Quantcast

O David Lynch και η τρίτη σεζόν του Twin Peaks

Ήταν ή δεν ήταν αριστούργημα; Ήταν περισσότερο David Lynch ή περισσότερο Twin Peaks; Έβγαζε ή δεν έβγαζε νόημα; Άξιζε ή δεν άξιζε τον κόπο; Σε ποιο έτος βρισκόμαστε;

 

H επιστροφή

Η τρίτη σεζόν του Twin Peaks ήρθε τον Μάιο του ’17 και έφυγε τον Σεπτέμβριο του ’17. Το σημαντικό είναι ότι, κατά την απειλητική δήλωση της σειράς πριν από 25 και πλέον χρόνια, συνέβη ξανά. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η επιστροφή των David Lynch και Mark Frost στον κόσμο του Twin Peaks ήταν κάτι παραπάνω από μια αναβίωση ενός τηλεοπτικού-κινηματογραφικού hip/cult franchise: ήταν ένα σημαντικό πολιτισμικό event. O David Lynch του 2017 είναι διαφορετικός από τον David Lynch του 1990 – και η τηλεόραση στην οποία επέστρεψε φέτος είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που άφησε πριν από 25 χρόνια. Βέβαια, το ίχνος του Twin Peaks – άλλοτε πιο κρυφό κι άλλοτε πιο φανερό – βρίσκεται σε ένα μεγάλο κομμάτι της τηλεοπτικής αναγέννησης που συντελείται τα τελευταία 10-15 χρόνια. Καθώς η σύγχρονη pop κουλτούρα ταλαντεύεται σαν εκκρεμές μεταξύ νοσταλγίας και αυτο-αναφορικότητας, οι προσδοκίες από μια τέτοια επιστροφή έρχονταν σ’ έναν βαθμό να ξεπεράσουν την σημερινή της κατάσταση. ΟΚ, προφανώς και θέλαμε κάτι που να δηλώνει την οικειότητα με τον κόσμο και τους χαρακτήρες του Twin Peaks, να απαντάει στα παλιά φλεγόμενα ερωτήματα. Από την άλλη, βέβαια, μάλλον θα απογοητευόμασταν αν είχαμε στα χέρια μας ένα απλό revival, ένα άθροισμα απαντήσεων ή ένα συνεχές κλείσιμο του ματιού στο πόσο επιδραστική υπήρξε η πρώτη ζωή της σειράς.

 

Στις αρχές του μήνα, το Twin Peaks: The Return ολοκληρώθηκε, με τα ερωτήματα να είναι εξίσου ανοιχτά με αυτά του 1991. Υπάρχει μια δυσκολία στο να μιλήσεις γι’ αυτήν την σεζόν. Η online κουλτούρα, κατά έναν περίεργο τρόπο, ήταν αρκετά έτοιμη στο να υποδεχτεί τον χαρακτήρα του νέου Twin Peaks. Ο ιντερνετικός σχολιασμός της σύγχρονης τηλεόρασης μοιάζει να έχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την κατανόηση ενός Lynch-ιανού τηλεοπτικού έργου. Recaps επεισοδίων για να καταλάβουμε τι συμβαίνει, κυνηγητό συνδέσεων με στοιχεία της σύγχρονης κουλτούρας ή άλλα έργα του δημιουργού, αναζήτηση easter eggs και παραπομπών, ερμηνείες και συζητήσεις πάνω στην σημασία των συμβόλων. Ακόμα κι αν, κατά γενική ομολογία, το The Return ήταν μια δύστροπη και απαιτητική σειρά 18 ωρών, θα ήταν μάλλον δύσκολο να γίνει αντικείμενο συζήτησης και ανάλυσης με τον ίδιο τρόπο εκτός του σύγχρονου τηλεοπτικού-διαδικτυακού συμπλέγματος.

 

Κατ’ επέκταση, το internet είναι πραγματικά γεμάτο από οδηγούς ξεμπερδέματος της πλοκής, αφιερώματα που συλλέγουν τα references της σειράς, απόπειρες απαντήσεων στα ψυχαναλυτικά και μυθολογικά ερωτήματά της, ερμηνείες για το τι συνέβη στο τέλος, άρθρα για το πώς σχετίζεται με το τηλεοπτικό μέσο και, φυσικά, εικασίες για το τι είδους μέλλον μπορεί να έχει το Twin Peaks. Κάπου ο ίδιος ο Lynch είχε δηλώσει ότι, όταν ολοκληρώνεις ένα έργο, ο κόσμος θέλει να βγεις και να μιλήσεις γι’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα η ομιλία ήταν το ίδιο το έργο. Μπαίνει λοιπόν ένα ζήτημα: τι μας είπε το ίδιο το έργο; Καθώς το The Return ήταν ταυτόχρονα μια καλλιτεχνική δήλωση και ένα παιχνίδι των προσδοκιών με την ανατροπή τους, καλούμαστε ως θεατές να απαντήσουμε σε μια θεμελιώδη ενότητα ερωτημάτων. Τι συμβαίνει, πώς συμβαίνει, γιατί συμβαίνει και, εν τέλει, τι σημασία έχει;

Τι συμβαίνει;

Το The Return ήταν ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Είχε να αντιμετωπίσει το καθήκον να ξεδιαλύνει την πλοκή της πρώτης σειράς μέσα από την απάντηση σε ερωτήματα που πλανιόντουσαν για 2μιση δεκαετίες. Ο τρόπος που αποφάσισε να το κάνει εκτόξευσε ακόμα περισσότερο την ριψοκινδυνότητά του, αφού οι απαντήσεις του περιέχονταν σε μια σειρά από πυκνές αφαιρέσεις, σουρρεαλιστικές εικόνες, αλλόκοτες time-travel περιπέτειες και εναλλακτικές πραγματικότητες που λιώνουν το ανθρώπινο μυαλό. Ο David Lynch, χωρίς πολλά-πολλά, μας ζήτησε το εξής: αν αγαπάμε το Twin Peaks και θέλουμε όντως τις απαντήσεις, τότε θα πρέπει να αφεθούμε πλήρως, να βάλουμε στην άκρη τις προσδοκίες και τις εμμονές μας, και να τον ακολουθήσουμε. Καθώς προχωρούσαν τα επεισόδια, υπήρχαν μερικά στοιχεία που έμοιαζαν εγγυημένα πλέον. Στη σύνδεση μεταξύ των δύο ζωών του Twin Peaks κάποια πράγματα μπορεί να βγάζουν νόημα και κάποια άλλα όχι. Κάποια πράγματα μπορεί να παίξουν ρόλο, κάποια όχι. Το payoff δεν είναι εγγυημένο και δεν τυλίγεται στο τέλος με έναν φιόγκο σαν δώρο προς τον θεατή. Βέβαια, το The Return δεν ήταν κάτι παράλογο, δεν ήταν μια ασυναρτησία. Κατά μία έννοια, ο Lynch κατασκεύασε μια τηλεοπτική υπερ-πραγματικότητα, όχι σουρρεαλιστική αλλά hyper-ρεαλιστική, όπου το να πλοηγηθείς μέσα σ’ αυτό που συμβαίνει μέσα στην οθόνη μοιάζει σαν την πλοήγηση στον πολύπλοκο κόσμο όπου πραγματικότητα και προσομοίωση αλληλοδιαπλέκονται.

 

Το αφηγηματικό και θεματικό κέντρο του The Return είναι το μεταμοντέρνο ηρωικό ταξίδι του Agent Cooper, το οποίο παίρνει τη μορφή μιας Οδύσσειας όπου η διαφορές μεταξύ των κόσμων που κατοικεί δεν είναι απόλυτες αλλά σχετικές, με τις διαφορές να εξαρτώνται από τις πιο μικρές και διακριτικές χειρονομίες. Παρόλο που ο Lynch στις δηλώσεις του δυσανασχετεί εδώ και χρόνια με την κατάσταση του σύγχρονου σινεμά, αν βάλουμε κάτω την βασική πλοκή του The Return, τότε πιθανώς να έχουμε στα χέρια μας κάτι απτό και απλό: το origin story και την κατάληξη ενός superhero, με τη μορφή μεταφυσικού ντετέκτιβ, που καλείται να φέρει την ισορροπία τόσο στον κόσμο όσο και μεταξύ των κόσμων. Στο εξαιρετικά πυκνό και αλλόκοτο 8ο επεισόδιο, αλλά και διάσπαρτα μέσα στη σεζόν, ο Lynch εκθέτει την κοσμολογία του Twin Peaks που αποτελεί την βάση του origin story του Cooper, της Laura Palmer και του BOB. Έχουμε μια ιστορικά καθοριστική και τραγική έκφραση ανθρώπινης ματαιοδοξίας και βαρβαρότητας (ατομική βόμβα), την απελευθέρωση μιας καθαρά αρνητικής ενέργειας στον κόσμο (BOB) από μια πανάρχαια evil οντότητα (Judy) και την ακόλουθη δράση των οργάνων του κακού (Woodsmen), την απάντηση των δυνάμεων του καλού (Fireman και Dido) με τη δημιουργία μια αντίρροπης θετικής δύναμης στον κόσμο (Laura), και τον ήρωα που καλείται να φέρει εις πέρας την αποστολή (Cooper).

Βέβαια, είναι σαφές ότι τα στοιχεία της πλοκής και το σύστημα των συμβόλων ποτέ δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουμε ένα έργο, αφού συναντιούνται και αλληλοκαθορίζονται από την αισθητική παρουσίασή του. Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε όμως είναι το εξής. Ενώ στο πρώτο Twin Peaks υπάρχει παντού η παραπομπή σε ένα ευρύτερο μυθικό πλαίσιο, η αρχική σειρά αναπνέει μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, για τις οποίες ο μύθος δεν είναι παρά ένα υπόστρωμα που δηλώνει ότι το άγνωστο εντός μας και το άγνωστο γύρω μας δεν έχουν και τόση διαφορά μεταξύ τους. Οι doppelgangers ήταν πρώτα πραγματικοί μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, κι έπειτα μυθικοί. Το παρόν και το μέλλον διαπλέκονταν πρώτα στις πράξεις των χαρακτήρων σε πραγματικό χρόνο, κι έπειτα στην κοσμολογία της σειράς. Η φωτιά με την οποία βάδιζαν παρέα ήταν πρώτα μια φωτιά που τους έκαιγε αργά στην καθημερινότητά τους, κι έπειτα μια φωτιά συμπαντικών διαστάσεων. Ενώ το αρχικό Twin Peaks διατηρούσε την μυθική ενότητα χωρίς να εξαντλεί τον μύθο σε απόλυτο καθορισμό ή συνεχές exposition, το The Return στρέφεται στο σύστημα της αφήγησης και την ιστορία του μύθου. Κι εδώ ξεπηδάει ένα δύσκολο ερώτημα: έχουν πια πραγματική σημασία οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους ή είναι απλώς εκφράσεις μιας ενιαίας ιστορικής-μυθικής πορείας;

 

Έχοντας ολοκληρώσει τα 18 επεισόδια της νέας σεζόν, διαπιστώνει κανείς ότι η αρχή της ήταν ήδη το τέλος της. Στην αρχή, ο Fireman δίνει στον Cooper τρία στοιχεία: “430.” “Richard and Linda.” “Two birds one stone”. Ό,τι ακολουθεί μετά, δεν είναι πλέον παρά οι αναμνήσεις του Cooper, συνειδητές και μη, από ένα συντελεσμένο συμβάν, από την βουτιά του σε ένα κοσμικό πρόβλημα στο οποίο αφήνεται τον καταβροχθίσει. Το ζουμί του The Return, ίσως, δεν βρίσκεται στο “τι συμβαίνει” αλλά στο “ό,τι έγινε, έγινε” – κι αυτό που απομένει είναι η αιώνια επιστροφή του και η δυστυχισμένη συνείδηση των πρωταγωνιστών του.

Πώς συμβαίνει;

 

Για όσους κι όσες παρακολουθούν τη ζωή και την πορεία του Lynch, είναι γνωστό ότι εδώ και δεκαετίες είναι ένθερμος θαυμαστής του υπερβατικού διαλογισμού – και μάλλον σε κανένα άλλο έργο του αυτό δεν είναι πιο εμφανές απ’ ό,τι στο φετινό Twin Peaks. Η προσέγγισή του στην ανάπτυξη της σειράς προσομοίαζε έντονα στην ίδια την πρακτική αυτού του διαλογισμού. Απαιτούσε από το μυαλό και το σώμα να κατασταλάξουν και να μπουν σε έναν ρυθμό ήρεμης εγρήγορσης, να δεχτούν τις στιγμές πλήρους σιγής εν μέσω τρομακτικής αγωνίας. Αυτή η προσέγγιση αντανακλάται πιο έντονα τόσο στο sound design (το οποίο επιμελήθηκε ο ίδιος ο Lynch) όσο και στο μοντάζ του συχνού συνεργάτη του Duwayne Dunham. Αυτό που ξεκινάει σαν παιχνίδι με την υπομονή και τις προσδοκίες καταλήγει σε κάλεσμα για μια απλούστερη, υπερβατική μορφή συνειδητοποίησης.

 

Ναι, το The Return ήταν περισσότερο David Lynch παρά Twin Peaks. Αυτό είναι μάλλον ένα βασικό στοιχείο στο να αξιολογήσουμε πώς σχετίζεται η φετινή σεζόν με τις προηγούμενες δύο, πώς σχετίζεται ο Lynch με το έργο του, και πώς σχετίζεται μαζί μας. Οι πρώτες δύο σεζόν δεν ήταν απλά πρωτοποριακή τηλεόραση. Ήταν περισσότερο μια στοχαστική συνάντηση του τότε υπάρχοντος τηλεοπτικού πλαισίου και κουλτούρας με μια σειρά από δημιουργικές δυνάμεις πειραματικού ξεπεράσματός της. Αντίθετα, η φετινή σεζόν μοιάζει περισσότερο με ένα πιο αυστηρά ατομικό όραμα, μιλάει μια πιο καθαρή Lynch-ιανή γλώσσα. Είναι πιο αλλόκοτο, πιο απόκοσμο, πιο σκοτεινό, πιο πολύπλοκο, πιο αφαιρετικό, πιο βίαιο, πιο πυκνό, πιο αργό, πιο επίπονο. Θεματικά και αισθητικά, είναι σαν ο Lynch να έβαλε στο μπλέντερ όλες τις προηγούμενες ταινίες του (με έμφαση σ’ αυτές τις πιο σκοτεινής περιόδου του, από τα 90s κι έπειτα), σαν να προσπάθησε να δημιουργήσει το magnus opus του καθιστώντας το όσο πιο Lynch-ιανό μπορεί να γίνει.

Θα λέγαμε ότι αυτό έχει δύο συνέπειες, μία πιο εσωτερική και μία πιο εξωτερική. Από τη μία πλευρά, παρόλο που υπήρχαν στιγμές που απέπνεαν κινηματογραφική μεγαλοφυία (με αποκορύφωμα την χρήση της Θρηνωδίας για τα Θύματα της Χιροσίμα του Krzysztof Penderecki σε μια σκηνή που δεν ξεχνιέται με τίποτα), η γλώσσα του Lynch έμοιαζε πλέον ανακυκλωμένη, με τα στοιχεία που την αποτελούν να φαντάζουν ατάκτως ερριμμένα πάνω σε ιδέες και συνειρμούς. Η αυτο-αναφορικότητά του μοιάζει πλέον υπερβολική και απόμακρη. Συνεχίζει να αφοσιώνεται στον πειραματισμό, αλλά περισσότερο σαν προσπάθεια ταύτισης με αυτό που πλέον σημαίνει “Lynch” παρά ως αυθεντική αναμέτρηση με τα όρια και τις δυνατότητες του μέσου που χρησιμοποιεί. Κι εδώ έρχεται η δεύτερη, πιο εξωτερική συνέπεια. Για τους fans του Twin Peaks, η νέα σεζόν λειτούργησε ταυτόχρονα σαν διαδικασία επανένωσης και αποξένωσης. Ακόμα κι ο ίδιος ο Kyle MacLachlan επεσήμανε σε συνεντεύξεις του ότι υπάρχει ένα σχίσμα ανάμεσα στους fans του Lynch και τους fans της αρχικής σειράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που τα λατρεύουν και τα δύο ή τα απεχθάνονται και τα δύο – κάθε άλλο. Αντιθέτως, σημαίνει ότι μάλλον στις προσδοκίες από την επιστροφή του Twin Peaks υπήρχαν δύο αντίρροπες δυνάμεις: μία που προσδοκούσε την απόλαυση από την κυριολεκτική συνέχεια της σειράς και μία που προσδοκούσε την απόλαυση από την διαθλασμένη συνέχεια της φιλμογραφίας του Lynch. Έτσι όπως συνέβη και στον Agent Cooper στο The Return, η προσδοκία από το έργο του Lynch είχε πλέον δύο doppelgangers.

 

Το ότι η γλώσσα του Lynch γίνεται πιο αυτο-αναφορική και απόμακρη δεν σημαίνει ότι είναι και απομονωμένη. Όπως συχνά αγαπάει να κάνει ο δημιουργός, πολλά από τα κλειδιά κατανόησης της αισθητικής του The Return βρίσκονται στις συνδέσεις που πραγματοποιεί με την ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όσον αφορά τον ίδιο τον κινηματογράφο, ο Lynch συνεχίζει να επικοινωνεί με το film noir του Wilder και τον ψυχολογικό τρόμο του Hitchcock. Εδώ, βέβαια, όσο ο Cooper είναι τρόπον τινά μια μεταφυσική σπουδή πάνω στον κλασικό ντετέκτιβ, άλλο τόσο είναι κι ένας χαρακτήρες που παραπέμπει στις λογοτεχνικές επιρροές του Lynch. Ο Cooper αυτο-καταβροχθίζεται σαν Καφκικός ήρωας, η σχέση του με την Laura θυμίζει πλέον τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, η συνειδητή και ασυνείδητη ανακατασκευή των συμβάντων στο μυαλό του παραπέμπει στην μνήμη του Προυστ, η δυναμική ακινησίας και εγρήγορσής του έχει κάτι από έργο του Μπέκετ. Παράλληλα, η εικονογραφία του The Return επικοινωνεί με την ζωγραφική, φτάνοντας μέχρι την σχεδόν οπτική ανακατασκευή έργων του Κλιμτ, του Μαγκρίτ, του Μπέικον ή του Ερνστ. Τέλος, ο Lynch αναβαθμίζει ακόμα περισσότερο τον ρόλο του ήχου και της μουσικής, είτε μιλώντας για τις μουσικές επιρροές της σειράς (από τον Bowie μέχρι την νοσταλγική 50s pop), είτε αξιοποιώντας και πάλι την συνεργασία του με τον Angelo Badalamenti, είτε ανεβάζοντας live μπάντες στην σκηνή του Bang Bang Bar – από τους Chromatics μέχρι την Sharon Van Etten κι από τους Nine Inch Nails μέχρι τους παλιούς γνώριμους James Hurley και Julee Cruise.

Γιατί συμβαίνει;

 

Αν όλα τα παραπάνω μοιάζουν με ασύνδετα κομμάτια παζλ, αυτό συμβαίνει γιατί έτσι υποθέτουμε ότι βλέπει τον εαυτό του κι ο ίδιος ο Lynch: σαν ένα δημιουργό παζλ. Τόσο σε ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του, όσο και συγκεκριμένα στην φετινή σεζόν Twin Peaks, υπάρχει μια πρόκληση για αποκρυπτογράφηση, μια διαλεκτική ταλαιπωρίας και επιβράβευσης – σαν να ρωτάει ευθέως τον θεατή: “μπορείς να με αποκρυπτογραφήσεις;”. Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα, βέβαια. Ποιο είναι το κίνητρο, ποιος είναι ο λόγος να το κάνουμε πραγματικά αυτό; Γιατί να χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά τα, μυθικά και ψυχαναλυτικά επενδεδυμένα, αισθητικά εργαλεία; Μια απάντηση είναι ότι η απόλαυση βρίσκεται στην ίδια την λύση του παζλ. ΟΚ, η αλήθεια είναι ότι όντως υπάρχει μια έκσταση στο να λύνεις τον γρίφο, αλλά πώς αναμετριέσαι με το νόημα του γρίφου χωρίς να αναπτύξεις εμμονή για το χάος των λεπτομερειών και την ερμηνευτική παράνοια;

 

Προκειμένου να μην χάσουμε εντελώς τον έλεγχο της σκέψης μας σ’ αυτό το σημείο (αν δεν τον έχουμε χάσει ήδη δηλαδή), ας βάλουμε στην συζήτηση ένα ακόμα στοιχείο που μπορεί να ξεδιαλύνει κάποια πράγματα. Το Twin Peaks: The Return δεν είναι απλώς sequel στην αρχική σειρά του ’90-’91. Δεν αφορά μόνο την τύχη του Dale Cooper και τον υπόλοιπων χαρακτήρων. Δεν αφορά μόνο τον μύθο εντός του Twin Peaks, αλλά αφορά και τον μύθο γύρω από το Twin Peaks. Μ’ αυτήν την έννοια, είναι ταυτόχρονα sequel στο Twin Peaks ως αφήγηση και στο Twin Peaks ως προϊόν. Το τέλος της αρχικής σειράς ήρθε μέσω της ακύρωσής της, κι αυτή η ακύρωση έριξε την σκιά της στο μετέπειτα έργο του Lynch. Ο ίδιος είχε βάλει μέσα σ’ αυτήν σημαντικά κομμάτια του εαυτό του και της ζωής του, κι όμως την είδε να εκτροχιάζεται στην δεύτερη σεζόν – κάτι για το οποίο ποτέ δεν έκρυψε την στεναχώρια του. Γνώριζε επίσης καλά την cult αισθητική και συναισθηματική επένδυση στην σειρά από πλευράς των fans, όπως γνώριζε καλά και τα χαρακτηριστικά του σημερινού πολιτισμικού τοπίου, σύμφωνα με τα οποία μια τέτοια αναβίωση είναι συνταγή επιτυχίας. Αυτό που επέλεξε μαζί με τον Mark Frost να κάνει, όμως, ήταν ένας διανοητικός εξορκισμός, ένα ξεμπέρδεμα με την αρνητική ενέργεια μέσα και γύρω από την σειρά. Για να το κάνει αυτό, μας οδήγησε σε ένα υπνωτισμό με απώτερο σκοπό την διάλυση των ψευδαισθήσεων, κι αυτό που κατάφερε ήταν η κατασκευή μιας μετα-μυθολογίας: εξέθεσε ολοκληρωμένα την μυθολογία του Twin Peaks, σχολιάζοντας παράλληλα την μυθολογία γύρω από την ίδια τη σειρά.

Κατά έναν ιδιόρρυθμο τρόπο, αυτό καθιστά την οπτική του Lynch ταυτόχρονα βιωματική αλλά και πολύ αποστασιοποιημένη. Ενώ βάζει τον εαυτό του μέσα στο έργο του, επιλέγει έναν ξεκάθαρα εγκεφαλικό τρόπο για να το κάνει, κι αυτό συνδέεται έντονα με το πώς σχετίζεται με την κινηματογραφική γλώσσα. Επιλέγει πολύ προσεκτικά και επιμελώς τις λέξεις, τα σύμβολα και τις εικόνες, τους ήχους και τις σιωπές. Αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό την ιστορία του σινεμά και την εικονογραφία του μεταπολεμικού κόσμου, αλλά συνήθως τα χρησιμοποιεί περισσότερο ως κλειδιά για την ανάλυση του έργου παρά για οργανικούς σκοπούς εντός του έργου. Ως αποτέλεσμα, συχνά καταλαβαίνουμε το πώς νιώθει για το σινεμά και όχι το πώς νιώθει για τους χαρακτήρες του και το δράμα τους. Παράλληλα, έτσι εξηγείται ίσως και η παρωδιακή σχέση που έχει με το ύφος και το genre εν γένει: το film noir, το μελόδραμα, το road movie, το horror, την σαπουνόπερα. Δεν τα αντιμετωπίζει ακριβως ως επιρροές, αλλά ως κινηματογραφικά ίχνη, σχεδόν σαν στοιχεία κειμένου που τα μεταφέρει από το ένα σημείο στο άλλο ώστε να αποδείξει την κειμενικότητά τους, την συμβατικότητά τους – το πόσο εύκολα μπορούν να μετατραπούν στο αρνητικό τους. Όλο αυτό έχει σίγουρα μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά τον κάνει να μεταχειρίζεται συχνά το έργο του με σκληρότητα, αναισθησία ή και χειραγώγηση.

 

Φυσικά, αυτό δεν έχει απόλυτη ισχύ. Ενώ, για παράδειγμα, τα Blue Velvet, Lost Highway και Mullholand Drive τραβάνε στα άκρα αυτήν την αποστασιοποιημένη χειραγώγηση της κινηματογραφικής γλώσσας, από την άλλη σε ταινίες όπως τα Eraserhead, Elephant Man και Straight Story βρίσκουμε τα στοιχεία μιας ειλικρινούς και παθιασμένης αγωνίας μέσα στον πειραματισμό του Lynch. Αυτές οι δύο τάσεις ήρθαν πιο κοντά στο Twin Peaks (και, εν μέρει, στο Wild at Heart). Ίσως αυτό να ευθύνεται για την περίεργη αύρα που περιβάλλει το αρχικό Twin Peaks: ενώ πρόκειται για ένα εγκεφαλικό εγχείρημα που προσπαθεί να φέρει τούμπα τις προσδοκίες από ένα τηλεοπτικό προϊόν, παράλληλα κρύβει έναν μεγάλο και γοητευτικό πλούτο ανθρώπινων σχέσεων, ντυμένο με το campiness της americana μεταπολεμικής εικονογραφίας και τον μεταφυσικό τρόμο μιας κοσμικής φωτιάς μέσα στην οποία καιγόμαστε αργά. Από μόνη της η δύναμη αυτών των αντιθέσεων αναβλύζει ένα καλλιτεχνικό πάθος που έχει σχεδόν ουτοπικό χαρακτήρα.

Δυστυχώς, οι ίδιοι χαρακτήρες που πριν από 25 χρόνια προσπαθούν να υπερβούν τις συνθήκες που τους κρατούσαν δεμένους στον κόσμο, στο φετινό Twin Peaks μοιάζουν με σκελετούς που κινούνται από αόρατα νήματα. Πουθενά δεν είναι πιο εμφανές αυτό απ’ ότι στην μεταχείριση των γυναικείων χαρακτήρων του Lynch. Παρόλο που το πρώτο επεισόδιο Twin Peaks το 1990 ξεκινούσε με το στερεότυπο μιας νεκρής όμορφης γυναίκας που αποτελεί κινητήριο καύσιμο για τον άνδρα πρωταγωνιστή-ντετέκτιβ, αργότερα ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά ότι η Laura ήταν το θεματικό κέντρο, η πυξίδα του αγώνα για τον έλεγχο της ζωής από τους ίδιους τους ανθρώπους. Ναι μεν η Laura τιμωρείται με θάνατο για την ανεξαρτησία της, όμως αυτός που εκδικείται τον θάνατό της δεν είναι τόσο ο Cooper, αλλά μάλλον έμμεσα η Donna, η Shelley, η Norma και η Audrey, αφού προσπαθούν ακόμα περισσότερο να ξεφύγουν από αυτά που τις καταπιέζουν και να ζήσουν μια δικιά τους ζωή. Αν αντιπαραβάλλουμε αυτό με τους γυναικείους χαρακτήρες του The Return, τι θα βρούμε; Αμέτρητες σκηνές βίας, υποτίμησης, σκληρότητας, υποταγής, αντικειμενοποίησης και σχεδόν κανέναν γυναικείο χαρακτήρα με πραγματικό βάθος, εκτός από την Diane που έρχεται στην τηλεοπτική ζωή ως ενσάρκωση της αόρατης οντότητας στην οποία απευθυνόταν ο Cooper. Όλο αυτό, πέρα απ’ το ότι συχνά μας έκανε να δυσανασχετούμε με τις πολλές φορές απροκάλυπτα σεξιστικές γυναικείες αναπαραστάσεις στο The Return,  αποτελεί επίσης μια ένδειξη της απόστασης μεταξύ των δύο ζωών του Twin Peaks: ο Lynch καταπιάνεται με το τι συμβαίνει, πώς συμβαίνει και γιατί συμβαίνει, αλλά επιδεικνύει πλέον μια μάλλον χαρακτηριστική απάθεια για το σε ποιους συμβαίνει, τι νιώθουν γι’ αυτό και τι συνέπειες έχει.

 

Τι σημασία έχει;

 

Όντως, τι σημασία έχει; Ό,τι συνέβη στο Twin Peaks: The Return ήταν πραγματικό και δεν ήταν πραγματικό. Ήταν ακριβής καταγραφή και ήταν θολή ανάμνηση. Ήταν παρελθόν και ήταν μέλλον. Ο κόσμος του Twin Peaks ήταν ένας κόσμος ανάμεσα στους υπόλοιπους και τον μεταχειρίζονταν δυνάμεις αδιαφανείς προς την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Cooper ρωτάει σε ποιο έτος βρισκόμαστε και η Laura βγάζει την τελευταία της κραυγή. Η σειρά τελειώνει σαν να ξανακόπηκε. Ο συνεκτικός ιστός του Twin Peaks διαλύεται ακριβώς την στιγμή που η δραματική ένταση μεγιστοποιείται.

Αυτό που έκανε ο Lynch μοιάζει με μια ειρωνική αλχημεία, με ένα ξύσιμο της επιφάνειας που όσο προχωράει προς τα κάτω συνειδητοποιεί πώς κάθε φορά βρίσκεται σε μια νέα επιφάνεια. Ο ίδιος περιγράφει αυτό το σκάψιμο σαν μια δραστηριότητα που προσιδιάζει τόσο στην αυστηρή επιστήμη όσο και στην αφηρημένη ζωγραφική, με τον σκαφτιά να φτάνει τόσο βαθιά που δεν μπορείς πια να του μιλήσεις και να σε ακούσει. Στο 14ο επεισόδιο, ο Gordon Cole – η φωνή και το πρόσωπο του Lynch στο Twin Peaks – περιγράφει ένα όνειρό του, στο οποίο η Monica Bellucci του απευθύνει τον λόγο: “Είμαστε σαν αυτόν που ονειρεύεται κι έπειτα ζει μέσα στο όνειρο, αλλά ποιος είναι αυτός που ονειρεύεται;”

 

Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, αλλά τι σημασία έχει;

Best of internet