Quantcast

Το Apostle δεν είναι μια horror εκδοχή του The Raid, είναι κάτι καλύτερο

Ο Gareth Evans παραδίδει ένα λαμπρό αιματηρό δράμα για λογαριασμό του Netflix

Ο Gareth Evans γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Hirwaun, ένα μικρό χωριό μέσα στην κοιλάδα Cynon της νότιας Ουαλίας. Έπειτα, σε νεαρή ηλικία, προσελήφθη λέει ως σκηνοθέτης για ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τις ινδονησιακές πολεμικές τέχνες pencak silat. Αυτή η φάση του άρεσε τόσο πολύ που το 2009 γύρισε το cult hit Merantau με ερασιτέχνες ηθοποιούς πλην επαγγελματίες ξυλοφορτωτές, μετακομίζοντας μόνιμα στην Ινδονησία ώστε να γυρίσει τα δύο σημαντικά του κινηματογραφικά έργα μέχρι στιγμής: το The Raid και το The Raid 2. Έπειτα, το 2015, επέστρεψε στην γενέτειρά του και άρχισε να δουλεύει πάνω σε ένα δράμα εποχής που διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό στην άγρια ουαλική φύση. Είναι ωραίο όλο αυτό, δεν είναι; Δεν δείχνει ένα κινηματογραφικό πάθος που συνεπαίρνει τη ζωή του 37χρονου Evans;

ΟΚ, ενδεχομένως να μην το συμμερίζεστε – δεν τρέχει και τίποτα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μάλλον δεν θα μιλάγαμε για τον Evans αν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτές οι δύο ταινίες The Raid. Κι αυτό γιατί, πέρα από την τεράστια word-of-mouth επέκτασή τους, πράγματι αυτές οι δύο ταινίες ταρακούνησαν τους κανόνες του πώς σκηνοθετείται, χορογραφείται και μοντάρεται η βίαιη δράση στο action σινεμά. Δεν τους άλλαξαν, αλλά τους ταρακούνησαν. Κακά τα ψέματα, η κινηματογράφηση της δράσης είναι σε μια σχετική κρίση εδώ και κάνα δυο δεκαετίες. Μετά την αναζωογόνηση του The Matrix το 1999 (το οποίο, εδώ που τα λέμε, γέννησε αμέτρητες κακές απομιμήσεις), το μεγαλύτερο μέρος του action σινεμά βασίστηκε κατά κύριο λόγο είτε σε υπερβολικά κοινότοπες και στημένες χορογραφίες, είτε σε CGI αχταρμάδες που επιτίθενται στην όραση και την ακοή σου με τρόπο αδιαφοροποίητο, σε βαθμό που μετά βίας καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στην οθόνη.

Παρ’ όλα αυτά, ο Evans τράβηξε έναν διαφορετικό δρόμο – τεντάροντας τον ενισχυτή στο νούμερο 11. Το The Raid έκανε κάτι ξεχωριστό με την χορογραφία της δράσης. Δεν είναι πως πρόκειται για ρεαλιστική απεικόνιση, συνεχίζει να είναι κάτι το εξωφρενικό. Αντίθετα, έφερε την ίδια τη χορογραφία στο προσκήνιο σαν διακριτή μορφή κινηματογραφικής τέχνης και μαστοριάς, στήνοντας μέσα σε δύο ταινίες έναν ατελείωτο hyper-ρεαλιστικό χορό θανάτου. Η δράση του Evans ήταν σκληρή και βίαιη, είχε πραγματικές συνέπειες, αλλά ήταν και τέλεια χορογραφημένη. Ήταν χαοτική και ασταμάτητη, αλλά είχε τέτοιο ρυθμό και μοντάζ που όλα ήταν ξεκάθαρα. Αυτό ήταν, πρωτίστως, που έκανε ξεχωριστό το The Raid. Δεν ήταν απλά μια φρενήρης action ταινία, ήταν μια action performance – κι ήταν μια ένεση ζωντάνιας στο είδος που πλησιάζει το Mad Max: Fury Road ή το John Wick, με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους φυσικά.

Και καθώς έσκαγαν οι πρώτες πληροφορίες για την επόμενη ταινία του, για λογαριασμό του Netflix αυτή τη φορά, έσκαγε το ερώτημα τι είδους πράγμα περιμένουμε από τον Evans αυτή τη φορά. Ξέραμε ότι το Apostle θα έχει horror ύφος, ότι θα διαδραματίζεται σε ένα αποκομμένο νησάκι της Ουαλίας, ότι θα μας μεταφέρει στην Βικτωριανή εποχή. Μήπως περιμέναμε ένα The Raid σε εκδοχή ταινίας τρόμου εποχής; Μμμ, ναι, μάλλον. Ευτυχώς, όμως, ο Evans αποδείχτηκε πιο φιλόδοξος από αυτό, αποφεύγοντας να συνεχίσει την κινηματογραφική πορεία του με τρικ ή να μετατραπεί σε gimmick. Κι έτσι, όπως διαπιστώσαμε βλέποντας την ταινία τις προηγούμενες μέρες που ανέβηκε στην πλατφόρμα, παρέδωσε ένα μακρόσυρτο, σκοτεινό, αιματηρό, μυστικιστικό horror δράμα, γεμάτο λάσπη, αίμα, νερό, χώμα.

Το Apostle ξεκινάει στο έτος 1905 και αφηγείται την ιστορία του Thomas Richardson (με τον Dan Stevens του αγαπημένου μας Legion στο ρόλο), ενός άσωτοι υιού που επιστρέφει στο Λονδίνο, έπειτα από μια αποτυχημένη ιεραποστολική περιπέτεια στην Κίνα που τον τραυμάτισε ποικιλοτρόπως, και ανακαλύπτει ότι η αδελφή, Jennifer, του έχει απαχθεί από μια σκοτεινή θρησκευτική αίρεση που βρίσκεται σε ένα απόμακρο ουαλικό νησί, αρνούμενη να πληρώσει φόρους στο Στέμμα και επιβιώνοντας μέσα από τη λατρεία μιας παράξενης γηγενούς θεότητας που καθιστά περιστασιακά γόνιμο το κατά τα άλλα ζοφερό έδαφος του νησιού. Κι όταν, για κάποιον λόγο, η επιβίωση αρχίζει να δυσχεραίνει, τότε η ηγεσία της αίρεσης αποφασίζει την απαγωγή ενός μέλους της καλής αγγλικής κοινωνίας ώστε να εξασφαλίσει τα λύτρα και να καταφέρει να επιζήσει. Φυσικά, ο Thomas πηγαίνει στο νησί για να σώσει την αδερφή του – κι εκεί είναι που αρχίζει να ξετυλίγεται η κόλαση.

Σε αντίθεση με την έκρηξη αδρεναλίνης που βρίσκεται στην καρδιά του κινηματογράφου όπου ήταν μέχρι τώρα ταγμένος ο Evans, το Apostle είναι αργό, ο ρυθμός του είναι συχνά βασανιστικός, ζητάει υπομονή (μαζί με ένα άλμα πίστεως) και τελικά την επιβραβεύει με μυθικές εκρήξεις βίας που αποτελούν συγκροτητικό στοιχείο της άβολης ατμόσφαιρας και της απειλητικής πλοκής, παρά πακεταρισμένα δωράκια προς τέρψιν ενός φανταστικού διψασμένου για αίμα θεατή. Είναι σαφές: το Apostle δεν στοχεύει στο ντελίριο δράσης και χορογραφίας αλλά, απολύτως αντίθετα, στην ατμόσφαιρα, τον τρόμο, την βεβήλωση, την βλασφήμια. Και μ’ αυτήν την έννοια, το θεματικό κέντρο της ταινίας δεν είναι τόσο η ιστορία του Thomas και της αδερφής του όσο η φύση της ίδιας της αίρεσης και της σκοτεινής της ιστορίας. Δεν είναι τόσο μια ιστορία σωτηρίας, όσο μια ιστορία καταδίκης.

Φυσικά, το στοιχείο της αίρεσης είναι παραδοσιακά παρόν μέσα στην pop κουλτούρα, κυρίως μέσα από δύο εκδοχές: είτε αυτήν του παραδοσιακού σατανιστικού τρόμου, είτε αυτήν της σύγχρονης φετιχοποιημένης κοινότητας. Από την άλλη, ο Evans αποφεύγει και τις δύο αυτές εκδοχές, παραπέμποντας ευθέως στο πνεύμα του εμβληματικού The Wicker Man με τον Christopher Lee από το 1973. Με λίγα λόγια, επιλέγει το αφηγηματικό όχημα της αίρεσης και προσπαθεί να πάει στον πυρήνα του πώς συνδέεται ο παγανισμός και ο μυστικισμός με την πραγματική ζωή της κοινότητας και τις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, στο Apostle βλέπουμε τον πληβειακό, αιρετικό χριστιανισμό του προφήτη (με έναν αρκούντως πειστικό Michael Sheen) και των πιστών του να ξεπροβάλλει σαν ένα στοιχείο αρχέγονης λαϊκής κουλτούρας που κατασκευάζει μια κοσμοθεωρία, στην οποία δένουν αρμονικά (αλλά όχι αναίμακτα) ο άνθρωπος και η γη, η θυσία και η ευφορία, ο διάβολος στην σάρκα κι ο θεός στο πνεύμα.

Έχοντας στο φόντο αφενός την αντι-αποικιακή εξέγερση των Μπόξερς στην Κίνα και αφετέρου την παράδοση τεταμένων σχέσεων μεταξύ Αγγλικής εξουσίας και Ουαλικού πληθυσμού, το Apostle βρίσκει στην σκοτεινή αίρεσή του την αντανάκλαση μιας βίαιης, σκοτεινής, ανορθολογικής αντίδρασης στους αποκλεισμούς που γεννάει μέσα από τις αντιφάσεις του ο αναδυόμενος μοντέρνος νέος κόσμος του 20ού αιώνα – η «πρόοδος» η ίδια. Κάποιες φορές, η ταινία δυσκολεύεται να χειριστεί απολύτως αποτελεσματικά τις αφηγηματικές και θεματικές φιλοδοξίες της. Κάποιες άλλες φορές το σενάριο υποκύπτει σε κοινοτοπίες του είδους, ενώ εν γένει το cast μάλλον παρά-είναι clean and cut για ένα τέτοιου είδους σκηνικό. Αλλά, τις περισσότερες φορές, έτσι θέλουμε τον horror κινηματογράφο μας: φιλόδοξο, αιματηρό, μυστικιστικό. Ο Evans κάνει αυτό που μπορεί – κι αυτό που μπορεί είναι μια χαρά και κάτι παραπάνω.

Best of internet