Quantcast

Σοσιαλισμός στο τερέν (Μέρος 2ο)

Συνεχίζουμε να αναδημοσιεύουμε.

LUBEN CREW

23 Δεκεμβρίου 2012

sosialismosteren2

 

Του Johniethin από το Subbuteorema.gr

Πάει και το μουντιάλ, πάνε και οι Bad Religion, οι Faith no more, πάει σιγούλια-σιγούλια κι ο Ιούλιος και έρχεται γοργά-γοργά η κατάθλιψη, ο Ντιόγο κι ο Φετφατζίδης. Ο μήνας που πέρασε, ο μουντιαλικός, δεν ήταν δα κι ο καλύτερος μουντιαλικός μήνας που έχουμε περάσει. Δεν ήταν όμως κι ο χειρότερος. Όσος χαβαλές και μπύρες χρειάζονταν, έστω και μοναχικά, αφού δεν υπήρξε τόση συγκίνηση ώστε να μας ενώσει. Τώρα που ήρθε η ώρα της αποφώνησης, του φεργουέλ γκουντμπάι, δεν μπορούμε να πούμε και πολλά. Ήταν μια μάλλον δίκαια διοργάνωση, εφόσον, τελικά, αποδώθηκε δικαιοσύνη και κέρδισε η συνολικά καλύτερη ομάδα. Οι σπανιόλοι δεν έπαιξαν την ομορφότερη μπάλα, δεν χάρισαν χάιλαϊτς, δεν έκαναν ένα ματς που θα θυμάσαι, αλλά υπήρξαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικοί, συστηματικοί και ευφάνταστοι ώστε να έχουν 32 νίκες και μόλις 2 ήττες στα τελευταία 34 παιχνίδια τους σε όλες τις διοργανώσεις. Μια τέτοια ομάδα πήρε την κούπα, διότι –αν μη τι άλλο- ξέρει να κερδίζει ΟΛΑ  τα ματς, έστω επιστρατεύοντας το χρειώδες, το εντελώς απαραίτητο. Η Ισπανία είναι μια ομάδα ρεπερτορίου. Ξέρει να ανασύρει από το ποδοσφαιρικό της αρχείο τον τρόπο εκείνο που θα της πάρει το ματς. Είναι, τελικά, μια ομάδα που μπαίνει στο γήπεδο για να κερδίσει και όχι για να μην χάσει.

Στην πραγματικότητα, όσα λέμε για τις ποδοσφαιρικές σχολές, όσα λέμε περί λατινοαμερικάνικου, ευρωπαϊκού ή αφρικανικού ποδοσφαίρου είναι παπαριές καμαρωτές. Στο μούλτι-κούλτι, παγκοσμιοποιημένο, τσαμπιονσλιοποιημένο, σύγχρονο ποδόσφαιρο υπάρχουν δύο σχολές, δύο αντιλήψεις για το άθλημα. Όλες οι ομάδες του κόσμου, εθνικές ή σύλλογοι, εντάσσονται σ’αυτές τις δύο κατηγορίες.

Από τη μία υπάρχει εκείνη η αντίληψη που βλέπει το ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι που στόχος του είναι η διασκέδαση εκείνου που συμμετέχει και η απόλαυση εκείνου που παρακολουθεί. Σκοπός του παιχνιδιού, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, είναι η νίκη, να βάλουμε όσα περισσότερα μπορούμε, ακόμη κι αν φάμε, ακόμη κι αν χάσουμε, ακόμα κι αν ξεφτιλιστούμε. Πάμε να παίξουμε, να τους γαμήσουμε, να παίξουμε τη μπάλα μας, να κρύψουμε το τόπι. Έτσι την πάτησε η Αργεντινή, κατά τον ίδιο τρόπο τον έφαγε κι η Γερμανία (παραδόξως μιας κι οι Γερμανοί παραδοσιακά ανήκουν στην άλλη σχολή). Η Ισπανία πρεσβεύει κι αυτή αυτό το στυλ παιχνιδιού μόνο που το κάνει με τόσο καλούς κι εγκεφαλικούς παίχτες, έχει κατακτήσει τους αυτοματισμόύς της τόσο βαθειά –ελέω Μπάρτσα- που μπορεί να είναι πάντα αποτελεσματική χωρίς να θυσιάζει το θέαμα ή το αγωνιστικό της στυλ.

Από την άλλη μπάντα, υπάρχουν εκείνες οι ομάδες που αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο ως άθλημα, οπότε ο στόχος, ο σκοπός σαν να λέμε του παιχνιδιού συμπυκνώνεται στην αντίληψη της μη ήττας. Σημασία έχει να  μην χάσουμε. Να κερδίσουμε από το ματς έστω το ελάχιστο. Η στάση της Ολλανδίας στον τελικό είναι η πλέον χαρακτηριστική. Η Ελλάδα του Ρεχάγκελ είναι η αποθέωση αυτής της αντίληψης, η Βραζιλία του Ντούνγκα το ίδιο, απλώς με παραπάνω ταλέντο. Μια τέτοια αντίληψη για το ποδόσφαιρο οδηγεί στην καταστροφή του. Ενώ, φαινομενικά, μοιάζει με την εξορθολογικοποίησή του, στην πραγματικότητα είναι μια αντίληψη εντελώς ανορθολογική εφόσον προσβάλλει τα οντολογικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, του οποίου ο πραγματικός  στόχος είναι η νίκη, το γκολ. Φοβάμαι πως σε λίγα χρόνια, με την παγίωση αυτής της αντίληψης για την μπάλα, θα πήξουμε στα 0-0, άντε στα 1-0. Το ποδόσφαιρο της μη ήττας είναι το ποδόσφαιρο της μη πρωτοβουλίας, διότι το γκολ δεν προκύπτει από σύλληψη του επιτιθέμενου, αλλά από λάθος του αμυνόμενου. Είναι το ποδόσφαιρο του περιορισμένου ρίσκου, το ποδόσφαιρο μιας κοινωνίας συντηρητικής.

Οι γρεναδιέροι του Ναπολέοντα, ενώπιον μιας διαφαινόμενης συντριβής στο πεδίο μάχης του Βατερλώ, συντριβής που θα οδηγούσε στον χαμό τους, φώναζαν «ας μπούμε στον χορό κι ό,τι χορέψουμε». Οι ομάδες που μπαίνουν στο γήπεδο με το μαχαίρι στα δόντια, έτοιμες ή  να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν, ποδοσφαιρικά ή να ρίξουν ή να φάνε τέσσερα, είναι εκείνες που πάντοτε μας συγκινούσαν κι ακόμα μας συγκινούν. Καπιταλισμός στο ποδόσφαιρο δεν είναι μόνον το 4-4-2 και το 4-2-3-1, όπως έγραφα αλλού, καπιταλισμός στο ποδόσφαιρο είναι το μέγιστο κέρδος (νίκη), με το μικρότερο δυνατό ρίσκο. Είναι το ποδόσφαιρο της συντήρησης, έναντι εκείνου της προόδου. Εξηγείται κι από τις κοινωνικές συνθήκες. Όταν η Ελλάδα έγινε η χώρα του καλπάζοντος καπιταλισμού, όταν πιάσαμε πέντε ψευτοφράγκα και κονομήσαμε δυο υπερφορτωμένες κάρτες και σκάγανε οι φούσκες στο Χρηματιστήριο, τότε χρειαστήκαμε έναν Ρεχάγκελ, έναν τεχνοκράτη, έναν Σημίτη του ποδοσφαίρου. Πουλήσαμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και βγήκαμε νικητές, όχι επειδή κερδίσαμε, αλλά επειδή μάθαμε να μην χάνουμε. Η Ολλανδία του ‘70 έβγαζε στο τερέν το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, δείγμα ποδοσφαιρικής ελευθερίας και ευφυίας, μεταφέροντας στο χορτάρι το ελευθεριακό κλίμα που επικρατούσε στην χώρα εκείνη την εποχή, όταν το Άμστερνταμ ήταν η πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής χίπικης κοινότητας. Σήμερα, που η Ολλανδία είναι μια από τις πιο συντηρητικές χώρες της Ευρώπης με ραγδαία άνοδο του νεοναζισμόυ, επιστρατεύει στο γήπεδο τον κάθε μακελάρη Φαν Μπόμελ για να πετύχει τον σκοπό της, δηλαδή την μη ήττα.

Πρόοδος είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να δημιουργεί. Ποδοσφαιρική πρόοδος είναι η διάθεση για ποδοσφαιρική δημιουργία. Προοδευτικό ποδόσφαιρο είναι εκείνο που αρνείται την καταπίεση του αποτελέσματος, που βλέπει τον σκοπό ως τέτοιον και δεν βάζει στην θέση του το όποιο μέσο. Οι μεγάλες ομάδες που θαυμάσαμε κατά καιρούς είχαν, στην πραγματικότητα, αυτή την προτεραιότητα. Να παίζουν το παιχνίδι. Ακόμη κι αν χάσουν. Ελπίζω, τώρα με την κρίση, που η εξαθλίωση θα μας χτυπήσει την πόρτα, να μάθουμε να ζούμε το παιχνίδι. Γιατί οι φτωχοί θέλουν Καραπιάληδες δεν θέλουν Μπασινάδες.

 

(Via)

Best of internet