Quantcast

15 μουσικές βιογραφικές ταινίες που, περιέργως, δεν είναι σκατά

Καθώς το Back in Black βάζει άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα των generic μουσικών biopics, ψάχνουμε τις εξαιρέσεις που δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα

Πριν μερικούς μήνες, παρακολουθώντας τις ταινίες του Φεστιβάλ Βενετίας, σημειώναμε ότι τα βαριά χαρτιά και το βαρύ πυροβολικό του αμερικάνικου σινεμά στη διοργάνωση ήταν 3 βιογραφικές ταινίες: το Ferrari του Michael Mann, το Maestro του Bradley Cooper και το Priscilla της Sofia Coppola. Αν με ρωτάτε, καμία από τις 3 ταινίες δεν μου άρεσε στ’ αλήθεια (από την πρώτη είχα προσδοκίες λόγω σκηνοθετικής υπογραφής, από την δεύτερη και την τρίτη όχι και τόσο). Είναι άραγε συμπτωματικό το γεγονός ότι δεν γούσταρα καμία από τις 3 ταινίες και ότι οι 3 ταινίες είναι όλες τους biopics; Αλίμονο, κανένας εχέφρων άνθρωπος δεν πιστεύει σε τέτοιες συμπτώσεις. Η αλήθεια είναι πως, πράγματι, τα κλασικά χολιγουντιανά biopics είναι ο κινηματογραφικός κρυπτονίτης μου. Βλέπω χολιγουντιανή βιογραφία και τρέχω μακριά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Γιατί; Τι γιατί; Υπάρχει μήπως πιο προβλέψιμο, τεμπέλικο, κλισεδιάρικο, κοινότοπο και κομφορμιστικό genre από αυτό των prestigious και by the book κινηματογραφικών βιογραφιών σημαντικών ιστορικών, πολιτικών ή πολιτιστικών προσωπικοτήτων; Δύσκολα, φίλες και φίλοι. Δύσκολα…

Στο ίδιο προ μηνών κείμενων, συνόψιζα μια 5άδα λόγων για τους οποίους αντιπαθώ το είδος: «Πρώτον, βαριέμαι πολύ την γραμμική, γεγονοτολογική και “εγκυκλοπαιδική” αφήγηση που έχουν συνήθως αυτές οι ταινίες. Δεύτερον, δεν με πείθει σχεδόν ποτέ ο τρόπος που προσεγγίζουν τις “αντιφάσεις” και τις “γκρίζες ζώνες” των βιογραφούμενων, αφού συνήθως καταλήγουν σε μια ντεμεκ αντι-ηρωική ψευδο-πολυπλοκότητα που δεν επεξεργάζεται πως εις βάθος και με ειλικρίνεια τα δύσκολα ζητήματα. Τρίτον, αντανακλούν την έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει τις τελευταίες δεκαετίες το Hollywood, μια περίοδος κατά την οποία το είδος ανθίζει ως “κυριλέ” συμπλήρωμα της τάσης για adaptations, franchises, cinematic universes κλπ. Τέταρτον, αποτελούν τεκμήριο της κουλτούρας λατρείας και μυθοποίησης των διάσημων ιστορικών προσώπων (και πάνω απ’ όλα των stars), η οποία οδηγεί την βιομηχανία του θεάματος σε έναν ιδιότυπο λατρευτικό κανιβαλισμό που δεν σταματάει καταπίνει ζωές και να χέζει βιογραφίες. Και πέμπτον, συνοψίζουν κατ’ εμέ δύο από τις χειρότερες (και αλληλοσυμπληρωματικές) ποιότητες της μαζικής κουλτούρας: την ηδονοβλεψία του πλήθους και το αυτο-πίπωμα του θέαματος».

Αυτές οι χρόνιες παθογένειες των χολιγουντιανών biopics τείνουν να οξύνονται όταν διασταυρώνεται με το αγαπημένο θέμα των χολιγουντιανών στούντιο: τις larger than life προσωπικότητες μουσικών ειδώλων του 20ού και του 21ου αιώνα. Γιατί, αν μη τι άλλο, η μουσική βιομηχανία των τελευταίων 70 περίπου δεκαετιών έχει παράξει ένα τεράστιο απόθεμα κοινωνικής μυθολογίας γύρω από μουσικούς celebrities. Κι αν μάλιστα ένας τέτοιος αστέρας έχει ζήσει μια άγρια ζωή κι έχει πεθάνει από έναν πρόωρο θάνατο, τότε ακόμα καλύτερα: η κρεατομηχανή του θεάματος δεν σταματά να αλέθει, κι οι νεκροί είναι ακόμα πιο ευάλωτοι από τους ζωντανούς στο ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση μέσω της αγιοποίησης. Η ιλιγγιώδης επιτυχία του Bohemian Rhapsody για τους Queen και τον Freddie Mercury το 2018, που μάζεψε σχεδόν 1 δις δολάρια στο box office, έδωσε νέα ώθηση στα μουσικά biopics και έκτοτε η μεγάλη οθόνη έχει φιλοξενήσει ταινίες σαν το Rocketman για τον Elton John (αρκετά καλύτερο), το Stardust για τον David Bowie (απάλευτο), το The United States vs. Billie Holiday (βαρετό), το Respect για την Aretha Franklin (βαρετό), το Elvis για τον Elvis (συμπαθητικό) και το προαναφερθέν Maestro για τον Leonard Bernstein (βαρετό). Γενικά, η σοδειά όσο πάει και μεγαλώνει.

Σ’ αυτήν την σοδειά λοιπόν ήρθε να προστεθεί την περασμένη βδομάδα το Back to Black για την Amy Winehouse, με την Sam Taylor-Johnson του Fifty Shades of Gray (…) να αναλαμβάνει την σκηνοθεσία και την Marisa Abela να αναλαμβάνει την Amy. Κι αν τα 122 λεπτά της ταινίας είναι ανεκτά λόγω της μουσικής που ανακουφίζει και αναζωογονεί κατά διαστήματα, τότε η διαπραγμάτευση του θέματος του Back to Black δεν ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από την χιλιοδοκιμασμένη φόρμουλα των μουσικών biopics με όλη την μελοδραματική ψευδο-τραγικότητα με την οποία περιβάλλουν τους ήρωές (ή αντιήρωές) τους. Και, σε τελική ανάλυση, δεν ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από το να αποτελεί κατ’ ουσίαν μια συμβατική οπτικοποίηση της Wikipedia σελίδας της Winehouse με στόχο το νοσταλγικό fan service των fans της, και ειδικά των νεαρών κοριτσιών που ταυτίστηκαν μαζί της ως έφηβες στα 10s και σήμερα αποτελούν τον πυρήνα του δυναμικού αγοραστικού κοινού των millennial 35άρηδων. Χίλιες φορές καλύτερα να δείτε το Amy του Asif Kapadia, ένα ντοκιμαντέρ μόλις 4 χρόνια μετά τον θάνατό της που είχε στο επίκεντρό του την ίδια την θρησκεία της διασημότητας στην μαζική κουλτούρα.

Με αφορμή το Back to Black όμως αρπάζουμε την ευκαιρία και ρίχνουμε μια ματιά στην ιστορία των μουσικών βιογραφιών που ξεφεύγουν από τον κανόνα. Που επιχειρούν μια πιο ειλικρινή και πολυεπίπεδη προσέγγιση στην ζωή των διασημοτήτων, που επιλέγουν έναν πιο πειραματικό ή ανορθόδοξο τρόπο να αφηγηθούν τις ζωές των μουσικών αστέρων, που στρέφουν την προσοχή τους μακριά από την μαζική κουλτούρα για να αναδείξουν ιστορικές προσωπικότητες και καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες που διαφεύγουν από το mainstream, που επιλέγουν στιγμιότυπα ή θράυσματα της ζωής ενός μουσικού για να κάνουν μια αφαίρεση και να μιλήσουν για κάτι μεγαλύτερο ή βαθύτερο. Πάμε λοιπόν να δούμε τα 15 καλύτερα αντισυμβατικά μουσικά biopics που επιβεβαιώνουν το κανόνα ότι το μουσικό biopic είναι το πιο συμβατικό genre.

The Chronicle of Anna Magdalena Bach (Jean-Marie Straub & Danièle Huillet, 1968)

Το ντεμπούτο των δύο ριζοσπαστών Γάλλων σκηνοθετών που εγκαινίασε μια οπτική που στη συνέχεια επρόκειτο να γίνει αρκετά mainstream: την είσοδο στη ζωή μιας μείζονος ιστορικής προσωπικότητας μέσα από την ματιά μιας “ελάσσονας” φιγούρας του περιβάλλοντός του. Εδώ λοιπόν έχουμε μια βιογραφία του Bach μέσα από την διήγηση της δεύτερης συζύγου του και τραγουδίστριας Anna, με υπνωτική έμφαση στην ίδια τη μουσική μέθοδο του συνθέτη.

The Color of Pomegranates (Sergei Parajanov, 1969)

Στην πιο εμβληματική ταινία του, έναν καλειδοσκοπικό οργασμό ήχων και χρωμάτων από τα υψίπεδα του Καυκάσου, ο Sergei Parajanov αναζήτησε στην ιστορική φιγούρα του διάσημου Αρμένιου ασίκη Sayat-Nova (Βασιλιάς του Τραγουδιού) από τον 18ο αιώνα μια άσκηση ποιητικού ιστορικού σινεμά και εθνικής μυθοποιίας που παραμένει μέχρι και σήμερα ασύγκριτη.

The Music Lovers (Ken Russell, 1971)

Ο μεγάλος Ken Russell ήταν αναμφίβολα ο βασιλιάς της εσωτερικής αντιπολίτευσης στο είδος των συμβατικών μουσικών biopics. Εδώ βλέπουμε μια προσέγγιση της ζωής του Pyotr Ilyich Tchaikovsky μέσα από το πρίσμα της καταπίεσης της ομοερωτικότητάς του, σε ένα φιλμ που εν πολλοίς αποτελείται όχι από βιογραφική αφήγηση αλλά από μυθοπλαστική εκδίπλωση καταπιεσμένων ονείρων και φαντασιώσεων. Και φυσικά ο σκηνοθέτης συνέχισε με Mahler και Lisztomania λίγα χρόνια αργότερα.

Bound for Glory (Hal Ashby, 1976)

Σε μία από τις μεγάλες και φιλόδοξες ταινίες που αρχίζουν να σηματοδοτούν την εκπνοή του New Hollywood των αμερικάνικων 60s/70s και την μετάβαση στο νέο στουντιακό μοντέλων των χολιγουντιανών blockbusters, o Hal Ashby στρέφεται στην ζωή του Woody Guthrie, του σπουδαίου folk τροβαδούρου και κοινωνικού αγωνιστή. Το Bound for Glory δεν ενδιαφέρεται τόσο για την βιογραφική ακρίβεια, όσο για την ιστορική αναπαράσταστη της Μεγάλης Ύφεσης μέσα από μια ματιά ριζοσπαστικού αναθεωρητισμού, ενδεικτικού άλλωστε του πνεύματος αντικουλτούρας του New Hollywood.

Amadeus (Milos Forman, 1984)

Και εδώ έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα του ότι μερικές φορές για να συλλάβεις κινηματογραφικά την ιστορική σημασία μιας προσωπικότητας μπορεί να χρειαστεί να θυσιάσεις εντελώς την βιογραφική ακρίβεια. Η μυθοπλαστική κόντρα ανάμεσα σε Mozart και Salieri αποτέλεσε ένα φανταστικό όχημα για την εξερεύνηση της βαθύτερης μηχανικής της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την διαλεκτική μεταξύ ιδιοφυίας και μετριότητας, και την βαριά σκοτεινή σκιά που ρίχνει το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο πάνω στους ανθρώπους που το περιβάλλουν.

Sid and Nancy (Alex Cox, 1986)

Πολλοί κινηματογραφικοί βιογράφοι έχουν φλερτάρει με την εικόνα των καταραμένων αυτοκαταστροφικών αντι-ηρώων, αλλά ελάχιστοι έχουν τολμήσει να το φτάσουν μέχρι τα άκρα χωρίς ηθικισμούς και “θετικό μήνυμα” στο τέλος. Ο Alex Cox, τρελιάρης δημιουργός των μεγάλων καλτ επιτυχιώνε Repo Man και Walker, πήρε το ναρκω-love story των Sid Vicious και Nancy Spungen και το τράβηξε μέχρι τις ακραίες του λογικές συνέπειες. Δεν είναι όμορφο, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ όμορφο ρε γμτ. Τα credits που ευχαριστούν τον Luis Bunuel και τους Ramones τα λένε όλα.

Bird (Clint Eastwood, 1988)

Έχεις μια ταινία όπου ο Clint Eastwood κινηματογραφεί τη ζωή του Charlie Parker, κι αυτό μόνο του θα είχε τα φόντα να γίνει μία by the book βιογραφική ταινία, αλλά ο Eastwood επιλέγει τον δύσκολο δρόμο ενός ιμπρεσιονιστικού μοντάζ που ανασυνθέτει μέσα από θραύσματα και χωρίς γραμμική αφήγηση τη ζωή και το έργο του Parker. Φλόπαρε στο box office, αλλά (hot take) είναι η καλύτερη ταινία του Eastwood.

Thirty Two Short Films About Glenn Gould (Francois Girard, 1993)

Η ταινία του Francois Girard για τον θρυλικό πιανίστα Glenn Gould υιοθετεί την αποσπασματική μορφή των Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ του Μπαχ (ένα από τα έργα με τα οποία συνδέθηκε περισσότερο ο ίδιος ο Gould) και κατασκευάζει ένα θραυσματικό φιλμ ανθολογίας αποτελούμενο από 32 μέρη που συνδυάζουν συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό και αναπαραστάσεις στιγμών από τη ζωή του καλλιτέχνη. Ούτε ακριβώς μυθοπλασία, ούτε ακριβώς ντοκιμαντέρ, σίγουρα τρομερή βιογραφική ταινία.

The Pianist (Roman Polanski, 2002)

Το αριστούργημα της ύστερης περιόδου του Roman Polanski είναι αριστούργημα ακριβώς επειδή καταφέρνει να εξάγει την Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο μέσα από την ιστορία της προσωπικής και καλλιτεχνικής ζωής. Είναι μια ταινία για έναν πιανίστα και για το Ολοκαύτωμα, και αναζητά ποιο είναι εκείνο το αόρατο νήμα που συνδέει τις κλίμακες της ατομικής μοίρας και της συλλογικής τραγωδίας (spoiler: το νήμα είναι η καλλιτεχνική δημιουργία, του Szpilman σε πρώτο βαθμό, του Polanski σε δεύτερο).

8 Mile (Curtis Hanson, 2002)

Αν το δούμε σαν ένα τυπικό μουσικό δράμα, το 8 Mile δεν λέει και τόσα πολλά. Δηλαδή μια χαρά είναι, αλλά όχι κάτι το τρομερά αξιοπρόσεκτο. Αν το δούμε σαν μια meta αυτοαναφορική βιογραφία του Eminem όμως, άτυπο δείγμα ενός μεταμοντέρνου νήματος του αμερικάνικου σινεμά που μας έδωσε τα προηγούμενα χρόνια πχ ένα Fight Club και ένα John Malkovich, τότε η ταινία αποκτά πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως θόλωμα της γραμμής ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα στα πλαίσια του star system της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας. Και το πιο ολοκληρωμένο (και πιο meta) θόλωμα αυτής της γραμμής βέβαια γίνεται στο (συγκλονιστικό) τελευταίο κουπλέ του Lose Yourself.

24 Hour Party People (Michael Winterbottom, 2002)

Οκ, αφενός μουσικάρες. Όχι απλά μουσικάρες. ΜΟΥΣΙΚΑΡΕΣ. Το ενδιαφέρον όμως με την ταινία του Michael Winterbottom, και περιέργως δεν συνηθίζεται τόσο πολύ στα μουσικά biopics, είναι ότι αντί για την κλασική έμφαση στο μεμονωμένο άτομο/καλλιτέχνη (κλασικό ίδιον της φιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας) εδώ εστιάζουμε σε μια σκηνή, σε μία κοινότητα, σε μια συλλογική (όσο και άναρχη) συλλογική κοινωνική κίνηση. Και μουσικάρες γιατί Μάντσεστερ είσαι αφού.

Last Days (Gus Van Sant, 2005)

Υποτιμημένη ταινία, αν με ρωτάτε, και ο λόγος που υποτιμήθηκε ήταν κατά τη γνώμη μου ακριβώς το γεγονός ότι αρνήθηκε τόσο σθεναρά και συνειδητοποιημένα να πάρει τη μορφή ενός κλασικού μουσικού biopic για μια αγαπημένη ιστορική προσωπικότητα. Οι τελευταίες μέρες του Kurt Cobain εδώ αναπαρίστανται με ένα speculative βλάσφημο βλέμμα και μια υπνωτική πειραματική ατμόσφαιρα που -συγχωρέστε μου την περαιτέρω εικασία- μάλλον θα προτιμούσε και ο ίδιος ο Cobain έναντι ενός by the book βιογραφικού φιλμ.

I’m Not There (Todd Haynes, 2007)

Κανονικά, μιλώντας για Todd Haynes και πειραματικές βιογραφίες, θα έπρεπε να γυρίσουμε πιο πίσω, στο Superstar: The Karen Carpenter Story που αφηγείται την ιστορία της Karen Carpenter αλλά με κούκλες Barbie ή στο Velvet Goldmine που μιλάει για τον David Bowie, τον Lou Reed και τον Iggy Pop χωρίς να αναφέρεται σε κανέναν από τους τρεις. Αλλά το 2007 ο Haynes το τερμάτισε γυρίζοντας μια ταινία στην οποία 6 διαφορετικοί ηθοποιοί ερμηνεύουν διαφορετικές πτυχές και περιόδους της ζωής και της τέχνης του Bob Dylan. Αληθινό υπόδειγμα του πώς φτιάχνεις μια ενδιαφέρουσα βιογραφική ταινία χωρίς να κάνεις ένα κλασικό μουσικό biopic.

Control (Anton Corbijn, 2007)

Παρότι φλερτάρει με κάποιες από τις συμβάσεις του είδους, η πρώτη ταινία του υπερ-στυλίστα (και φωτογράφου των Joy Division) Anton Corbijn κινείται πολύ πετυχημένα μέσα στα ζοφερά τοπία του βιομηχανικού Μάντσεστερ και τον θρυμματισμένο ψυχικό κόσμο του Ian Curtis, αναδεικνύοντας με φουλ ένταση (αν και ίσως με λίγη περισσότερη αισθητικοποίηση απ’ όσο χρειάζεται) την αντίφαση ανάμεσα στον μουσικό πλούτο και την θλιβερή ζωή – μια ζωή που δεν ήθελε καν να ζει ο καλλιτέχνης.

Walk Hard: The Dewey Cox Story (Jake Kasdan, 2007)

Παραμένουμε στο 2007, και αξίζει να θυμηθούμε ότι τα μέσα των 00s ήταν μία εποχή που ο μουσικό biopic είχε καταγράψει δύο μεγα-επιτυχίες με το Ray του 2004 και το Walk the Line του 2005 – δύο ταινίες σίγουρα αξιοπρεπείς αλλά που αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά παραδείγματα του κομφορμιστικού βιογραφικού σινεμά για το οποίο μιλάμε εδώ. Σχεδόν στα καπάκια λοιπόν, ο Judd Apatow παίρνει τ’ όπλο του και μαζί με τον Jake Kasdan πετσοκόβουν όλες τις συμβάσεις των by the book μουσικών biopics (και ειδικά των Ray/Walk the Line) σε μια άκρως αναζωογονητική σάτιρα με τον John C. Reilly να ενσαρκώνει σχεδόν κάθε χιλιοπαιγμένο στερεότυπο που έχει παράξει ποτέ η μουσική βιομηχανία και η μυθολογικοποίηση των celebrities μέσα από την μαζική κουλτούρα.

Best of internet