Quantcast

Η αγέραστη γοητεία των workplace sitcoms που αναζητούν την κωμωδία στην δουλειά, δουλειά, δουλειά (σαν την Rihanna)

Με αφορμή την δεύτερη σεζόν του (υπέροχου) Mythic Quest, ανατρέχουμε στο υπο-είδος που αναζωογόνησε την τηλεοπτική κωμωδία του 21ου αιώνα

Η δουλειά, γενικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι είναι μαλακία. Για την ακρίβεια, είναι everyday μαλακία – κι αυτό το everyday είναι που αποτελεί ένα βασικό μας παράπονο από αυτήν. Αν θέλαμε να το πιάσουμε λίγο πιο σοβαρά, θα μπορούμε να πούμε ότι η δουλειά συνιστά ένα διαχρονικό ανθρώπινο πρόβλημα. Κι αποτελεί πρόβλημα, σχηματικά, για τον εξής λόγο: όσο αποτελεί μια γενικώς εννοούμενη κοινωνική πρακτική δημιουργικής παραγωγής των ίδιων των (υλικών και συμβολικών) συνθηκών ύπαρξης του ανθρώπου, άλλο τόσο στην κυρίαρχη αλλοτριωμένη μορφή της (δηλαδή την μισθωτή εργασία σε καπιταλιστικές συνθήκες) αποτελεί έναν βραχνά που δεν σταματάει να κάθεται στο λαιμό της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας που αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα αναγκάζεται να δουλεύει σκληρά ώστε να (μην) μπορεί να ζήσει. Όλα αυτά, βέβαια, είναι γνωστά σε όλους και όλες μας στο πεδίο της άμεσης εμπειρίας. Η δουλειά γαμιέται (Karl Marx, Das Kapital, 1867, or sth idk i never read it). Ακόμα κι αν σ’ αρέσει η δουλειά σου, ακόμα κι αν είναι δημιουργική και σε γεμίζει (όπως το να γράφεις για ταινίες και σειρές καλή ώρα), πάντα η εργασία θα βρει έναν τρόπο να σου το βγάλει από τη μύτη επιστρέφοντας να σε δαγκώσει στον κώλο.

Αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να καταπραΰνει στ’ αλήθεια το καθημερινό βάσανο της εργασίας, πέρα από την ταξική πάλη δηλαδή που θα έπρεπε να έχει σαν στόχο να την καταργήσει ώστε να τρέχουμε γυμνοί στα λειβάδια (Marx, ό.π.), αυτό είναι η ίδια η κοινωνικότητα της εργασίας. Με άλλα λόγια, το να μοιράζεσαι αυτήν την εμπειρία με τους ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια θέση, στον ίδιο χώρο, στην ίδια καθημερινότητα. Το να μοιράζεσαι, βασικά, κοινούς κώδικες, κοινή επικοινωνία, κοινά βιώματα. Το να μπορείς, επίσης, να κάνεις χιούμορ με την ίδια την δουλειά, με το πόσο παράλογοι και παρανοϊκοί είναι συχνότατα οι εργασιακοί χώροι που δήθεν έχουν οργανωθεί με βάση τις «επιστημονικές» αρχές του management ώστε να εξασφαλίζουν την μέγιστη καπιταλιστική ορθολογικότητα και αποδοτικότητα. Και όπως πάντα, το χιούμορ κι οι πιο ειδικές μορφές του, όπως η κωμωδία κι η σάτιρα, έχουν μια τρομερή δυνατότητα να αποκαλύπτουν μοτίβα εξουσίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης, ανισότητας και αλλοτρίωσης – αλλά και να τα αποσταθεροποιούν, όταν γίνονται σωστά και όμορφα. Κι ευτυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε δει ουκ ολίγες κωμωδίες εργασιακού χώρου που το κάνουν πράγματι, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, σωστά και όμορφα.

Ένα καλό workplace sitcom, λοιπόν, μπορεί να μιλήσει στην καρδιά και το μυαλό μας με τρόπους που καταφέρνουν ελάχιστα άλλα πράγματα εντός της pop κουλτούρας, μιας και προκαλεί την ταύτιση σε ένα επίπεδο που είναι κοινό, σε πολύ γενικές γραμμές, χοντρικά για το 99% του πληθυσμού. Ή, τέλος πάντων, για όσους έχουν το καθημερινό βίωμα του να έχεις (ή να ψάχνεις) δουλειά. Στις καλύτερες περιπτώσεις workplace τηλεοπτικών κωμωδιών, βλέπουμε να έρχονται στην επιφάνεια καθημερινά μοτίβα που είναι πανταχού παρόντα αλλά συχνότατα περνούν απαρατήρητα ακριβώς επειδή μοιάζουν «φυσικά», δηλαδή επειδή έχουν κανονικοποιηθεί μέσα από την ρουτίνα, την επανάληψη και τον εκβιασμό των διευθυντικών εντολών. Ως γνωστόν, το να πάρεις αυτό που φαίνεται φυσιολογικό, κανονικό, τετριμμένο ή κοινότοπο και να το αναδείξεις ως κοινωνικά και ιστορικά κατασκευασμένο είναι κάτι που μπορεί να γίνει πολύ απελευθερωτικό, έστω και στιγμιαία. Και μια κριτική της εργασίας, ακόμα και στα πλαίσια της pop κουλτούρας, αν πρόκειται να πάρει τη μορφή μιας κωμωδίας καταστάσεων τότε αναγκαστικά περνάει μέσα από την ανατομία του ίδιου του εργασιακού χώρου: ποιο είναι το ανθρώπινο οικοσύστημα κάθε δουλειάς; ποιες είναι οι σχέσεις των ανθρώπων εκεί μέσα; ποιοι είναι οι κοινωνικοί ρόλοι και πώς αλληλοδιαπλέκονται; πώς διαμορφώνεται η σχέση εκμετάλλευσης (αφεντικά-εργαζόμενοι) και ιεραρχίας (προϊστάμενοι-υφιστάμενοι); ποιοι είναι οι τύποι ανθρώπων που ζουν καθημερινά μέσα σε έναν τέτοιο χώρο;

Όλα αυτά είναι ερωτήματα με τα οποία, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, πρέπει να πάντα να καταπιάνεται ένα καλό workplace sitcom. Αυτό που το διαφοροποιεί σαν είδος, άλλωστε, δεν είναι η δουλειά ως τέτοια. Αν μη τι άλλο, σχεδόν σε όλα τα sitcoms οι χαρακτήρες εργάζονται κάπου (ακόμα κι αν δεν είναι ποτέ σαφές πώς ακριβώς καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα, ακούτε Friends;). Η διαφορά είναι ότι ένα sitcom εργασιακού χώρου τοποθετεί στο επίκεντρο της αφήγησής του τον ίδιο τον χώρο εργασίας, ως κατεξοχήν τόπο του ανθρώπινου (κωμικού) δράματος και ως συνεκτικό ιστό μεταξύ των διαφορετικών χαρακτήρων. Δεν θα επιχειρήσουμε σε αυτό εδώ το άρθρο να κάνουμε μια συνολική ιστορική αναδρομή στο υπο-είδος του workplace sitcom. Αν γυρνούσαμε το βλέμμα μας προς τις ρίζες του είδους, θα έπρεπε να μιλήσουμε για την μεγάλη έκρηξη των αμερικάνικων 60s-70s sitcoms που στράφηκαν προς τους εργασιακούς χώρους είτε ως αντανάκλαση της κρίσης της παραδοσιακής ηθικής της εργασίας είτε ως ευθεία απάντηση σε αυτήν (από Mary Tyler Moore Show και Dick Van Dyke Show μέχρι τα WKRP in Cincinnati και Taxi και, το πιο ενδιαφέρον από αυτά και παραδόξως εντελώς workplace sitcom, το M*A*S*H). Εδώ όμως θα ασχοληθούμε περισσότερο με το γιατί ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με αυτές τις σειρές, όταν τουλάχιστον γίνονται σωστά, ειδικά τα τελευταία 20 χρόνια που το είδος έχει αναζωογονηθεί τρομερά μετά την επιτυχία του αγγλικού και του αμερικάνικου The Office. Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα λέγαμε ότι τέτοιες σειρές προκαλούν την ταύτιση γιατί καταπιάνονται με μια πλευρά της ζωής μας που είναι πανταχού παρούσα στην άμεση εμπειρία (8 ώρες την ημέρα, στην καλύτερη περίπτωση) αλλά σε επίπεδο αναπαραστάσεων της μαζικής κουλτούρας έμενε παραδοσιακά αρκετά αόρατη (ή γινόταν ορατή με τρόπους που να εναρμονίζονται με την κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία ως επιτυχία, καταξίωση ή εκπλήρωση ενός προορισμού). Εξάλλου, για την “έξυπνη” και “ειρωνική” pop κουλτούρα του ύστερου υπερ-καταναλωτικού καπιταλισμού, η ίδια η εργατική ταυτότητα, έστω και ως αλλοτριωμένη, έμοιαζε κάτι το πασέ, παλιακό, ξεπερασμένο – παρόλο που παρέμενε το κυρίαρχο κοινό βίωμα των περισσότερων ανθρώπων με όρους καθαρού εκβιασμού για εξασφάλιση της επιβίωσης. Πολλές φορές, άλλωστε, όσο πιο φανερό είναι κάτι στο γυμνό μάτι, τόσο πιο κρυμμένο καταλήγει στην κοινή συνείδηση.

Δεν είναι καθόλου τυχαία, φυσικά, η τεράστια επιτυχία των δύο The Office που ξεκίνησαν να προβάλλονται στην Αγγλία και την Αμερική το 2001 και το 2005 αντίστοιχα. Μιλάμε για δύο σειρές που, όντας πολύ όμοιες στα χαρτιά αλλά πολύ διαφορετικές στον πυρήνα τους, αποτέλεσαν δύο αρχετυπικά workplace sitcoms που έγιναν ορόσημα και σημεία αναφοράς για την αναζωογόνηση του είδους που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια. Από πολλές απόψεις, ο εργασιακός χώρος των The Office αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του αρχετυπικού εργασιακού χώρου στον ανεπτυγμένο δυτικό καπιταλισμό του τριτογενή τομέα, και ειδικά της εκδοχής που περιλαμβάνει δουλειά σε… γραφείο (duh). Μιλάμε για μια δουλειά που, θεωρητικά, είναι επιθυμητή και καταξιωμένη, αφού αποφεύγει την σκληρότητα της χειρωνακτικής εργασίας και πραγματοποιείται σε ένα κυριλέ αποστειρωμένο επαγγελματικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια δουλειά τρομερά μουντή, ρουτινιάρικη, γκρίζα και αλλοτριωτική, αφού είναι σχεδόν αδύνατον να διοχετεύσεις ένα δημιουργικό μέρος του εαυτού σου σε αυτήν ή να ταυτιστείς με το αντικείμενο της εργασίας σου. Αυτή ακριβώς η σύγχρονη corporate καπιταλιστική κουλτούρα που αναπαριστά σατιρικά το The Office είναι που αποτελεί την συγκολλητική ουσία του δράματος, της γκρίνιας, της μουντάδας, της ματαιότητας, της ρουτίνας και του ρουφήγματος κάθε ενέργειας και διάθεσης για ζωή. Το The Office λειτουργεί σαν ένα late capitalism ενυδρείο, και γι’ αυτό του ταιριάζει τόσο καλά το mockumentary στυλ που αναζωογόνησε: επειδή παρατηρεί μια εργαζόμενη ανθρωπότητα σε εργαστηριακές συνθήκες που δεν είναι βάρβαρα απάνθρωπες αλλά είναι σίγουρα casually αντι-ανθρώπινες. Πρόκειται για μια αποξενωτική διάταξη ανθρώπων σε μορφή-γραφείο που είχε αναπαραστήσει έξυπνα ο Jacques Tati στο Playtime ήδη από το 1967, ενώ στα χρόνια που προηγήθηκαν των δύο The Office μέσα στη δεκαετία του ’90 είδαμε δύο ταινίες που σατίριζαν έξυπνα και κοφτερά την corporate κουλτούρα μαζί με τις συμβάσεις, τους καταναγκασμούς και τις νευρώσεις της – και μιλάμε βέβαια για το Glengarry Glen Ross και το Office Space.

Τα δύο The Office λοιπόν, το πρώτο με τον edgy κυνισμό του Ricky Gervais και το δεύτερο με την wholesome ειλικρίνεια του Greg Daniels (δύο τάσεις που παρήγαγαν μια ενδιαφέρουσα ένταση καθόλη την διάρκεια των κωμικών τηλεοπτικών 00s), ανανέωσαν συνολικότερα την γλώσσα του sitcom φέρνοντας στην επιφάνεια το μουντό καθημερινό στοιχείο της σύγχρονης εργασιακής εμπειρίας, τις κρυμμένες κοινωνικές δυναμικές και ισορροπίες της, τα μακιαβελικά παιχνίδια εξουσίας, τους εκατομμύρια μικρούς καθημερινούς θανάτους-ματαιώσεις, την αίσθηση της σπατάλης των ανθρώπινων δυνατοτήτων για επικοινωνία και δημιουργία. Ταυτόχρονα, όμως, κατάφεραν αμφότερα να αναδείξουν και το περιεχόμενο των ανθρώπινων σχέσεων (συναδελφικών, φιλικών, ερωτικών) που μεσολαβούνται από την εργασία, τα πάθη και τα συναισθήματα που αναδύονται μέσα στον εργασιακό χώρο, δείχνοντας έτσι πως η ανθρωπινότητα συνεχίζει να αναπνέει ακόμα και μέσα στο πιο γκρίζο τοπίο, ακόμα και μέσα στις συνθήκες που αποστραγγίζουν τον άνθρωπο από κάθε διάθεση για ζωή. Κι αν στο αγγλικό The Office αυτή η ανθρωπινότητα αναδεικνύεται μέσα από την λεπτή και χειρουργική τέχνη του σκόπιμου cringe, στο αμερικάνικο μετατρέπεται σε αμήχανη ποίηση και μελαγχολική ελεγεία για την μουντή καθημερινότητα. Και γι’ αυτό, αν μας επιτρέπεται, το προτιμούμε – με διαφορά.

Στην post-Office εποχή, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας των 00s κι έπειτα, εκείνος που ανέλαβε να πάει το workplace sitcom ένα βήμα παρακάτω ήταν φυσικά ο Michael Schur, o άνθρωπος που είχε ήδη δουλέψει σαν σεναριογράφος και παραγωγός στο αμερικάνικο The Office πριν βάλει μπρος (από κοινού με τον Daniels) την δημιουργία του Parks and Recreation που τελειοποίησε την κωμωδία εργασιακού χώρου ως wholesome micro-escapism. Όπως έχουμε ξαναπεί, ο Schur είναι ένας δημιουργός που έχει μετατρέψει μια σειρά από παραδοσιακούς συντηρητικούς θεσμούς της αμερικάνικης κοινωνίας σε φάρους αισιοδοξίας και wholesomeness, αφαιρώντας από αυτούς τον τοξικό ή καταπιεστικό τους χαρακτήρα και αναδεικνύονται την ανθρώπινη κοινότητα που βρίσκεται εντός τους. Έτσι, τόσο το Parks and Recreation όσο και τα διάδοχα Brooklyn Nine-Nine, The Good Place και Rutherford Falls (που μόλις κυκλοφόρησε) αποτελούν όλα τους στην πραγματικότητα workplace sitcoms, ακόμα κι αν κάποια το κάνουν συγκαλυμμένα όπως το The Good Place (και γι’ αυτό είναι τόσο τζίνιους σειρά άλλωστε). Μ’ αυτήν την έννοια, οι σειρές του Schur επιχειρούν να μετατρέψουν την αμερικάνικη ιδεολογία και ηθική της εργασίας σε μια καλοήθη κοινωνική δύναμη μέσα από την ανάδειξη των ανθρώπινων δεσμών, της συνεργασίας, της αγάπης. Σε έναν βαθμό, θα το πούμε, πρόκειται για ξέπλυμα. Αλλά, από την άλλη, ζεσταίνει τόσο πολύ την καρδούλα μας ρε γαμώτο.

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε το γεγονός πως το βρετανικό The Office ακολούθησαν άλλες βρετανικές κωμωδίες εργασιακού χώρου που ήταν πολύ πιο αιχμηρές και κυνικές από αυτές που γέννησε η επιτυχία του αμερικάνικου The Office, εστιάζοντας περισσότερο στα δομικά αδιέξοδα και την απουσία νοήματος που συνδέεται με την σύγχρονη εργασία. Με άλλα λόγια, μιλάμε για σειρές που, σε τελική ανάλυση, ήταν πιο ευθέως κριτικές προς την εργασία και τους εργασιακούς χώρους που αναπαριστούσαν. Η γκάμα είναι αρκετά μεγάλη και περιλαμβάνει μπόλικα τηλεοπτικά διαμάντια των 00s, από το Green Wing και το Black Books, μέχρι το The IT Crowd, το Garth Marenghi’s Darkplace, το Nathan Barley, το Extras και το The Thick of It, μεταξύ άλλων. Εξάλλου, μιλάμε για μια κωμική τηλεοπτική παράδοση που είχε πίσω της ένα Fawlty Towers, ένα Yes Minister κι ένα Alan Partridge. Παρόλα αυτά, η αμερικάνικη τηλεόραση αποδείχτηκε στα 00s και τα 10s εξαιρετικά φιλόξενη προς τα διάφορα είδη workplace κωμωδίας και την πολλαπλότητα της εμπειρίας εντός τους. Κάποιες φορές το έκανε με εντελώς συντηρητικό τρόπο, άλλες με αρκετά ριζοσπαστικό. Κάποιες φορές αυτές οι κωμωδίες ήταν εντυπωσιακά ρεαλιστικές και επεξεργασμένες ως προς την απεικόνιση των εργασιακών χώρων, άλλες φλερτάρανε ανοιχτά είτε με την κοινοτοπία είτε με την φαντασίωση.

Κάποιες τέτοιες σειρές συνυπήρξαν με το αμερικάνικο The Office και ενίοτε κατάφεραν να το κοιτάξουν κατάματα, όπως το Scrubs, το 30 Rock και, κυρίως, το εντυπωσιακά ανθεκτικό και ποιοτικά σταθερό It’s Always Sunny in Philadelphia. Ταυτόχρονα, είδαμε σειρές που ήταν ποιοτικές (και αρκετά radical μάλιστα) αλλά κόπηκαν νωρίς και άδοξα, όπως το Better Off Ted και το Party Down. Την ίδια περίοδο χοντρικά είδαμε να ξεπηδούν και animated workplace sitcoms, όπως το Clerks, το Archer και το Bob’s Burgers, ενώ είχαμε την χαρά να δούμε και μια σπάνια πετυχημένη μεταφορά αγγλικής σειράς στην αμερικάνικη τηλεόραση με το Veep (ίσως γιατί το έκανε ο ίδιος ο δημιουργός του The Thick of It, δηλαδή ο Armando Iannucci) αλλά και το αμερικάνικο sitcom να μεταναστεύει στην Αγγλία με το Ted Lasso. Παράλληλα υπάρχει και μια στροφή προς πιο weird εργασιακά περιβάλλοντα τα τελευταία χρόνια, όπως το μυθολογικό Miracle Workers, τα (δυστυχώς ψιλοαπογοητευτικά) διαστημικά Space Force, Avenue 5 και Moonbase 8. Τέλος, μια πολύ ενδιαφέρουσα τάση είναι η ανάδειξη νέων βιομηχανιών και νέων χώρων εργασίας που συνδέονται με τον υπερ-καπιταλισμό της ταχύτητας και της τεχνολογίας, όπως έκανε το Workaholics με το telemarketing, το Superstore με τα big-box stores, το Silicon Valley με την ψηφιακή τεχνολογία και το Mythic Quest με τη βιομηχανία του gaming. Αυτό το τελευταίο παρεμπιπτόντως ήταν κι η αφορμή για να κάνουμε αυτό το αφιέρωμα, μιας κι η εκπληκτική σειρά των δημιουργών του It’s Always Sunny in Philadelphia βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην δεύτερη σεζόν της στο Apple TV.

Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο αξίζει να επιστήσουμε την προσοχή μας στο Mythic Quest είναι επίσης το ότι πρόκειται για μια σειρά που κατάφερε να ενσωματώσει εντυπωσιακά καλά το βίωμα της πανδημίας του covid, του social distancing, της remote εργασίας και των Zoom meetings σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον καραντινικό special επεισόδιο. Η αλήθεια είναι πως η πανδημία κι η διαχείρισή της άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία πολλών τέτοιων εργασιακών χώρων, διαταράσσοντας εν πολλοίς την ζωή αυτών των ανθρώπινων μικρο-οικοσυστημάτων. Ο φόβος της ασθένειας, τα μέτρα προστασίας, η επιβολή της τηλεργασίας, η αβεβαιότητα για το μέλλον – όλα αυτά έπληξαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικότητα της εργασίας που βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο των workplace sitcoms. Μ’ αυτήν την έννοια, είναι σημαντική η πρώιμη επεξεργασία αυτών των ζητημάτων από το Mythic Quest, ακόμα κι αν ήταν μόνο για ένα επεισόδιο, αφού πρόκειται για ζητήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πρέπει να αγγίξουν τέτοιες σειρές στο επόμενο διάστημα, αν θέλουν τουλάχιστον να συνεχίσουν να παραμένουν πιστές σε ένα μέρος της πραγματικής εργασιακής μας εμπειρίας, ακόμα κι αν η ενστικτώδης επιθυμία μας είναι να προσποιηθούμε ότι όλα αυτά θα ανήκουν ως δια μαγείας στο παρελθόν από τη μία στιγμή στην άλλη. Όλα αυτά, για παράδειγμα, δείχνει να τα γνωρίζει καλά ο Dan Goor, σεναριογράφος του Parks and Recreation και συνδημιουργός του Brooklyn Nine-Nine, μιλώντας πρόσφατα για τις workplace κωμωδίες στην εποχή του covid.

Μέσα σε όλον αυτόν τον τηλεοπτικό πλούτο, αν θέλουμε να τον αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον κάπως κριτικά, θα εντοπίζαμε μια βασική αντινομία που διαπερνά τα περισσότερα sitcoms εργασιακού χώρου. Από τη μία πλευρά, στο μεγαλύτερο μέρος τους επιβεβαιώνουν την κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία για την εργασία, γεγονός που ερμηνεύει την δυνατότητά τους να παράγονται και να επιβιώνουν μέσα στην σύγχρονη μαζική κουλτούρα. Από την άλλη, αμφισβητούν με χιουμοριστικό τρόπο κάποιες σημαντικές πτυχές της εργασίας στον καπιταλισμό, γεγονός που κάνει τόσους και τόσες από εμάς να ταυτιζόμαστε μαζί τους ακριβώς επειδή μιλάνε στην καθημερινή μας εμπειρία. Τι είναι αυτό που λείπει; Πολλές τέτοιες σειρές αποτυπώνουν γλαφυρά την αλλοτρίωση από την εργασία σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο, αλλά συνήθως δεν καταφέρνουν να κάνουν το ίδιο για την εκμετάλλευση της εργασίας σε συλλογικό επίπεδο. Πολύ σπάνια θα δούμε ξεκάθαρες αναπαραστάσεις της ταξικής σύγκρουσης, αυθόρμητης ή οργανωμένης. Τέτοιες σειρές αναπαριστούν τους περισσότερους εργασιακούς χώρους ως περιβάλλοντα όπου οι σχέσεις κι οι εντάσεις είναι ατομικές και ανταποκρίνονται στα πραγματικά προβλήματα της καθημερινής αλλοτρίωσης, αλλά σχεδόν ποτέ δεν αναπαριστούν σχέσεις ανάμεσα σε τάξεις ή βαθύτερες δομικές αδικίες και ανισότητες. Η δομική εκμετάλλευση που είναι σύμφυτη με την εργασία στον καπιταλισμό είναι είτε εντελώς απούσα είτε στο μακρινό backround. Έτσι, ενώ η εμπειρία του εργασιακού χώρου γίνεται ρεαλιστική, η βαθύτερη ιδεολογία και δομή του παραμένει λίγο-πολύ ανέγγιχτη.

Θα έπρεπε, άραγε, σώνει και ντε, τέτοιες σειρές να επιτεθούν ανοιχτά σ’ αυτήν την ιδεολογία και δομή; Όχι απαραίτητα. Βασικά, μάλλον δεν θα μπορούσαν να το κάνουν κιόλας, αν και η μαζική κουλτούρα του καπιταλισμού δεν διστάζει καθόλου να αγκαλιάσει την ίδια του την αμφισβήτηση έτσι ώστε να την ενσωματώσει και να την αφοπλίσει με ειρωνικό/meta τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, αν έκαναν κάτι τέτοιο, ενδέχεται να σταματούσαν να είναι τόσο αστείες και να γίνονταν διδακτικές, ηθικόλογες, ξενέρωτες. Αν το έκαναν και παρέμεναν αστείες, όμως, τότε αυτό θα ήταν μια ιδιαιτέρως ευχάριστη εξέλιξη – για την κωμωδία, για την εργατική τάξη, για την ανθρωπότητα. Ψύχραιμα πάντα.

Best of internet