Quantcast

Από το The Office μέχρι το The Good Place, ο Michael Schur φτιάχνει τηλεοπτικά happy places

Κι όλοι κατά βάθος θέλουμε να ζήσουμε για πάντα μέσα σ’ αυτά

Υπάρχει στην αμερικανική τηλεόραση ένα πράγμα που έχει γίνει πραγματικά άνω-κάτω τα τελευταία 10-15 χρόνια, αλλά με την καλή έννοια. Αυτό το πράγμα είναι το sitcom. Ξέρετε, το παλιό, καλό, παραδοσιακό sitcom με το laugh-track του, με το multiple camera setup του, με την ολοκλήρωση της ιστορίας στο τέλος του επεισοδίου και με τα όλα του. Ε, αυτό το sitcom δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον όχι όπως το ξέραμε. Για πολλές δεκαετίες, όμως, το παραδοσιακό sitcom ήταν μια από τις μεγαλύτερες σταθερές της ψυχαγωγικής αμερικάνικης τηλεόρασης, δίπλα στα late night shows και τα game shows. Από πολλές απόψεις, τα sitcoms ήταν η ιδανική και κατεξοχήν τηλεοπτική συντροφιά για τις μάζες. Καθορίζοντας τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές των 50s και των 60s με σειρές σαν το I Love Lucy, το Honeymooners, το Dick Van Dyke Show και το Andy Griffith Show, τα αμερικάνικα sitcoms βρέθηκαν στην καρδιά της εποχής της μαζικής τηλεόρασης, της μαζικής απασχόλησης, της μαζικής κατανάλωσης, της μαζικής κουλτούρας. Βέβαια, αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε στις επόμενες δεκαετίες με υπερ-πετυχημένα sitcoms που κράταγαν συντροφιά στην Αμερική, όπως το Mary Tyler Moore Show, το All in the Family και το Cheers, μεταξύ πολλών άλλων. Ήταν μήπως αυτές οι σειρές στην πρωτοπορία της κωμωδίας της εποχής τους; Μπα, μάλλον στην οπισθοφυλακή της. Ήταν μεν μεγάλο φυτώριο ηθοποιών και σεναριογράφων, αλλά το τηλεοπτικό πεδίο της εποχής ήταν υπερβολικά safe και συντηρητικό, κινούμενο μεταξύ προπαγάνδας και ηθοπλασίας, στοχεύοντας περισσότερο σε ένα βιομηχανικό προϊόν που να απευθύνεται σ’ αυτό που θεωρούταν ότι είναι ο «αμερικάνικος μέσος όρος». Σε μεγάλο βαθμό, το βάθος και η φιλοδοξία έλειπε από τα αμερικάνικα sitcoms, μέχρι που ήρθε το Seinfeld.

Ουσιαστικά, οι Jerry Seinfeld και Larry David εγκαινιάζουν την auteur εκδοχή του sitcom, με την κωμωδία τους να είναι ταυτόχρονα αρκετά περιπετειώδης/meta/πρωτοποριακή για την αμερικάνικη τηλεόραση αλλά και αρκετά μαζικο-λαϊκή και προσβάσιμη ώστε να αντανακλά την εποχή της και να μαγνητίζει το κοινό της. Όχι ότι δεν υπήρχαν πρόδρομοι του Seinfeld. Υπήρχαν sitcoms φιλόδοξα και πρωτοπόρα που προηγήθηκαν, όπως το M*A*S*H και το Cosby Show, αλλά όλα επιταχύνθηκαν σε τεράστιο βαθμό μετά την είσοδο και την επιτυχία του Seinfeld. Πλέον, το sitcom έχει έναν διπλό χαρακτήρα: εκδηλώνει ταυτόχρονα τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και τις πρωτοπόρες τάσεις της τηλεοπτικής κωμωδίας. Σε όλα τα 90s και μέχρι τα μέσα των 00s διαγράφεται μια διπλή διαδρομή όπου οι πιο safe επιλογές συνυπάρχουν με τις πιο καινοτόμες ιδέες. Για κάθε Friends, υπάρχει ένα Frasier. Για κάθε The Nanny, υπάρχει ένα Will & Grace. Για κάθε Two Guys and a Girl υπάρχει ένα Curb Your Enthusiasm. Για κάθε Two and a Half Men, υπάρχει ένα Arrested Development. Για κάθε How I Met Your Mother, υπάρχει ένα It’s Always Sunny in Philadelphia. Για κάθε Big Bang Theory, υπάρχει ένα 30 Rock. Και καθώς ήδη από τα μέσα του ’00 η αμερικάνικη τηλεόραση πέρναγε στην ώριμο golden era της, είχε έρθει ο καιρός για να αρχίσει να γέρνει η πλάστιγγα προς την μεριά του νέου sitcom πνεύματος που όσο πέρναγε ο καιρός προσπαθούσε να απομακρυνθεί από την εντελώς ασφαλή και basic κωμωδία.

Κι έρχεται το The Office, και αλλάζει τα πάντα. Ως γνωστόν, το αμερικάνικο The Office ήρθε σαν remake της ομώνυμης σειράς των Ricky Gervais και Stephen Merchant για το BBC, αλλά το αποτέλεσμα ήταν εν τέλει κάτι πολύ διαφορετικό. Προσομοιώνοντας το ύφος της βρετανικής σειράς, το αμερικάνικο The Office κρατάει το mockumentary στυλ (το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει μεγάλη ιστορία από πίσω του στο αμερικάνικο σινεμά), επιλέγει ένα single-camera setup, διώχνει το studio audience και το laugh track. Όλα αυτά είχαν ξαναγίνει, ναι, αλλά η επιτυχία του The Office τα μετέτρεψε από εξαίρεση σε κανόνα για το μακροπρόθεσμο μέλλον του αμερικάνικου sitcom. Η διαφορά με την βρετανική εκδοχή, όμως, προκύπτει μέσα από το γράψιμο και το ύφος της σειράς. Καθώς ο David Brent του Ricky Gervais μεταμορφώθηκε στον Michael Scott του Steve Carrell, το κυνικό και νιχιλιστικό βρετανικό sitcom μετατρέπεται σε κάτι πιο ειλικρινές, τρυφερό, wholesome. Η cringe κωμωδία δεν αποπνέει πια την αίσθηση της απόλυτης ματαιότητας, δεν σε οδηγεί στο να χάσεις εντελώς την πίστη σου στην ανθρώπινη επικοινωνία. Αντίθετα, το αμερικάνικο The Office παίρνει την κοινωνική αμηχανία και την μετατρέπει σε κάτι εύθραυστο και sympethetic. Κάτι που δεν μπορείς να το κοιτάς γιατί είναι αμήχανο, αλλά την ίδια ώρα θέλεις να το πάρεις αγκαλιά. Στο τιμόνι του αμερικάνικου The Office, λοιπόν, βρισκόταν ένας έμπειρος σεναριογράφος της κωμωδίας με το όνομα Greg Daniels, ο οποίος είχε δουλέψει για χρόνια στα Saturday Night Live, King of the Hill και The Simpsons. Δίπλα του βρισκόταν κι ένας πιτσιρικάς που είχε συνεργαστεί μαζί του στο SNL. Ήταν ο Michael Schur.

Από εκεί και μετά, όλα άρχισαν να μοιάζουν πλέον με το The Office. Το 30 Rock ήταν σαν ένα The Office, αλλά στην τηλεόραση. Το Community ήταν σαν ένα The Office, αλλά στο πανεπιστήμιο. Το Modern Family ήταν σαν ένα The Office, αλλά στην οικογένεια. Το Silicon Valley ήταν σαν ένα The Office, αλλά στο, εχμ, Silicon Valley. Είτε ήταν καλύτερα ως sitcoms είτε ήταν χειρότερα, όλα αυτά πλέον έφεραν πάνω τους στον έναν ή τον άλλο βαθμό και το στίγμα της επιτυχίας της σειράς του Daniels και του Schur. Δεν ήμασταν παρόντες, αλλά εικάζουμε ότι τα μισά pitches κωμωδιών στην αμερικάνικη τηλεόραση θα ήταν πλέον κάτι σαν “ένα The Office αλλά σε _____”. Το premise, το στήσιμο, το στυλ και η οπτική ταυτότητα έγιναν τελείως επιδραστικά. Μαζί μ’ αυτά, όμως, έγινε πλήρως επιδραστικό και το περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο ήταν πλέον πιο πολύπλοκο. Ήταν ειρωνικό και meta, αλλά δεν είχε πια τον κυνισμό των 90s. Ήταν πιο ευαίσθητο και ειλικρινές. Μπορεί να γινόταν ξαφνικά πολύ βαθύ ή σκοτεινό, αλλά δεν προσπαθούσε να γίνει edgy. Είχε μια προσωπική φωνή κι ένα προσωπικό ύφος, αλλά πρωτίστως προσανατολιζόταν στην σχέση και την κοινότητα. Κατά μία έννοια, ο πρώτος που το τελειοποίησε σαν στυλ ήταν ο ίδιος ο Michael Schur στην πρώτη σειρά που έφτιαξε στην μετά-Office εποχή, ξανά με τον Greg Daniels. Ήταν την άνοιξη του 2009 κι ήταν το Parks and Recreation, μιας από τις καλύτερες σειρές αυτής της δεκαετίας, αν μας ρωτάτε. Και στα καπάκια, αποδεικνύοντας πως είναι πλέον ασταμάτητος, έφτιαξε το Brooklyn Nine-Nine το 2013 μαζί με τον Dan Goor, σεναριογράφο της προηγούμενης σειράς του. Πλέον, δεν είχε γίνει μόνο ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους δημιουργούς sitcoms στην αμερικάνικη τηλεόραση, αλλά ήταν και μια φαινομενικά ανεξάντλητη πηγή κωμωδίας.

Μόλις τρία χρόνια μετά το Brooklyn Nine-Nine, το 2016, ο Schur επιχειρεί την πρώτη του υπέρβαση. Για πρώτη φορά αναπτύσσει μια σειρά μόνος του, και το αποτέλεσμα είναι το The Good Place. Βαθαίνει το περιεχόμενό του, δοκιμάζει κάτι fantasy και high-concept, δίνει έντονο υπαρξιακό τόνο στην ιστορία και τους χαρακτήρες του. Το αποτέλεσμα είναι κάτι πολύ παράξενο για τα δεδομένα των sitcoms στα οποία ήμασταν συνηθισμένοι. Το The Good Place, αυτή η θρησκευτικο-φιλοσοφική και φανταχτερή pop κωμωδία, ήταν κάτι απαιτητικό και ανάλαφρο μαζί, κάτι βαθύ και αφελές την ίδια στιγμή. Σαν θεατής, ένιωθες ότι είναι ταυτόχρονα challenging και comforting απέναντί σου – κι αυτό είναι μια τεράστια επιτυχία εκ μέρους της σειράς. Κάνοντας την φιλοσοφία και την μετά θάνατον ζωή ξανά cool, το The Good Place ήταν ένα wholesome πράγμα που δούλεψε στην εντέλεια. Ήταν γλυκό χωρίς να γίνεται γλυκερό, ήταν προοδευτικό χωρίς να γίνεται διδακτικίστικο, είχε πετυχημένο χιούμορ και πετυχημένες ερμηνείες – έναν συνδυασμό που μοιάζει απλός αλλά είναι τρομακτικά δύσκολος και εύθραυστος. Και τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η σειρά βρίσκεται στην τέταρτη και τελευταία σεζόν της. Και εμείς την περιμένουμε να τελειώσει, κάτι που θα γίνει τον ερχόμενο Ιανουάριο.

Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να εξετάσουμε το εξής ερώτημα. Τι χαρακτηρίζει τον Michael Schur ως δημιουργό; Τι είδους φλέβα έχει χτυπήσει; Τι μας δίνει που μας αρέσει τόσο πολύ; Σε ένα πρώτο επίπεδο, η συνταγή του είναι πολύ προφανής. Διαλέγει παραδοσιακά συντηρητικά settings και τους δίνει ένα ελπιδοφόρο προοδευτικό twist, κατέχει βαθιά την ειρωνεία αλλά τον ενδιαφέρει περισσότερο η ανθρωπιά και το συναίσθημα. Διάφοροι κριτικοί και fans έχουν πειραματιστεί με το πώς να ονομάσουν αυτό το ιδιαίτερο sitcom ύφος, προτείνοντας τους όρους nicecore, cutecom ή comfort comedy. Πράγματι, είναι πετυχημένοι όροι και πιάνουν εύστοχα τον πυρήνα της κωμωδίας του Schur. Ενώ πολλοί επαγγελματίες της κωμωδίας τείνουν να γίνονται πιο πικρόχολοι, κυνικοί ή edgy όσο περνάνε τα χρόνια, το τηλεοπτικό χιούμορ του Schur μοιάζει να χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από καλοσύνη αλλά χωρίς να χάνει τίποτα από την γοητεία του. Δεν είναι απαραίτητα κάτι που σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι. Μερικές φορές μπορεί να μην γελάσεις καν. Αλλά είναι κάτι που το θέλεις να είναι δίπλα σου και γύρω σου. Είναι ένα happy place με την στενή έννοια. Χαίρεσαι που είναι εκεί, χαίρεσαι που είσαι κι εσύ εκεί. Κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τα μεγάλα κεφάλια της αμερικάνικης τηλεόρασης και δεν πρόκειται να τον αφήσουν να πάει πουθενά για πολλά χρόνια ακόμα, προσφέροντάς του συμβόλαια που ήταν απλησίαστα για δημιουργούς sitcoms του πρόσφατου παρελθόντος.

Οι σειρές του Schur, λοιπόν, είναι happy places κι είναι ταυτόχρονα safe spaces με έναν παράξενο τρόπο. Όπως είπαμε και πριν, σε όλες τις σειρές του παίρνει θεσμούς-θεμέλια του καπιταλιστικού πολιτισμού (και συνήθως σύμβολα του πολιτικού και κοινωνικού συντηρητισμού) και περπατάει πολύ άνετα πάνω στην λεπτή γραμμή που χωρίζει το ξέπλυμα και την κριτική. Στο The Office έχουμε την επιχειρηματική κουλτούρα. Στο Parks and Recreation έχουμε την πολιτική εξουσία και γραφειοκρατία. Στο Brooklyn Nine-Nine έχουμε την αστυνομία, χελλόου. Στο The Good Place έχουμε την θρησκεία και την ζωή μετά θάνατον. Μέσα σε αυτούς τους παραδοσιακούς θεσμούς και ιδέες, λοιπόν, φτιάχνει safe spaces γεμάτα αγάπη και καλοσύνη. Τους ασκεί μήπως κάποια θεσμική ή δομική κριτική; Μπα. Όπου εμφανίζεται κάποια κριτική στον κοινωνικό ρόλο των ηρώων του και των δομών που εκπροσωπούν, ο Schur γίνεται μάλλον απλά μετριοπαθής. Χωρίς να τους ασκεί κάποια ευθεία ή συνεκτική κριτική, ο Schur μοιάζει απλά να παίρνει ένα μαγικό ραβδί και να κάνει φωτεινούς αυτούς τους κόσμους. Τι είναι αυτό; Είναι παράδοξος cute συντηρητισμός ή αθώο προοδευτικό escapism; Ερώτημα.

Δεν λέω ότι είναι εύκολο ερώτημα. Κι εγώ το σκέφτομαι, προσπαθώντας παράλληλα να επεξεργαστώ την δεύτερη εκδοχή, γιατί είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα. Κατά μία έννοια, το escapism της οθόνης (κυρίως της μεγάλης) είναι συνώνυμο με την ίδια την μαζική κουλτούρα της Αμερικής από τον μεσοπόλεμο κι έπειτα – κι από τον Β’ ΠΠ και μετά γίνεται επίσης μια γιγάντια βιομηχανία. Για να λειτουργήσει αυτό το παλιό είδος escapism, όντας βασισμένο σε απίστευτες ιστορίες και larger-than-life ανθρώπους, προϋπέθετε λίγο-πολύ ότι οι θεατές επιθυμούν κατά βάθος να ξεφύγουν από μια ευθεία, σταθερή και ξενέρωτη ζωή – μια ζωή που σου προσφέρει έναν ρόλο και μια σταθερότητα, αλλά δεν σε αφήνει να πραγματώσεις τις δυνατότητες και τις επιθυμίες σου. Αντ’ αυτού, ζεις μέσα από τις ιστορίες, τις μεγάλες ιστορίες με ένταση και φυγή και φαντασία. Σήμερα, ο κόσμος είναι ένα πολύ παράξενο και ασταθές μέρος. Η ανάγκη φυγής και escapism είναι ακόμα τεράστια, αλλά όχι απαραίτητα προς τα εμπρός, προς τα έξω ή προς τα πάνω. Για ένα μεγάλο μέρος της millennial γενιάς, είναι ένα escapism ενδοσκοπικό και χαμηλόφωνο, ένα escapism προς τα μέσα. Προς ένα good place ασφάλειας, προστασίας, σταθερότητας, επικοινωνίας, συντροφιάς. Γιατί το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον κι η τεχνολογικά ενισχυμένη αλλοτρίωση του ύστερου καπιταλισμού του 21ου αιώνα προσφέρει μόνο αστάθεια, αβεβαιότητα, τοξικότητα, μοναξιά, κυνισμό, μηδενισμό – πολύ πόνο, λίγο νόημα. Πρόκειται για ένα micro-escapism προς την ανθρωπιά με εργαλείο την γλυκύτητα και την ειλικρίνεια. Σε μια μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του, ο Schur μιλάει για τον συγγραφέα David Foster Wallace που συνόψισε αυτήν την ανάγκη ως μια τάση προς το New Sincerity. Εκεί ο Schur λέει το εξής: «There’s a David Foster Wallace quote that I think about a lot [where] he says, “Novels are about what it means to be a fucking human being.” It’s a great quote because the curse is very meaningful».

Τέτοιου είδους, λοιπόν, είναι το escapism που προσφέρει ο Schur. Είναι ένα τελειοποιημένο micro-escapism της καθημερινότητας. Αυτό το micro-escapism αγγίζει συνθήκες κοντινές με αυτές που ζούμε, μέσα σε θεσμούς και κοινωνικά περιβάλλοντα που μας ταλαιπωρούν, που είναι η πηγή της δικής μας αλλοτρίωσης, δυστυχίας, ανασφάλειας. Στην πράξη, όμως, αυτό το escapism είναι εξίσου μεγάλο και κρίσιμο με το χολιγουντιανό, ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αν με ρώταγε κάποιος αν πιστεύω ότι αυτός πρέπει να είναι ο σκοπός της κωμωδίας, θα έλεγα όχι. Θα έλεγα ότι η κωμωδία θέλω να είναι αμφισβητησιακή, αποσταθεροποιητική, βλάσφημη, να πηγάζει από το σκοτάδι και να το μετατρέπει σε απελευθερωτική έκρηξη γέλιου, να αιφνιδιάζει, να παραβαίνει τα όρια, να είναι γενναία αλλά και υπεύθυνη, να σαμποτάρει και να αποδομεί την ίδια της την γλώσσα, να είναι βαθιά προσωπική αλλά να ψάχνει το καθολικό, να συγκρούεται με την εξουσία, να εξυψώνει το άτομο και την κοινότητα μαζί. Ακούγονται βαρύγδουπα όλα αυτά, αλλά υπάρχουν, είναι πραγματικά και απτά. Σε έναν βαθμό, τα έχει και ο Schur. Περισσότερο, όμως, ή δική του κωμωδία είναι ανακουφιστική και καταπραϋντική, καθησυχαστική με την πιο βαθιά έννοια. Η κωμωδία του, λοιπόν, είναι κάτι που έχουμε συναισθηματικά ανάγκη σε έναν τόσο περίπλοκο και επιθετικοποιημένο κόσμο σαν αυτόν. Θέλω να νιώθω όλα τα παραπάνω, τα φιλόδοξα και τα βαρύγδουπα, αλλά θέλω να νιώθω και όμορφα. Τα sitcoms του Michael Schur με κάνουν να νιώθω όμορφα.

Best of internet