Quantcast
ORIGINALS

Μνημόσυνο Ναϊντίλας

Μια δεκαετία στα γρήγορα.


“Ο γιος σας σήμερα σε τι κατάσταση βρίσκεται;” ρωτάει ο Ευαγγελάτος τη μάνα raver κι εκείνη τον αφοπλίζει με τη διπλής ανάγνωσης απάντηση “Δόξα τω θεώ, είναι πάρα πολύ καλά τώρα, γιατί κατάλαβε και το μόνο που τον έσωσε ήταν η αυτοσυντήρηση που, φαίνεται φοβάται για τον εαυτό του, διότι έχει πάθει κάποια ζημιά από αυτό, το ανοσοποιητικό του σύστημα πρέπει να έχει πειραχτεί και ξύνεται συνέχεια. Ξύνεται σαν τη μαϊμού”.

Ναϊντίλα. Τα πρώτα γραφικά και τα πρώτα πάνελ στις ειδήσεις, προοικονομία των τωρινών ‘γραφικών πάνελ’. Ελένη Μενεγάκη στο λυκαυγές της καριέρας της με μίνι φούστες που σε συνδέουν με τον εσωτερικό της κόσμο, Βλάσσης Μπονάτσος κι ένας Γιάννης Μπέζος που βάζει τους γκέι στα σπίτι μας κάνοντάς μας να τους λατρεύουμε σε μία κοινωνία ακόμα κάπως πουριτανή και δέκα χρόνια πριν μια στερεοτυπική εκδοχή της ομοφυλοφιλίας γίνει must στο lifestyle της τηλεόρασης και της νυχτερινής ζωής, δέκα χρόνια πριν ο Μπέζος ταυτιστεί με την… Αριστερά της Ευθύνης.

Η Ελλάδα ξενυχτάει με σκυλάδικα και κάθε μαγαζί που σέβεται τον εαυτό του βάζει λίγο Βασίλη Καρρά στο πρόγραμμα μετά τα “ξένα”. Ίντερνετ δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι μέχρι την εκπνοή της δεκαετίας, τότε που οι περισσότεροι έριξαν γκόμενα με το ερώτημα a/s/l? σε κάποιο τσατ ρουμ που για να συνδεθείς άκουγες παράσιτα, γραμμές να ενώνονται στο υπερπέραν και χιόνια κι αλίμονο αν κάποιος ταυτόχρονα σε καλούσε στο σταθερό.

 Το τουήτερ ακόμα αγέννητο, όπως και το φέησμπουκ αλλά τα καλύτερα ριτουή γίνονται με την ταχύτητα του φωτός κι έτσι στόμα με στόμα η επικαιρότητα τρολάρεται από τότε, αλλά, καταδικασμένα, στην έλλειψη likes.

Ο κόσμος επικοινωνεί ακόμα με το Ταχυδρομείο, αδιανόητο να το κατανοήσει κάποιος τότε που ακόμα βύζαινε κι ας έχει γίνει τώρα, στο έμπα της εφηβείας, πιθανώς ο καλύτερος χάκερ, εφ’ όσον τώρα κάτω απ’ την πόρτα μας φτάνουν μόνο λογαριασμοί και ειδοποιήσεις για χρωστούμενα στις πιστωτικές κάρτες.

Το πρώτο sms στέλνεται περίπου το 1997, αλλά με τρομερή φειδώ, γιατί οι περισσότεροι νόμιζαν ότι χρεώνεται με τη γραμματοσειρά, την ίδια εποχή τα κινητά θύμιζαν παπούτσι νούμερο 43 κι αν άνοιγες και την κεραία μπορούσες να ξύσεις την πλάτη του απέναντι.

Μία δεκαετία που αποχαιρετάμε τη Μελίνα Μερκούρη, τον Παπανδρέου, τον Χατζηδάκι, την Τζένυ Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και μάλιστα live, ενώ την έχουν βάψει σαν τη πριγκίπισσα της νύχτας κι έχει το μαλλί μέδουσας.

Η τηλεόραση αλλάζει, το τηλεκοντρόλ κάνει την πρώτη του εμφάνιση και μάλιστα έχει πιο πολλές επιλογές εκτός από τα πλήκτρα 1,2,3 που αντιστοιχούν στην κρατική τηλεόραση, εμφανίζονται οι πρώτες διαφημίσεις, από το πουθενά, ενώ μόλις έχεις αρχίσει να παθιάζεσαι αποβλακωμένος βλέποντας το Ντέρτι Ντάνσινγκ ή τις Τρεις Χάριτες, το πρόγραμμα διακόπτεται για να σου δείξει πως σε αυτή τη δεκαετία, όλα είναι πιθανά και μέχρι κι οι σερβιέτες μεταλλάσσονται αποκτώντας φτερά.

Είναι η εποχή που έχουμε αποχαιρετήσει τις βάτες και το κοκοράκι στη φράντζα που χαϊδεύει το σοβατεπί στο ταβάνι, η εποχή που ακόμα επικρατεί το εμπριμέ, η στιγμή που οι έφηβοι ανακαλύπτουν τις τσιμούχες στο χέρι και τον dr. Alban, λίγο πριν χωριστούν σε κατηγορίες ‘αυτοί που φοράνε αντίντας στάνσμιθ’ κι ‘αυτοί που φοράνε μάρτινς’.

 Η δεκαετία που όλοι μάθαμε τα Ίμια και όλοι λαχταρήσαμε για κάποιον φίλο μας που ήταν φαντάρος στον Έβρο, η κομβική χρονική περίοδος που παραγγέλνοντας πίτσες έβλεπες όλους τους πολέμους και τους βομβαρδισμούς από το σαλόνι σου, τα χρόνια που ανακαλύπταμε τον Πάολο Κοέλιο και γεμίζαμε με τις κλισεδιές του τα λευκώματα, που ναι, υπήρχαν ακόμα και γυρνούσαν από χέρι σε χέρι απαντώντας σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως ‘τι εστί φιλία’.

Τα πάμπερς συνδέονται στο κέντρο μνήμης με το επίθετο Κοσκωτά, ο Κουτσόγιωργας λιποθυμάει στις οθόνες μας για να ξεψυχήσει, μία ζουμπουρλού αεροσυνοδός έχει γίνει πρώτη κυρία κι εμείς ανακαλύπτουμε το προκάτ φαγητό σε ταχυεστιατόρια, η μοναδική μας έξοδος, λίγο αφού χαζέψουμε Μπέβερλι Χιλς και γίνουμε μάρτυρες του πώς ο Ντίλαν κουτούπωσε την Κέλι, ενώ η Μπρέντα έλειπε στο Παρίσι.

Οι καταλήψεις στα σχολεία κρατάνε μήνες, αλλά προετοιμάζουν την πολιτική σκηνή των επόμενων είκοσι χρόνων, η γενιά του Πολυτεχνείου έχει πια τακτοποιηθεί σε θέσεις κυριλάτες αλλά ο κόσμος ασχολείται με το συγκλονιστικό ειδύλλιο μεταξύ Ρούλας Κορομηλά και Στέφανου Σαρτίνι.

Είναι οι εποχές που τα παιδιά δεν έχουν ακόμα ανακαλύψει το playstation, τα προνομιούχα έχουν ατάρι, που τώρα βρίσκεται ξεχασμένο στο πατάρι, ο υπολογιστής μας είναι ένας amstrad και ξέρουμε να γράφουμε cat,load, run ψάχνοντας όλο αγωνία τα γράμματα στα πλήκτρα, γιατί τυφλό σύστημα ακόμα δεν ξέρει κανείς. Οι πλατείες γεμάτες ζωή, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, αγαλματάκια ακίνητα, πατίνια και ποδήλατο. Σ’ όλες τις πόρτες το κλειδί, γέλια απ’ τα παγκάκια ως τις δύο το βράδυ. Μία Ρίτα Σακελλαρίου παίζει από ένα ανοιχτό παράθυρο, ένας νεραντζοπόλεμος κι ένα παιχνίδι με φυσοκάλαμα είναι σε εξέλιξη, λίγα χρόνια προτού, τα ίδια παιδιά, αλλά δυστυχώς μόνο κάποια από αυτά, πολιτικοποιηθούν απότομα, τρομοκρατημένα από τη βία της ανεργίας, της φτώχειας, των κλειστών καλοριφέρ, γεμίσουν τη φάτσα τους με ριοπάν και ξεχυθούν στο Σύνταγμα τραυματίζοντας, μάταια, τις φωνητικές τους χορδές.

Αγαλματάκια ακίνητα στον τοίχο κολλημένα. Μέρα ή Νύχτα;

Νύχτα.

Best of internet