Quantcast
ORIGINALS

Arluben #2: Μεταμοντέρτια

Εστέτ και λαϊκοί το ρίξαν στη κ(λ)αψούρα


Normo Gin · 14 Φεβρουαρίου 2013

metam

Σε κάποια γωνιά του ίντερνετ υπάρχει ένα κείμενο – απ’ αυτά που διαβάζεις και δεν ξαναβρίσκεις ποτέ – το οποίο ασκεί δριμεία κριτική στην εγχώρια εκδοχή των χίπστερς. Ο αρθρογράφος, παρά τη θόλωση που αναπόφευκτα επιφέρει ο φακός του μονόκλ, πετυχαίνει διάνα στο να απογυμνώσει το υποκείμενο απ’ τα 5λεπτα φτιασίδια του tumblr και των σενιαρισμένων προφίλ, αποκαλύπτωντας από κάτω ούτε λίγο ούτε πολύ τον Προμηθέα μπουζουκτζή, την τόσο τυραννημένη φιγούρα του νεοελληνισμού που δισκοβολεί πιάτα με γαρύφαλλα για να δηλώσει την αλήθεια που αποκόμισε για τον ανθρώπινο ψυχισμό απ’ τον αγώνα του με τους Θεούς. Στη συνήθη περίπτωση, Θεούς εννοεί τις “αδερφές”, τους “εβραίους” και τους “μασόνους” που όλοι μαζί σχημάτισαν τραστ κατά του κάθε Μπάμπη για να τον τιμωρήσουν που κατέβασε τη φωτιά στα σαββατόβραδα.

Όταν μιλάμε για μεταμοντέρτια μιλάμε για την καψούρα στον ύστερο ελληνικό καπιταλισμό, για το πώς βιώνεται εν τέλει το τραύμα της απόρριψης και του ανεκπλήρωτου έρωτα εν τω μέσω τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, κινητών τηλεφώνων και μόντεμ. Και με συμπόνοια αναλύουμε τη γελοιότητά αυτή.

Ο φιλόσοφος Fredric Jameson θεωρεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτού που ονομάζεται μεταμοντέρνο “την απάλειψη του παλιότερου διακριτικού συνόρου μεταξύ της υψηλής και της λεγόμενης μαζικής εμπορικής κουλτούρας”. Για να το κάνουμε τάλιρα, οι ίδιοι άνθρωποι που ξεκίνησαν το βράδυ τους από διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα τις πολιτισμικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, εύκολα καταλήγουν μεθυσμένοι στον Μπάτμαν να απολαμβάνουν αυτές τις επιπτώσεις δια στόματος και μουγκρητών του Στέλιου Καζαντζίδη. Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος συνδυασμός είναι πια must, η κάθε φανφάρα που διατυπώνεται απ’ την πνευματική ηγεσία του τόπου έχει πίσω της καθημερινή έρευνα πεδίου επί σειρά δεκαετιών. Θα έλεγε κανείς ότι δοκιμάζουν gonzo journalism, αλλά δυστυχώς οι εγχώριοι ακαδημαϊκοί είθισται να είναι πολύ φλώροι για να κάνουν gonzo και πολύ εκτός τόπου και χρόνου για να κάνουν journalism.

metam2

Όμως δεν μιλάμε για μεταμοντέρνο, μιλάμε για μεταμοντέρτια. Και ο λόγος που δεν τα αποκαλούμε “παγκοσμιοποιημένα” ή “προχωρημένα” ντέρτια είναι ότι όσα μπιχλιμπίδια κι αν απαλλοτριώσουν απ’ τον παγκόσμιο πολιτισμό, θα παραμένουν εθνικό φαινόμενο και θα διαπερνούνται απ’ όλα τα χαρακτηριστικά του “περιούσιου λαού της αδικημένης ψωροκώσταινας”.

Στην εγχώρια εθνική φαντασία, ο ελληνικός λαός, πάντα άντρακλας και μόρτης, χρειάστηκε όλες τις δυνάμεις του κόσμου για να κατασταλεί. Αντίστοιχα, ο Έλληνας, πάντα άντρακλας και μόρτης, χρειάστηκε να δεχθεί τα οργανωμένα πυρά των παγκόσμιων λόμπι που μεταξύ άλλων γέννησαν τον φεμινισμό για να οπλίσει μια undercover Πόρνη της Βαβυλώνας, την “πουτάνα στην ψυχή”, τη Δαλιδά που μόνο αυτή μπορούσε να αφοπλίσει τον σύγχρονο αυτό Σαμσών, ο οποίος “συγκροτήθηκε δια της αντιστάσεως” και κατάφερε να ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο όλο δικό του.

metam1

Και να τα μπουζούκια και τα καψουροτράγουδα, να το αλκοόλ ολημερίς κι οληνυχτίς, να που μιλάει με τα παλληκάρια και βουρ να τον βοηθήσουν. Να οι γενικεύσεις και τα καθολικά συμπεράσματα για τη φύση της γυναίκας που αν δεν υπήρχε, θα ήμασταν ακόμα στον Κήπο της Εδέμ με πίτσες και μπύρες, σεξουαλικοί ασκητές ή απενοχοποιημένα γκέι. Να οι έντονες χειρονομίες, τα “αχ βαχ”, τα “άτιμε ντουνιά, άτιμη κοινωνία”, οι ζημιές στα σκυλάδικα και το synth μπουζουκάκι.

Όμως τι λέμε, αυτά μιλούν μόνο για λαϊκοειδείς μαγαζάτορες, για μεσήλικες και άνω ή έστω για τα παιδιά τους που συνειδητά κόπιαραν αυτές τις συμπεριφορές. Σε καμία περίπτωση αυτά δεν αφορούν τους κατοίκους των πόλεων, 20-40 χρονών, με την πανεπιστημιακή τους μόρφωση και την έφεση στις τηλεπικοινωνίες, θαμώνες των in στεκιών της πόλης και κοινωνούς της πληροφορίας κάθε ψαγμένου event. Αυτοί κι αυτές ζουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά, έχοντας αφομοιώσει τις πτυχές του πολιτισμού που εγείρουν προβληματισμούς στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ας αναρωτηθεί κανείς όμως, πώς βλέπουμε αυτές τις φιγούρες να διασκεδάζουν; Πώς αντιμετωπίζουν τα πάρτυ, τις προβολές, τις εκθέσεις, τις συναυλίες αλλά και τους χωρισμούς, τις απορρίψεις, τον βαρύ καημό;

 

Επόμενη Σελίδα »»

metam3

Δεν πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που υπήρξα μάρτυρας σε μεταμοντέρτια επιτέλεση. Δύο άνθρωποι με εξαιρετικά εξεζητημένο μουσικό γούστο και κουλτούρα βρέθηκαν ο ένας χωρισμένος και ο άλλος απορριφθείς. Φίλοι, αποφάσισαν να συνενώσουν τους καημούς τους στον ίδιο χώρο. Εκ πρώτης όψεως, έβλεπες δύο ανθρώπους μακριά από την λαϊκή κουλτούρα και τα γαρύφαλλα, τους Καρράδες και τις Άντζελες, τα Status και τα Cosmopolitan του κόσμου τούτου, να έχουν κάτσει εκατέρωθεν ενός γραφείου, οπλισμένοι με μπύρες και εξεζητημένα μουσικά ακούσματα.

Όμως η εικόνα πάντα επιδέχεται ανάλυσης. Δύο άνθρωποι, ασχέτως του μπακγκράουντ και του παρουσιαστικού τους, που στη στιγμή της συναισθηματικής κρίσης επικαλέστηκαν τη φιλία τους για διάσωση απ’ τα κακώς κείμενα της γυναικείας φύσης, εξοπλίστηκαν με αλκοόλ και φούντα και τοποθετήθηκαν στον ασφαλή χώρο της δικής τους μουσικής για να ξεδώσουν. Οι γενικεύσεις μπορεί να μην ήταν ευθέως μισογυνικές, ωστόσο οδηγούσαν σε καθολικά συμπεράσματα που θέλουν το είδος “γυναίκα” να είναι κάτι καθολικά πλανημένο, έρμαιο των συναισθημάτων και εν τέλει κατώτερο του διαυγούς ανδρός. Το γεγονός ότι η μουσική που έπαιζε μπορεί να ήταν βαρύ noise ή art punk, δεν άλλαζε κάτι· εκείνη τη στιγμή ήταν όλα καψουροτράγουδα, προσεκτικά επιλεγμένα για τη θεραπεία της “προδομένης” ψυχής.

metam5

Αντίστοιχα, θυμάμαι χαρακτηριστικά μία απ’ τις πολλές μαρτυρικές φορές που με κουβάλησαν σε ρεμπετοκατάσταση. Η Ε., παλαιάς κοπής νταρκγουεϊβού και με ανάλογο ντύσιμο, απάντησε στην εύλογη απορία μου σχετικά με το πώς βρέθηκε σε κάτι τέτοιο – σκεπτόμενος ότι θα έλεγε “με κουβάλησαν κι εμένα” και θα άνοιγε μια ευχάριστη κουβέντα – λέγοντας μου ότι της αρέσουν πολύ αυτές οι καταστάσεις και πως έχει αγοράσει ένα τζουραδάκι για να παίζει και η ίδια. Είπε ότι της αρέσει που αυτά τα τραγούδια είναι πιο κοντά μας λόγω της γλώσσας (αθεράπευτο κλισέ), ότι είναι πιο ευχάριστα επειδή είναι λαϊκά και ότι αυτά τα τραγούδια σε συγκινούν γιατί ταυτίζεσαι με τον καημό.

Goth και ρεμπέτικα λοιπόν, όλα με άξονα τον σεβντά στην ελληνική πραγματικότητα και ξαφνικά όλα φαίνονται να συνενώνονται. Κινητήρας της εγχώριας κουλτούρας είναι η οδύνη, η ερωτική αδικία, το να βρίσκεσαι πεταμένος σαν στιμμένη λεμονόκουπα, αγκαζέ με την εθνική μοίρα του άκρου των Βαλκανίων που τόσο κακοποίησαν οι “πουτάνες στην ψυχή” Τούρκοι/ Αμερικάνοι/ Σιωνιστές/ ομοφυλόφιλοι/ πιγκουίνοι/ Εωσφόροι και δε συμμαζεύεται.

metam4

Και τα ίχνη είναι παντού. Το ελληνικό μουσικό κοινό έγινε πρόθυμα η χαβούζα της διεθνούς κατάθλιψης, ξεχωρίζοντας παγκοσμίως ως “δεύτερη πατρίδα” των Madrugada, του Nick Cave και όσων άλλων ήταν πρόθυμοι να δώσουν πόνο στον πόνο με το πενιχρό αντίτιμο της πλύσης εγκεφάλου. Δεν υπάρχει βράδυ καλοκαιρινών διακοπών που να μη θέλει η πλειοψηφία κλάψα αισχίστου είδους με μπουζούκι και κιθάρα δίπλα απ’ το κύμα, καθώς η μητροπολιτική νεολαία, όταν εγκαταλείπει την καθημερινότητα φαίνεται να προτιμά αντί της καλοπέρασης να επιδίδεται απερίσπαστα και συλλογικά στη μίρλα σε μια συνθήκη που θεωρείται φυσιολογική και όχι αφορμή για ψυχοφάρμακα.

Ζούμε μέσα σε ένα καλά συγκροτημένο έθνος από Drama Queens. Όλα τα γεγονότα είναι τραυματικά και αν δεν είναι, πρέπει να γίνουν και μάλιστα, πρέπει να δούμε πάντα πώς στόχευαν τον καθένα μας. Κάθε εκδήλωση στην πόλη, μουσική, εικαστική, ψυχαγωγική ή ό,τι άλλο δεν είναι η δυνατότητα μιας ξεχωριστής εμπειρίας αλλά η ευκαιρία της ημέρας να βγάλει ο κοσμάκης τον καημό του, καθώς όλα τα έργα τον συγκίνησαν γιατί δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν και μόνο, τον αδικημένο κανακάρη που αγνός στα συναισθήματα, “αντιπουτάνας” στην ψυχή, κατάλαβε μόνο αυτός τον πόνο-ωχ-τι-πόνο που ενσαρκώνουν. Τα λεφτά που έβγαλε εδώ ο Damien Hirst δεν ήταν λόγω κάποιας αισθητικής εκτίμησης, αλλά επειδή ο εστέτ ελληνάρας του κόλλησε το πενηντάευρο στο κούτελο φωνάζοντας “παίξε μου το δικό μου, εκείνο με το ζώο στη φορμόλη”.

metam6

Ο Γκαίτε καψούρης και με το φαντασιακό άλλων συνθηκών έβγαλε τον Βέρθερο. Σχεδόν δύο αιώνες μετά, η συνταγή εντείνεται, απογυμνώνεται από κάθε ιδιαιτερότητα και τροφοδοτεί τη μαζική κουλτούρα της Ελλάδας που πιθανώς να έχει τα πιό μίζερα charts του κόσμου. Η “ποιότητα” ορίζεται απ’ το λυρικό κλάμα (βλ. Αλκίνοος Ιωαννίδης) ενώ το “αυθόρμητο” απ’ την υστερική θανατολογία (βλ. “Πιό έρωτας πεθαίνεις”). Ακόμα και οι χίπστερς, που ως τάση οπουδήποτε αλλού ενσαρκώνουν το χυδαιότερο ζαμανφού, χύνουν το δάκρυ κορόμηλο που δεν έχουμε τα στέκια του Βερολίνου και της Νέας Υόρκης. Μια ολόκληρη χώρα, απ’ άκρη σ’ άκρη, έχει εξωκείλει στον ρομαντισμό και έχει βαλθεί να μας χαλάει συνέχως τη μέρα, παγιδεύοντάς μας ανάμεσα στην κλάψα και τον ναζισμό.

Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε “εμείς τι φταίμε;”, αλλά έτσι θα πέφταμε στην παγίδα και δεν είμαστε τόσο εύκολοι.

Best of internet