Quantcast

Gangster Squad (2012)

Γκάνια, γκάζια, γιαταγάνια

Flaneuric

4 Φεβρουαρίου 2013


 
Το ιδιαίτερο βάρος που φέρει για την αμερικάνικη κουλτούρα ένα οποιοδήποτε πολιτιστικό προϊόν το οποίο διαλέγει για θεματικό του άξονα τους γκάνγκστερ, με τη στενή και ιστορικά ακριβή έννοια του όρου, είναι κάτι το μη-αμφισβητήσιμο. Η βαριά κληρονομιά του αμερικάνικου σινεμά σε ό,τι αφορά στο ίδιο θέμα, επίσης. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80 γυρίστηκαν ουκ ολίγα σχετικά αριστουργήματα: Τα Means Streets, Goodfellas, Scarface, Casino, Once upon a time in America και φυσικά η κορωνίδα που καθόρισε το ρεύμα, το μεγαλειώδες The Godfather, αποτελούν μερικά μόνο ονόματα σε μια μεγάλη λίστα. Σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε, δημιουργώντας σχεδόν αποκλειστικά ταινίες του είδους, κέρδισαν ανεπιστρεπτί μια θέση στην καρδιά κριτικών και κοινού.

Σε ένα τέτοιο έδαφος καλείται να βαδίσει και το Gangster Squad, το οποίο τοποθετείται χωροχρονικά στο μεταπολεμικό Λος Άντζελες και συγκεκριμένα στα 1949. Η πόλη ζει μια ανόθευτη σχιζοφρένεια, αφού από τη μία μεθά και απολαμβάνει το American Dream με κάθε αφορμή κάτω από τη σκέπη της νικηφόρου έκβασης του β’ Π.Π., βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη και ευμάρεια, ενώ από την άλλη μοιάζει να πνίγεται στο πάθος της ίδιας της της επιτυχίας: Το πλήρως διεφθαρμένο αστυνομευτικό και δικαστικό σύστημα, ο αλκοολισμός και η μαφία απειλούν να δρέψουν τους καρπούς κόπων που η μικρό-μεσοαστική τάξη είχε πιστέψει πως προορίζονταν για την ίδια. Συγκεκριμένα, ο διάσημος αρχιμαφιόζος Μίκι Κοέν έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, παίρνοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο κομμάτι από κάθε οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Οι πάντες έχουν εξαγοραστεί, ακόμα και οι υπόλοιποι μαφιόζοι έχουν σαστίσει μπροστά στην επέλαση του Μίκι, και καθώς οι ακραίοι καιροί απαιτούν ακραία μέτρα, ο αρχηγός της αστυνομίας Γουίλιαμ Πάρκερ αποφασίζει να αναθέσει σε μια επίλεκτη ομάδα πρώην και νυν αστυνομικών και στρατιωτικών την οικονομική εξόντωση του Κοέν με αμφιβόλου νομιμότητας μέσα. “Leave your badges at home” λοιπόν και γεννηθήτω πυρ.

Το Gangster Squad διαθέτει στ’ αλήθεια ένα εντυπωσιακό καστ. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ, η Έμμα Στόουν, ο Τζος Μπρόλιν και ο Σον Πεν είναι μόνο οι μισοί από τους ηθοποιούς για τους οποίους οι συστάσεις περιττεύουν. Ευτυχές είναι το ότι ο σκηνοθέτης Ρούμπεν Φλάισερ (Zombieland, 30 Minutes or Less) αξιοποιεί εργαλειακά και με θράσος αυτό το καστ, επιστρατεύοντας την αναγνωρισιμότητα των πρωταγωνιστών για να δημιουργήσει στο άψε-σβήσε χαρακτήρες για τους οποίους ο θεατής μένει καθηλωμένος για το υπόλοιπο της ταινίας. Όχι χαρακτήρες με βάθος και διαστάσεις (μάλλον καρικατούρες), όχι προσωπικότητες που εξελίσσονται παράλληλα με τα γεγονότα, αλλά χαρακτήρες που αρκούν για να προχωρήσει η ταινία στην επιτέλεση του βασικού της σκοπού: Την ξέφρενη διαδοχή σκηνών δράσης, με τα tommy guns να αστράφτουν μπροστά από πλατύγυρα καπέλα, πίσω από πανάκριβες μπιούικ και μέσα σε μια σκοτεινή νουάρ ατμόσφαιρα γεμάτη καπνούς και σκοτεινά φίλτρα, εύστοχες υλοποιήσεις επιλογών που δεν μπορούμε παρά να χρεώσουμε στον εικαστικό επιμελητή και δεξί χέρι του Φλάισερ για το παρόν φιλμ, Ντίον Μπιμπ (Memoirs of a Geisha, Chicago).

Η ταινία πετυχαίνει το σκοπό της. Τρέχει ασταμάτητα και πού και πού σηκώνεται για μια πιρουέτα δίχως να κόψει καν ταχύτητα. Στα μεγάλα ατού της συγκαταλέγονται η αψεγάδιαστη αίσθηση ρυθμού που τη διακατέχει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή, οι συναισθηματικές εντάσεις που καταφέρνει να δημιουργήσει και -όσο δεν τον περιορίζει ο ίδιος ο χαρακτήρας- μια ακόμα υποδειγματική ερμηνεία του Ράιαν Γκόσλινγκ, η οποία αποζημιώνει για μια -μακράν μεγαλύτερη από τις ανάγκες του ρόλου- αχρωμία που επιδεικνυέι ένας απογοητευτικός Τζος Μπρόλιν.

Κάπου εδώ όμως η ταινία συναντά και τα όριά της. Συγκεκριμένα, με λίγη κακή διάθεση θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι διάλογοι είναι άνευροι και παντελώς ανέμπνευστοι, ο Σων Πεν έως αστείος σε μια προσπάθεια να είναι ένας σκληρός Ντε Νίρο και ένας κωμικοτραγικός Πατσίνο ταυτόχρονα, ότι εν τέλει το φιλμ αντλεί την αξία του από μια τακτική καρότου-μαστίγιου: Βάζοντας τον θεατή στη θέση να περιμένει κάτι (λόγω ηθοποιών) που ποτέ δεν έρχεται, ποτέ δεν αποτυγχάνει παταγωδώς αλλά βαδίζει σε μια μετριότητα μέχρι το τέλος, ανάμεσα σε πυροβολισμούς, εκρήξεις και πληθώρα ειδικών εφέ, αναμενόμενα σε μια παραγωγή τέτοιου μεγέθους. Ένα ακόμα μεγάλο μειονέκτημα είναι το ότι ναι μεν οι χαρακτήρες αρκούν για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον, ανασκοπικά όμως μάλλον προκύπτει ότι περισσότερο ενδιαφέρεται κανείς για το αν θα πηδηχτούν ο Γκόσλινγκ με τη Στόουν παρά καθ’ αυτοί οι χαρακτήρες που υποδύονται, στοιχείο διόλου κινηματογραφικό. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι γράφοντας αυτό το ρηβιού δύο ώρες μετά την προβολή, δεν θυμάμαι καν τα ονόματα των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων.

Τέλος φαίνεται, για το αμερικάνικο κοινό τουλάχιστον, ότι πριν προλάβουν τα θετικά στοιχεία να προσφέρουν -αν μη τι άλλο- την καθαρή διασκέδαση που περιμένει κανείς από ένα τέτοιο εγχείρημα, η ταινία καταπλακώνεται από τη χιονοστιβάδα του ίδιου της του μύθου. Ο συνδυασμός της υπαγωγής της σε ένα genre με όνομα βαρύ σαν (αμερικάνικη) ιστορία και της συμμετοχής δύο εκ των ανερχόμενων αστεριών της βιομηχανίας του σινεμά, φαίνεται ότι δημιούργησαν ανεξέλεγκτες προσδοκίες σε θεατές και τύπο. Αυτό που φαντάζομαι ότι περίμεναν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ήταν μια κατάθεση ψυχής και εχέγγυων για το μέλλον, μια νέα οπτική και μια νεανική αναπαράσταση ενός ιερού θέματος, οπότε μοιραία βρέθηκαν να αναζητούν ένα ικανό συμπλήρωμα στο μύθο του Κοέν με στοιχεία προσωπογραφίας σε ένα φιλμ που έχει γυριστεί ηθελημένα παλπ. Κάτι τέτοιο ίσως να εξηγεί σε κάποιο βαθμό το γιατί η ταινία έχει καταρρακωθεί -αδίκως- με μεγάλη σκληρότητα στην πλειοψηφία του ειδικού τύπου των Η.Π.Α.

Το Gangster Squad δεν έχει χρόνο. Χρόνο για τις χορογραφημένες μέχρι λεπτομέρειας σκηνές βίας του Django: Unchained, χρόνο για τα μακρά, αργόσυρτα πλάνα που δημιουργούν ατμόσφαιρα, αφήγηση, ψαχνό στους χαρακτήρες του Once upon a time in America. Δεν κάνει τίποτα που δεν έχει ξαναγίνει, και θα ξεχαστεί γρήγορα. Διατηρεί παρ’ όλα αυτά την αξία του, στα επί μέρους στοιχεία στα οποία έχει διαλέξει να βαρυκεντριστεί, στις δύο πολύ ευχάριστες ώρες που είναι σε θέση να προσφέρει σε όποιον δεν περιμένει να δει το επόμενο Mean Streets.

Best of internet