Quantcast

Challengers: Κάν’ το για την καύλα

Επισήμως η πιο χοτ ταινία του 2024, φίλες και φίλοι

Μια ταινία με ένα καλό ερωτικό τρίγωνο στο κέντρο της είναι σχεδόν πάντα μια καλή ταινία. Αυτό είναι ένα αξίωμα που βρίσκεται σε ισχύ από την θρυλική Golden Age του Hollywood ακόμα, όταν το Gone with the Wind του 1939 μας παρουσίαζε την τραγική ιστορία της Scarlett O’Hara, της Ashley Wilkes και του Rhett Butler, όταν το The Philadelphia Story του 1940 ανάγκαζε την Katharine Hepburn να διαλέξει ανάμεσα στον Cary Grant και τον James Stewart, όταν ο Rick Blaine βάζει την Ilsa Lund και τον Victor Laszlo σε ένα αεροπλάνο για την Λισαβόνα μένοντας μόνος του πίσω στην Casablanca του 1942. Η κινηματογραφική ιστορία είναι γεμάτα με εξαίρετα ερωτικά τρίγωνα, κι έχω την εντύπωση πως τα τελευταία χρόνια -στην εποχή της ρευστότητας και της ευθραυστότητας των ανθρώπινων δεσμών, της αστάθειας των ερωτικών συμβάσεων και των έμφυλων ταυτοτήτων, της κρίσης της παραδοσιακής μορφής-ζευγάρι και της ανόδου της πολυσυντροφικότητας- το microgenre αυτό διανύει μια νέα μικρή χρυσή εποχή. Ας πούμε, την τελευταία πενταετία έχουμε δει ταινίες σαν το The Favourite, το The Worst Person in the World, το Past Lives και το Passages (όλα τους πετυχημένα φιλμ με όρους βραβείων και κριτικών) όχι μόνο να περιέχουν ερωτικά τρίγωνα στο κέντρο των ιστοριών τους αλλά και να τα χρησιμοποιούν ώστε να εξάγουν από αυτά μια ευρύτερη θεματική επεξεργασία για την φύση του έρωτα, της εξουσίας και της σεξουαλικότητας ή μια σειρά από συμπεράσματα για τον ιστορικό χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής και των σύγχρονων σχέσεων.

Αν με ρωτάτε, η καλύτερη ταινία αυτής της φρέσκιας φουρνιάς, ή τουλάχιστον η ταινία που επεξεργάζεται ικανοποιητικότερα το ερωτικό της τρίγωνο, είναι το Challengers του Luca Guadagnino που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα σινεμά μετά από μήνες αναβολών λόγω της απεργίας των ηθοποιών του Hollywood κατά τη διάρκεια του 2023. Βλέποντας το Challengers, βέβαια, το παρελθοντικό κινηματογραφικό τρίγωνο που μου ερχόταν διαρκώς στο μυαλό δεν ήταν κανένα εκ των παραπάνω αλλά το Jules and Jim του Francois Truffaut από το 1962. Ο λόγος δεν είναι μόνο ότι οι δραματουργικές και ψυχολογικές δυναμικές μεταξύ Jules-Jim-Catherine θυμίζουν αυτές μεταξύ Tashi-Patrick-Art, με την θέση της τέχνης να κατέχει στο τρίγωνο του Jules and Jim έναν ρόλο παρόμοιο με αυτό του τένις στο Challengers, ως κοινό πάθος που διαπερνά και τους τρεις χαρακτήρες και πλαισιώνει τις επιθυμητικές ροές του τριγώνου ως εξωτερικό αντικείμενο με το οποίο όλοι διεκδικούν μια προνομιακή σχέση. Είναι επίσης το γεγονός ότι, στα μάτια μου τουλάχιστον, το Jules and Jim δεν ήταν απλά μια ταινία για ένα ερωτικό τρίγωνο αλλά μια ταινία που τοποθετεί το ίδιο το τρίγωνο στο κέντρο της αντίληψής του για τον έρωτα, όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανόνα του ερωτικού σχετίζεσθαι, και μάλιστα σε μια εποχή ανάλογης ρευστότητας των δεσμών σαν αυτή που ζούμε σήμερα.

Ταινίες σαν το Jules and Jim και, σε πρόσφατη εκδοχή, το Challengers, υπονοούν ότι η συγκρότηση της ανθρώπινης επιθυμίας είναι φύσει τριγωνική, κατά τον τρόπο που πρότεινε ο φιλόσοφος Rene Girard αναλύοντας τον χαρακτήρα της επιθυμίας μέσα από το έργο σπουδαίων λογοτεχνών από τον Cervantes και τον Shakespeare μέχρι τον Proust και τον Dostoyevsky. O Girard απέρριπτε την ιδέα ότι η επιθυμία έχει οριζόντιο σχήμα, σαν γραμμή που συνδέει ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο, και αντιπρότεινε ένα τριγωνικό σχήμα που είναι στην βάση του μιμητικό και λέει πως οι άνθρωποι μαθαίνουν να επιθυμούν μέσα από άλλους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, η μιμητική θεωρία της επιθυμίας του Girard λέει πως η επιθυμία δεν προέρχεται από κάποια ενδογενή ποιότητα ή αξία εντός του αντικειμένου της επιθυμίας, αλλά από την μίμηση ενός άλλου υποκειμένου που επιθυμεί το ίδιο αντικείμενο. Έτσι, η επιθυμία βιώνεται με τρόπο τριγωνικό και περιλαμβάνει ένα υποκείμενο που επιθυμεί, ένα αντικείμενο που επιθυμείται και έναν μεσολαβητή πάνω στον οποίο μοντελοποιείται η επιθυμία. Ένα παιδί βλέπει το παιχνίδι που έχει ένα άλλο παιδί, κι έτσι το επιθυμεί και αυτός. Ένας ενήλικας βλέπει το αμάξι που έχει ένας άλλος ενήλικας, κι έτσι το επιθυμεί και αυτός. Στην περίπτωση του Challengers, o Patrick και ο Art βλέπουν έναν αγώνα τένις. Μόλις ο ένας αρχίζει να δείχνει ενδιαφέρον για την Tashi που παίζει στον αγώνα, ο δεύτερος μπαίνει αμέσως στο παιχνίδι της επιθυμίας, κι αυτό το τριγωνικό παιχνίδι του αιχμαλωτίζει και μοντελοποιεί συνολικά τις επιθυμητικές ροές τους, ώστε η υπόλοιπη ζωή τους από τότε και έπειτα να είναι εγκλωβισμένη σε αυτό το τρίγωνο.

Αυτή η τριγωνοποίηση της επιθυμίας βέβαια αναγκαστικά θα καταλήξει να εμποδίζει την πραγματική ικανοποίηση της επιθυμίας, αφού, πάλι κατά τον Girard, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια ανεπίλυτη αντιπαλότητα και καταλήγει σε έναν μηχανισμό παραγωγής αποδιοπομπαίου τράγου. Στο Challengers, ο Patrick και ο Art μιμούνται ο ένας τον άλλο, όντας ο καθένας μεσολαβητής για την επιθυμία του άλλου για την Tashi, και η αντιπαλότητά τους είναι αυτή που κινεί στην πραγματικότητα την ταινία. Ακολουθώντας την γραμμική πορεία της ιστορίας αντί για τον θραυσματικό μπρος-πίσω τρόπο με τον οποίο μας την παρουσιάζει ο Guadagnino (μοντελοποιώντας πολύ έξυπνα την αφήγηση πάνω στο μπρος-πίσω ενός αγώνα τένις), ο Patrick γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος και εξοβελίζεται από το τρίγωνο με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί μια λειτουργική τάξη πραγμάτων με τον Art και την Tashi να γίνονται ζευγάρι στη ζωή και τον αθλητισμό. Ο Girard όμως τονίζει πως ο εξοβελισμός του αποδιοπομπαίου τράγου είναι αποτελεσματικός μόνο στον βαθμό που όλοι συμφωνήσουν ότι είναι ένοχος και διασφαλιστεί ότι δε μπορεί να γυρίσει πίσω (γι’ αυτό άλλωστε πολύ συχνά θανατωνόταν τελετουργικά). Αυτή η βία, σύμφωνα με την οποία επιλέγονται εξιλαστήρια θύματα και αποπέμπονται οριστικά από την κοινότητα, είναι για τον Girard ένα από τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού.

Έλα όμως που ο αποδιοπομπαίος τράγος επιστρέφει, και ο Patrick είναι πίσω στην ζωή του Art και της Tashi, διαταράσσοντας την σχέση τους και εγκαθιδρύοντας εκ νέου το τρίγωνο από το οποίο ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά διαφυγή. Και για τον Girard, άλλωστε, οι άνθρωποι είναι αδύνατον να ξεφύγουν από αυτήν την μιμητική επιθυμία, και κάθε απόπειρά τους να το κάνουν οδηγεί απλώς στο να παίζουν το ίδιο σε παιχνίδι σε ένα νέο, ανώτερο και πιο πολύπλοκο επίπεδο. Κατά μία έννοια, αυτό που βλέπουμε στο Challengers είναι τα όλο και πιο πολύπλοκα παιχνίδια αυτού του ερωτικού τριγώνου: παιχνίδια εξουσίας, παιχνίδια σεξουαλικότητας, παιχνίδια αθλητισμού. Υπάρχει διέξοδος από αυτά τα παιχνίδια; Όχι, και μάλλον δεν χρειάζεται κιόλας, σύμφωνα με τον Guadagnino. Στο εξαιρετικό φινάλε, το οποίο δεν θα προδώσουμε εξολοκλήρου εδώ, αποκαλύπτεται πως το αντικείμενο της επιθυμίας ήταν απλώς προσχηματικό, και το ζουμί βρισκόταν πάντα στο ίδιο το παιχνίδι ανταγωνισμού που φωλιάζει μέσα στο ερωτικά φορτισμένο bromance των δύο ανδρών πρωταγωνιστών. Ενώ στην αρχή της ταινίας η ιδέα του τρίο έρχεται ως σαρδόνιο παιχνίδι της Tashi με τα μικρά της θύματα, στο τέλος το ξέσπασμα των Patrick και Art δείχνει πως η ίδια η επιθυμία ασφυκτιά στα πλαίσια των μοντέλων που την οργανώνουν, και στο τέλος θα εκραγεί, θα διαχυθεί, θα ξεχειλίσει. Η παραδοσιακή ετεροκανονική σχέση, η μορφή-ζευγάρι μεταξύ άντρα και γυναίκας, δέχεται ισχυρά χτυπήματα στην ταινία, αφού αποδεικνύεται διαρκώς δυσλειτουργική και βραχυκυκλωτική καθώς προϋποθέτει διαρκώς τον αποκλεισμό μιας άλλης επιθυμίας. Κι αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο για έναν δημιουργό σαν τον Guadagnino.

Το 2017, στο Call Me By Your Name, ο Guadagnino μας έδειξε μια ουτοπική, ονειρική εκδοχή του έρωτα, η οποία όσο είναι εξιδανικευμένη άλλο τόσο είναι και πεπερασμένη. Παρόλα αυτά, οι ήρωες της ταινίας αγγίζουν έστω και λίγο την κατά Guadagnino τέλεια αγνότητα του πρώτου έρωτα. Αυτό έρχεται σαν επιστέγασμα των δύο προηγούμενων ταινιών του σκηνοθέτη, I Am Love και A Bigger Splash, οι οποίες αποτελούν τα πρώτα δύο μέρη της άτυπης Τριλογίας της Επιθυμίας που έκλεισε με το Call Me By Your Name. Κι αν εκεί ο Guadagnino έδωσε έναν ουτοπικό gay επίλογο σε μια απαισιόδοξη ματιά προς την straight σεξουαλικότητα, στις τελευταίες δύο ταινίες του επανέρχεται δριμύτερος στον καταδικασμένο (όχι από τραγικότητα αλλά από δομική δυσλειτουργία) ετεροκανονικό έρωτα. Στο προπέρσινο Bones and All, οι καταραμένοι αντι-ήρωες πρωταγωνιστές Lee και Maren αλληλοκαταναλώνονται σε ένα κανιβαλιστικό ρομάντζο που βλέπει τον έρωτα ως μαύρη τρύπα απορρόφησης του ενός από τον άλλο. Φέτος, στο Challengers, ο Guadagnino, ο οποίος σημειωτέον δεν έχει γράψει κανένα από αυτά τα σενάρια κι όμως καταφέρνει να δίνει θεματική συνοχή στις ταινίες του, μας δείχνει έναν ετεροφυλόφιλο έρωτα που αφενός στοιχειώνεται από την ομοερωτική ένταση και αφετέρου υπάγεται πλήρως στα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ των φύλων (και των φίλων) στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Έτσι, για τον Challengers η επιθυμία δεν έχει μόνο μια φιλοσοφική/ψυχαναλυτική πλευρά προς διερεύνηση αλλά και μια καθαρά οικονομική. Ή, βασικά, το ερωτικό παιχνίδι οργανώνεται το ίδιο ως οικονομία. Το παιχνίδι νικητών/χαμένων στην ταινία όσο έχει να κάνει με την ερωτική επικράτηση άλλο τόσο έχει να κάνει με την οικονομική εξουσία, σε βαθμό που τα δύο καταλήγουν να χάνονται το ένα μέσα στο άλλο και να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η ερωτική αξία των Art και Patrick συνδέεται τόσο με την αθλητική όσο και με την οικονομική επιτυχία/αποτυχία, ενώ η οικονομική υπεροχή/ανεξαρτησία της Tashi εγγυάται επίσης έναν φαινομενικά κυρίαρχο ερωτικό ρόλο. Η ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών για την οποία μιλήσαμε στην αρχή πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει εισχωρήσει μέχρι το βάθος των ψυχικών δομών των υποκειμένων κι έχει υποτάξει ακόμα και τις πιο μύχιες επιθυμίες τους ώστε να τις κάνει να προσομοιάζουν πλέον μηχανικές οικονομικές συναλλαγές. Δεν υπάρχει πια αγάπη χωρίς οικονομία, όπως έγραφε ο Mark Fisher. Αυτή η συνθήκη, σε συνδυασμό με την ευρύτερη υπαρξιακή επισφάλεια και την κρίση των σταθερών έμφυλων ταυτοτήτων, ρόλων και βεβαιοτήτων, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα “ετεροπεσιμισμού“, όπως έχει ονομαστεί το σύγχρονο αίσθημα αρνητισμού και απαισιοδοξίας γύρω από την προοπτική των σταθερών ετεροφυλόφιλων σχέσεων. Πρόκειται για ένα αίσθημα που δείχνουν να μοιράζονται αρκετοί άνδρες και γυναίκες παρά τους διαφορετικούς τρόπους που το πλαισιώνουν και συμμετέχουν σε αυτό. Είτε πρόκειται για το Boysober, δηλαδή την αποχή από τις straight σχέσεις ως αυτοχαρακτηριζόμενη πράξη γυναικείας αυτο-φροντίδας, είτε πρόκειται για το Men Going Their Own Way, δηλαδή την ανδρική απόσυρση από τον straight ερωτισμό ως ιδεολογική αντίδραση στην επέλαση του φεμινισμού, μιλάμε για δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου αισθήματος πεσιμισμού γύρω από την ετεροκανονικότητα.

Το Challengers, που όπως το βλέπω συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό το κλίμα αυτού του ετεροπεσιμισμού, αναγνωρίζει το βραχυκύκλωμα και το αδιέξοδο των straight σχέσεων, και αναγνωρίζει σαφώς την υφέρπουσα ομοερωτική επιθυμία που αποκρύπτουν, αλλά δεν αναζητά την λύση στον gay έρωτα, δηλαδή σε μια άλλη πιο λειτουργική διάταξη. Το bromance των Art και Patrick παραμένει bromance, και η ερωτική ένταση του τριγώνου συσσωρεύεται, εκρήγνυται, επανασυσσωρεύεται και επανεκρήγνυται χωρίς όμως ποτέ να απελευθερώνεται πραγματικά και χωρίς να εντάσσεται σε ένα λειτουργικό, ομαλό, υγιές σχήμα. Αντιθέτως, αναπαράγεται μέσα από την ίδια την δυσλειτουργία, και αυτή η δυσλειτουργία δεν έχει τίποτα το ρομαντικοποιημένα τραγικό, πράγμα αληθινά αναζωογονητικό σε ένα χολιγουντιανό (αλλά και “ανεξάρτητο”) κινηματογραφικό περιβάλλον χλιαρού ανθρωπισμού και ψευδοτραγικότητας. Τουναντίον, ο Guadagnino αναπαριστά την δυσλειτουργία σαν ένα δομικά στημένο παιχνίδι που την ίδια στιγμή είναι τρομερά καυλωτικό. Γιατί, πράγματι, ελάχιστες ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια είναι τόσο ξέχειλες από καύλα όσο το Challengers, σε βαθμό που μας θυμίζει πόσο έχουν λείψει από το σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά τα παλιά, καλά, καυλερά ερωτικά thrillers των 80s α λα Paul Verhoeven και Adrian Lyne. Βέβαια, ας σημειώσουμε πως είναι γεμάτο από καύλα όχι παρά το γεγονός πως δεν είναι υπερ-σεξουαλικοποιημένο, αλλά *ακριβώς* επειδή δεν είναι υπερ-σεξουαλικοποιημένο. Για την ματιά του Guadagnino, η ερωτική λίμπιντο βρίσκεται παντού και όχι μόνο στο ίδιο το σεξ. Ή ίσως βρίσκεται μάλιστα περισσότερο αλλού παρά στο ίδιο το σεξ. Και όλες οι σχέσεις και οι πράξεις ανταγωνισμού, κυριαρχίας και υποταγής είναι σεξουαλικά φορτισμένες. Αυτή η σεξουαλική ενέργεια κινείται σαν ηλεκτρικό ρεύμα μέσα και γύρω από τους χαρακτήρες, προσδίδοντας στο Challengers μια ξέφρενη ένταση και έναν ντελιριακό ρυθμό, ο οποίος αξιοποιεί στο έπακρο τις κινηματογραφικές δυνατότητες του αθλητισμού και της μουσικής.

Τόσο το φρενήρες μπρος-πίσω του τένις όσο και το ασταμάτητο beat του εξαιρετικού (τι πιο σύνηθες) techno score των Trent Reznor και Atticus Ross έχουν μια ηλεκτρισμένη επαναληπτικότητα που κάνουν κάθε σκηνή να μοιάζει με σκηνή σεξ ακόμα κι αν δεν είναι. Ο ρυθμός του αθλητισμού όπως και ο ρυθμός του χορού προσιδιάζουν στο σεξ, καθώς περιλαμβάνουν ένα σώμα που πάλλεται, κινείται και εν γένει λειτουργεί στο φουλ, με τρόπο σχεδόν μηχανικό και αυτόματο, σα να έχει φύγει η υποκειμενική συνείδηση και στην θέση της να βρίσκεται μόνο η υλική αντικειμενικότητα της επιθυμίας που αναπαράγει τον εαυτό της. Το (ανδρικό πρωτίστως) σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο του Challengers, και είναι ένα σώμα το οποίο δουλεύει διαρκώς στα κόκκινα, σαν ασταμάτητη μηχανή που είναι ένα βήμα πριν την αυτοανάφλεξη. Το ότι οι μηχανές δουλεύουν στο φουλ, βέβαια, δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητα και παραγωγικές. Για την ακρίβεια, οι σωματικές και επιθυμητικές μηχανές του Challengers μοιάζουν μπλοκαρισμένες, εγκλωβισμένες σε μια λειτουργία και μια ένταση δίχως τέλος, την οποία αδυνατούν να απελευθερώσουν πραγματικά. Κι αυτό το υπόλειμμα έντασης που παρακρατάται σε κάθε σκηνή και κάθε δευτερόλεπτο, κάνει την επόμενη σκηνή ακόμα πιο εκρηκτική, όλο και πιο εκρηκτική. Αυτός ο εγκλωβισμός της λίμπιντο βέβαια είναι ίσως σύμπτωμα μιας κοινωνίας στην οποία η σεξουαλικότητα βρίσκεται παντού ως παιχνίδι σαγήνης και ηδονοβλεπτική υπόσχεση, αλλά η πραγματική απόλαυση αναστέλλεται και η αληθινή ικανοποίηση της επιθυμίας σπανίως περιλαμβάνεται στο παιχνίδι.

Το Challengers λοιπόν παίρνει αυτό το σύμπτωμα και το πετάει μπροστά στα μάτια μας ως το πιο απολαυστικό και φαντασμαγορικό του κόσμου – γιατί, πράγματι, τέτοιο είναι. Και σε αυτό συνηγορούν δύο βασικά πράγματα που αμφότερα συνδέονται με την κινηματογραφική ταυτότητα και την διακριτή αισθητική υπογραφή του Guadagnino. Το πρώτο έχει να κάνει με το ότι ο Guadagnino και εδώ, όπως και αλλού (και κυρίως στο Suspiria), δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παιχνίδια εξουσίας που παίζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, αλλά και το παιχνίδι εξουσίας που βρίσκεται στο κέντρο της ίδιας της κινηματογραφικής εικόνας, το παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα στο έργο και στον θεατή. Για την ακρίβεια, στο Challengers ο σκηνοθέτης ορατοποιεί αυτό το παιχνίδι εξουσίας, φέρνοντας φόρα παρτίδα στην επιφάνεια όλα τα τρικ με τα οποία το σινεμά ερεθίζει και ξεγελάει τις αισθήσεις και την αντίληψη του κοινού. Αν κάποιες φορές αυτή η υπερβολική ορατοποίηση των κινηματογραφικών μηχανισμών “εξαπάτησης” μοιάζει σα να θέλει να σε κάνει να νιώσεις πως η ταινία παίζει μαζί σου όπως η γάτα με το ποντίκι, τότε μάλλον αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του δημιουργού – κι είναι ένας από τους λόγους που μ’ αρέσει τόσο πολύ ο Guadagnino: επειδή εφιστά την προσοχή στην ιδιαιτερότητα του ίδιου του κινηματογραφικού μέσου, την ικανότητά του όχι μόνο να διαφέρει ριζικά από την ζωή, αλλά και να παράγει νέες εικονικές μορφές της ζωής, νέες καταστάσεις πραγμάτων, νέες μορφές παραγωγής της ίδιας της πραγματικότητας.

Το δεύτερο πράγμα είναι ο τρόπος που χειρίζεται τους ηθοποιούς ο Guadagnino. Ή, μάλλον, όχι ο τρόπος που χειρίζεται τους ηθοποιούς με την στενή έννοια της σκηνοθετικής διεύθυνσης, αλλά ο meta τρόπος με τον οποίο σχολιάζει και μεταχειρίζεται το ίδιο το φαινόμενο της διασημότητας και της μυθολογίας των stars μέσα από τις επιλογές του για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των τελευταίων ταινιών του. Οι stars του Hollywood έχουν πάντα έναν διπλό χαρακτήρα: δεν τους βλέπουμε μόνο να παίζουν έναν χ ή ψ χαρακτήρα, αλλά τους βλέπουμε επίσης να “παίζουν τον εαυτό τους” ως star μέσα από τις ίδιες τις επιλογές ταινιών που κάνουν, τον τρόπο που επιλέγουν να επιβεβαιώνουν ή να ανατρέπουν την εικόνα που έχει το κοινό για αυτούς κλπ. Βλέποντας την Zendaya να παίζει την Tashi, δεν βλέπουμε μόνο την Tashi, αλλά και την επιλογή της Zendaya να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο, στην συγκεκριμένη ταινία, με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη κ.ο.κ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Guadagnino απολαμβάνει πολύ να βάζει Gen Z υπερ-αστέρες να παίζουν ρόλους που σε ένα αυτοαναφορικό επίπεδο σχολιάζουν το ίδιο το καθεστώς της υπερ-διασημότητάς τους, όπως έκανε το 2022 με τον νεαρό white trash κανίβαλο Timothee Chalamet στο Bones and All και φέτος με την δυναμική girlboss-gone-wrong Zendaya στο Challengers. Ερμηνευτικά μιλώντας, πάντως, η ταινία ανήκει στον εξαιρετικό Josh O’Connor, με δεύτερη ταινιάρα μέσα στην ίδια χρονιά μετά το La Chimera, έχοντας ήδη τραβήξει την προσοχή μας μερικά χρόνια νωρίτερα με το God’s Own Country.

Πέρα από το meta παιχνίδι με την κουλτούρα της διασημότητας και των χειρισμό της εικόνας των stars πρωταγωνιστών του, το casting και οι ερμηνείες του Challengers απογειώνουν την ταινία και με έναν ιδιαίτερο τρόπο που σχετίζεται εσωτερικά με την θεματική επεξεργασία που περιγράψαμε παραπάνω. Η Zendaya, ο Josh O’Connor και Mike Faist παίζουν τρεις ήρωες που είναι εγκλωβισμένοι στην ίδια τους την επιθυμία και το τριγωνικό σχήμα που παράγει η ασταμάτητη ροή της. Καθώς όμως, όπως είπαμε, αυτός ο εγκλωβισμός δεν αποκτά ποτέ “τραγικό” χαρακτήρα, οι τρεις τους μοιάζουν εγκλωβισμένοι με έναν τρόπο σαγηνευτικό και μεθυστικό, σα να έχει θολώσει το μυαλό τους από την ίδια τους την επιθυμία, σα να κυριεύονται από μια ακατανίκητη παρόρμηση να συνεχίζουν να παίζουν το ίδιο παιχνίδι ξανά και ξανά, όχι μόνο για να κερδίσουν ή να χάσουν, αλλά για να συνεχίσουν να κάνουν challenge ο ένας τον άλλο. Ο Patrick, ο Art και οι Tashi μοιάζουν σαν χαμένα παιδιά, και οι τρεις ηθοποιοί, τόσο ζωηροί και δροσεροί στην όψη και το παίξιμο, δεν πείθουν ποτέ ως πραγματικοί ενήλικες αλλά μοιάζουν με παιδάκια που κάνουν cosplay τους “μεγάλους”. Αυτό το cosplay, αυτή η επιτέλεση ψευδο-ενηλικίωσης και ψευδο-ωριμότητας, είναι που φέρνει στην επιφάνεια το ξεχείλισμα μιας ασταμάτητης επιθυμίας χωρίς πραγματική απόλαυση.

Βγαίνοντας από το σινεμά μετά από την προβολή του Challengers, νιώθεις κι εσύ ηλεκτρισμένος από την ίδια ενέργεια, από μια ενέργεια που αναζητά να σπαταληθεί κάπου, οπουδήποτε. Μοιάζει με αληθινή όρεξη και πάθος για ζωή, αλλά υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να είναι απλώς η ανεξέλεγκτη τσίτα των μηχανών της επιθυμίας που είναι πάντα καταδικασμένη να περισσεύει, να καυλώνει χωρίς να ικανοποιεί. Οι ήρωες του Guadagnino τα κάνουν όλα για την καύλα, αλλά αυτή η καύλα είναι η φυλακή τους, η ρόδα μέσα στην οποία τρέχουν, ο ζωολογικός τους κήπος – κι εμείς τους βλέπουμε να χτυπιούνται μέσα του, για τα μάτια μας μόνο, ξεχνώντας στιγμιαία πως βρισκόμαστε κι εμείς από την ίδια πλευρά του φράχτη.

Best of internet