Quantcast

Η Διαδοχή: Ο τρόμος κυλάει στις φλέβες της αγίας οικογένειας

Το ντεμπούτο του Άρι Άστερ πατάει τα κατάλληλα κουμπιά ώστε να πιάσει το νήμα της νέας χρυσής εποχής του τρόμου

Το hype είναι μυστήριο πράγμα, αγαπητοί φίλοι και αγαπητές φίλες. Και το Hereditary, το οποίο κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες με τον ελληνικό τίτλο Η Διαδοχή, είναι μια ενδεικτική περίπτωση. Η ταινία, το horror μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Άρι Άστερ, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φετινό Sundance Film Festival τον Ιανουάριο κι έκτοτε η αναμονή μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, εικάζουμε. Πρώτον, εν γένει οι ταινίες που παράγει ή/και διανέμει η Α24 συνηθίζουν να έχουν ένα τέτοιο δικαιολογημένο hype τα τελευταία χρόνια, δεδομένης της αναγνώρισης που έτυχαν φιλμ σαν τα Moonlight, Ex Machina, American Honey και The Florida Project, μεταξύ πολλών άλλων. Δεύτερον, διανύουμε ομολογουμένως μια νέα golden era του κινηματογραφικού τρόμου μέσα στην τρέχουσα δεκαετία, στην οποία έχει βάλει κι η Α24 το χέρι της με τα The VVitch, The Killing of a Sacred Deer και It Comes at Night. Τρίτον, πέρα από τους κριτικούς και τους θαμώνες του φεστιβάλ που εξαρχής λάτρεψαν την ταινία, το Hereditary γρήγορα αποθεώθηκε κι από μια σειρά νέων σκηνοθετών που ήδη διαμορφώνουν το περιβάλλον μιας «γενιάς» δημιουργών κατά την τελευταία δεκαετία. Ενδεικτικά, είδαμε εκθειαστικά σχόλια για την ταινία από τον Barry Jenkins του Moonlight, τον Edgar Wright του Baby Driver και τους αδερφούς Safdie του Good Time.

Καθώς, λοιπόν, η ταινία κατά κύριο λόγο τα πάει περίφημα σε κριτικές και box office (με 20,7 εκ. δολάρια στην πρώτη βδομάδα προβολής της, πράγμα διόλου ασήμαντο για μια ανεξάρτητη arthouse horror παραγωγή), η αλήθεια είναι ότι ήδη βλέπουμε τα σημάδια αλλαγής που έφερε στις προσδοκίες του κοινού η νέα horror αναγέννηση της τελευταίας δεκαετίας. Κι εδώ είναι που υπεισέρχονται τα στοιχειώδη ερωτήματα που βρίσκονται στην ρίζα μιας horror κινηματογραφικής εμπειρίας. Τι περιμένουμε από τον κινηματογραφικό τρόμο; Θέλουμε να μας τρομάξει, να προκαλέσει μια βαθιά σωματική αντίδραση, αλλά πώς και γιατί; Η αλήθεια είναι πως ποτέ το horror σινεμά δεν περιστελλόταν απλώς σε μια σχέση ερεθίσματος και αντίδρασης ώστε να προκαλέσει τον τρόμο του κοινού. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της ίδιας της τέχνης του κινηματογράφου, ο τρόμος έγινε πολύ συχνά η κινητήριος δύναμη για τις νέες αισθητικές διαλέκτους του σινεμά, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιούταν η λέξη τρόμος – από τα silent shorts του πρωτοπόρου George Melies και το πρώιμο αμερικάνικο, γερμανικό και σκανδιναβικό σινεμά της δεκαετίας του ’20 μέχρι τις μεγάλες παραγωγές της Universal στα 30s και την κυριαρχία της Hammer στη δεκαετία του ’50.

Αντίστοιχα, παρά την συχνά παρακινηματογραφική αύρα που συνόδευε τον τρόμο (σημάδι εν μέρει της υποτίμησης του horror κινηματογράφου ως απλώς μαζικολαϊκού σινεμά), η πορεία του παγκόσμιου σινεμά εδώ και μισό αιώνα έχει σημαδευτεί από αμέτρητα αριστουργήματα τρόμου που έπαιξαν πολλάκις με τα όρια του genre, του arthouse, του mainstream – αλλά και με τα όρια του όμορφου, του γκροτέσκου, του αποκρουστικού. Δεν έχει νόημα να κάτσουμε εδώ να απαριθμήσουμε αυτά τα αριστουργήματα, είναι γνωστά και (ευτυχώς) κατάφεραν να εκτιμηθούν όπως τους αξίζει με το πέρασμα του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, δε μπορούμε να αρνηθούμε ότι στα 90s και τα 00s κυριάρχησε εν πολλοίς η δημοτικότητα ενός στυλ τρόμου κοινότοπου, ομοιόμορφου, χωρίς φαντασία, χωρίς βάθος, χωρίς αληθινό τρόμο – ένα στυλ που καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα φτηνά jumpscares και τα ατέλειωτα franchises. Καθώς τα τελευταία χρόνια ο τρόμος διεκδικεί ξανά το μερίδιό του στην mainstream επιτυχία (με ταινίες σαν τα Get Out, It και A Quiet Place), πειραματίζεται με την μεταμοντέρνα pop ειρωνεία (όπως στα Cabin in the WoodsWhat We Do in the Shadows και Attack the Block μεταξύ άλλων), ανοίγεται περισσότερο στην arthouse κινηματογραφική γλώσσα (με παραδείγματα που ξεκινούν από το The Babadook ή το Raw και φτάνουν μέχρι το Under the Skin ή τον τελευταίο Λάνθιμο), το τι περιμένουμε από μια ταινία τρόμου μοιάζει να είναι πολύ πιο ασταθές και ολισθηρό σε σχέση με το τι γνωρίζαμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Εν ολίγοις, σε ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ, περιμένουμε ουσιαστικό τρόμο, κινηματογραφική φιλοδοξία και πάθος, πολιτικό αισθητήριο και κοινωνική κριτική – πράγματα βγαλμένα από την ύλη του μεγάλου σκοτεινού σχολείου των George Romero, John Carpenter και David Cronenberg στα 70s και 80s. Σ’ έναν βαθμό, βέβαια, αυτό είναι πρωτίστως μια προσωπική επιθυμία. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες πρόσφατες φιλόδοξες horror απόπειρες μοιάζουν να δανείζονται περισσότερα στοιχεία από τον ψυχρό, χειρουργικό, ατμοσφαιρικό arthouse τρόμο του Polanski ή του Kubrick. Μιλώντας πολύ εκτενώς για τις κινηματογραφικές του επιρροές, ο σκηνοθέτης του Hereditary, Άρι Άστερ αναφέρεται δικαίως στις σαφέστατες αισθητικές και θεματικές οφειλές της ταινίας του. Μιλάει για το Μωρό της Ρόζμαρι, για το Κραυγές και Ψίθυροι, για το Don’t Look Now, για το The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover. Για πράγματα, δηλαδή, που βρίσκονται εντός και εκτός του horror genre με την στενή έννοια, αλλά συνοδεύουν το τρομο-dna που κυλάει στις φλέβες του Hereditary. Την διαπίστωση, δηλαδή, ότι ο αληθινός τρόμος είναι το αναγκαστικό υπόστρωμα, ο αντικειμενικός ορίζοντας κάθε ανθρώπινης σχέσης και, προφανώς, της ίδιας της πρωταρχικής κοινωνικής μονάδας: της πυρηνικής οικογένειας.

Καθώς παρακολουθούμε την οικογενειακή ιστορία των Γκράχαμ μετά το θάνατο της ηλικιωμένης μητριάρχισσας που στοιχειώνει με κάθε πιθανό τρόπο τα μέλη του νοικοκυριού: την κόρη της (Άνι) και τον σύζυγό της (Στιβ), τον έφηβο Πίτερ και την μικρή αδερφή του, Τσάρλι. Ανοίγοντας το πεδίο του τρόμου στο ανθρώπινο συναίσθημα, τα αισθήματα αθωότητας ή ενοχής των χαρακτήρων εκρήγνυνται μέχρι το σημείο των ψυχωσικών ξεσπασμάτων, των διαταραχών προσωπικότητας, του τραυματικού υπαρξιακού άγχους. Αυτό το «στοίχειωμα», ως ορίζοντας της απώλειας και της θλίψης, είναι που αρχίζει να εξωτερικεύεται και να δίνει σχήμα στην πλοκή της ταινίας καθώς προχωρούν οι δύο ώρες του Hereditary. Κάθε μακάβριο πλάνο, κάθε αποκρουστικό περιστατικό, δεν είναι παρά ο καθρέφτης του ίδιου του τρομακτικού συναισθηματικού κόσμου μιας οικογένειας που έχει πλακωθεί από τόνους ενοχών, μυστικών, καταπιεσμένων επιθυμιών και ματαιωμένων προσδοκιών. Παρ’ όλο που η ταινία περιέχει μερικές αληθινά τρομακτικές σκηνές, η λέξη που περιγράφει το ύφος της, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τόσο ο «τρόμος» όσο ο «ζόφος», η σκοτεινιά που γίνεται διαφανής προς τον εαυτό της όταν ανακαλύπτει πως η ανθρώπινη κοινότητα όπως τη γνωρίζουμε (με βασικό κύτταρο την οικογένεια της ταινίας) δεν είναι η απάντηση σ’ αυτό το σκοτάδι: είναι το ίδιο το σκοτάδι.

Ναι, αυτός είναι ο ζοφερός πυρήνας του Hereditary κι αυτή είναι η βασική πηγή του τρόμου του. Κι εκεί είναι που μπαίνει στην εξίσωση το Έργο του Διαβόλου, ο Βασιλιάς της Κόλασης, η Σολωμονική Δαιμονολογία. Γιατί αν υπάρχει κάτι αληθινά τρομακτικό στην κινηματογραφική σατανική παρουσία, τότε αυτό μάλλον δεν είναι οι ίδιες οι αναπαραστάσεις του διαβόλου ως απόλυτου κακού. Αντίθετα, είναι η άρνηση της ανθρώπινης κοινότητας, η είσοδος στην αντι-κοινότητα του αλλόκοτου που θρυμματίζει την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και προκαλεί τον βαθύ, ζοφερό τρόμο στον οποίο στοχεύει το Hereditary. Αυτή η προσέγγιση του occult στοιχείου δεν είναι παρούσα μόνο στα Rosemary’s Baby και Don’t Look Now που, όπως γράψαμε και παραπάνω, αποτελούν ευθείες πηγές έμπνευσης για τον Άρι Άστερ. Είναι παρούσα επίσης σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές του υπερφυσικού τρόμου, από το βουβό σουηδικό Haxan του 1922 μέχρι το στοιχειωτικό Carnival of Souls, κι από εκεί μέχρι τα 70s διαβολικά αριστουργήματα όπως τα The Wicker Man, Suspiria και The Devils. Κάπως έτσι, λοιπόν, με όπλα την φιλοδοξία του δημιουργού, το hype των τελευταίων μηνών και την απίστευτη ερμηνεία της Τόνι Κολέτ, το Hereditary καταφέρνει να εκπληρώσει την προφητεία του: όχι να γίνει η πιο τρομακτική ταινία της δεκαετίας ή ο νέος Εξορκιστής, αλλά να βάλει ακόμα ένα μικρό πλην πολύτιμο λιθαράκι στο χτίσιμο του κινηματογραφικού τρόμου που θέλουμε.

Best of internet