Quantcast
ORIGINALS

Τρίγωνα κάλαντα και άλλα τέτοια εμπριμέ.

Για χαιρέκακα καθάρματα που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί, όταν θίγεται ο ύπνος τους.


σουπερ σαγιαν · 24 Δεκεμβρίου 2012

Ας ξεκινήσω με το ότι το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί προϊόν βιασμού. Γιατί περί βιασμού πρόκειται το πρωινό ξύπνημα για τα κάλαντα. 24 Δεκέμβρη και τραύμα είσαι ανοιχτό, τραύμα που δεν το αγαπώ. Η γραφικότητα της ημέρας αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Εκνευριστικά κουδούνια και χαζομάρες από παρατρεχάμενους. Οι ίδιες ανόητες ερωτήσεις και μαζώξεις. Προφανώς πάλι ξενύχτησα και δικαιούμαι να είμαι στολίδι για το το land of the dead. Σκέτο φιγουρίνι.

Ο πρώτος αισιόδοξος για φέτος, πρέπει να επιχείρησε προσπάθεια αφαίμαξης-αφύπνισής μου γύρω στις οκτώ. Αγνοήθηκε επιδειχτικά όπως και του άρμοζε. Το να τεντώσεις το δάχτυλο σου και να πατήσεις μια φορά πειστικά το κουδούνι είναι θεμιτό. Αυτό το αποκαλώ στιγμιαίο χτύπημα. Το να προβαίνεις όμως σε αλλεπάλληλα και επίπονα για τη ψυχική μου υγεία πατήματα, αθέμιτο. Αυτό το αποκαλώ make my day και αν ανοίξει η πόρτα του δωματίου μου σημαίνει πως είμαι πραγματικά εκνευρισμένη. Αποσύνδεση του κουδουνιού, καλή λύση. Όχι σωτήρια. Πάραυτα, αγγίζει την ηδονή του να κατεβάζεις το τηλέφωνο ή να επιλέγεις στο κινητό το αθόρυβο ενώ βλέπεις ποιος σε καλεί. Δεν ανοίγεις εσύ, σε πολυκατοικία μένεις, ε και κάποιος αναθεματισμένος θα το κάνει. Όταν μπουν από την κεντρική είσοδο έχουν φτάσει στα μισά. Είναι βέβαιο πως θα πάρουν τη Πόλη. Συνεχίζουν παίρνοντας το ασανσέρ και σταματάμε σε κάθε όροφο. Τα δάχτυλα παίρνουν φωτιά, η παραφωνία δίνει ρεσιτάλ και ο εκνευριστικότατος ήχος απ’ το τριγωνάκι τριβελίζει τα αυτιά μου. Νιώθω σαν τα καρτούν όταν τους βαράνε τα πιατίνια στο κεφάλι. Χρυσός κανόνας: Ποτέ δεν έρχεται μόνο ένα. «Εδώ δίνουν. Εδώ ανοίγουν. Πηγαίνετε .» Όσο για τους μαντραχαλάδες γελάω. Σας κοιτάω απ’ το ματάκι της πόρτας αγκαλιά με τα ποπκορν και κάνω χάζι. Αφού ξύπνησα που ξύπνησα ας διασκεδάσω κ’ εγώ λιγάκι.

Οι πρωινές ώρες ερεθίζουν εξαιρετικά πολύ κάθε καρυδιάς καρύδι. Κοινόχρηστα, πετρέλαιο, εταιρίες δημοσκοπήσεων, πλασιέ, υπάλληλοι του δήμου, βοθρατζίδες και κάλαντα. Τα χτυπήματα είναι σαν τον σεισμό. Ακολουθούν πάντα οι μετασεισμοί και ένα σορό δυσάρεστα. Και εξηγούμαι: Ο τελευταίος μικρός μας φίλος, είχε περάσει στις εννιά και τέταρτο. Έτσι, μετά τον οργασμό από ντριν ή όπως θέλετε βαφτίστε το, αποφάσισα να γυρίσω στα ζεστά. Χαμογέλασα, τεντώθηκα, κουλουριάστηκα στη κουβέρτα μου και έβαλα πλώρη για έναν γαλήνιο ύπνο. Αν περιμένεις παραμυθάκι ετοιμάσου να ξενερώσεις παρέα μου.

Κατά τις δέκα ειλικρινά πίστεψα ότι αποδήμησα εις Κύριον. Μες τον ύπνο μου άκουγα ψαλμωδίες. Μωρέ λες να πήγα στον παράδεισο; Μα αποκλείεται να πέθανα και να εξακολουθώ να λέω τέτοιες βλακείες. Πετάχτηκα… Ας καταλάβουν επιτέλους οι λατρεμένοι-κουφοί γείτονες πως οι τοίχοι είναι από τσιγαρόχαρτο και η ηχομόνωση  ανύπαρκτη. Μέσα στις αηδιαστικές συνήθειές τους είναι και η ακρόαση λειτουργιών με κάθε αφορμή. Το αποφάσισα! Θα ρίξω παράσιτο στον σταθμό της εκκλησίας και θα κάψω ότι cd με Πέτρο Γαϊτάνο έχει μοιράσει εφημερίδα.

Δέκα και τέταρτο! Το μάτι ακόμα γαρίδα και έχουμε new entry. Το να σαπίζεις μονόχνοτα σε ένα σπίτι με τον αδερφό και να συμμερίζεστε την απέχθειά σας για τα κάλαντα είναι ανεκτίμητο. Όταν όμως μπαίνει και ο παράγοντας μαμά, the party is over. «Ξυπνήσατε; Ήρθαν να σας τα πούνε; Εγώ λείπω απ το πρωί σε δουλειές.» Εκεί, ότι αγώνα και να ‘χεις κάνει, όσα χασμουρητά κι αν έχεις ξοδέψει, σε καταστρέφουν εκ των έσω. Θα κάτσει και θα ανοίξει σε άπαντες.

I hate christmas carols

– Μωρέ κοίτα το τι γλυκό που είναι, μου θυμίζει εσένα μικρή… Με τη φουστίτσα του, τη κορδελίτσα του και εγώ τέτοια σου έπαιρνα.

Ναι και προσπαθώ να το ξεχάσω.

– Α α αυτό μοιάζει στον αδερφό σου.

– Μα είναι ξανθό και γαλανό. Εμείς είμαστε καστανοί με σκατί μάτια σαν τη μισή χώρα.

– Δεν ξέρεις εσύ, έτσι ήταν μικρός και με μπούκλες. Αφού ήταν τόσο όμορφος που μας τον πέρναγαν για κορίτσι.

Ή αρκετά θηλυπρεπής προσθέτω εγώ και η γκρίνια δεν έχει τελειωμό… Ίσως αυτές οι φιλονικίες είναι από τα ελάχιστα πράγματα που απολαμβάνω με τη καρδιά μου. Δύο πράγματα δεν μπορείς να κόψεις απ’ τη μάνα: Να γκρινιάζει και ν’ αναπολεί. Κάπως έτσι ανοίγει σε καμιά δεκαριά πιτσιρίκια. Όταν καταλάβει πως το έχει παρακάνει αλλάζει τροπάρι. «Μα δεν μπορώ να μην ανοίξω.» Είναι η μικρή απ τον 5o, τα παιδιά των απέναντι, είναι ο γιος του φαρμακοποιού και εγώ θα φαρμακωθώ.

Σημείωση: Στους γνωστούς πάντοτε δίνουμε περισσότερα χρήματα, μη μας περάσουν και για τίποτα δευτεράτζες. Όταν καταλαγιάσει όλος αυτός ο πανικός έρχεται και το δέκα το καλό. Γιορτές χωρίς τραπέζια και φιλιά από ζωντανά και συγγενείς δεν γίνονται. Εκεί να δεις ρουτίνα και παροξυσμό. Επιφυλάσσομαι…

Best of internet