Quantcast

The Social Dilemma: Πώς το Netflix πήρε το πιο σημαντικό ζήτημα της εποχής μας και το έκανε Οικογενειακές Ιστορίες

Την ώρα που το πρόβλημα των social media και του internet είναι πολύ, πολύ, πολύ πιο περίπλοκο

Έχει περάσει περίπου ένας μήνας από τη μέρα που το The Social Dilemma ανέβηκε στην streaming πλατφόρμα του Netflix. Κατευθείαν μπήκε στις λίστες με τα πιο δημοφιλή προγράμματα της πλατφόρμας, ενώ από τότε δεν έχει σταματήσει να συζητιέται. Σε περίπτωση που ανήκετε στους λίγους πλέον ανθρώπους που δεν ενημερώνονται για τα νεότερα της pop κουλτούρας μέσα από το Netflix, το The Social Dilemma είναι ένα ντοκιμαντέρ του Jeff Orlowski πάνω στην άνοδο των social media και του big tech (Facebook, Twitter, Google, ξέρετε τώρα) και την (αρνητική) τους επίδραση στην ανθρώπινη κοινωνία. Αν δεν το έχετε δει, δείτε το – για να μπορούμε να συνεχίσουμε. Θα περιμένουμε. Περιμέναμε. Προχωράμε.

Το The Social Dilemma προκάλεσε αίσθηση, για να το πούμε με έναν παραδοσιακό μιντιακό τρόπο. Ξεκινάει από τα social media, το data mining και τα targeted ads, κι έπειτα εξετάζει το πώς επηρεάζουν το σύνολο της κοινωνικής ζωής, από την ψυχική υγεία των εφήβων μέχρι την πολιτική πόλωση και τις θεωρίες συνομωσίας. Αν το συνοψίζαμε σε λίγες γραμμές, θα λέγαμε ότι το θέμα του αφορά τα προβλήματα ηθικής και ψυχικής τάξεως που δημιουργεί η γιγάντωση των social media. Βασιζόμενο σε μαρτυρίες στελεχών τέτοιων πλατφορμών, το The Social Dilemma παρουσιάζει αυτό που πλέον κατά κόρον αποκαλείται surveillance capitalism: ένα σύστημα που προσπαθεί να επεξεργαστεί και να προβλέψει τις καθημερινές κοινωνιοψυχολογικές δραστηριότητες των ανθρώπων ώστε έπειτα να διαμορφώσει τις απόψεις τους, τις καταναλωτικές τους συμπεριφορές, τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.

Ας κάνουμε μια σύντομη τοποθέτηση τώρα που είναι αρχή, για όποιον αναγνώστη θέλει να πάρει μια γρήγορη ιδέα για την άποψή μας χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει όλα όσα ακολουθούν. Θεωρώ πως το The Social Dilemma είναι ένα ντοκιμαντέρ ταυτόχρονα χρήσιμο και επικίνδυνο. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αποτελεί μια πρώτη εισαγωγή, αρκετά χρήσιμη για ανθρώπους που δεν έχουν προβληματιστεί ξανά πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, τα υπεραπλουστεύει σε βαθμό επικίνδυνο, συσκοτίζοντας τις αιτίες που τα προκαλούν και προτείνοντας έναν πολύ στενό δρόμο προκειμένου να σκεφτούμε πάνω στο πρόβλημα. Αν μη τι άλλο, η μεγάλη επιτυχία του υπογραμμίζει ότι υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη να συζητήσουμε γι’ αυτά τα πράγματα. Ταυτόχρονα, βέβαια, χρειάζεται να αναγνωρίζουμε την πολυπλοκότητά τους. Η υπεραπλούστευση έχει τα όριά της, αλλά και συχνότατα την δική της πολιτική ατζέντα. Η πραγματικότητα όμως δε μας κάνει τη χάρη να γίνει πιο απλή. Οφείλει, λοιπόν, αυτή η συζήτηση να είναι προσβάσιμη και εκλαϊκευμένη. Αλλά δε γίνεται να μην απαιτεί κόπο και μέθοδο. Επίσης, δεν γίνεται να μην εμπλέκει την πολιτική: το πώς βλέπουμε την κοινωνία και την ιστορία, το πού θέλουμε να πάνε τα πράγματα στο μέλλον.

Από εδώ και πέρα, αρχίζει η φλυαρία. Θεωρείστε τους εαυτούς σας προειδοποιηθέντες. Γενικά, σ’ αυτήν εδώ τη γωνιά του site, αποφεύγουμε να κάνουμε πολιτικές αναλύσεις ως τέτοιες. Συνήθως γράφουμε για ταινίες και σειρές, βάζοντας την πολιτική μας ματιά όπου θεωρούμε ότι χρειάζεται. Ε, εδώ κρίνουμε ότι θα χρειαστεί να μιλήσουμε πιο ευθέως πολιτικά. Δεν έχουμε κάποια επιστημονική ειδίκευση στο θέμα των social media και των ψηφιακών τεχνολογιών. Εκ των πραγμάτων, όμως, δουλεύουμε και ζούμε στο internet. Η παρακάτω ανάλυση, λοιπόν, είναι προσωπική στην αφετηρία της και (ελπίζω) κοινωνική στην οπτική της.

Γιατί συζητάμε για το The Social Dilemma;

Ερώτημα. Μια πρώτη απάντηση είναι ότι συζητάμε γιατί υπάρχει όντως πρόβλημα. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι όλο και πιο πανταχού παρούσα γύρω μας, έχοντας όλο και μεγαλύτερη αλληλοδιαπλοκή με την κοινωνική και βιολογική μας ζωή. Κι επίσης όλοι μας φαίνεται να αντλούμε ταυτόχρονα όλο και μεγαλύτερη απόλαυση κι όλο και μεγαλύτερη δυσφορία από την σχέση μας μαζί της. Είναι λοιπόν, κατά έναν τρόπο, το κατεξοχήν ζήτημα της εποχής μας. Ή, μάλλον, το σημείο όπου συναντιούνται όλα τα μέχρι τώρα γνωστά ατομικά και κοινωνικά προβλήματα.

ΟΚ, σε ένα επίπεδο το συζητάμε μόνο και μόνο επειδή είναι στο Netflix. Έχουν υπάρξει προφανώς κι άλλα ντοκιμαντέρ πάνω στο θέμα, κάποια απ’ αυτά ξανά στο Netflix μάλιστα, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια η πλατφόρμα έχει όλο και περισσότερο τη δυνατότητα να καθορίζει την πολιτισμική μας ατζέντα. Ειδικά εν έτει 2020, που η καραντίνα μας έκλεισε σπίτι και η εξατομικευμένη οικιακή κατανάλωση ανατιμήθηκε τρομακτικά, το να ανεβαίνει πλέον κάτι στο Netflix σημαίνει σχεδόν αυτόματα να τίθεται στο επίκεντρο της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας. Οι άνθρωποι που προβληματίζονταν ήδη πάνω στα ζητήματα των social media πιθανότατα είχαν υπόψιν τους μπόλικα σχετικά ντοκιμαντέρ, άρθρα, βιβλία, video essays κλπ πολύ πριν το The Social Dilemma. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, το ντοκιμαντέρ πραγματικά δεν λέει απολύτως τίποτα καινούριο. Για αρκετό κόσμο όμως ήταν μοιραία η πρώτη του επαφή με τα ζητήματα του tech industry συνολικά. Ακόμα και χωρίς κανένα απολύτως σχετικό background, ο οποιοσδήποτε μπορεί να δει αυτό το ντοκιμαντέρ και να κατάλαβε ότι, τουλάχιστον, “υπάρχει πρόβλημα”. Αυτό δεν είναι αμελητέο. Απεναντίας, είναι αρκετά σημαντικό.

Το να συγκροτήσεις κάτι σε πρόβλημα, να το προβληματοποιήσεις δηλαδή αντί να το αποδέχεσαι ως κάτι φυσιολογικό και αναπόφευκτο, είναι ένα απαραίτητο βήμα. Το ερώτημα βέβαια είναι τι κάνει το ντοκιμαντέρ από εκεί και πέρα. Κι αυτό που κάνει από εκεί και πέρα σχετίζεται μάλλον και με την ίδια την επιτυχία του. Η απήχηση του The Social Dilemma σχετίζεται με τον τρόπο που ντύνει αυτήν την προβληματοποίηση. Στήνεται σαν να “αποκαλύπτει” την “αλήθεια” που “μας κρύβουν”, αντί να ερευνήσει εις βάθος ένα πολύπλοκο κοινωνικό πρόβλημα. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει κάτι το αδιάφανο στα social media και στις tech εταιρίες. Ο κόσμος δικαίως θεωρεί ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνονται, ότι έχουν και δικούς τους διακριτούς σκοπούς πέρα από το να “ευνοήσουν την επικοινωνία” (lol) – και το ότι πουλάνε διαφημίσεις είναι μάλλον το λιγότερο. Πέρα από την δικαιολογημένη δυσπιστία, το ντοκιμαντέρ επικοινωνεί και με ένα εντελώς δικαιολογημένο ανθρώπινο αίσθημα αγανάκτησης με την υποταγή της ζωής στον αλγόριθμο, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιεί απαραίτητα ο κόσμος αυτές τις λέξεις. Το νιώθει όμως – και κάπου κάπου εκρήγνυται. Έχουμε μια αμφίθυμη σχέση με τα social media και τον ψηφιακό κόσμο. Είναι παντού, αλλά φερόμαστε σα να είναι αόρατα. Μερικές φορές δυσφορούμε, αλλά έχουμε μάθει πλέον να αντλούμε και την ευφορία μας από εκεί. Σε σχέση με το πόσο μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μας καταλαμβάνουν πλέον τα social media, τα apps και οι πλατφόρμες, είναι εντυπωσιακό, ας πούμε, το πόσο λίγο αναπαρίστανται ως τέτοια στο σινεμά, στην τηλεόραση ή τη μουσική. Σα να ντρεπόμαστε λίγο να μιλάμε γι’ αυτά, επειδή ντρεπόμαστε λίγο που έχουμε γίνει αυτό το πράγμα. Ενίοτε τα ξορκίζουμε, με πράγματα όπως το Black Mirror ή με ατάκες τύπου “δε γαμιέται, θα τα κλείσω όλα”, αλλά με έναν διεστραμμένο τρόπο αυτό τους δίνει ακόμα περισσότερη δύναμη πάνω μας.

Όλα τα δεινά που προκύπτουν από την επέκταση των social media και της ψηφιακής τεχνολογίας είναι πλέον τόσο πανταχού παρόντα που έχουν γίνει σχεδόν αόρατα. Καταφέρνει, όμως, να τα κάνει ορατά το The Social Dilemma; Ή μάλλον: με ποιον τρόπο το κάνει και τι επιπτώσεις έχει αυτός ο τρόπος;

Τι μας λέει λοιπόν το ντοκιμαντέρ;

Ας σημειώσουμε εδώ, πριν προχωρήσουμε στην συζήτηση για τη μορφή και το περιεχόμενο του The Social Dilemma, ότι ένα ντοκιμαντέρ δεν είναι ούτε απλά “παρουσίαση της αντικειμενικής αλήθειας” ούτε απλά “έκθεση μιας υποκειμενικής γνώμης”. Με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορες ισορροπίες, ένα ντοκιμαντέρ έχει τη δυνατότητα να πειραματιστεί με πολλούς τρόπους πάνω στην διαλεκτική ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα. Στην γλώσσα των ντοκιμαντέρ, τρία από τα βασικότερα στοιχεία είναι η έρευνα, η τεκμηρίωση κι η παρουσίαση. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι κάθε ντοκιμαντέρ μεταχειρίζεται αυτά τα εργαλεία με σοβαρότητα και σεβασμό. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εξοικειωμένοι με εκείνον τον εντελώς τηλεοπτικό τύπο ντοκιμαντέρ που μοιάζει να θέλει είτε να “ενημερώσει” είτε να “προειδοποιήσει”, δηλαδή να περιορίσει ένα θέμα είτε σε πακέτο πληροφοριών (συνήθως με ελκυστικά manipulative αφήγηση) είτε σε πυροκροτητή μιας επιθυμητής αντίδρασης (όπως ο φόβος ή η ανησυχία). Το ίδιο το Netflix, από τη μεριά του, έχει φτιάξει μια ολόκληρη φάμπρικα από ντοκιμαντέρ για pop κατανάλωση. Κάποια απ’ αυτά είναι πολύ καλά, πολλά εξ αυτών όμως μοιάζουν φτιαγμένα από ένα generator που βγάζει content με κριτήριο τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό θεμάτων με την ελάχιστη δυνατή επεξεργασία. Βλέποντάς τα, μπορεί να νιώθεις ότι έμαθες κάτι καινούριο ή ταρακουνήθηκες σε ένα βαθμό, αλλά σπάνια θα σου δώσουν αναλυτικά εργαλεία για να σκεφτείς και να πράξεις πάνω στο ίδιο το πρόβλημα. Το pop ντοκιμαντέρ ως είδος, παρά τις σημαντικές αρετές που έχει σε επίπεδο εισαγωγής σε ένα νέο θέμα για το ευρύ κοινό, συνήθως τείνει να κλείνει τα ερωτήματα αντί να τα ανοίγει περισσότερο. Και, βέβαια, πολύ συχνά μεσολαβείται από την ιδεολογία και το συμφέρον του δημιουργού/παρόχου, από τα τηλεοπτικά δίκτυα μέχρι τις streaming πλατφόρμες. Μπορεί λοιπόν ένα ντοκιμαντέρ να είναι σε διαφορετικούς βαθμούς αντικειμενικό και υποκειμενικό, αλλά δε μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερο.

Τι κάνει λοιπόν το The Social Dilemma προκειμένου να συγκροτήσει το πρόβλημα σε αφήγηση; Το ντοκιμαντέρ έχει δύο αφηγηματικούς πυλώνες. Πρώτον, τις μαρτυρίες και τις εκτιμήσεις των μετανοημένων στελεχών του τεχνολογικού καπιταλισμού. Δεύτερον, την δραματουργική αναπαράσταση μιας ζωής με “εθισμό στο internet και τα social media”. Παρά τις χρήσιμες εισαγωγικές πληροφορίες και τις σκόρπιες εύστοχες απεικονίσεις των social media στη ζωή ενός εφήβου, το ντοκιμαντέρ χρησιμοποιεί πολύ συχνά αυτές τις δύο μορφές αφήγησης με τρόπους που οδηγούν στην υπεραπλούστευση και την παραπλάνηση. Οι συνεντεύξεις των techies μοιάζουν συχνά με ομολογίες αναγεννημένων Χριστιανών ενώ το στήσιμο της ιστορίας και το παίξιμο των ηθοποιών θυμίζει Οικογενειακές Ιστορίες. Αυτά, φυσικά, δεν είναι τυχαίες επιλογές. Μέσα από τη γλώσσα της αυθεντίας και τη γλώσσα του δράματος, ένα ντοκιμαντέρ ασκεί την γοητεία του στους θεατές του. Πέρα από το κείμενο του σεναρίου ή το λεκτικό περιεχόμενο των μαρτυριών, η οπτική και ηχητική γλώσσα επίσης μας δίνει μηνύματα. Ήδη από πολύ νωρίς, το The Social Dilemma μοιάζει να θέλει περισσότερο να μας φοβίσει: το μοντάζ, η μουσική, ο φωτισμός κι η συνολική αισθητική του ντοκιμαντέρ έχουν χαρακτήρα έμμεσα εκφοβιστικό. Αυτή η μορφή τηλεοπτικού pop εκφοβισμού, βέβαια, δεν είναι καινούρια.

Η τηλεόραση πάντα ήταν γεμάτη με sensationalist εκπομπές που σκόπευαν να προκαλέσουν ηθικό πανικό μέσα από την μανιπουλαριστική μεταχείριση πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων. Μιλάμε φυσικά για μια μορφή τηλεκαννιβαλισμού που συχνά εκμεταλλευόταν τα κοινωνικά προβλήματα θέλοντας να τα μετατρέψει σε τηλεθέαση και συντηρητισμό. Αν χρειάζεστε τρανταχτά ελληνικά παραδείγματα περί τούτου, ας θυμηθούμε τις ανεπανάληπτες δημοσιογραφικές σαπίλες των 90s με σατανιστές, ρεηβάδες, ναρκωμανείς κλπ, τις μεταμεσονύχτιες εκπομπές καλτίλας, και τα δακρύβρεχτα σόου εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου. Δεν λέμε ότι το The Social Dilemma είναι ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ, τελεία και παύλα, αλλά η αφηγηματική του γλώσσα μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με το τηλεοπτικό συντηρητικό sensationalism, πλην όμως σε πιο κυριλέ μορφή. Ένα νήμα που συνδέει τέτοια πράγματα είναι ότι παρουσιάζει τα κοινωνικά φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου ως αστείρευτη πηγή κινδύνου – ηθικού, πνευματικού, συναισθηματικού, βιολογικού. Συχνότατα, επίσης, στρέφουν έντεχνα την αναζήτηση λύσης στο αίτημα για ασφάλεια και προστασία, για επιστροφή σε ένα δήθεν αγνό κι αμόλυντο παρελθόν που έχει διαβρωθεί από τα δεινά του μοντέρνου κόσμου. Έτσι, η υπεραπλούστευση που πραγματοποιεί αυτό το τηλεοπτικό περιεχόμενο δεν είναι απλά ένα μεθοδολογικό ή πραγματολογικό φάουλ. Επιτελεί επίσης μια ιδεολογική λειτουργία. Συσκοτίζοντας τις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων και παρουσιάζοντας τις συνέπειές τους με τρόπο τρομοκρατικό, ο pop εκλαϊκευμένος λόγος μπορεί να γίνει εξαιρετικά συντηρητικός κι αντιδραστικός. Εξάλλου, η υπεραπλούστευση των πολύπλοκων ζητημάτων είναι κι ένας από τους βασικούς δρόμους που μας οδήγησαν στο σημερινό ψηφιακό περιβάλλον που θεωρητικά καταγγέλλει το The Social Dilemma.

Και ποια είναι δηλαδή τα προβλήματα των social media;

Ήδη από την αρχή του, το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με ταχύτατη παράθεση Σοφοκλή, δείχνοντας την διάθεση για μια κυρίως ηθική διαπραγμάτευση του ζητήματος. Μιλάει για καλό και κακό, από εκεί αρχίζει. Οι όροι της διαπραγμάτευσης του προβλήματος τίθενται ως εξής: από τη μία η χειραγώγηση, από την άλλη ο εθισμός. Αυτά είναι τα βασικά. Ηθική και ψυχολογία. Έτσι, από την αρχή κιόλας, εξαφανίζονται από το κάδρο οι δομικές κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές αιτίες και συνθήκες που καθιστούν δυνατή αυτή τη νέα πραγματικότητα, δηλαδή την τάση προς μια τεχνολογική αναδιάρθρωση/μεσολάβηση όλων των κοινωνικών σχέσεων. Σε μεγάλο βαθμό, το πρώτο μέρος του The Social Dilemma εστιάζει στο ad personalization και στο πώς παράγεται τεχνοκοινωνικά η ανάγκη μας να σκρολάρουμε συνεχώς. Σημαντικό, αλλά σίγουρα όχι αρκετό για να προσεγγίσουμε το φαινόμενο. Επίσης, ήδη από την αρχή ταυτίζει ουσιαστικά τα προβλήματα των social media με το σύνολο των online μορφών επικοινωνίας και των ζητημάτων του ψηφιακού καπιταλισμού. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μία σύγχυση ως προς το ίδιο το πεδίο της συζήτησης, κάτι που δε μας βοηθάει να κατανοήσουμε ούτε τις ειδικές μορφές των social media ούτε τη μεγάλη εικόνα του big tech. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχει επισημανθεί λεπτομερώς σε μια σειρά από κριτικές του ντοκιμαντέρ που εστιάζουν στις μεθοδολογικές του αστοχίες. Οι συνεντεύξεις των tech στελεχών, όπως είπαμε, αποτελούν χρήσιμες εισαγωγές στο πώς δουλεύουν και τι πουλάνε οι επιχειρήσεις που κατέχουν τα social media. Δίνουν στον θεατή να καταλάβει ότι μιλάμε για εταιρείες των οποίων αντικείμενο δραστηριότητας είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά και το ανθρώπινο μέλλον. Ποντάρουν στην μετατροπή της ανθρώπινης δραστηριότητας σε data ώστε να ποσοτικοποιείται, να υπολογίζεται, να γίνεται αντικείμενο διαχείρισης, πρόβλεψης και πώλησης. Όπως λέει κι η διάσημη ατάκα που παρατίθεται στο ντοκιμαντέρ, εμείς είμαστε το προϊόν (μια ατάκα με πλούσια και αντιφατική ιστορία βέβαια).

Στη συνέχεια, η προσοχή σταδιακά στρέφεται στα ζητήματα του εθισμού και του manipulation. Τόσο στις μαρτυρίες όσο και στην δραματοποίηση βλέπουμε το ζήτημα αφενός να μετατρέπεται από κοινωνικό σε παθολογικό, σα να πρόκειται για ασθένεια, κι αφετέρου να εξελίσσεται σε συνωμοσιολογική αντίληψη για τη λειτουργία των social media, παρόλο που στα λόγια το The Social Dilemma υποστηρίζει ότι αντιτίθεται στη συνωμοσιολογία. Προχωρώντας σε αρκετές αναλογίες με τα drugs, το ντοκιμαντέρ μας λέει ότι τα social media σκοτώνουν ανθρώπους, οδηγούν σε αυτο-τραυματισμό και σε αυτοκτονία, δείχνοντας έναν δρόμο ατομικής ευθύνης και υπεύθυνης χρήσης που περιορίζει το ζήτημα στην πυρηνική μορφή του ατόμου (άντε και της οικογένειας). Και βέβαια, η έκκληση για προστασία των παιδιών και της αθωότητάς τους θα έπρεπε να είναι πάντα αρκετό καμπανάκι ώστε να μας υποψιάζει για την καταφυγή σε sensationalist αφηγήσεις που στοχεύουν στον ηθικό πανικό. Στο συγκεκριμένο σημείο, το The Social Dilemma μοιάζει από το να αδιαφορεί έως και να αποσιωπά τους κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες που επιβαρύνουν την ψυχική υγεία των εφήβων κι οι οποίοι διαμόρφωσαν το περιβάλλον μέσα στο οποίο γιγαντώθηκαν τα social media. Κανένας λόγος δε γίνεται λοιπόν για την αβεβαιότητα για το μέλλον, την δυσκολία πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες, τους δομικούς ταξικούς αποκλεισμούς και την περιθωριοποίηση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, την δυσφορία μέσα στην οικογένεια, την αλλοτρίωση που παράγει η κυρίαρχη εκπαίδευση, τη ψυχολογική βία των κοινωνική προσδοκιών, τον ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία. Δεν ακούμε τίποτα για την κυρίαρχη ιδεολογία δεκαετιών που μαθαίνει στα παιδιά από μικρή ηλικία ότι οι μόνες κοινωνικές αξίες που έχουν σημασία είναι ο ναρκισσισμός, ο ατομισμός, η καριέρα, η επιτυχία, η ανάδειξη, η επιβολή κι ο ανταγωνισμός – υποτιμώντας συστηματικά, παρά τα αφηρημένα λόγια για το αντίθετο, τις αξίες της αλληλεγγύης, του μοιράσματος, της συνεργασίας. Ποιος φταίει λοιπόν που τα παιδιά κυνηγάνε μανιωδώς τα likes; Αντί για όλα αυτά, τα προβλήματα της χρήσης των social media δραματοποιούνται με τη μορφή τριών σατανικών τύπων που προσπαθούν να ελέγξουν την συμπεριφορά μας. Κυριολεκτικά.

Έπειτα, προχωρώντας στο ζητήματα των fake news, το ντοκιμαντέρ φλερτάρει με τον πολιτικό εκτροχιασμό μέσω της θεωρίας των δύο άκρων, υπονοώντας λιγότερο ή περισσότερο εμφατικά ότι όλες οι μεγάλες διαδηλώσεις και κοινωνικές αναταραχές που έχουν εμφανιστεί στον κόσμο κατά την τελευταία δεκαετία ήταν αποτέλεσμα των θεωριών συνομωσίας και των ψεύτικων ειδήσεων που ανθίζουν μέσα στο οικοσύστημα των social media. Εξετάζοντας εν συντομία τα παραδείγματα του Pizzagate, του flat earth, των ένοπλων incels και του Covid-19, το The Social Dilemma αντιμετωπίζει τον ανορθολογισμό και την πόλωση ως κάτι που παράγεται από σκοτεινά κέντρα (από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι το alt-right και το antifa) κι όχι από τη δομική ανισότητα, τις κοινωνικές διαιρέσεις, τον κυνισμό της εξουσίας και τον εργαλειακό ορθολογισμό που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός για να δικαιολογεί τη βαρβαρότητά του. Έτσι, το ντοκιμαντέρ μιλάει για εκλογικές νοθείες, απειλές για τη δημοκρατία, χειραγώγηση και έλεγχο του πληθυσμού σαν κάτι εξωτερικό προς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της δύσης, χωρίς να ρίχνει καμία απολύτως ευθύνη στις πολιτικές και τα δόγματα ασφάλειας/ανελευθερίας που αναδύθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, αιώνιο ηγέτη του ελεύθερου κόσμου, κι οι οποίες διαμόρφωσαν έπειτα το παγκόσμιο σύγχρονο πολιτικό πεδίο στο οποίο εμφανίστηκαν τα social media και το big tech (και) ως πολιτικά εργαλεία. Και φυσικά, η αφήγηση ολοκληρώνεται με τις κατηγορίες για εμπλοκή της Ρωσίας στις εκλογές που ανέδειξαν τον Τραμπ σε Πορτοκαλί Πρόεδρο, αγαπημένο νεοψυχροπολεμικό ιδεολόγημα των Δημοκρατικών προκειμένου να αποφύγουν να αναδείξουν τις δομικές κοινωνικές αιτίες που παράγουν πόλωση και ανισότητα (και για τις οποίες έχουν φυσικά κι οι ίδιοι μεγάλο μερίδιο ευθύνης). Δίνοντας απόλυτη έμφαση στην κοινωνική χειραγώγηση μέσα από τα fake news, το The Social Dilemma δε μας λέει τίποτα για την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου, την ευθύνη για την οποία έχει η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία και τα παραδοσιακά της media, έχοντας καταστρέψει διαχρονικά κάθε έννοια εμπιστοσύνης, εγκυρότητας και διαφάνειας.

Και τελικά τι μπορεί να γίνει; Ποιες είναι οι προτάσεις; Χοντρικά, οι απαντήσεις κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, κάποιοι από τους ομιλητές τοποθετούνται υπέρ της μεγαλύτερης φορολογίας και περισσότερης νομοθετικής ρύθμισης για τα social media, φτάνοντας να μιλάνε έως και για την κρατικοποίησή τους (χωρίς να βλέπουν καν τον δυστοπικό/ολοκληρωτικό χαρακτήρα που μπορεί να υπονοεί αυτό). Από την άλλη, ακούμε μικρές καθημερινές συμβουλές ατομικής ευθύνης και αλλαγής συμπεριφοράς, πράγμα ειρωνικό αν σκεφτούμε ότι η αφήγηση πανικού του ντοκιμαντέρ οδηγεί εν πολλοίς σε tips μικρο-διαχείρισης ενός μεγα-προβλήματος. Εξαίρεση αποτελούν εν μέρει οι τοποθετήσεις του computer scientist της Microsoft και γενικού technoguru Jaron Lanier αλλά και της ακαδημαϊκού και συγγραφέα Shoshana Zuboff (της οποίας το ήδη κλασικό βιβλίο Surveillance Capitalism κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά), που έχουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως προς τον συλλογισμό τους. Κατά τ’ άλλα, το common ground που προκύπτει από την παρακολούθηση του The Social Dilemma είναι ένα αντιφατικό μήνυμα που από τη μία δημιουργεί πανικό φωνάζοντας ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΑΙ ΤΡΕΧΑ κι από την άλλη προτείνει συντηρητικές κεντρώες επιλογές που χωρίζονται σε ρεαλιστικές κρατικές πολιτικές φορολόγησης/ρύθμισης και χλιαρές συμβουλές τύπου μην τσακώνεστε, να είστε μονιασμένοι, να διαβάζετε μόνο έγκριτα μέσα, ξέρετε, από αυτά που ως γνωστόν δε λένε ποτέ ψέματα. Ουσιαστικά, η υπεραπλούστευση της επεξεργασίας του ζητήματος οδηγεί στην υπεραπλοϊκότητα των λύσεων που προτείνονται. Είναι κάτι στο οποίο συμφωνούν και μια σειρά από επιστήμονες και συγγραφείς (ανάμεσά τους κι η Wendy Chun που έχει γράψει μερικά υπέροχα πράγματα) που έχουν φωτίσει τα προβλήματα του tech καπιταλισμού τα προηγούμενα χρόνια κι οποίοι έχουν σχολιάσει εύστοχα αυτές τις αδυναμίες του ντοκιμαντέρ. Η πραγματικότητα όμως, όπως είπαμε, ποτέ δε μας κάνει την χάρη να γίνει λιγότερο περίπλοκη. Το The Social Dilemma ηθικολογεί και προειδοποιεί γι’ αυτήν, αλλά δεν την φωτίζει πραγματικά.

Υπάρχει κάποιο πρόβλημα κάτω από το πρόβλημα;

Αν θέλατε απλώς να διαβάσετε ένα κραξ- εεε μια κριτική για το The Social Dilemma, μπορείτε να σταματήσετε κάπου εδώ. Ίσως θα έπρεπε κι εμείς να κάνουμε το ίδιο, αλλά υπάρχει μια φωνή μέσα μας που λέει να συνεχίσουμε. Όχι μόνο επειδή ο γραφών είναι συχνότατα αθεράπευτα φλύαρος, αλλά κι επειδή πιστεύω ότι η κριτική σε ένα τέτοιο έργο θα πρέπει να πηγαίνει πέρα από την απλή ακύρωση της επεξεργασίας του – κι έτσι να αναλαμβάνει την ευθύνη να προτείνει έναν διαφορετικό δρόμο για τον προβληματισμό μας πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Κατά μία έννοια, στο θέμα που συζητάμε εδώ το πρωτεύον και δυσκολότερο καθήκον είναι ο ίδιος ο καθορισμός του πεδίου συζήτησης, αφού ο αστερισμός των ζητημάτων γύρω από τα social media, την online ζωή και τον ψηφιακό καπιταλισμό είναι ένα πολυπαραγοντικό πράγμα που αφορά πλέον ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής.

Αν κοιτάξουμε τις θεωρητικές προϋποθέσεις του ντοκιμαντέρ, ένα θεμελιώδες πρόβλημα ξεκινάει από το πώς βλέπει την τεχνολογία και την ψηφιακότητα. Σύμφωνα με την αφήγηση των περισσότερων ομιλητών, οι περισσότερες tech εταιρίες ξεκίνησαν με καλές προθέσεις αλλά το πράγμα κάπου στράβωσε. Γιατί; Έπεσαν σε λάθος χέρια; Κυριάρχησε η απληστία; Ενεπλάκησαν σκοτεινές δυνάμεις; Το ερώτημα αυτό παραμένει θολό, κι αυτό φυσικά ανοίγει τον δρόμο για μια συνωμοτική και αστυνομική αντίληψη των πραγμάτων όσον αφορά την εξέλιξη του ψηφιακού πεδίου τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμα σημαντικότερα, όμως, η οπτική του ντοκιμαντέρ κάνει το εξής λάθος. Αποφασίζει να αυτονομήσει τα social media. Και, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, να αυτονομήσει και το ίδιο το πεδίο της τεχνολογίας από τον προβληματισμό πάνω στην σύγχρονη κοινωνία. Το The Social Dilemma έχει μια θεώρηση για τα social media ως ένα πεδίο με αυτόνομη κοινωνική δυναμική. Έτσι, δε γίνεται καμία προσπάθεια ώστε αυτά να ιδωθούν με βάση το πώς συνδέονται με το συνολικό τεχνολογικό-κοινωνικό σύμπλεγμα της εποχής μας. Η σχέση του ψηφιακού πεδίου με τα κοινωνικά φαινόμενα γίνεται με έναν εντελώς γραμμικό τρόπο ως σχέση αιτίας και αποτελέσματος: τα social media προκαλούν κατάθλιψη, τα fake news προκαλούν πόλωση κλπ. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως τα social media, αντί για μια αυτόνομη κοινωνική δύναμη, είναι κι αυτά ένα σύμπτωμα μιας σειράς από βαθύτερες διαδικασίες μετασχηματισμού στις σχέσεις μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας, από το ψυχικό επίπεδο του ατόμου μέχρι το κεντρικό πεδίο της πολιτικής;

Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ, θα μπορούσε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι η tech στροφή του καπιταλισμού προς τα data προέκυψε από το βίτσιο κάποιων νέρντουλων που έπειτα έχασαν την ηθική τους πυξίδα. Εδώ και πολλές δεκαετίες όμως, πριν η καθημερινότητά μας προσδεθεί στα social media, η περίφραξη, οργάνωση, διαχείριση και επεξεργασία της πληροφορίας έχουν μετατραπεί σε μια από τις βασικότερες πηγές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Σ’ αυτήν την μεγάλη εικόνα, λοιπόν, τα social media κι οι πλατφόρμες όπου εστιάζει το ντοκιμαντέρ είναι ένα μέρος του όλου, αλλά σίγουρα δεν αποκαλύπτουν την ολότητα. Είναι κρίσιμες τομές στην μακρόχρονη διαδικασία που περιγράφουμε εδώ, αλλά δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος της. Και, σίγουρα, δεν είναι το επίκεντρό της με τον τρόπο που υπονοεί το The Social Dilemma. Οι data-led, data-driven και data-reliant μορφές καπιταλισμού διαπερνούν και οργανώνουν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ατομικής και συλλογικής ζωής. Για να τις κατανοήσουμε, όμως, χρειάζεται σκέψη κι έρευνα με μέθοδο και επιμονή, όχι ταχυδακτυλουργίες που παίρνουν μια σειρά από συμπτώματα της εποχής μας και τα παρουσιάζουν ως αιτίες των δεινών της. Λέμε, λοιπόν, για τρίτη φορά: η κοινωνική πραγματικότητα δε μας κάνει την χάρη να γίνει πιο απλή και εύκολη.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να σκεφτούμε διαφορετικά πάνω στο πρόβλημα; Αν το δούμε ιστορικά, τα ζητήματα που δημιουργεί ο καπιταλισμός των social media και των πλατφορμών έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στον 20ό αιώνα. Πολύ πριν το internet γίνει μαζική καθημερινότητα, η τεχνοεπιστήμη ταυτίστηκε θεολογικά με την πρόοδο και σταδιακά αυτονομήθηκε τόσο στο πεδίο της έρευνας όσο και από το πεδίο της εφαρμογής, καταλήγοντας να αποτελεί την κατεξοχήν μυθολογία λύτρωσης και καταδίκης για τον απομαγεμένο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού. Εκ των υστέρων, με την εμπειρία και τη γνώση που έχουμε συσσωρεύσει κατά τις δύο σκοτεινές πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, οι υπερβολικές (έως και ουτοπικές) προσδοκίες από την πρόοδο της τεχνολογίας μπορεί να μοιάζουν κάπως αφελείς, αλλά στο μεταξύ διαμόρφωσαν έντονα το πώς βλέπουμε ακόμα και σήμερα την τεχνολογία με την κυνική (ενίοτε δυστοπική) ματιά που γνωρίζει ότι η μεγαλύτερη πρόοδος έρχεται πάντα χέρι χέρι με τη μεγαλύτερη βαρβαρότητα. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της μαζικής κουλτούρας οδήγησε στο να περιορίζονται τα κοινωνικά υποκείμενα όλο και περισσότερο στον ρόλο του καταναλωτή που επιλέγει ανάμεσα σε έναν όλο και μεγαλύτερο διαφορετικό αριθμό προϊόντων, υποτάσσοντας τη ζωή στο χρήμα και το κεφάλαιο την ίδια στιγμή που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της απεριόριστης ελευθερίας επιλογής. Έτσι, η εικόνα έγινε ο κυρίαρχος τρόπος να σχετιζόμαστε και να επικοινωνούμε μεταξύ μας, η διαφήμιση έγινε η κατεξοχήν εφαρμοσμένη επιστήμη της νέας εποχής, κι ο ναρκισσισμός της συνεχούς βελτίωσης του εαυτού μέσα από την απόκτηση προϊόντων, υπηρεσιών και εμπειριών έγινε ο ανθρωπολογικός ορίζοντας του νέου αιώνα. Κι ο ιδανικότερος τρόπος κοινωνικού ελέγχου που αντιστοιχεί σε αυτό το περιβάλλον είναι αυτός που ακολουθεί τις αρχές της κυβερνητικής, της οργάνωσης συστημάτων και δικτύων με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση δεδομένων και πληθυσμών σε ανθρώπινο και μη-ανθρώπινο επίπεδο (αλλά θα επανέλθουμε σε λίγο σ’ αυτό).

Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε στις πολεμικές και στρατιωτικές ρίζες της σύγχρονης τεχνολογίας για να δείξουμε την στενή αλληλοδιαπλοκή της με τις πιο ανελεύθερες και βάρβαρες τάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, παρόλο που σίγουρα είναι σημαντικές για να την ερμηνεύσουμε πολύπλευρα. Το ζητούμενο όμως εδώ δεν είναι να αποδείξουμε ότι η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία είναι “κακή” με έναν ουσιοκρατικό τρόπο. Θέλουμε όμως να πούμε ότι τα social media, σε αντίθεση με τον τρόπο που τα παρουσίασε το The Social Dilemma, είναι τέκνα ενός κόσμου που παράγει διαρκώς ανισότητα και αλλοτρίωση σε νέες, πιο πολύπλοκες και πιο ανεπαίσθητες μορφές. Επιπλέον, είναι τέκνα ενός συγκριμένου τρόπου σκέψης πάνω στον κόσμο, τους ανθρώπους και τα πράγματα, ο οποίος με τον καιρό έγινε κυρίαρχος. Το τεχνολογικό μας παρόν δεν περιλαμβάνει απλώς μια σειρά από πολιτικά και ηθικά διλήμματα σαν αυτά που εκθέτει το ντοκιμαντέρ. Ο πληροφορικός τρόπος σκέψης, ο περιορισμός της ανθρωπότητας σε πακέτα διαχειρίσιμης πληροφορίας, αποτελεί ένα ζήτημα στην πραγματικότητα εμφυλιακό, δηλαδή βαθιάς κοινωνικής σύγκρουσης, όπως έλεγε παλιά η γαλλική φιλοσοφική ομάδα Tiqqun. Η ψηφιακή τεχνολογία του παρόντος, κομμάτι της οποίας είναι και τα social media, στην πραγματικότητα ενισχύει και θωρακίζει το παρόν που γνωρίζουμε ως τον μόνο δυνατό τρόπο να υπάρχουμε. Ως τον μόνο ρεαλιστικό ορίζοντα, ως το ήδη πραγματοποιημένο μέλλον που ακύρωσε όλα τα άλλα μέλλοντα. Αν πιστέψουμε τον συγγραφέα και καλλιτέχνη James Bridle, πρόκειται για μια Νέα Σκοτεινή Εποχή.

Τι θέλουν τελικά όλοι αυτοί οι διάολοι από τη ζωή μας;

Επομένως, για να κλείνουμε σιγά σιγά αυτό το μαραθώνιο κείμενο, θέτω το ερώτημα. Θα μπορούσαμε λοιπόν, με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, να αναδιατυπώσουμε τα προβλήματα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που το κάνει το ντοκιμαντέρ; Όχι για να αρνηθούμε την ύπαρξη των fake news, του ad personalization, του μανιπουλαρίσματος των χρηστών και της αρνητικής επίπτωσης στην ψυχική υγεία (πράγματα όλα τους αληθινά, όχι ψεύτικα), αλλά για να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε μια σειρά από ζητήματα που προκαλούν την σκέψη και την πράξη μας εδώ και τώρα με τρόπο που φανερώνει, κατ’ εμέ, σε μεγαλύτερο βαθμό τις προκλήσεις και τις αντιθέσεις της ψηφιακής εποχής.

Αρχικά, πιστεύω ότι θα πρέπει να ξεφύγουμε σιγά σιγά από την διαδεδομένη πεποίθηση, ενισχυόμενη από το ντοκιμαντέρ, ότι το πρόβλημα είναι τα κεφάλια της tech οικονομίας. Σίγουρα ο Jeff Bezos, o Elon Musk κι ο Mark Zuckerberg είναι για φτύσιμο και ξύλο (τσεκάρετε την επίσημη απάντηση του Facebook στο The Social Dilemma για περισσότερα πειστήρια), αλλά όπως είπαμε τα δεινά του ψηφιακού κόσμου δεν προκύπτουν απλά από την ύβρη των αφεντών και την αφέλεια των υποτελών. Πέρα από τις tech περσόνες και τους tech σουπερστάρ υπάρχουν επίσης η απρόσωπη δύναμη του κεφαλαίου αλλά κι οι κοινωνικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα. Επομένως, δεν έχει νόημα να τους αντιμετωπίζουμε ως μεσσίες ή διαβόλους, παρόλο που έχει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπουμε τις ρίζες τους σε σύγχρονες αναπαραστάσεις (από το supervillain origin story του The Social Network μέχρι τα τηλεοπτικά Silicon Valley και Halt and Catch Fire) ή να αναζητούμε τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις (κάτι για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα πράγματα). Πρόκειται για μια από τις κυρίαρχες τάξεις της εποχής μας και το ιδιαίτερο στοιχείο που την χαρακτηρίζει είναι η κατοχή και ο έλεγχος της πληροφορίας. Πώς διαμορφώνει λοιπόν αυτό τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα; Ας το χωρίσουμε σε τρία επίπεδα.

Πρώτον, δημιουργείται μια νέα επιχειρηματική δυστοπία. Η επέκταση των smart μηχανών, της machine-to-machine επικοινωνίας και της όλο και μεγαλύτερης αυτοματοποίησης, μια διαδικασία που έχει πάρει το όνομα 4η Βιομηχανική Επανάσταση, καθιστά περιττό ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού και μετατρέπει σημαντικές μερίδες εργαζομένων σε πλεονάζοντα πληθυσμό. Ταυτόχρονα, η κυριαρχία των start-ups, των πλατφορμών και των apps (από το Uber και το Wolt μέχρι την Amazon και το Airbnb), μαζί με την ταχύτητα της gig οικονομίας, εξαφανίζουν ολόκληρους κλάδους και αλλάζουν την εμπειρία της εργασίας και της πόλης, κάνοντάς την ελαστική σε βαθμό όλο και πιο ανησυχητικό (χωρίς να μπούμε καν εις βάθος στην τηλεργασία που δυνητικά μπορεί να μετατρέψει κάθε χώρο σε εργασιακό). Θέλετε να μιλήσουμε για τα δεινά του platform capitalism, σύμφωνα με τον όρο του Nick Srnicek, μιας δυστοπίας πιο χειροπιαστής από τα personalized ads και τον αλγόριθμο που ξέρει τα πάντα για μας ώστε να μας πετάει διαφημίσεις; ΟΚ. Μόνο τον περασμένο μήνα, έχουμε δει ειδήσεις όπως η μεγάλη κομπίνα της ελληνικής πλατφόρμας Akazoo, οι απειλές του Facebook ότι θα αποσυρθεί από την Ευρώπη αν γίνουν απόπειρες νομοθετικής του ρύθμισης, οι ψεύτικες Amazon του σταθερά ευφάνταστου ελληνικού καπιταλισμού κι η δημιουργία μας πλατφόρμας για εξώσεις ανθρώπων από τα σπίτια τους. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε και δουλεύουμε πια, αυτό είναι το σύμπαν της Εικονικής Αυτοκρατορίας, για την οποία μίλησε ο Renato Curcio.

Δεύτερον, δημιουργείται ένα νέο σύστημα κοινωνικού ελέγχου. Εδώ και χρόνια, ο κοινωνικός έλεγχος που σχετίζεται με την ψηφιακή τεχνολογία συνδέεται στενά με τα δόγματα ασφαλείας και αντιτρομοκρατίας των δυτικών κρατών. Αποτέλεσμα είναι μια μόνιμη συνεργασία ανάμεσα σε tech εταιρείες και μυστικές υπηρεσίες προς αναζήτηση του εκάστοτε εσωτερικού εχθρού, είτε πρόκειται για Μουσουλμάνους “ύποπτους για τρομοκρατία” είτε για αντιφρονούντες υπηκόους του κάθε κράτους. Η παρακολούθηση πολιτών κι η παραβίαση της ιδιωτικότητας είναι πράγματα που χαρακτήριζαν πάντα την σχέση του ψηφιακού πεδίου με το νόμο και το κράτος. Κατά έναν βολικό τρόπο, όμως, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την σχέση ανάμεσα στο internet και την καταπάτηση ελευθεριών/δικαιωμάτων ως κάτι που αφορά τους Άλλους (την Κίνα, τη Ρωσία, τη Μιανμάρ), ενώ πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά πρώτα και κύρια τις ίδιες τις δυτικές δημοκρατίες. Η αυταρχική τεχνοκρατία και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι δύο πράγματα κάθε άλλο παρά αλληλοαποκλειόμενα. Για την ακρίβεια, το ένα γεννήθηκε μέσα από το άλλο, κι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που ακούγονται ακόμα πιο ανησυχητικές οι “ρεαλιστικές” προτάσεις του ντοκιμαντέρ για μεγαλύτερο έλεγχο των πλατφορμών από το κράτος. Μπορεί στις απαρχές του μαζικού internet να υπήρχε η προσδοκία ή η υπόσχεση πως θα αποτελέσει ένα εργαλείο που θα ενισχύσει τη δημοκρατία, αλλά η πραγματικότητα απέδειξε το εντελώς αντίθετο. Ήδη από τις αρχές του 2000, άνθρωποι όπως ο Alexander Galloway έλεγαν έγκαιρα κι έγραφαν αναλυτικά πως το ιδιαίτερο γνώρισμα του internet δεν είναι η ελευθερία απόψεων κι η ανταλλαγή πληροφοριών αλλά ο έλεγχος κι η γραφειοκρατία που επιβάλλουν ο κώδικας και το πρωτόκολλο.

Τρίτον, δημιουργείται ένα νέο ανθρώπινο υποκείμενο. Αυτό είναι το πιο πολύπλοκο μάλλον από τα προβλήματα, αφού αφορά τις βαθύτερες ψυχικές αλλαγές που έχει φέρει η ψηφιακή τεχνολογία στη ζωή μας. Η κατηγορία του εθισμού που χρησιμοποιεί το ντοκιμαντέρ συσκοτίζει τα πράγματα, αλλά δε μπορούμε να βγάλουμε απ’ έξω τον βιολογικό/σωματικό παράγοντα. Απ’ αυτήν την σκοπιά, ο εθισμός είναι κατά κάποιον τρόπο πραγματικός, αλλά όχι με τον μπουμερίστικο τρόπο που εννοείται συχνά. Η σχέση με το σώμα μας και τη βιολογία μας άλλαξε μέσα απ’ τη σχέση με την μοντέρνα τεχνολογία, από την επανάσταση του personal computer και τις κονσόλες gaming μέχρι την είσοδο των smartphones σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Πλέον κινούμαστε διαφορετικά, επικοινωνούμε διαφορετικά, επιθυμούμε διαφορετικά, ερωτευόμαστε διαφορετικά. Η ηλεκτρονική έκσταση της επαφής και της επικοινωνίας ορίζει πλέον πολλές πλευρές της χαράς και της λύπης μας, αφήνοντας και στις δύο περιπτώσεις πίσω ένα μεγάλο κενό, όπως έχει σημειωθεί πετυχημένα από τον συγγραφέα Geert Lovink. Εκθέτουμε συνεχώς τους εαυτούς μας ο ένας στον άλλο, αλληλοπαρατηρούμαστε διαρκώς μέσα από ένα εμπόριο ορατότητας και μια εξαγορά βλεμμάτων (όπως έλεγε ο Paul Virilio), πράγμα που μας εξουθενώνει αργά αλλά βαθιά. Όλα αυτά, όμως, δεν θα λυθούν αν απλά κλείσουμε το κινητό. Δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αγνότητα ή αυθεντικότητα που χάθηκε ή που μπορεί να ξαναβρεθεί – το να το πιστεύουμε αυτό δεν είναι κάτι παραπάνω από μια νοσταλγική φαντασίωση. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η αλλοτρίωση κι όχι απλά οι επί μέρους διαφορετικές μορφές που παίρνει η δυσφορία μας.

Κατά μία έννοια, η σχέση μας με τον ψηφιακό κόσμο είναι μία από τις ειδικές μορφές που παίρνει η αλλοτρίωσή μας στον καπιταλισμό. Αυτή η αλλοτρίωση αφορά την μετατροπή της δραστηριότητά μας σε πράγμα, την μη-εκπλήρωση των δυνατοτήτων και μη-ανάπτυξη των ικανοτήτων μας, την ματαίωση των επιθυμιών που μας γεννά διαρκώς το ίδιο το σύστημα, την αίσθηση απώλειας του ελέγχου πάνω στις συνθήκες ζωής μας. Όλα αυτά είναι προβλήματα που προϋπήρχαν της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά με τη σειρά της τα αναδιαμόρφωσε κι η ίδια. Βέβαια, η ιδεολογία του ψηφιακού καπιταλισμού μας λέει το αντίθετο: ότι έχουμε παραπάνω έλεγχο πλέον, ότι μπορούμε να καθορίζουμε οι ίδιοι τη ζωή μας, ότι οι αποφάσεις μας έχουν σημασία. Πείθοντάς μας γι’ αυτό, παίρνει την αυθεντική ανάγκη μας για επαφή, επικοινωνία κι έκφραση και τη μετατρέπει σε data, αφήνοντάς μας να πιστεύουμε ότι γινόμαστε όλο και πιο κύριοι του εαυτού μας. Την ίδια ώρα, αυτός ο εαυτός γίνεται όλο και πιο ελαχιστοποιημένος, ποσοτικοποιημένος και υπερεκτεθειμένος – σχεδόν διάφανος πλέον.

Υπάρχει καν κάποια λύση;

Κλείνοντας, μπορεί όλα τα παραπάνω να μοιάζουν με μια εξαιρετικά απαισιόδοξη ανάλυση, αλλά στην πραγματικότητα δε νιώθω έτσι. Βέβαια, ελάχιστη σημασία έχει τι πιστεύει ένας random τύπος στο internet (κι αυτό θα έπρεπε να είναι ένα βασικό δίδαγμα από την όλη υπόθεση). Η αλήθεια είναι όμως ότι νιώθω αρκετά αισιόδοξος σε γενικές γραμμές. Μπορεί η κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας να μοιάζει τερατώδης, αλλά πιστεύω επίσης ότι ανοίγει πολλές δυνατότητες. Όχι επειδή μας αφήνει η ίδια δρόμους ελευθερίας, αλλά γιατί η ίδια της η επέκταση γεννάει ταυτόχρονα την κοινωνική της αμφισβήτηση. Αυτή η αμφισβήτηση δε σημαίνει ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε την τεχνολατρεία με την τεχνοφοβία. Αυτά τα πράγματα δεν είναι κάτι άλλο παρά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εξάλλου, η φαντασίωση της επιστροφής σε ένα προψηφιακό παρελθόν είναι ανούσια, αφού κάτι τέτοιο είναι αδύνατο πλέον (κι επίσης εκείνο το παρελθόν ήταν εξίσου σκατά). Το θέμα είναι να αποκαθηλώσουμε την τεχνολογία από το βάθρο, να την φέρουμε στη γη. Να δούμε το περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων που την περιβάλλουν. Να δούμε το πώς οργανώνονται αυτές οι κοινωνικές σχέσεις γύρω από αυτήν. Να επινοήσουμε τελικά νέους τρόπους να σχετιζόμαστε, οι οποίοι θα πηγάζουν από τις σημερινές συνθήκες που ισχύουν πραγματικά κι όχι απ’ αυτές που φαντασιωνόμαστε ότι ισχύουν. Το ψηφιακό είναι πλέον μέσα στη ζωή μας. Δεν υπάρχει γυρισμός. Το θέμα είναι τι κάνουμε κι αυτό.

Ήδη υπάρχουν νέες γενιές ανθρώπων που ενσαρκώνουν δομικά τόσο την κυριαρχία όσο και την αμφισβήτηση της ψηφιακής τεχνολογίας, χρησιμοποιώντας την για να κάνουν πράγματα που έχουν νόημα και σημασία, από τους μαθητές που συντονίζονται μέσα από social media για να κάνουν καταλήψεις μέχρι τους εφήβους που μετατρέπουν πολύπλοκα έργα τέχνης σε υπέροχα viral memes. Όπως έχει γράψει η McKenzie Wark, μπορεί αυτό που ζούμε να είναι κάτι αληθινά χειρότερο απ’ ό,τι έχουμε γνωρίσει ως τώρα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί νέες δυνατότητες δημιουργίας και αγώνα. Μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με το ψηφιακό πεδίο, μέσα από τις νέες μορφές αλλοτρίωσης, γεννιούνται επίσης νέες μορφές φαντασίας, επιθυμίας, σκέψης και πράξης. Οι νέοι ψηφιακοί άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ψυχή και σώμα, μόνο που αυτά πλέον γίνονται όλο και περισσότερο πεδία μάχης (εικονικής και μη). Για να δώσουμε αυτή τη μάχη έχοντας πλέον συνείδηση της ύπαρξής της, θα πρέπει να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει. Να αφηγηθούμε την ιστορία του (την μεγάλη ιστορία του). Να ερευνήσουμε, να διαβάσουμε (γι’ αυτό και προσπάθησα να παραθέσω παραπάνω μια σειρά από άρθρα και βιβλία ως πηγές), να μοιραστούμε όσα νιώθουμε γι’ αυτά που κάνουμε. Να πάρουμε ό,τι μοιάζει φυσικό και να προβληματιστούμε πάνω του. Να κάνουμε το αόρατο ορατό, μιλώντας γι’ αυτό. Δείχνοντας ότι υπάρχει, ότι είναι εδώ και μας θέτει προβλήματα. Για όλα αυτά, δεν αρκεί ένα ντοκιμαντέρ στο Netflix. Αν είναι η αφετηρία κι η αφορμή για να αρχίσουμε να τα συζητάμε, όμως, τότε από μένα είναι ναι. Στην τελική, χωρίς το The Social Dilemma μάλλον δεν θα είχα μπει ποτέ στην διαδικασία να τα γράψω όλα αυτά.

Best of internet