Quantcast

To Pet Sematary δεν παίρνει τον εαυτό του ούτε αρκετά σοβαρά, ούτε αρκετά ασόβαρα

Και γι’ αυτό αποτυγχάνει να γίνει μια τίμια προσθήκη λαϊκού horror στην φιλμογραφία του Stephen King

Ας ξεκινήσουμε ως εξής: υπάρχουν κάποιες σταθερές που περιμένεις από μια διασκευή ενός έργου του Stephen King για τη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη. Πρώτον, περιμένεις να μεταφερθεί πετυχημένα σε οπτική γλώσσα το σήμα-κατατεθέν της ίδιας της συγγραφικής φλέβας του King, η ουσιαστική λαϊκότητα των ιστοριών του, ο ιδιαίτερος τρόπος που έχει να φέρνει τον τρόμο πολύ κοντά στα άμεσα βιώματα των αναγνωστών του. Έτσι κι αλλιώς, ο King είναι ένας βαθιά λαϊκός συγγραφέας – κι αυτός είναι ένας τίτλος που έχει υπερασπιστεί σθεναρά κι ο ίδιος απέναντι στους επικριτές τους. Δεύτερον, περιμένεις να μεταφερθεί εξίσου πετυχημένα στην οθόνη αυτή η συγκεκριμένη αναπαράσταση της παιδικότητας που επιλέγει ο King, ακόμα κι όταν οι πρωταγωνιστές του είναι ενήλικες αλλά η παιδικότητα τους στοιχειώνει με κάποιον τρόπο. Πρόκειται γι’ αυτήν την ματιά που δηλώνει πως οποιαδήποτε αναπαράσταση της παιδικότητας είναι μισή και ψεύτικη αν δεν συμπεριλάβει το γεγονός πως η παιδική ηλικία είναι σκληρή. Όπως γράφαμε όταν συζητούσαμε πιο συνολικά για τη σχέση του King με το σινεμά, η μαγεία που μπορεί να χαρακτηρίσει μια παιδική περιπέτεια πηγάζει εξίσου από την δυστυχία της οικογενειακής ζωής κι απ’ την μετάβαση στον ενήλικο κόσμο του πόνου και του θανάτου.

Μαζί μ’ αυτά, φυσικά, έρχονται κι όλα τ’ άλλα πράματα με τα οποία έχουμε συνδέσει τον King στο χαρτί και την οθόνη. Τους ορθολογικά σκεπτόμενους ενήλικες που έρχονται αντιμέτωποι με το υπερφυσικό, την παγανιστική τελετουργική ατμόσφαιρα, την ζοφερή αύρα που περιβάλλει την φαινομενική αθωότητα της αμερικάνικης επαρχίας. Εδώ και 2-3 χρόνια, λοιπόν, που η παρουσία των ιστοριών του Stephen King στο σινεμά και την τηλεόραση έχει αναζωπυρωθεί, έχει γίνει ξανά σαφές ότι δεν μπορείς απλώς να μεταφέρεις την εικονογραφία και την αφήγησή του στην οθόνη αν δεν επικοινωνήσεις ταυτόχρονα με τον βαθύτερο συναισθηματικό πυρήνα του. Με λίγα λόγια, δεν γίνεται να φτιάξεις μια ψυχρή και ψόφια ταινία Stephen King. Με λιγότερα λόγια, έχουμε δει τι δουλεύει και τι όχι – κι άρα, μετά από τόσες μυριάδες μεταφορές στο σινεμά και την τηλεόραση, έχουμε μάθει να μυριζόμαστε μέσα σε λίγο χρόνο αν αυτό που βλέπουμε θα καταλήξει τίμιος λαϊκός τρόμος ή κοινότοπη φόλα.

Ας πούμε, αν πιάσουμε τις ταινίες και τις σειρές Stephen King που είδαμε από το 2017 μέχρι σήμερα, τα It, Gerald’s Game και Castle Rock πέτυχαν ακριβώς επειδή είχαν ένα ειλικρινές και λαϊκό συναισθηματικό βάθος, πέρα από το να είναι καλοφτιαγμένα. Από την άλλη, το The Dark Tower, το 1922 και το The Mist δεν έπεισαν ούτε για ένα δευτερόλεπτο, επιλέγοντας αντίθετα μια προκάτ μεταφορά που μεταχειρίζεται το αρχικό υλικό απλά ως εύκολη κι ευπώλητη φόρμουλα. Όταν, λοιπόν, έγινε γνωστό ότι έρχεται μέσα στο 2019 μια νέα κινηματογραφική μεταφορά του Pet Sematary που τελικά κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις αίθουσες, περιμέναμε ότι θα έχουμε να κάνουμε με μια από τις δύο αυτές εκδοχές. Και δεδομένου πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο γνωστά και μοσχοπουλημένα βιβλία του King, περιμέναμε ότι εν έτει 2019 και με δεδομένη την άνθιση του horror ως είδους τα τελευταία χρόνια, η ιστορία της οικογένειας Creed, που μετακομίζει από τη Βοστόνη στην μικρή πόλη του Λάντλοου για να συναντήσει την τραγωδία και τον θάνατο, θα τύχαινε μιας κάπως πιο φιλόδοξης και περιπετειώδους μεταχείρισης.

Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που ήθελα τουλάχιστον εγώ από ένα σύγχρονο remake του Pet Sematary ήταν μια απόπειρα σύνδεσης με το σύγχρονο ρεύμα pagan/folk horror, όπως αυτό έχει εκφραστεί με τα άκρως ατμοσφαιρικά και λατρεμένα Kill List, A Field in England, The VVitch, Apostle και Hereditary, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, κι επειδή ούτως ή άλλως μια ιστορία που περιστρέφεται γύρω από ένα νεκροταφείο ζώων είναι κάπως pulp, θα θέλαμε και μερικές φαντασμαγορικές νότες απενοχοποιημένου campiness. Για να μην τα πολυλογούμε, δεν ζητάγαμε πολλά. Λίγο σατανισμό και γάτες ζητάγαμε, και το promo υλικό της ταινίας έμοιαζε ικανοποιητικό, σε έναν πρωτόλειο βαθμό τουλάχιστον.

Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια κινηματογραφική ματιά, η οποία προσπαθεί να συνδέσει δύο αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα (την βαριά κι επιβλητική παγανιστική ατμόσφαιρα με την αντικειμενική μισο-γελοιότητα του premise με τα κατοικίδια ζόμπι), θα ταίριαζε γάντι στον ίδιον τον θεματικό και συναισθηματικό πυρήνα ενός έργου σαν το Pet Sematary, το οποίο επεξεργάζεται μερικά εξαιρετικά βαριά ζητήματα της πυρηνικής οικογένειας και της σχέση παιδιού-γονιού μέσα από μια κουκουρούκου ιστορία με αιμοβόρες νεκροζώντανες γάτες. O King πιάνει πολύ καλά την δυσκολία του παιδιού να συμφιλιωθεί με την ιδέα της θνητότητας και χρησιμοποιεί πολύ έξυπνα τον θάνατο του κατοικίδιου για να αποτυπώσει την στοιχειωτική δύναμη του πρόωρου χαμού στην παιδική ψυχή. Παράλληλα, αναπαριστά εξίσου έξυπνα το πώς στήνεται ένα πλέγμα ψέματος-προστασίας-χειραγώγησης γύρω από το παιδί, καθώς οι γονείς δυσκολεύονται κι οι ίδιοι να διαχειριστούν την απώλεια και το πένθος, αποτυγχάνοντας να είναι ειλικρινείς προς τα συναισθήματά τους αλλά και μεταξύ τους.

Ενώ, λοιπόν, ο King γνωρίζει καλά πως παράγεται μια πολύ μεγάλη συναισθηματική και δραματική ένταση μέσα από την ασυμφωνία, μέσα από την αντίθεση μεταξύ των σκληρών οικογενειακών ζητημάτων και της εξωφρενικά υπερφυσικής πλοκής, η νέα ταινία των Kevin Kölsch και Dennis Widmyer μοιάζει να αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε ένταση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, επιλέγοντας αντίθετα να ζωντανέψει το Pet Sematary με τον πιο flat και safe τρόπο που θα μπορούσε να το κάνει. Ουσιαστικά η απλή, αποτελεσματική, ειλικρινής και ώριμη ιστορία του King μετατρέπεται σε ένα υπερβολικά κυριολεκτικό σενάριο όπου απλά η πλοκή πηγαίνει από το σημείο Χ στο σημείο Υ, χωρίς κανένας να ενδιαφέρεται πραγματικά για το ταξίδι ανάμεσά τους – εκτός αν στο μεταξύ παρεμβάλλεται κανένα jumpscare ή κανένα αιματοκύλισμα για αλατοπίπερο.

Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι από εμάς γνωρίσαμε το Pet Sematary πρωτίστως από την κινηματογραφική μεταφορά του 1989, τριάντα χρόνια νωρίτερα, την οποία είχε επιμεληθεί σεναριακά ο ίδιος ο King και σκηνοθετικά η Mary Lambert, μια εκ των σημαντικότερων music video σκηνοθετών της δεκαετίας του ’80. Και μπορεί η pulp/campy/cheesy εκδοχή εκείνης της ταινίας να την έχει αποκλείσει από τον κανόνα των «σοβαρών/ποιοτικών» μεταφορών King στο σινεμά, αλλά στην καρδιά μας θα είναι πάντα μια από τις καλύτερες, αφού κατάφερε να πιάσει όσο ελάχιστες άλλες τον ταυτόχρονα στοιχειωτικό και σαχλό χαρακτήρα που έχει πολύ συχνά ο λαϊκός τρόμος, από τις παγανιστικές δοξασίες της παλιάς επαρχίας μέχρι τα creepypasta της πρώιμης ιντερνετικής κουλτούρας. Αυτό το πνεύμα της ταινίας ενσαρκώνεται τέλεια στο ίδιο το τραγούδι-σήμα-κατατεθέν των Ramones, το οποίο είναι τόσο υπέροχα μελαγχολικό και αφελές ταυτόχρονα:

Αποφεύγοντας, εν τέλει, να συνδυάσει το πένθιμο με το καλτ, το ειλικρινές με το εξωφρενικό, το ώριμο με το ανώριμο, το νέο Pet Sematary καταλήγει να μην παίρνει το πρωτότυπο υλικό του ούτε όσο σοβαρά ούτε όσο ασόβαρα του αξίζει. Εκ των πραγμάτων, αποτυγχάνει να γίνει τρομακτικό, αποτυγχάνει να γίνει και διασκεδαστικό. Αντ’ αυτού, στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ένα συμβατικό, παραδοσιακό, συντηρητικό και τελικά βαρετό horror film που μάλλον ανήκει περισσότερο στην προηγούμενη δεκαετία, παρά σ’ αυτήν. Εξαιρώντας τις αξιοπρεπείς ερμηνείες, αν κανείς ψάξει να βρει οτιδήποτε περιπετειώδες ή παιχνιδιάρικο σ’ αυτήν την ταινία, τότε θα δυσκολευτεί πάρα πολύ για να το βρει. Όπως και πριν από 30 χρόνια, το ομώνυμο τραγούδι συνοψίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ταινία. Βάλτε αυτήν την ψόφια indie rock διασκευή από τη νέα ταινία δίπλα στον ύμνο των Ramones και θα καταλάβετε πολύ εύκολα την διαφορά.

Best of internet