Quantcast
ORIGINALS

Λίγο πριν τις 12.

Όλος ο συρφετός που αναγκάζεσαι να καταπιείς κάθε χρόνο στο τραπέζι του ρεβεγιόν.


σουπερ σαγιαν · 31 Δεκεμβρίου 2012

 

«Γιορτές χωρίς τραπέζια και φιλιά από ζωντανά και συγγενείς δεν γίνονται. Εκεί να δεις ρουτίνα και παροξυσμό. Επιφυλάσσομαι…»

Και κάπως έτσι, κρατώντας την υπόσχεσή μου, φτάνουμε στο αποψινό ρεβεγιόν. Τον αποψινό πανικό, όπως και τις περισσότερες καταστάσεις, μπορείς να τον αντιμετωπίσεις με δύο τρόπους. Ή που θα κοπανάς το κεφάλι σου στον τοίχο και θα λες μάνα γιατί με γέννησες, ή που θα το ρίξεις στο σορολόπ. Ο κλαυσίγελος είναι κάτι ενδιάμεσο που του δίνω δέκα με τόνο, μιας και δηλώνει τη μέγιστη απελπισία.

Οικογενειακό τραπέζι-ρεβεγιόν: Όλος ο ντόρος γίνεται για αυτές τις 4-5 ή περί ορέξεως λιγότερες-περισσότερες ώρες. Είναι ο χρόνος που φεύγει-έρχεται και σε αναγκάζει να φας στη μάπα, τουλάχιστον μέχρι την αλλαγή, όλο το συγγενολόι.

Αν κακόμοιρέ μου φίλε έχεις μεγάλο σόι, σου δανείζω έναν ώμο να κλάψεις, μέρες που είναι. Αν πάλι αυτό σημαίνει γερή αύξηση του εισοδήματός σου, you lucky bastard! Λένε πως τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις, αλλά τους φίλους ναι. Και έχουν απόλυτο δίκιο. Τουλάχιστον για το πρώτο σκέλος. Είναι γεγονός: Σε κάθε σπίτι ένας τρελός και στο δικό μας όλοι.

Κάθε τραπέζι και οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον δύο τύπους που έχουν το ακαταλόγιστο. Θα ποντάρω σε μια σαλταρισμένη γιαγιά που δεν γνωρίζει καν τον λόγο της μάζωξης και σε ένα παραμυθά θείο ή μακρινό ξάδερφο. Αν έχεις περισσότερους, μπορεί τελικά και να είσαι πλειοψηφία. Οι γιαγιάδες απαραιτήτως συνοδεύονται από πατσουλί και άκρως κρεπαρισμένα μαλλιά, που τους δίνουν τους πολυπόθητους πόντους. Συνήθως, σέρνουν μαζί και τους άμοιρους παππούδες, που εξαναγκάζονται να είναι κόσμιοι στο τραπέζι και τουλάχιστον ντυμένοι με το γαμπριάτικό τους.

hairstyle

 

Από την άλλη, όλο και κάτι κακομαθημένα πιτσιρίκια θα υπάρχουν. Όσο και να σου εξηγούν, ούτε ποιανού είναι ξέρεις και πολύ θα ήθελες να τα δεις σεταρισμένα με το τζάκι. Είναι εκείνα τα πλασματάκια που φέρνουν ακατάπαυστες στροφές γύρω απο το έλατο. Ρίχνουν το οτιδήποτε κάτω χωρίς να ακούσουν εξάψαλμο και ξεσκίζουν μανιωδώς τα περιτυλίγματα των δώρων. Λίγο πριν τη αλλαγή του χρόνου θα τα δεις να κοιμούνται σε κάποια αγκαλιά ή στο δωμάτιο με τα παλτά. Τί γλυκό; Δεν είναι καθόλου γλυκό. Έχουν λυσσάξει όλο το βράδυ και εγώ έχω αποκτήσει γάτο με ψυχολογικά.

Λιγότερο επικίνδυνοι και πρόσφοροι για ανάλυση είναι οι έφηβοι.

Παράδειγμα 1: Ο υπέρβαρος τυπάς που το στασίδι του είναι η φοντανιέρα με τα σοκολατάκια και αδημονεί για κάθε refill. Είναι ο ίδιος που αργότερα προτίθεται να απαλλάξει κάθε φουσκωμένο του τραπεζιού, καταβροχθίζοντας ένα ακόμα κομμάτι βασιλόπιτας.

Παράδειγμα 2: Η «I’m too sexy for my love» κοπελιά, που είτε έχει περάσει όλο το βράδυ αγκαλιά με το κινητό στέλνοντας στον γκόμενο, είτε ξεφυσώντας από βαρεμάρα, την αγνώστου μουσικής ταυτότητας, φράντζα της.

Καλά όλα αυτά αλλά η εμπειρία μου σε τούτα τα event έχει δείξει πως όλο το μανίκι το τραβάει ο οικοδεσπότης. Όσο και καλή διάθεση να έχεις, όσο και να έχεις φάει τη μέρα σου στη κουζίνα, μερικά πράγματα δεν τα γλιτώνεις. Είναι εκείνη, που ενώ όλο τον χρόνο τρώει το καταπέτασμα, αποφάσισε πως τώρα στις γιορτές θα ξεκινήσει δίαιτα. Και σα να μην φτάνει αυτό, έχει και δίπλα τον μαλακοπίτουρα-μωρουλίνι να τη σαπορτάρει. Έτσι, αρχίζει να πιάνεται στα χέρια με κάθε συνδαιτυμόνα που απειλεί την πρασινάδα της και να ζητάει μόνο light. Τρείς Coca-Cola light, μόνο light νοοτροπία δεν το λες!

diet thing

 

Μέρες που είναι, οφείλεις να ανεχτείς τα πάντα. Ναι δυστυχώς τα πάντα. Γιαγιάδες, μανάδες, θειάδες που θέλουν να βοηθήσουν στο στρώσιμο και το μάζεμα, που σου τραβούν τα πιάτα, που τσιρίζουν! «Να σε βοηθήσω, να σε βοηθήσω!». Και στο τέλος πέφτουν όλα και σπάνε. Εκεί είναι τα κάτεργα και είσαι «all by myself». Αυτό που με δαιμονίζει περισσότερο είναι πως πρέπει να διαθέτεις μία λύση για όλα και να κρατάς τις ισορροπίες. Ο καθένας το μακρύ και το κοντό του.  Άλλος θέλει τη μουσική πιο χαμηλά, άλλος γουστάρει στο φουλ, ένας τρίτος θέλει ανοιχτή την τηλεόραση και να αλλάξει χρόνο «κρατικά», ο παραδίπλα «ιδιωτικά» και στο τέλος κατεβάζω τον γενικό και γουστάρω μόνη μου.

Αφού ξεπεραστούν τα παραπάνω ακολουθεί το πρωτόκολλο κουβέντας: Κίνηση στους δρόμους, η δυσκολία του παρκαρίσματος, ειδήσεις μισοακουσμένες από την τιβί, κουτσομπολιά από τη δουλειά ή για απόντες συγγενείς και ο εξυπνάκιας που θα αποφασίσει πως ό,τι είναι κοινωνικό είναι και συνάμα πολιτικό. Πολιτική κουβέντα με συγγενείς. Προθάλαμος για το φρενοκομείο . Ο ένας βαστά την καρδιά του, η άλλη ταΐζει υπογλώσσια το μωρουλίνι και εγώ καλωδιώνομαι με τα ακουστικά μου, πατώντας πότε πότε και το pause για να μην χάσω τον τζέρτζελο. Δεν διαφωνώ καθόλου στη παραπάνω διατύπωση αλλά η πολιτική κουβέντα στο τραπέζι ανάμεσα σε μελομακάρονα, δίπλες και τσουρέκια έχει πάντα την ίδια κατάληξη. Οπότε, αυτό με κάνει και να μην καταλαβαίνω την ύπαρξή της. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να μην μιλιέται κανείς για κάμποση ώρα και κατά την αλλαγή, σαν να μην έγινε τίποτα, να ανταλλάσσουν αγκαλιές και φιλία…

Υ.Γ. Το πιο γαμάτο ποδαρικό το κάνει η Lucy, η μαύρη γάτα της καρδιάς μου. Καλή χρονιά σε όλους.

Best of internet