαρχης ιδεολογίας απέναντι σε έναν κόσμο που δεν σταματούσε να αλλάζει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι ταινίες Bond ήταν *μόνο* αυτό ή ότι όσοι τις απολάμβαναν ήταν αυτόματα απολογητές αυτής της ιδεολογίας. Αλλά η κατάφαση στο mindless fun της μαζικής κουλτούρας, πράγμα απαραίτητο ενίοτε για να την παλέψουμε, δεν πρέπει να μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια στις ιδεολογικές του λειτουργίες. Κι αυτές οι ιδεολογικές λειτουργίες του 007 franchise άρχισαν να μοιάζουν όλο και πιο ξένο σώμα καθώς προχωρούσαμε μέσα στον 21ο αιώνα, αναγκάζοντας τους ιθύνοντες πίσω από τις ταινίες να αναρωτηθούν: μπορεί, άραγε, να αλλάξει αυτό το πράγμα; Ο Craig ήταν, φυσικά, το μεγάλο τους στοίχημα. Αφού αυτή η παραδοσιακή φαντασιωτική αρρενωπότητα του Bond έφτανε πλέον στα όρια της ακούσιας αυτοπαρωδίας, ο Bond έπρεπε να αλλάξει σαν άνδρας: να γίνει πιο βλοσυρός, πιο σκοτεινός, πιο αμφίθυμος, πιο απρόθυμος, πιο βασανισμένος. Η ανάπτυξη του Bond σαν χαρακτήρα από το 2006 κι έπειτα μοιάζει να τρέχει να προλάβει όλα εκείνα τα πολιτισμικά προϊόντα της στροφής του αιώνα που επιχειρούσαν να αναμετρηθούν με την κρίση/αποδόμηση της παραδοσιακής αρρενωπότητας και την κατάρρευση του παραδοσιακού άνδρα, από το Fight Club και το The Sopranos μέχρι το American Beauty και το Being John Malkovich. Άρα, θεωρητικά μιλώντας, η ανάπτυξη του Bond σαν χαρακτήρα έμοιαζε αναγκασμένη να συμπαρασύρει και μια κριτική στις υπόλοιπες σταθερές πάνω στις οποίες βασιζόταν το franchise: την ίδια την φύση της πολιτικής εξουσίας που υπηρετεί ένας μυστικός πράκτορας και τις διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων στις οποίες επεμβαίνει με απόκρυφους αλλά καίριους τρόπους ώστε να διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα που υπηρετεί.

Προφανώς, το Bond franchise δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τόσο βαθιά, και γι’ αυτό η κριτική που επιφυλάσσει σε όλα αυτά, κριτική στην οποία το τράβηξε η ίδια η εποχή προκειμένου να παραμείνει relevant, μοιάζει τόσο ψεύτικη και επιφανειακή και κούφια και διεκπεραιωτική. Πραγματικά, είμαι περίεργος, πείθεται κανένας στ’ αλήθεια από αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό και χαρακτηρολογικό εκσυγχρονισμό του ήρωα; Νιώθω πως ακόμα κι αυτοί που τον χαιρετίζουν ως αληθινό απλά επαναλαμβάνουν μηχανικά τα κλισέ με τα οποία θα ήθελε να μιλάει το ίδιο το franchise για τον εαυτό του, χτυπώντας τον επιβραβευτικά στην πλάτη για το ότι έχει καταφέρει να συμβαδίσει με το πνεύμα της εποχής. Ειδικά όσον αφορά την αναπαράσταση της φαντασιωτικής αυτοεικόνας του ανδρισμού σε κάθε ιστορική εποχή, ο σύγχρονος Bond μοιάζει καταδικασμένος να παλαντζάρει ανάμεσα σε δύο πράγματα: από τη μία πλευρά βρίσκεται η επιβεβλημένη αναγνώριση ότι η παραδοσιακή αρρενωπότητα είναι σε κρίση κι αναγκαστικά γίνεται πιο ρευστή με την παραγωγή του 007 να επιθυμεί να τον ξαλαφρώσει από τις πιο τοξικές/σεξιστικές/ρατσιστικές πλευρές του, κι από την άλλη πλευρά είναι οι προσδοκίες που επενδύει στον ήρωα ένα μεγάλο μέρους του ανδρικού κοινού που επιθυμεί να δει στην οθόνη μια άμυνα απέναντι στα σύγχρονα ήθη του “εκθυλησμού”  και της “πολιτικής ορθότητας” προσδοκώντας από το franchise να αποτελέσει έναν φάρο παραδοσιακού ανδρισμού μέσα σε έναν κόσμο που οι κλασικοί γνώριμοι ρόλοι δείχνουν να κλονίζονται βαθύτατα.

Έτσι, διχασμένος ανάμεσα στα δύο, ο Bond μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα κούφιο σύμβολο, με ένα κενό σημαίνον, με μια άδεια καρικατούρα. Μοιάζει με ένα βιομηχανικά και τυποποιημένα παραγμένο blueprint εξανθρωπισμού του Bond μέσα από την μετατροπή του σε ένα prototype Μοντέρνου Άνδρα™ που έχει λίγο απ’ όλα και δεν ικανοποιεί πραγματικά κανέναν: ούτε αυτούς που θέλουν να δουν μια αμφισβήτηση του παραδοσιακού ανδρισμού ούτε εκείνους που θέλουν να δουν μια επιβεβαίωσή του. Κι εδώ είναι που αναρωτιέμαι: ποιον ενδιαφέρει αυτό; Ποιος επενδύει κινηματογραφικά σε έναν ήρωα που είναι σε κάθε στιγμή όλα τα αντιφατικά πράγματα μαζί σα να έχει πάθει εγκεφαλικό το τμήμα marketing του studio που αναλύει τα target audiences; Ο σύγχρονος Bond είναι και καυλιάρης και ασεξουαλικός, και ερωτιάρης και μονογαμικός, και μπερμπάντης και πιστός, και ευαίσθητος και σκληρόπετσος, και απρόθυμος και motivated, και αφοσιωμένος στο καθήκον και δύσπιστος απέναντι στον ρόλο του, και ανθρώπινος και δολοφονικός.

Και το πράγμα κινδυνεύει να γίνει ακόμα πιο cringeworthy όσο προχωράει η συζήτηση για την πιθανότητα μιας γυναίκας James Bond στην post-Craig και την post-MeToo εποχή. Γιατί, οκ, έχει πλάκα το γεγονός ότι οι συντηρητικοί κι οι μισογύνηδες πονάνε τόσο πολύ με την ιδέα μιας γυναίκας 007 αφού τους κλέβει την απόλαυση μέσα από τα χέρια, αλλά κάπου πρέπει να μπει κι ένα φρένο στο pop exploitation του liberal φεμινισμού της μαζικής κουλτούρας που προσποιείται πως αμφισβητεί τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας απλώς με την μηχανική αντιστροφή των ρόλων στο επίπεδο της mainstream αναπαράστασης. Υπάρχει κάτι δομικά σεξιστικό, εκμεταλλευτικό, συγκαταβατικό και πατροναριστικό σε αυτό το χολιγουντιανό μοντέλο των female reboots που γνωρίζει άνθιση τα τελευταία χρόνια, αφού συνεχίζει να αντιμετωπίζει το γυναικείο στοιχείο ως απόκλιση από την default νόρμα του ανδρικού κι όχι ως κάτι που έχει τη δυνατότητα αυτόνομης καλλιτεχνικής έκφρασης (και οικονομικής επιβίωσης, πόσο μάλλον στο σύγχρονο περιβάλλον των χολιγουντιανών αφηγηματικών μοντέλων που πριμοδοτούν την πολλαπλότητα των αφηγήσεων και τα multiverses). Τουλάχιστον, αν είναι να συμβαίνει, τότε ας συμβαίνει με τον τρόπο που το έκανε το Mad Max: Fury Road, όπου η μετάβαση από τον Max στην Furiosa έγινε μέσα από ένα ολοκληρωμένο shift στο focus της ταινίας και την εισαγωγή ενός ριζικά καινούριου point of view που πηγαίνει σε νέες κατευθύνσεις συνολικά το franchise. Μ’ αυτήν την έννοια, η εντελώς πρόχειρη, αποπροσανατολιστική και gimmicky χρήση της Lashana Lynch ως “μαύρης γυναίκας διαδόχου” ήταν όχι μόνο ένας εξαιρετικά άχαρος ρόλος για την ηθοποιό αλλά κι ένα μάλλον κακόγουστο αστείο εις βάρος όλης αυτής της ήδη ναρκοθετημένης συζήτησης.

Ενώ λοιπόν δεν θέλω να μειώσω καθόλου τον σύγχρονο Bond σαν πηγή απόλαυσης και escapist fun για το σημερινό κοινό, προσωπικά βρίσκω όλο και πιο λίγα πράγματα να με ενδιαφέρουν σε αυτόν ή έστω να μου προκαλούν απλή, καλή, κλασική χολιγουντιανή διασκέδαση. Τι θα με ενδιέφερε να δω; Θα με ενδιέφερε να δω ένα μετα-ειρωνικό αγκάλιασμα της ίδιας της υστερικής φύσης που έχουν αυτές οι ανδρικές φαντασιώσεις με τις οποίες επενδύθηκε ο James Bond, μέσα από ένα strip-down στα εντελώς βασικά χαρακτηριστικά της action χολιγουντίλας – κατά έναν τρόπο αντίστοιχο με αυτό που έκανε ο John Wick. Θα ήθελα λοιπόν ένα πανάκριβο 007 b-movie, εντελώς over-the-top και αυτοσατιρικό στην προσέγγισή του, με τον Richard Ayoade (<3) να πρωταγωνιστεί σε φάση Ο Πρώτος Μαύρος James Bond Αλλά Όχι Ακριβώς Αυτό Που Νομίζατε. Επειδή αυτό όμως δεν πρόκειται να γίνει, προς το παρόν ικανοποιούμαι από το γεγονός πως ο Daniel Craig, ένας εξαιρετικός ηθοποιός με σπουδαία κωμικά χαρίσματα (όπως έχει αποδείξει στα πανέμορφα Logan Lucky και Knives Out), θα μπορεί πλέον να επιλέξει με μεγαλύτερη ελευθερία και άνεση τα επόμενα κινηματογραφικά του πρότζεκτ, ελεύθερος πια από τις μεγάλες δεσμεύσεις ενός απαιτητικού και εμβληματικού franchise σαν του James Bond.

Κι αν επιστρέψουμε στο ίδιο το escapist fun που υπόσχεται το 007, τότε αν πρέπει να διαλέξω ένα σύγχρονο action/spy franchise, που μάλιστα συμβαδίζει χρονικά με την εποχή του εκμοντερνισμένου Bond από τα μέσα του ’90 μέχρι σήμερα, τότε προτιμώ με διαφορά το Mission: Impossible, αφού το βρίσκω πολύ πιο απενοχοποιημένο μέσα στην braindead προσέγγισή του, πολύ πιο ανάλαφρο στον βηματισμό του, πολύ πιο διασκεδαστικό στην εκτέλεσή του, πολύ πιο over-the-top στην δράση του και πολύ πιο μετρημένο στις φιλοδοξίες του (κι αυτό ισχύει τόσο για το αρχικό campy μπαμ του Brian De Palma όσο και το πρόσφατο υπερ-crowdpleasing σερί του Christopher McQuarrie). Γιατί, πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα, βρίσκω ότι το No Time to Die δεν ήταν καν τόσο διασκεδαστικό *σαν ταινία δράσης*. Η βεβιασμένη του απόπειρα για αφηγηματικό, θεματικό και συναισθηματικό βάρος λειτουργεί σε βάρος της αγνά action πλευράς της ταινίας, η οποία, παρότι έχει τις στιγμές της, είναι εν πολλοίς επίσης προβλέψιμη και κοινότοπη, μοιάζοντας περισσότερο σα να έχει βγει από έναν αλγόριθμο μεγάλων set pieces παρά από ακριβοπληρωμένα μυαλά που αναζητούν τους πιο ευφάνταστους και διασκεδαστικούς τρόπους ώστε να ανατινάζεις πράγματα και να σκοτώνεις ανθρώπους. Ας είναι σχηματικό και φορμουλαϊκό, οκ, αλλά ας είναι τουλάχιστον πιο συναρπαστικό ρε παιδί μου – όχι απλά με όρους μεγέθους αλλά και με όρους φαντασίας.

Κλείνοντας, πρέπει να πω ότι προσπάθησα να κρατήσω αυτό το κείμενο όσο γινόταν πιο μακριά από μια κλασική κριτική του No Time to Die, αφού δεν είμαι καθόλου invested προσωπικά στον χαρακτήρα και το franchise (μετά βίας θυμάμαι ποια ταινία είναι ποια χωρίς να κάνω homework, και τα έχω δει όλα, νομίζω), κι έτσι πιθανώς θα φαινόταν σα να προσπαθώ απλώς να μειώσω ή να ακυρώσω την απόλαυση που αντλεί κάποιος από την ταινία ή τον Bond συνολικά. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μπω στην αίθουσα, να διασκεδάσω με το ξύλο και τις εκρήξεις, και μετά να συνεχίσω με τη ζωή μου, όπως είναι καλό και ψύχραιμο να κάνουμε όλοι μας όταν πρόκειται για χολιγουντιανά blockbusters που δε μας αγγίζουν ή μας ενδιαφέρουν πραγματικά. Αντιθέτως, αυτό που μου έμεινε εν τέλει ήταν μια αίσθηση σπατάλης των ταλέντων της Phoebe Waller-Bridge (υποτίθεται πως την έφεραν για καλύτερους γυναικείους χαρακτήρες; καλά πήγε αυτό) και του Rami Malek (πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτα αξιομνημόνευτο σε αυτόν τον villain πέρα από το ότι ενσαρκώνει τα χειρότερα στερεότυπα των villains, από την επιθυμία παγκόσμιας κυριαρχίας μέχρι και τις αρνητικές συνδηλώσεις της ανθρώπινης παραμόρφωσης), μια πολύ θετική εντύπωση από το τραγούδι της Billie Eilish και την εμφάνιση της Ana de Armas (*bonk x2*), αλλά και το ερώτημα μήπως ο διάσημος μονόλογος του Roy Batty με τον οποίο κλείνει το Blade Runner αποτελεί εν τέλει την καταλληλότερη απάντηση στον τίτλο της ταινίας:

Best of internet