Quantcast

Πώς το Stranger Things ξεπέρασε την τηλεόραση κι έγινε παγκόσμιο πολιτιστικό event

Μετά από έναν χρόνο αναμονής, η δεύτερη σεζόν της αγαπημένης σειράς επιστρέφει ισορροπώντας μεταξύ επανάληψης και αυθεντικότητας

Ας ξεκινήσουμε ως εξής: μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο μπορούν να συμβούν πολλά πράγματα – ενδιαφέροντα και αδιάφορα, ευχάριστα και δυσάρεστα, σημαντικά και ασήμαντα. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, συγκεκριμένα, ήταν αυτό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η παγκόσμιας κλίμακας πυκνή και μανιασμένη παρακολούθηση (κατά τον τρόπο που συνηθίζει να την παρέχει το Netflix) της δεύτερης σεζόν του Stranger Things. Αν για μας ήταν το απόλυτο high point του διημέρου, τότε αυτό σίγουρα λέει αρκετά πράγματα για το δικό μας Σαββατοκύριακο, αλλά λέει ακόμα περισσότερα για το ίδιο το Stranger Things: περισσότερο από απλώς μια τηλεοπτική σειρά, είναι πλέον ένα μεγάλο πολιτιστικό event.

Κάθε προσπάθεια να αναλύσουμε τι συμβαίνει μέσα στο Stranger Things είναι ταυτόχρονα και μια πρόκληση να εξετάσουμε τι είναι αυτό που συμβαίνει γύρω του. Πιο συγκεκριμένα, να ερμηνεύσουμε την απίστευτη επιτυχία του. Προφανώς, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει με απλοϊκό τρόπο. Ναι, το Stranger Things είναι μια επιτυχημένη σειρά – όπως και πολλές ακόμα. Παρ’ όλα αυτά, είναι και κάτι που έχει στοιχεία μοναδικότητας. Για να λειτουργήσει αυτή η μοναδικότητα του Stranger Things – για να καταφέρει να γίνει τόσο μεγάλο σημείο αναφοράς της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας – χρειάστηκε να υπάρξει μια συνεργία κάποιων παραγόντων που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο πολιτιστικό περιβάλλον. Πρώτον, έχουμε φυσικά την κινητήρια δύναμη της pop νοσταλγίας, το κατεξοχήν νόμισμα που εξαργυρώνει η κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία στην γιγάντια αγορά των θεαμάτων. Δεύτερον, έχουμε την μαζικοποίηση της nerd κουλτούρας, καθώς η παραγωγή superhero, sci-fi, fantasy κ.ά. τίτλων έχει μάλλον ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Τρίτον, έχουμε την de facto πραγματικότητα της χρυσής εποχής που διανύει η αμερικάνικη τηλεόραση, τόσο από πλευράς ποικιλίας και ποσότητας, όσο και από την σκοπιά της ποιότητας και του βάθους.

Κατά έναν τρόπο, όλα αυτά τα (προφανή) στοιχεία λειτουργούν ως προϋποθέσεις του Stranger Things, και ταυτόχρονα το Stranger Things λειτουργεί ως επιστέγασμά τους – ως εκρηκτική επιβεβαίωσή τους. Βέβαια, από μόνα τους δεν επαρκούν ώστε να εξηγήσουν την μοναδικότητά του. Για την ακρίβεια, η μοναδική θέση που έχει πια το Stranger Things στην λαϊκή κουλτούρα μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: ότι σχεδόν τίποτα μέσα στο Stranger Things δεν είναι πραγματικά μοναδικό. Πράγματι, η ζεστασιά της νοσταλγίας και της οικειότητας προς τα σημεία αναφοράς των 80s (πράγματα που έχουν χαράξει τα παιδικά βιώματα πάρα πολλών από τους σημερινούς θεατές της σειράς) αδυνατούν να κρύψουν το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα συστατικά του Stranger Things δεν αποτελούν στοιχεία πρωτοτυπίας, αλλά μάλλον κλασικά και δοκιμασμένα στερεότυπα – τόσο αφηγηματικά όσο και αισθητικά. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που κρύβει η σειρά. Ίσα-ίσα, εφιστά συνεχώς την προσοχή μας πάνω στις επιρροές και τις αναφορές της – από τον E.T. και τα Goonies μέχρι το Stand By Me και το IT, και αμέτρητα, αμέτρητα ακόμα πράγματα. Τα κεντρικά μοτίβα της παιδικής παρέας των outcasts, της επιβεβαίωσης και της απώλειας της αθωότητας, της θαυμαστής nerdy περιπέτειας και της θριαμβευτικής νίκης των losers είναι πράγματα γνωστά και καταχωρημένα στο συλλογικό πολιτιστικό ασυνείδητο εδώ και κάποιες δεκαετίες.

Πώς προκύπτει λοιπόν η μοναδικότητα και η επιτυχία του Stranger Things; Αλίμονο αν ήταν αυτονόητη. Μέσα στην τρέχουσα δεκαετία έχουμε δεί πολλά πράγματα που προσπάθησαν να κεφαλαιοποιήσουν το κλίμα pop νοσταλγίας και nerd αναβίωσης και απέτυχαν παταγωδώς – τόσο ποιοτικά όσο και εμπορικά. Η απλή και σύντομη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι το Stranger Things κάνει τέλεια αυτό που κάνει – είναι η τελειότερη εκδοχή αυτής της δυναμικής. Αφενός, πρόκειται για την πληρέστερη και πιο self-aware παραλλαγή της μυθολογίας απ’ την οποία αντλεί τα στοιχεία της. Αγκαλιάζει το σύνολο των παιδικών 80s nerdy αναφορών και μοιάζει αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα απ’ έξω. Παράλληλα όμως, το κάνει με αξιοσημείωτο θαυμασμό και ενθουσιασμό, ούτε κυνικά ούτε ειρωνικά – κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό ώστε να καταφέρει να μας πείσει. Αφετέρου, μας κέρδισε σε κάτι ταυτόχρονα απλό και δύσκολο: τους χαρακτήρες. Όχι με την ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη συγγραφή τους, την πολυπλοκότητά τους ή την απομάκρυνσή τους από τα στερεότυπα του είδους, αλλά σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο: στην συναισθηματική επένδυση. Μας έκανε να τους συμπαθήσουμε ή να τους αντιπαθήσουμε πραγματικά μέσα στην απλότητα της ανάπτυξής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Stranger Things πετυχαίνει κάτι κρίσιμο για έναν τίτλο που βασίζεται τόσο έντονα στη νοσταλγία και την αυτοαναφορικότητα: δεν είναι τόσο τα 80s ο φακός μέσα απ’ τον οποίο βλέπουμε τη σειρά, αλλά, αντίθετα, η σειρά γίνεται πλέον ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε τα 80s. Αυτή είναι, ίσως, η πηγή της μοναδικότητας του Stranger Things, κι η πρόκληση είναι ο φακός αυτός να γίνει όλο και πιο ευρυγώνιος – να συλλάβει ένα όλο και μεγαλύτερο οπτικό πεδίο.

Υπήρχε, λοιπόν, ένα δύσκολο καθήκον για την δεύτερη σεζόν του Stranger Things. Η σειρά κλήθηκε να καταφέρει να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως συνέχεια της αφήγησης και ως συνέχεια της μυθολογίας της – ως συνέχεια της ιστορίας που αφηγείται και του πολιτιστικού event που αποτέλεσε. Καθώς οι μικροί πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μεγαλώνουν, ανοίγει και η βεντάλια των ζητημάτων με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι. Οι δύο βάρκες στις οποίες πατάει η σειρά συνεχίζουν να είναι εκεί. Από την μία πλευρά, η λαϊκή-παιδική sci-fi/horror προσέγγιση των Steven και Stephen (Spielberg και King, φυσικά). Από την άλλη, η pop κοινωνιολογία των εφηβικών ταινιών του John Hughes (Sixteen Candles, Breakfast Club, Weird Science και τα σχετικά). Παράλληλα όμως, η δεύτερη σεζόν επιχειρεί να κινηθεί και σε λίγο πιο σκοτεινά ή ώριμα μονοπάτια, δίνοντας περισσότερη έμφαση στις ενδο-οικογενειακές δυναμικές που αναπτύσσονται και στην απεικόνιση της παιδικότητας όχι αποκλειστικά ως εργαλείο της πλοκής αλλά όλο και περισσότερο ως κοσμοθεώρηση, ως τρόπο να ανήκεις και να εξερευνείς τον κόσμο. Στις πιο λαμπρές στιγμές της, το καταφέρνει, σε αφηγηματικό επίπεδο, θυμίζοντας κάπου-κάπου το Donnie Darko ή το Freaks & Geeks, δηλαδή διατηρώντας τη νοσταλγία για την παιδικότητα των 80s αλλά χωρίς να την περνάει από ένα στενά ρομαντικό πρίσμα. Ταυτόχρονα, σε αισθητικό επίπεδο, η ατμόσφαιρα γίνεται κάπως πιο απειλητική, πηγαίνοντας κοντύτερα σε μια 80s pop εκδοχή του Carpenter ή του Cronenberg.

Η βασικότερη απόφαση των Duffer Brothers για τη δεύτερη σεζόν είναι η απομάκρυνση της Eleven (ή Jane, πλέον) από τις εξελίξεις στο Hawkins και η αναζήτηση της μητέρας και της ταυτότητάς της. Η επιλογή αυτής της απόστασης λειτουργεί προωθητικά και για τη σειρά και για την Jane, αφού, παρά την αδιαμφιβήτητη λατρεία που ενέπνευσε στην πρώτη σεζόν, ο χαρακτήρας της δεν θα μπορούσε πια να βασιστεί στο εξωγήινο αρχέτυπο, αλλά θα έπρεπε να επιχειρηθεί η στοιχειώδης ανάπτυξή του. Παρ’ όλα αυτά, η απουσία της Jane από την παρέα του Hawkins καλύφθηκε μάλλον βιαστικά και πρόχειρα από την εισαγωγή της Mad Max, η οποία μοιάζει να βρίσκεται εκεί αποκλειστικά για να προσθέσει την ίδια δυναμική αγοροπαρεάς-κοριτσιού και να πυροδοτήσει μερικούς περιστασιακούς τσακωμούς μεταξύ των Mike, Dustin και Lucas – για να μην αναφέρουμε καν τον bully αδερφό της που ήταν μάλλον ο πιο άχρηστος και προχειρογραμμένος χαρακτήρας της σεζόν.

Δυστυχώς, παρόλο που υπάρχουν κάποιες πολύ καλές στιγμές για τους χαρακτήρες του Stranger Things σ’ αυτήν τη σεζόν (όπως η δυναμική μεταξύ Jane και Jim ως κόρη / πατέρας και η προσπάθεια επεξεργασίας του τραύματος εκ μέρους του Will), αρκετά πράγματα καταλήγουν στην στασιμότητα ή την επανάληψη. Το ερωτικό τρίγωνο Nancy-Steve-Jonathan μοιάζει ξαναζεσταμμένο, ο Will τελικά ξαναπαγιδεύεται τρόπον τινά στο Upside Down και η Joyce επιχειρεί με παρόμοιο τρόπο να ηγηθεί της απελευθέρωσής του λύνοντας μια σειρά από γρίφους, τα αγόρια πάλι τσακώνονται για ένα καινούριο κορίτσι, η Eleven πάλι σώζει την παρτίδα και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλο αυτό βέβαια, έχουμε και την κομβική Alien/Aliens κίνηση των αδερφών Duffer με την εξέλιξη του μοναδικού Demogorgon της πρώτης σεζόν σε μια στρατιά από Demodogs στην δεύτερη (κάτι που ολοκληρώνεται με το εξής υπέροχο κλείσιμο του ματιού: το casting του Paul Reiser από το Aliens).

Αυτή η αίσθηση επανάληψης που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου κύκλου Stranger Things κάνει σε μεγάλο βαθμό τη σειρά να ισορροπέι μεταξύ της πρόκλησης για οικειότητα και της πρόκλησης για συνέχεια. Στην πραγματικότητα, αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ποντάρει έντονα (και) στη νοσταλγία μας για την περσινή σεζόν και το ντόρο γύρω απ’ αυτήν, παρόλο που πέρασε μόλις ένας χρόνος. Βέβαια, η χρονική απόσταση ποτέ δεν είναι ο κρίσιμος παράγοντας για τη νοσταλγία – το βασικό συστατικό της δεν είναι η ανάμνηση των γεγονότων αλλά η ανάμνηση των συναισθημάτων. Κατ’ επέκταση, έχουμε μάλλον μια νοσταλγία στο τετράγωνο. Από τη μία πλευρά, οι αναφορές στα 80s πληθαίνουν ακόμα περισσότερο – με κάποιες να είναι πιο προφανείς, όπως το ότι η αγοροπαρέα μεταμφιέζεται σε Ghostbusters για το Halloween, και κάποιες να είναι πιο διακριτικές και πετυχημένες, όπως το casting του Sean Astin από τα Goonies. Από την άλλη, η σειρά φαίνεται να παραπέμπει στην πρώτη σεζόν, όχι μόνο ως αφήγηση, αλλά κυρίως σαν προσομοίωση της πρώτης αίσθησης επαφής με το Stranger Things, σαν διπλασιασμός των στοιχείων που το κατέστησαν πέρυσι ένα μοναδικό πολιτιστικό event.

Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να χάνουν τη σημασία τους, σε πρώτο χρόνο επισκιάζονται από το γεγονός ότι το Stranger Things 2 αποτελείται από 9 ώρες ιδιαίτερα εθιστικού, απολαυστικού και συγκινητικού τηλεοπτικού χρόνου. Η σειρά επιστρέφει αρκετά πιο καλογυρισμένη, με εξαιρετικό μοντάζ και sound design, με σταθερά πανέμορφο soundtrack και με δύο τελευταία επεισόδια που ξεπερνούν κατά πολύ την πλειοψηφία των πρόσφατων mainstream χολιγουντιανών παραγωγών σε ένταση, αγωνία και απόλαυση. Λίγο πριν φτάσουμε στο φινάλε, το Stranger Things μας προσφέρει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στιγμιότυπά του, όταν η Eleven ταξιδεύει στο Chicago προκειμένου να βρει την χαμένη “αδερφή” της, Kali, από τον καιρό που ήταν δέσμιες ως παιδιά υπό τον έλεγχο του Dr. Brenner. Εκεί, σε ένα επεισόδιο που μοιάζει με έναν pop συνδυασμό του Blade Runner και του cult διαμαντιού Repo Man (μαζί με μια υπόνοια αναφοράς στους Runaways της Marvel), η σειρά μας δίνει μια υπόσχεση για το πιθανό μέλλον της. Παρόλο που σαν subplot ξεπετιέται αρκετά γρήγορα και πρόχειρα, πρόκειται για μια κατεύθυνση που θα οδηγούσε ίσως σε μια ικανοποιητικότερη ισορροπία μεταξύ οικειότητας και πρωτοτυπίας για τη συνέχεια του Stranger Things στην τρίτη σεζόν του.

Η ιδιότητά της σειράς ως μεγάλο event δεν θα είναι για πάντα δεδομένη. Πέρα από το να αγκαλιάζει το παρελθόν – το διευρυμένο παρελθόν της ποπ κουλτούρας γενικά και το πρόσφατο δικό της συγκεκριμένα – το Stranger Things θα πρέπει να βρει επίσης καινούριους τρόπους να αγκαλιάσει και το παρόν του στο σύγχρονο πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον με δημιουργικούς και πρωτότυπους τρόπους. Ελπίζουμε, πραγματικά, να το καταφέρει.

Best of internet