Quantcast
ORIGINALS

My Life Story

«Το όνομά μου είναι Ρόχαν Σ. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Ζία Σ. Μητέρα μου είναι η Ανίς και αδελφός μου ο Αλί. Τα υπόλοιπα αδέλφια μου, είναι όλα νεκρά.»


Commandante Salatista · 22 Απριλίου 2013

Γνώρισα τον Ρόχαν την Άνοιξη του 2009 στην Πάτρα, στα συσσίτια που οργάνωνε η Κίνηση Υπεράσπισης Προσφύγων στον καταυλισμό των Αφγανών της οδού Ευρώτα. Ήταν 17 χρονών.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όποτε οι πεινασμένοι πρόσφυγες σπρώχνονταν και προσπαθούσαν να πάρουν ένα αβγό ή ένα καρβέλι ψωμί παραπάνω, μας ψιθύριζε απολογητικά “forgive my people, they are hungry”.

Έχασα τα ίχνη του το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όταν η αστυνομία έβαλε φωτιά και έκαψε τον καταυλισμό. Με βρήκε λίγους μήνες μετά στο facebook. Είχε φτάσει στη Σουηδία!

Αυτή είναι η ιστορία του, όπως μου την αφηγήθηκε ο ίδιος σε ένα email με τίτλο «My life story».

Η ιστορία της ζωής μου

 

Το όνομά μου είναι Ρόχαν Σ. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Ζία Σ. Μητέρα μου είναι η Ανίς και αδελφός μου ο Αλί. Τα υπόλοιπα αδέλφια μου, είναι όλα νεκρά.

Γεννήθηκα στις 19 Οκτωβρίου 1992, στο φτωχό Αφγανιστάν, στο χωριό Χιλμάντ της περιοχής Λασκαργκάχ. Όταν ήμουν τριών χρονών, μετακομίσαμε στο Τζαγκορί, μια άλλη πόλη του Αφγανιστάν. Ο πατέρας μου έγινε δάσκαλος για τα παιδιά της πόλης και περνούσαμε καλά. Φαινόταν μία καλή αφετηρία για τη ζωή μας, αλλά ξαφνικά κάποιοι άρχισαν να λένε ότι ο πατέρας μου δούλευε για τους Ρώσους, και ότι δίδασκε στα παιδιά τους τρόπους και τη θρησκεία της Ρωσίας.

Απειλούσαν τον πατέρα μου για να σταματήσει να διδάσκει, αλλά αυτός δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, γιατί ήξερε ότι δεν είχαν αποδείξεις εναντίον του. Τότε αυτοί εξοργίστηκαν, και είπαν στον πατέρα μου ότι εάν δεν σταματήσει να διδάσκει, θα σκότωναν αυτόν και την οικογένειά του. Αλλά ο πατέρας μου δε σταμάτησε, γιατί θεωρούσε πολύ σημαντικό να μάθουν τα παιδιά γραφή και ανάγνωση, και αυτός ήταν ο μόνος στην πόλη που μπορούσε να τα διδάξει. Έτσι, συνέχισε να δουλεύει στο σχολείο.

Τα περιστατικά που ακολουθούν έγιναν όταν ήμουν έξι χρονών και δεν τα θυμάμαι ο ίδιος. Μου τα διηγήθηκε η μητέρα μου, αρκετά χρόνια αργότερα…

Μία ανοιξιάτικη νύχτα του 1998, είχαμε πάει οικογενειακώς στο σπίτι του αδελφού της μητέρας μου. Όταν ήρθε η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι μας, εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου είχαμε ήδη αποκοιμηθεί. Η μητέρα μου είπε στον πατέρα μου ότι θα μείνει μαζί μας στο σπίτι του θείου και θα μας φέρει στο σπίτι το πρωί, κι έτσι ο πατέρας μου έφυγε μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια μου (τις δύο αδελφές μου, τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς μου και την ετεροθαλή αδελφή μου).

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του θείου μου, και είπε στη μητέρα μου ότι κάποιος είχε βάλει βόμβα στο σπίτι μας, και όλοι όσοι ήταν μέσα είχαν σκοτωθεί. Η μητέρα μου έφυγε μέσα στη νύχτα χωρίς να μας ξυπνήσει, πήγε στο σπίτι μας και είδε τον άντρα της και τα πέντε παιδιά της νεκρά. Την επόμενη ημέρα στην κηδεία, η μητέρα μου λιποθυμούσε συνεχώς και άνθρωποι την κράταγαν από τα χέρια για να μην πέσει κάτω.

Οι άνθρωποι της πόλης μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να κάνουν κάτι για το θέμα. Υποσχέθηκαν στη μητέρα μου ότι θα βάλουν τα δυνατά τους. Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει κυβέρνηση ούτε νόμοι, και οι άνθρωποι λύνουν τα προβλήματά τους μόνοι τους. Οι γηραιότεροι της πόλης έκαναν συμβούλιο και βρήκαν τους ανθρώπους που είχαν βάλει τη βόμβα στο σπίτι μας. Είπαν στη μητέρα μου: «Πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι σκότωσαν την οικογένειά σου, και μπορούμε να το αποδείξουμε. Θέλεις να τους συγχωρέσεις;» Η μητέρα μου δε θέλησε να τους συγχωρέσει, και ζήτησε να τους εκτελέσουν. Οι κατηγορούμενοι ήταν τέσσερεις. Ο ένας από αυτούς ήταν συγγενής ενός από τους πρεσβύτερους, και μπόρεσε να το σκάσει για τη Ρωσία. Οι άλλοι τρεις δεν παραδέχτηκαν το έγκλημα, και μέχρι τέλους έλεγαν ότι δεν το έκαναν αυτοί. Παρ’ όλα αυτά οι πρεσβύτεροι έδωσαν εντολή, και οι τρεις εκτελέστηκαν. Αλλά δεν τέλειωσαν όλα εκεί…

Συγγενείς των τριών αυτών ανθρώπων ήρθαν στο σπίτι μας και είπαν στη μητέρα μου ότι τα παιδιά τους δεν είχαν κάνει το έγκλημα. Και αφού αυτή με την απόφασή της σκότωσε τα παιδιά τους, θα σκοτώσουν κι αυτοί τους δύο γιους της (δηλαδή εμένα και τον Αλί). Υποσχέθηκαν ότι δε θα μας αφήσουν ποτέ σε ησυχία. Η μητέρα μου τρομοκρατήθηκε. Πήρε εμένα και τον αδελφό μου και το σκάσαμε από το Αφγανιστάν για το Ιράν.

Στο Ιράν είμασταν παράνομοι. Στο σχολείο πήγα μόνο για ένα χρόνο, και μετά με διώξανε επειδή δεν είχαμε χαρτιά. Άρχισα να δουλεύω από τα οκτώ μου. Με τον καιρό μεγάλωνα, και προσπάθησα να μάθω αγγλικά και υπολογιστές τις ώρες που δε δούλευα. Τα έκανα παράλληλα, δούλευα όλη την ημέρα και μελετούσα δυο ώρες κάθε βράδυ.

Η ζωή μας γινόταν όλο και καλύτερη στο Ιράν, αλλά ξαφνικά το 2008, τρεις ημέρες πριν τα δέκατα έκτα γενέθλιά μου, η αστυνομία με συνέλαβε και με απέλασε στο Αφγανιστάν. Έμεινα στην πόλη Χεράτ (μία πόλη του Αφγανιστάν δίπλα στα σύνορα) για δύο εβδομάδες, και μιλούσα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο. Μια μέρα την άκουσα από το ακουστικό να κλαίει και μου είπε να φύγω αμέσως και να επιστρέψω με κάθε τρόπο στο Ιράν, γιατί οι εχθροί μας έμαθαν ότι είμαι στο Αφγανιστάν και είχαν ήδη ξεκινήσει για να με βρουν στην πόλη Χεράτ.

Τρόμαξα, αλλά δε μπορούσα να επιστρέψω στο Ιράν γιατί τα σύνορα φυλάγονταν πολύ καλά. Έτσι, πέρασα τα σύνορα προς Πακιστάν. Έμεινα εκεί μία εβδομάδα. Όταν μίλησα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο, μου είπε ότι δεν ήμουν πλέον ασφαλής στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν ούτε καν στο Ιράν. Μου είπε να ψάξω να βρω κάποιον λαθρέμπορο για να με πάει σε κάποια Ευρωπαϊκή χώρα.

Με τη βοήθεια κάποιων φίλων βρήκα έναν λαθρέμπορο και του είπα πως αν με πάει σε κάποια ασφαλή χώρα θα του δώσω όσα χρήματα θέλει. Δέχτηκε, κι έτσι ξεκίνησε το πιο δύσκολο ταξίδι της ζωής μου.

Αρχικά, περάσαμε τα σύνορα Πακιστάν-Ιράν. Τρέχαμε ασταμάτητα για τέσσερεις ώρες, και μετά μπήκαμε σε ένα φορτηγό που ταξίδεψε 20 ώρες μέχρι μία πόλη που δε θυμάμαι το όνομά της. Από εκεί πήρα το λεωφορείο για την Τεχεράνη, την πρωτεύουσα του Ιράν. Ίσα που πρόλαβα να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου. Κλαίγαμε και οι δύο στο τηλέφωνο γιατί ξέραμε και οι δύο ότι αυτή ίσως ήταν η τελευταία φορά που ακούγαμε ο ένας τον άλλο. Πριν κλείσουμε, η μητέρα μου είπε ότι θα προσεύχεται πάντα στο θεό να με έχει καλά…

Έκλεισα το τηλέφωνο αποφασισμένος να αλλάξω και να σώσω τη ζωή μου. Έφτασα στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας, και από εκεί περπατήσαμε μαζί με άλλους περίπου οκτώ ώρες και μετά άλλες τέσσερεις, μέχρι που φτάσαμε σε ένα μικρό χωριό. Κοιμηθήκαμε εκεί τη νύχτα, και το επόμενο πρωί μπήκαμε σε ένα φορτηγό. Είμασταν στην καρότσα για 36 ώρες, χωρίς φαγητό και νερό. Όποιος ήθελε να πάει τουαλέτα, απλά πήγαινε στη γωνία της καρότσας. Όταν φτάσαμε στην Ινσταμπούλ, το φορτηγό σταμάτησε και μας είπαν να πηδήξουμε έξω από την καρότσα. Πήδηξα, αλλά τα πόδια μου δε με κρατούσαν και σωριάστηκα στο χώμα. Δεν ένοιωθα τα πόδια μου.

Έκανα περίπου 15 λεπτά να συνέλθω, και όταν σηκώθηκα μας πήραν και μας οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο, σαν φυλακή. Κλείδωσαν την πόρτα και μας είπαν να αδειάσουμε τις τσέπες μας και να τους δώσουμε όσα χρήματα έχουμε πάνω μας. Μετά μας έψαξαν όλους έναν-έναν, μήπως είχαμε κρύψει χρήματα. Εγώ ήμουν έξυπνος, και κατάφερα να κρύψω λίγα χρήματα στο παπούτσι μου. Μας είπαν ότι τα λεφτά αυτά ήταν για το ταξίδι μέχρι την Τουρκία, και όσοι θέλαμε να πάμε στην Ελλάδα πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα. Τηλεφώνησα στη μητέρα μου, και πλήρωσε όσα της ζήτησαν.

Τη νύχτα πριν φύγουμε για Ελλάδα, μάθαμε ότι δύο οικογένειες πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν απέναντι. Φοβηθήκαμε, αλλά ξέραμε ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή. Πριν ξημερώσει, πήγαμε στο Ιζμίρ (στα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας). Μέσα στο σκοτάδι τραβήξαμε τη βάρκα στο νερό. Ήταν μια βάρκα 6 μέτρων για 21 άτομα. Ο φίλος μου κι εγώ γίναμε καπετάνιοι. Δεν είχα ακουμπήσει βάρκα στη ζωή μου, και τώρα ήμουν καπετάνιος μίας, με 21 ζωές μέσα. Μας είχαν πει ότι σε δύο ώρες θα φτάσουμε στη Μυτιλήνη (το πρώτο ελληνικό νησί), αλλά μετά από τεσσερεισήμισι ώρες είμασταν ακόμα μεσοπέλαγα. Είχαμε παγώσει από το κρύο, αλλά σφίγγαμε τα δόντια γιατί ξέραμε ότι η μόνη μας ελπίδα ήταν να φτάσουμε στην Ελλάδα.

Φτάσαμε στη Μυτιλήνη στις 6 το πρωί. Περπατήσαμε περίπου 21 χιλιόμετρα από το σημείο που ξεβράστηκε η βάρκα μας μέχρι το λιμάνι. Το εισιτήριο για Αθήνα κόστιζε 30 ευρώ, αλλά εμείς το αγοράσαμε για 100 ευρώ. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, ο καθένας πήρε το δρόμο του, κι εγώ έμεινα μόνος μου…

Βρήκα έναν Αφγανό, ο οποίος μου είπε να πάω σε ένα ξενοδοχείο για Αφγανούς. Ήταν ένα παλιό δωμάτιο, με 10 άτομα μέσα. Συζητώντας με άλλους εκεί, κατάλαβα ότι εάν ήθελα να περάσω στη βόρεια Ευρώπη, έπρεπε να πάω στην Πάτρα (ένα λιμάνι της Ελλάδας απ’ όπου οι πρόσφυγες περνάνε προς Ιταλία). Πήγα εκεί και προσπάθησα να φύγω από την Ελλάδα, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Προσπάθησα πολλές φορές και έχω πολλές ιστορίες να πω, αλλά προτιμώ να μην τις θυμάμαι. Εάν θέλεις μπορώ να σου γράψω περισσότερα για το πως προσπάθησα να μπω μέσα σε φορτηγά, να πιαστώ κάτω από φορτηγά, έσπασα το κεφάλι μου, το χέρι μου, τραυματίστηκα πολλές φορές… είναι τόσο πολλά!

Μπορώ όμως να γράψω για την Πάτρα και τους ανθρώπους της. Ήταν άνοιξη του 2009 όταν κάτι συνέβη στον φίλο μου τον Χασάν Ρεζαγί. Προσπαθούσε να μπει στην καρότσα ενός φορτηγού, όταν ξαφνικά το φορτηγό αυτό σταμάτησε, το φορτηγό που βρισκόταν από πίσω επιτάχυνε, και ο Χασάν τραυματίστηκε ανάμεσα στα δύο φορτηγά. Νομίζω όλοι οι Έλληνες έμαθαν για αυτή την ιστορία.

Στο νοσοκομείο ήμουν ο μεταφραστής, γιατί ήξερα αγγλικά. Τη πρώτη φορά που είδα τον Χασάν μετά το ατύχημα στεναχωρήθηκα πολύ για αυτόν. Όταν βγήκα από το δωμάτιό του έβαλα τα κλάμματα γιατί ένοιωθα ανήμπορος. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε με ρώτησε ποιος είμαι και όταν του είπα ότι είμαι απλά φίλος του, είπε ότι δεν μπορεί να μου πει για τον Χασάν επειδή δεν ήμουν συγγενής του.

Ευτυχώς ο Χασάν κάθε μέρα ήταν και καλύτερα και όλοι ήταν χαρούμενοι, ακόμα και αυτός ο γαμημένος οδηγός (συγγνώμη για τη γλώσσα). Στο νοσοκομείο γνώρισα την Φ. Είναι γιατρός εκεί, και μας βοήθησε περισσότερο από όσο πραγματικά μπορούσε. Και μια ημέρα, που ήταν πρωτοχρονιά για εμάς, μας έκανε ένα μικρό πάρτυ μέσα στο νοσοκομείο. Εκεί γνώρισα και την Τ., που ήταν φοιτήτρια στην Ιατρική. Οι δυό τους, η Τ. και η Φ., μας βοήθησαν πάρα πολύ και τους χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη.

Μετα από όλα αυτά, η Φ. έγινε η δεύτερη μητέρα μου σε αυτή την ξένη χώρα. Βοηθούσε τους πρόσφυγες μαζί με κάποιους άλλους. Κάθε Σάββατο μας μοίραζαν φαγητό για την εβδομάδα, άλλες φορές περισσότερο κι άλλες φορές λιγότερο.

Μια μέρα στον καταυλισμό γνώρισα τον Γ. που ήταν γιος της Φ. και γίναμε φίλοι. Κάτι περισσότερο από φίλοι, γίναμε σαν αδέλφια. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που μου είπε να παίξουν ποδόσφαιρο μαζί μας. Φτιάξαμε δύο ομάδες και παίξαμε. Ήταν η καλύτερη ημέρα όλης μου της ζωής, παίξαμε ποδόσφαιρο μαζί με ανθρώπους από την Ευρώπη για πρώτη φορά.

Τέλος πάντων, έμεινα στην Πάτρα για 7 μήνες και δε μπορούσα να περάσω στην Ιταλία από εκεί. Η αστυνομία έπιανε πολλούς πρόσφυγες και μια φορά παρά λίγο να πιάσουν κι εμένα, αλλά μαζί με κάτι φίλους πηδήξαμε στη θάλασσα και δε μπόρεσαν να μας πίασουν. Χα χα!

Μία άλλη μέρα όμως ήρθαν στον καταυλισμό μας στην Πάτρα με τέσσερα ή ίσως περισσότερα λεωφορεία και έπιασαν όλους όσους ήταν εκεί. Εγώ κατάφερα να ξεφύγω και πήγα στο σπίτι της Φ. Της είχα ζητήσει να μου δώσει τη διεύθυνσή της λίγες ημέρες πρίν, σε περίπτωση που τη χρειαστώ.

Πήγα εκεί αλλά δεν ήταν στο σπίτι κι έτσι κρύφτηκα στον κήπο του γείτονα. Όταν σιγουρεύτηκα ότι η Φ. είχε γυρίσει, βγήκα από την κρυψώνα μου και χτύπησα την πόρτα της. Μου άνοιξε και μου είπε τι συνέβη στον καταυλισμό μας. Είπε ότι η αστυνομία κατέστρεψε τον καταυλισμό και πήραν τα παιδιά σε άλλες πόλεις.

Έτσι, έκανα ένα μπάνιο στο σπίτι της Φ., μου έδωσε μερικά ρούχα. Δεν ξέρω, ίσως να ήταν ρούχα του Γ. Ευτυχώς μου ταίριαζαν. Της είπα ότι δε μπορούσα να μείνω στην Πάτρα και της ζήτησα να με βοηθήσει να φτάσω στην Αθήνα. Με πήγε στο σταθμό του τραίνου και μου έδωσε 50 ευρώ. Ήταν πάρα πολλά για εμένα. Αγκαλιαστήκαμε και είπαμε αντίο, αλλά όχι για πάντα.

Έφτασα στην Αθήνα, και μια-δυο εβδομάδες μετά βρήκα έναν λαθρέμπορο αλλά δεν είχα λεφτά για να τον πληρώσω. Του ζήτησα να με βοηθήσει να βγω από την Ελλάδα, και εγώ θα βοηθούσα τον ανηψιό του να φτάσει μέχρι τη Νορβηγία. Η τιμή ήταν 1500 ευρώ, αλλά μου πήρε μόνο 500.

Έτσι πήγα στην Comonnosia (σ.σ. Ηγουμενίτσα;), ένα άλλο λιμάνι για πρόσφυγες, μικρότερο από της Πάτρας. Μετά από τέσσερεις ημέρες έφυγα από την Ελλάδα. Συνολικά έμεινα στην Ελλάδα οκτώ μήνες.

Στην Ιταλία έμεινα μια εβδομάδα. Τότε έχασα κάθε επαφή με την οικογένειά μου επειδή μετακόμισαν και δεν ξέρω πού πήγαν. Προσπάθησα να βρω το καινούριο τους τηλέφωνο αλλά ήταν αδύνατον, και έτσι δε μπόρεσα να μιλήσω με την οικογένειά μου από τότε…

Δανείστηκα χρήματα από έναν φίλο και έφτασα ως τη Γαλλία. Έμεινα εκεί μία εβδομάδα, και μάλιστα είδα τον πύργο του Άιφελ, που ήταν φανταστικός. Μπήκα στο τραίνο για Γερμανία, και από εκεί πέρασα στη Δανία. Φτάσαμε στη Δανία νωρίς το πρωί αλλά εκεί δυστυχώς με έπιασε η αστυνομία και με πήγαν σε ένα μικρό δωμάτιο, ίσως να ήταν φυλακή. Μου πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα και με γύρισαν στη Γερμανία. Μου πήραν κι εκεί αποτυπώματα, και μετά κάποιος από το Γραφείο Μετανάστευσης με οδήγησε στην Κοπεγχάγη, την πρωτεύουσα της Δανίας, σε έναν καταυλισμό.

Κοιμήθηκα εκεί τη νύχτα και τα ξημερώματα το έσκασα και πήγα στο σταθμό του τραίνου. Εκεί αγόρασα εισιτήριο για το Malmö, την πρώτη πόλη της Σουηδίας. Ήταν μια άγνωστη πόλη για εμένα και δε μπορούσα να βρω εύκολα το αστυνομικό τμήμα για να κάνω αίτηση ασύλου. Τελικά κατά τις 3 το πρωί βρήκα τον ξενώνα παραμονής και από εκεί με οδήγησαν στο Γραφείο Μετανάστευσης. Μου πήραν συνέντευξη και το απόγευμα μου είπαν ότι δεν έχουν χώρο για άλλους στον ξενώνα, οπότε με έδωσαν σε μία σουηδική οικογένεια.

Ήταν Τετάρτη, 19 Αυγούστου 2009, 8 ή 9 το βράδυ όταν έφτασα στο σπίτι της οικογένειας.

Μετά την πρώτη εβδομάδα άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο για να μάθω Σουηδικά. Τρεις μήνες μετά η αίτηση ασύλου μου εγκρίθηκε. Τα πάντα ήταν τέλεια, αλλά ξέρω ότι ακόμα και όταν πάρω το διαβατήριό μου δε θα μπορώ να γυρίσω στο Αφγανιστάν ή το Ιράν, γιατί υπάρχουν αυτοί οι σκατονόμοι και δε μπορώ να γυρίσω στην πατρίδα μου και να βρω την οικογένειά μου.

Πες μου σε παρακαλώ: πώς μπορώ να πάω στην οικογένειά μου; Αυτό είναι το μεγαλύτερο ερώτημα για εμένα… Το μόνο που προσεύχομαι τώρα είναι να μπορέσω να επιστρέψω στο Ιράν και να βρω την οικογένειά μου.

Προσευχήσου για εμένα, για να τα καταφέρω…

——————————

Από το Αφγανιστάν στο Ιράν, στο Πακιστάν, στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη Γαλλία και τελικά στη Σουηδία, η Οδύσσεια του Ρόχαν είναι μία ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ταινία. Κι όμως, τέτοιες ιστορές είναι συνηθισμένες ανάμεσα στους πρόσφυγες που κυκλοφορούν εξαθλιωμένοι γύρω μας, καθαρίζουν τα τζάμια των αυτοκινήτων μας, μαζεύουν φράουλες στη Μανωλάδα και ζουν από τα σκουπίδια του «πολιτισμού» μας…

Τουλάχιστον, ο Ρόχαν τα κατάφερε!

Best of internet