Quantcast

To «Castle Rock» είναι ακριβώς εκείνη η σειρά Στίβεν Κινγκ που χρειαζόμασταν

Η πόλη του Stand By Me, του Dead Zone και του Cujo ζωντάνεψε στο έτος 2018

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

25 Σεπτεμβρίου 2018

Έχουμε ξαναμιλήσει για την τεράστια σχέση του Στίβεν Κινγκ με την οθόνη, αλλά, έτσι όπως τα έφερε η ζωή, θα μιλήσουμε ξανά. Τι να κάνουμε, δεν φταίμε εμείς – φταίει το γεγονός ότι ο Κινγκ δεν είναι μόνο ο σπουδαιότερος, ίσως, αληθινά λαϊκός λογοτέχνης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, αλλά ότι επίσης είναι, εδώ και πολλές δεκαετίες, ένα ολόκληρο άτυπο κινηματογραφικό στούντιο από μόνος του. Συγκεκριμένα, γράφαμε: «Σ’ έναν ορισμένο βαθμό, ο ίδιος ο Στίβεν Κινγκ λειτούργησε ως κινηματογραφικό στούντιο, ως άτυπη εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών τάσεων για μαζική απόλαυση. Σήμερα που η βιομηχανία του σινεμά στρέφεται όλο και περισσότερο σε source material της pop κουλτούρας των προηγούμενων δεκαετιών, ο Κινγκ αποδεικνύεται ταυτόχρονα αρκετά προφητικός και αλλόκοτα επίκαιρος».

Ήταν το μακρινό 2017, πέρσι δηλαδή, και πράγματι ο Κινγκ είχε κάνει ένα δυνατό comeback στις μεγάλες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Λίγο καιρό νωρίτερα είχε κάνει πρεμιέρα το (κακό) The Dark Tower, ενώ λίγο καιρό αργότερα είδαμε τα ωραιότατα It και Gerald’s Game. Και το 2019 αναμένεται ακόμα πιο πλούσιο: έχουμε το δεύτερο μέρος του It, ένα remake του Pet Sematary, τη μεταφορά του In the Tall Grass, τη νέα τηλεοπτική εκδοχή του The Stand, ενώ για λίγο αργότερα ετοιμάζεται μια μεταφορά του The Boogeyman από τους σεναριογράφους του A Quiet Place και το κινηματογραφικό sequel της Λάμψης, με τίτλο Doctor Sleep.

Ναι, πολύ πράμα. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – είναι; Ούτως ή άλλως, η έμμεση και άμεση (με τον ίδιο ως σεναριογράφο ή σκηνοθέτη) φιλμογραφία του Κινγκ έχει τεράστια ποσότητα, με την ποιότητα να κυμαίνεται κατά τόπους. Αυτό είναι, όμως, κι ένα από τα στοιχεία της γοητείας της. Το ότι υπάρχει «πολύς» Στίβεν Κινγκ δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από το τεράστιο στίγμα του στην pop κουλτούρα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα πολλά, λοιπόν, φέτος είδαμε και το Castle Rock της streaming πλατφόρμας Hulu, το οποίο ολοκληρώθηκε πανηγυρικά λίγο νωρίτερα μέσα στον Σεπτέμβριο.

Φυσικά, το Castle Rock ανήκει στην αγία τριάδα των πόλεων του Στίβεν Κινγκ. Βρίσκεται στην ακροβολισμένη βορειοανατολική πολιτεία του Maine, κι είναι η πόλη των Stand By Me, Dead Zone και Cujo – όπως αντίστοιχα το Salem’s Lot είναι η πόλη του ομώνυμου μυθιστορήματος και το Derry η πόλη του It, του Insomnia και του Dreamcatcher. Κι όλες μαζί αυτές οι τρεις πόλεις εμφανίζονται ή σχετίζονται με αμέτρητα άλλα στοιχεία από το λογοτεχνικό και μυθολογικό σύμπαν του συγγραφέα. Κι εδώ είναι που ο Κινγκ είχε ήδη μέσα στο συγγραφικό του dna έχει στοιχείο το οποίο έχει ξεζουμίσει η σύγχρονη βιομηχανία της διασκέδασης, χωρίς να φτάνει συχνά κάτω από την επιφάνεια: το κοινό σύμπαν, την αλληλοσυσχέτιση που σημαίνει κάτι, τις συνδέσεις που αξίζει να γίνουν.

Αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα του Castle Rock – να καταφέρει να φτιάξει ένα αφηγηματικό σύμπαν που θα ξεφεύγει από την σύγχρονη διεκπεραιωτική κοινοτοπία με την οποία φτιάχνονται αφηγηματικά σύμπαντα για ψύλλου πήδημα. Και ναι, το κατάφερε, αλλά πριν φτάσουμε εκεί, ας εκτιμήσουμε το γεγονός ότι απέφυγε μερικές πολύ σημαντικές κακοτοπιές που ενδημούν στο σημερινό τηλεοπτικό και κινηματογραφικό περιβάλλον. Κατά κύριο λόγο, κατάφερε να αποφύγει το nostalgia exploitation των 80s όπου τα πάντα παίρνουν τη μορφή κουτακίων προς τσεκάρισμα. Το ότι οι δημιουργοί της σειράς, Sam Shaw και Dustin Thomason, έχουν βαθιά γνώση του σύμπαντος-Κινγκ (και συναισθηματική επένδυση σ’ αυτό) τους φέρνει στην ευτυχή θέση να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία αυτού του σύμπαντος ως πραγματικά στοιχεία της ιστορίας που θέλουν να αφηγηθούν ή ως φόρους τιμής αγάπης, κι όχι ως ειρωνικά, απανωτά κι αδιαφοροποίητα κλεισίματα του ματιού.

Καθώς, λοιπόν, μας παρέδωσαν τον πρώτο κύκλο μιας σειράς ιστοριών από το Castle Rock του Maine, κατάφεραν να μεταφέρουν αρκετά έως πολύ ικανοποιητικά στην οθόνη την βαθιά ουσία του Στίβεν Κινγκ σαν αφηγητή ανθρώπινων ιστοριών: ότι το μεγάλο και το μεταφυσικό βρίσκεται μέσα σε κάθε στιγμή του μικρού και του καθημερινού. Ότι οι μυθικές δυνάμεις του κόσμου των ανθρώπων βρίσκονται τόσο βαθιά κουρνιασμένες στην κοινοτοπία που μπορεί να περάσουν εντελώς απαρατήρητες αν δεν σκύψεις προσεκτικά από πάνω τους ή αν δεν προσπαθήσεις να τις ξυπνήσεις και να απελευθερώσεις την, σκοτεινή αν μη τι άλλο, ορμή τους.

Σε αντίθεση με το Maine των 50s και των 80s (δηλαδή την παιδική ηλικία και την ενήλικη ωριμότητα του ίδιου του Κινγκ) που κυριαρχεί στα μυθιστορήματα του Castle Rock, η σειρά του Hulu μεταφέρεται ευθέως στο 2018, με τα περιστασιακά flashbacks να μεταφέρουν την αφήγηση στα πρώιμα 90s και την παιδική ηλικία του κεντρικού ήρωα, Henry Deaver. Είναι εύκολο να πετύχεις άγαρμπες χρονικές μεταφορές της πλοκής, ειδικά όταν η θεματολογία φοριέται κάπως άτσαλα πάνω στην σημερινή κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα. Ακόμα και στο περσινό It, που ήταν σαφώς έξυπνα τοποθετημένο στα 80s ώστε το δεύτερο μέρος να έρθει στο τώρα, υπήρχαν αρκετά στοιχεία «επικαιροποίησης» που έμοιαζαν κάπως πρόχειρα ή υπερβολικά εύκολα.

Από την άλλη, το Castle Rock καταφέρνει να μεταφέρει αυτούς τους ήρωες και τις ιστορίες του στο 2018, ποντάροντας όχι σε μια προκάτ αλληγορική διάθεση αλλά στο ίδιο το dna των χαρακτήρων και της αφήγησης. Ποντάροντας, δηλαδή, στην οικουμενική δύναμη που είχαν τα κείμενα του Κινγκ, στον τρόπο που μίλησαν πραγματικά σε καρδιές πραγματικών ανθρώπων, και φροντίζοντας να παραχθεί μέσα από αυτά ένα νέο, συνεκτικό σύνολο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η σειρά δεν έχει αδυναμίες. Έχει – δεν είναι ασήμαντες, είναι παρούσες και αφορούν κυρίως την αίσθηση του ρυθμού της ιστορίας. Αλλά το βασικό είναι ότι καταφέρνει να φέρει ικανοποιητικά εις πέρας μια πρόκληση για κάθε τηλεοπτική και κινηματογραφική ιστορία.

Είναι πράγματι δύσκολο για μια σειρά ή ταινία να παίξει με alternate timelines, alternate universes και time travel χωρίς να τα κάνει σκατά. Κι είναι πολλές οι φορές που έχουμε δει να τα κάνουν σκατά μπροστά στα μάτια μας, κακά τα ψέματα. Υπάρχουν, φυσικά, μερικοί φάροι, μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, που μας έχουν δείξει το πώς μπορείς να πετύχεις το να παίξεις με τον χρόνο και τα διασταυρούμενα σύμπαντα αποτελεσματικά, πειστικά, όμορφα. Μια εκδοχή είναι να υπάρχει τόσο καλός ρυθμός και δράση που να ξεχνιέσαι, να πείθεσαι, να το απολαμβάνεις – όπως για παράδειγμα συμβαίνει στους 12 Πίθηκους ή το Looper. Μια άλλη εκδοχή είναι να στήνεται με αληθινά καινοτόμο και πρωτοποριακό τρόπο, όπως στο La Jetee, ή να αποτελεί ένα mindfuck στο οποίο το μυαλό σου αδυνατεί να αντισταθεί, όπως στο Primer. Μπορεί, βέβαια, να δουλέψει κι άμα υπάρχει άφθονο χιούμορ και φαντασία, όπως συνέβη με το Community.

To Castle Rock, όμως, αποκαλύπτοντας εν τέλει το endgame του και εισάγοντας τα alternate timelines του ώστε να απελευθερώσει τη δυναμική του, καταφέρνει να κάνει το χρονομπέρδεμα να δουλέψει με τον πιο απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Πείθοντάς μας να νοιαστούμε πράγματι γι’ αυτούς του ανθρώπους που παλεύουν με το παρελθόν και το παρόν τους επί της οθόνης. Φτιάχνοντας τέτοιους χαρακτήρες, αρκετά σάρκινους και ανθρώπινους, ώστε το μπουρδούκλωμα των συμπάντων τους να μοιάζει μια εξωτερίκευση των ψυχικών τους δυνάμεων, των εσωτερικών τους κόσμων. Ο χρόνος είναι κάτι πολύ σημαντικό για να τον περιορίσουμε σε ένα τρικ. Και το Castle Rock σέβεται τον χρόνο – επειδή σέβεται τους χαρακτήρες του.

Best of internet