Από κάποιες πλευρές, τα πράγματα στον superhero κινηματογράφο και τηλεόραση έχουν γίνει πιο περίπλοκα απ’ όσο χρειάζεται. Από κάποιες άλλες, χρειάζεται να γίνουν πιο περίπλοκα. Είναι λίγο μπερδεμένη πια η ιστορία – κι η ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει πρωτίστως την Marvel. Πραγματικά, μια δεκαετία νωρίτερα, όταν τα superhero franchises ακόμα δεν έμοιαζαν εγγυημένες εμπορικές επιτυχίες που θα συνεχίζονταν πάση θυσία μέχρι την αιωνιότητα, θα ήταν αρκετά δύσκολο να προβλέψουμε ότι το Marvel Cinematic Universe θα μέτραγε πλέον 20 ολόκληρες ταινίες, μαζί με μια 10ριά σειρές να το συνοδεύουν τηλεοπτικά. Κι όμως, έγινε – κι αυτό έφερε μαζί του μια σειρά από ζητήματα για την σχέση ποσότητας και ποιότητας στην superhero ψυχαγωγία. [%contentAd%] Το έτος 2015, όταν δηλαδή εγκαινιάστηκε το τηλεοπτικό σύμπαν της Marvel στο Netflix, το studio ήταν σε μια κρίσιμη καμπή. Η πρώτη φάση του MCU, από το ’08 μέχρι το ’12, είχε ξεκινήσει εντυπωσιακά με το Iron Man κι είχε κλείσει εντυπωσιακότερα με το Avengers, αλλά στο ενδιάμεσο ήταν μάλλον υπερβολικά άνιση. Αν μη τι άλλο, όμως, ήταν κάτι σαν τον μήνα του μέλιτος για το superhero σινεμά της τελευταίας δεκαετίας: φτιάχνονταν πλέον υπερηρωικές ταινίες με το τσουβάλο, κι αυτό από μόνο του έμοιαζε χαρμόσυνο. Το phase two ξεκίνησε υπερβολικά χλιαρά με τα Iron Man 3 και Thor: The Dark World, αλλά μετά συνέχισε με πολύ απότομη άνοδο στα καταπληκτικά Captain America: The Winter Soldier και Guardians of the Galaxy. Έπειτα, όμως, το Age of Ultron αποδείχτηκε κακοφτιαγμένο, το Ant-Man ήταν συμπαθητικό αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο, το Civil War είναι άνετα η πιο υπερ-τιμημένη ταινία του MCU και το Doctor Strange ήταν μάλλον καλύτερο σαν ιδέα παρά σαν υλοποίηση. Το καλοκαίρι που γράφαμε για το λατρεμένο Legion, αναφέραμε το εξής: “Τα προβλήματα των superhero τίτλων μπορούν να συνοψιστούν πλέον σε μερικές σαφείς γραμμές: η υπερβολική διασύνδεση μεταξύ τους εμποδίζει την αυτοτελή ανάπτυξη μιας ιστορίας, η αισθητική τους πρόταση υποφέρει από μια συχνά προκάτ ομοιομορφία, οι χαρακτήρες δυσκολεύονται να αναπτύξουν έναν πραγματικό συναισθηματικό κόσμο που να μας οδηγήσει στην πλήρη εμπλοκή με το δράμα τους”. Αν σ’ αυτά, λοιπόν, προσθέσουμε τους συνήθως αδιάφορους villains και την φορτική υποχρέωση να κινδυνεύει ολόκληρος ο πλανήτης ή ο γαλαξίας ανά πάσα στιγμή, τότε ίσως έχουμε μια αρκετά πλήρη εικόνα για το τι είδους δομικά προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει κάθε νέα superhero ταινία ή σειρά. Κάποιες τα καταφέρνουν περίφημα, όπως το Legion ή (προφανώς) το Infinity War, για παράδειγμα. Κάποιες άλλες, οι περισσότερες δηλαδή, ζορίζονται κάπως. Εκεί στο 2015 λοιπόν, για να επανέλθουμε, η Marvel κυκλοφορεί την πρώτη σεζόν του Daredevil και, πραγματικά, ήταν μια αληθινή αναζωογόνηση. Πρώτα απ’ όλα, απουσίαζε το άγχος της με-το-στανιό σύνδεσης με τα γεγονότα του MCU, μιας και αυτά αναγνωρίζονταν αλλά έμεναν στο background της αφήγησης. Δεύτερον, αδιαμφισβήτητα, το format μιας τηλεοπτικής σειράς ταιριάζει καλύτερα με τη δημιουργική προσέγγιση μιας comics μυθολογίας που αναπτύσσεται μέσα από πολλά και διάφορα runs ανά τα χρόνια. Τρίτον, και βασικότερο, Marvel και Netflix επέλεξαν να επενδύσουν στη δυνατότητα πραγματικής ανάπτυξης των υπερηρωικών χαρακτήρων και τη δυνατότητα πραγματικής ανάπτυξης μιας διακριτής αισθητικής για καθέναν απ’ αυτούς. Όπως γράφαμε και με αφορμή του μέτριο περσινό Defenders: Αυτό το κατάφεραν, σε έναν βαθμό φυσικά, γειώνοντας τους χαρακτήρες στην καθημερινότητα και την κοινωνική πραγματικότητα της Νέας Υόρκης, με την οποία έχουν πραγματική σχέση κατοίκων κι όχι a priori σωτήρων. Κατά συνέπεια, τα διακυβεύματα αυτών των σειρών ήταν πιο περιορισμένα από των ταινιών, αλλά και πλουσιότερα σε βάθος και περιεχόμενο. Τα stakes ήταν μικρότερα, αλλά πιο αυθεντικά – αφού σήμαιναν πραγματικά κάτι για τους χαρακτήρες που τα συναντούσαν μπροστά τους. [%contentAd2%] Και πράγματι, ο πρώτος κύκλος Daredevil έμοιαζε με ένα γειωμένο μητροπολιτικό crime-drama που, όσο ήταν καθαρόαιμα superhero, άλλο τόσο θύμιζε σαν κάποιος να είχε ραντίσει το The Wire με νεοϋορκέζικο Scorsese. Από την άλλη, το Jessica Jones ξεκίνησε σαν ένα αντι-ηρωικό noir και φεμινιστικό survivor’s drama, προσφέροντας μια σπάνια για pop προϊόν επεξεργασία τραύματος και μια απαραίτητη υπερ-ηρωική γυναικεία παρουσία. Επίσης, το Luke Cage στήθηκε σαν ένα blaxploitation κοινωνικό δράμα με ουσιαστική σύνδεση με τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις των ΗΠΑ και καταπληκτική μουσική, φυσικά. Κι οι τρεις αυτές σειρές, κατά τους πρώτους κύκλους του τουλάχιστον, κατάφερναν να έχουν μια συνδετική θεματική κλωστή όσον αφορά τον μητροπολιτικό δρομίσιο χαρακτήρα τους, αλλά κι ένα διακριτό ύφος και μια διακριτή αισθητική – που αποτυπωνόταν υπέροχα και στην χρωματική παλέτα του καθενός. Ναι, θα λέγαμε ότι είχαμε ποντάρει αρκετά πράγματα στις σειρές Marvel-Netflix, ειδικά στο βαθμό που το κινηματογραφικό πεδίο των superheroes έμοιαζε όλο και πιο παραφουσκωμένο και άνισο. Βέβαια, η ζωή είναι παράξενη – και το MCU επανήλθε στην ποιότητα με ένα εντυπωσιακό σερί 5 υπέροχων ταινιών μέσα σε έναν χρόνο: Guardians of the Galaxy Vol.2, Spider-Man: Homecoming, Thor: Ragnarok, Black Panther, Avengers: Infinity War. Στο μεταξύ, ο τηλεοπτικός βραχίονας της Marvel χαροπάλευε με Agents of Shield, Agent Carter, Inhumans, Runaways, Cloak and Dagger – πράγματα που μετά βίας βλέπει κάποιος γενικά. Και φυσικά, στο Netflix είχε δύο γερά στραβοπατήματα με το Iron Fist και το Defenders, αλλά και δύο μάλλον χλιαρές δεύτερες σεζόν για τα Jessica Jones και Luke Cage – με το Punisher να ικανοποιεί ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού, βέβαια. Υπήρχε, λοιπόν, μια ανάγκη ανάκαμψης για την τηλεόραση της Marvel. Και με τον πολυαναμενόμενο τρίτο κύκλο του Daredevil να πλησιάζει, ρίξαμε τα λεφτά μας εκεί. Καλά κάναμε, όπως αποδείχθηκε, αγαπητοί φίλοι κι αγαπητές φίλες. Ο πρώτος κύκλος του Daredevil ήταν υπέροχος, κι ένα μεγάλο credit γι’ αυτό οφείλεται στον Drew Goddard (που πριν δυο βδομάδες επανήλθε στα σινεμά με το Bad Times at the El Royale) δημιούργησε την σειρά κι ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις για την γραφή και την αισθητική της. Όντας ήδη έμπειρος στην ουσιαστική pop γραφή από την θητεία του στα Buffy και Angel του Joss Whedon, αλλά κι εξοικειωμένος με την ειρωνική αποδόμηση των genres (όπως είχε κάνει ήδη στο Cloverfield και το Cabin in the Woods), ο Goddard ανέπτυξε το Daredevil σαν ένα ώριμο και συναισθηματικά φορτισμένο δράμα, με προσεκτική ανάπτυξη των χαρακτήρων και υπέροχα χορογραφημένη δρομίσια δράση. Επίσης, ΟΚ, ο Charlie Cox είναι αφοπλιστικά συμπαθέστατος ως Matt Murdock, κι ο Vincent D’Onofrio ήταν τόσο επιβλητικός που κατάφερε να γίνει ένας απ’ τους αγαπημένους μας villains επί της οθόνης. Μπορεί, βέβαια, η δεύτερη σεζόν να τράβηξε σε διαφορετική κατεύθυνση (όχι τόσο ικανοποιητική), αλλά η επιστροφή του Kingpin στον τρίτο κύκλο κι η επιλογή του υπερ-κλασικού storyline Born Again (του Frank Miller) ως μερική βάση για την πλοκή ήταν δύο πράγματα που μας γέμισαν ελπίδες για τη νέα σεζόν. Αυτήν τη φορά, στη θέση του showrunner είναι ο Erik Oleson, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει δώσει πολύ συμπαθητικά δείγματα με το Arrow και, κυρίως, με το The Man in the High Castle. Επιστρέφοντας λοιπόν στα βασικά, ο Oleson επιχειρεί να επαναλάβει αυτά τα στοιχεία που έκαναν τόσο εντυπωσιακή την πρώτη σεζόν της σειράς. Φυσικά, ο ίδιος ο χαρακτήρας του Daredevil είναι ιδανική περίπτωση για μια ουσιαστική επεξεργασία ζητημάτων με βάθος σε υπερηρωικό φορμάτ. Όντας ταυτόχρονα εργαζόμενος ως δικηγόρος, κάτοικος του μεταβαλλόμενου κι εξευγενιζόμενου Hell’s Kitchen, άτομο με αναπηρία, μασκοφόρος βιτζιλάντης, ψυχικά τραυματισμένο παιδί και πιστός καθολικός, ο Daredevil αποτελεί έναν ανθρώπινο τόπο συνάντησης ταυτοτήτων και περιεχομένων που δεν συναντάμε και τόσο συχνά στην superhero μυθολογία. Ουσιαστικά, ο Goddard κι έπειτα οι showrunners κατάφεραν να θέσουν μια γερή βάση τοποθετώντας δίπλα-δίπλα τις εγκληματικές αντιφάσεις της ζωής στην μητρόπολη με τον άκαμπτο θρησκευτικό κώδικα του καθολοκισμού – πιάνοντας το νήμα από τον Martin Scorsese που κατάφερε να αναπαραστήσει την ζωή στην μητρόπολη με όρους επιλογών που κατέχουν τεράστιο ηθικό βάρος, αντίστοιχο μιας βαθιάς θρησκευτικής πίστης. Εκεί είναι που οι επιλογές του Daredevil και του Kingpin συγκρούονται με τρόπο εκρηκτικό, κουβαλώντας μαζί το τραύμα της παιδικής τους ηλικίας και το περιεχόμενο των κοινωνικών τους σχέσεων μέσα στην πόλη. Αντί όμως να αποτελούν, με στερεοτυπικό τρόπο, δύο συμπαγείς και απλοϊκούς ηθικούς κόσμους σε σύγκρουση, παρακολουθούμε δύο κόσμους που έρχονται απειλητικά κοντά μεταξύ τους καθώς επεξεργάζονται τις συγκρούσεις στο εσωτερικό τους. Αυτή η σύγκρουση εντός κι εκτός των χαρακτήρων είναι που δίνει τόση δύναμη στο δίδυμο του Matt Murdock και του Wilson Fisk, κι η τρίτη σεζόν ποντάρει σχεδόν τα πάντα σ’ αυτήν. Παρόλο που τα 13 επεισόδια συνεχίζουν να μοιάζουν υπερβολικά για τις σειρές της Marvel στο Netflix, ο νέος κύκλος τα καταφέρνει μια χαρά, δίνοντας κι επιπλέον χρόνο για ανάπτυξη του Foggy και της Karen που αποκτούν ένα παραπάνω βάθος σαν χαρακτήρες αυτήν τη φορά. Ναι, θα μπορούσε να είναι πιο φιλόδοξο και θα μπορούσε να πειραματιστεί περισσότερο. Αλλά, εν τέλει, το Daredevil αποδεικνύει ξανά πως οι superhero ιστορίες μπορούν να ειπωθούν με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό, χωρίς να μοιάζουν κοινότοπες ή να βασίζονται αποκλειστικά στην φαντασμαγορία. Θέλει καλό γράψιμο, θέλει συνεκτική αισθητική, θέλει πειστική αφήγηση – δεν είναι τόσο δύσκολο.