Quantcast
ORIGINALS

H Ιστορία της Θείας Μαγδαληνής

«Έζησα που λες, Λένιν, μεσοπόλεμο, Στάλιν, Μεταξά, κατοχή, χούντα, μεταπολίτευση και είμαι ακόμα εδώ όρθια να ζήσω τα ίδια πάλι»


EGO PETRO · 6 Απριλίου 2013

20-03-2013 01;18;12PM
“Καλησπέρα. Πέρασε, πέρασε, είναι και η γυναίκα που με βοηθάει να καθαρίσουμε το σπίτι γιατί τον τελευταίο χρόνο δεν τα καταφέρνω μόνη μου, γέρασα που λένε. Κάτσε στο σαλονάκι και έρχομαι σε λίγο.” Μετά από 5 λεπτά μία πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και ένα καθαρισμένο μήλο και αχλάδι ήρθαν στο τραπέζι μαζί με την Θεία.

“Έχεις φάει ; Σου έφερα λίγα φρούτα να τρως όσο θα σου λέω την ιστορία μου. Ελπίζω να μην είμαι βαρετή.

Ονομάζομαι Μαγδαληνή Γραμματικοπούλου του Σάββα και της Όλγας. Εγώ και τα 5 αδέρφια μου γεννηθήκαμε στην Πόλη Σάχτε της τότε Ρωσίας, η οποία τώρα ανήκει στο κράτος της Γεωργίας. Οι παππούδες μου είχαν έρθει στην Ρωσία κάπου από την Τουρκία, ήταν Πόντιοι στην καταγωγή. Το 1916 ήταν που αντίκρισα για πρώτη φορά  το φως του κόσμου και αυτό ήταν μαύρο γιατί η πόλη ήταν γεμάτη από την σκόνη του κάρβουνου που υπήρχε στην περιοχή. Στην οικογένεια  ήμασταν 4 κοπέλες και 2 αγόρια, ο Ηλίας , ο Φίλιππος , η Δέσποινα, η Σόνια, η Νάντια και εγώ.

Ο πατέρας μου ο Σάββας, ο προπάππους σου, ήταν αφεντικό σε έναν φούρνο της γειτονιάς και βοηθούσαμε όλοι οι οικογένεια να τα βγάλει πέρα. Αργότερα με τον Στάλιν άρχισαν τα  Κολχόζ (αγροτικοί συνεταιρισμοί) και ζύμωναν το ψωμί με μηχανήματα πια. Είχε γίνει και κάτι σαν διευθυντής σ’ έναν από αυτούς τους συνεταιρισμούς. Εμείς ήμασταν μικροί και επί του Στάλιν απαγορευόταν να δουλέψεις αν είσαι κάτω τον δεκαοχτώ, οπότε πηγαίναμε σχολείο.

Τον χειμώνα που λες, το πρωί πηγαίναμε σχολείο και το απόγευμα παίζαμε με τα παιδιά της γειτονιάς. Δεν ήταν πολλές Ελληνικές οικογένειες, μόνο 23 και έτσι δεν μάθαμε Ελληνικά γιατί κάναμε παρέα περισσότερα με παιδιά από την Ρωσία. Τα καλοκαίρια μου τα πέρναγα στα Kolkhozes, όπου έστελναν τους μαθητές να  βοηθούν σε όλες τις δουλειές.”

01-08-2011 07;23;44PM_2

“Κάποια χρονιά, δεν θυμάμαι να σου πω ποια ακριβώς, πέρασε ένας νόμος που απαγόρευε να φοιτούν σε πανεπιστήμιο ξένοι και έτσι πήγα μόνο για 2 χρόνια σε μια σχολή λογιστικής. Όταν τελείωσα την σχολή, έπιασα δουλειά σε διάφορα πρατήρια φούρνου στους σταθμούς. Ήταν δύσκολη δουλειά αλλά τα κατάφερνα.

Ζούσαμε ήρεμα στην Ρωσία του τότε, όπου μπορεί να μην είχαμε πολλά αλλά ήταν αρκετά.  Τον χειμώνα όμως του 37  επί Μεταξά ,είχαμε φασαρίες στην Ελλάδα και έτσι, σαν αντίποινα, βγήκε νόμος από τον Στάλιν να διώξουν όλους τους ξένους για να μην φανεί ότι διώχνουν τους Έλληνες μόνο. Ο πατέρας μου τότε δούλευε σε άλλη πόλη και δεν τον είδαμε όταν τον πήραν. Ο αδερφός μου ο Φίλιππος  από την άλλη, μετά από ένα ατύχημα που είχε στην δουλειά ήταν στο νοσοκομείο (είχε πέσει από κολόνα Ηλεκτροδότησης) και τον πήραν από το νοσοκομείο. Τον Ηλία επίσης τον πήραν από μία άλλη πόλη που δούλευε.

Τα κορίτσια πάλι καλά ήμασταν μαζί με την μητέρα μου στο σπίτι όταν μας ήρθε το χαρτί να φύγουμε. Η μητέρα μου όταν το είδε έτρεξε στην G.P.U. (αστυνομία) να μάθει τι έγινε με τον πατέρα μου και τα αδέρφια μου. Η απάντηση τους ήταν ότι μόλις έφυγαν και δεν τους προλαβαίναμε. Αυτό το κάναμε για τρεις με τέσσερις φορές που πηγαίναμε με το τρένο αποστάσεις από Αθήνα για Θεσσαλονίκη περίπου. Είχαμε πουλήσει τα πάντα για να πληρώνουμε τα εισιτήρια των τρένων και δεν τους βρίσκαμε. Τελικά μας ήρθε το χαρτί ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως. Η G.P.U μας είπε ότι θα τους βρούμε σε μία πόλη πιο μετά.

Έτσι πήγα από την τράπεζα να πάρω ότι λεφτά μας είχαν μείνει και εκεί μου είπε ο τραπεζίτης ότι έχουμε και κάτι ομόλογα. Εγώ ήμουν τότε 22 χρονών και είχα μίσος μέσα μου για όλα αυτά που γίνονταν, οπότε από τα νεύρα μου του είπα να τα πάρει δικά του, του τα χαρίζω, δεν θέλω τίποτα από αυτόν τον τόπο.
Μετά από ταξίδι με το τρένο αφού περάσαμε την περιοχή που λέγεται Ουκρανία τώρα, φτάσαμε στο λιμάνι να πάρουμε το πλοίο για Ελλάδα. Εκεί ήταν που καταλάβαμε ότι δεν θα ξαναδούμε τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου ποτέ γιατί οι αστυνομία που βρισκόταν στο λιμάνι μας έλεγε να μπούμε στο πλοίο και θα τους βρούμε εκεί.

Τα λεφτά που είχαμε πάνω μας ήταν πάρα πολύ λίγα και έτσι πήραμε ίσα ίσα εισιτήρια για την Τρίτη θέση οπού εγώ και οι αδερφές μου δεν κουνηθήκαμε από την θέση μας σε όλο το ταξίδι. Ο καπετάνιος όταν έμαθε ότι δεν κουνιόμαστε από την θέση μας και ότι κλαίγαμε όλη την ώρα διέταξε δύο ναύτες να  μας φέρνουν το φαγητό στον χώρο που κοιμόμασταν και να μας μιλάνε για να περάσει η ώρα. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στην Α’ θέση ήταν οι περισσότεροι έμποροι από την Μαύρη θάλασσα που είχαν λεφτά. Αυτοί τραγουδούσαν και χόρευαν που θα φτάναμε στην Ελλάδα, εγώ ήθελα να βυθιστούμε και να τελειώσει εκεί το ταξίδι.”

070620121106

Όταν φτάσαμε Ελλάδα η κυβέρνηση έβαλε όλους τους μετανάστες σε ξενοδοχεία και μας έδιναν και φαγητό κάθε μέρα, αλλά εμείς καθίσαμε μόνο για λίγους μήνες. Δεν ξέρω γιατί αλλά έπρεπε να φύγουμε. Την προηγούμενη μέρα, πριν φύγουμε είχαμε μαζευτεί στην τραπεζαρία και μαζί με άλλους Έλληνες παίζαμε το παιχνίδι «που ναι που ναι το δαχτυλίδι». Εκείνη την ημέρα όμως αντί για δαχτυλίδι είχαν βάλει κρυφά ένα τάλιρο  και ένα φίλος μας Ρώσος σερβιτόρος ακουμπούσε τις ανοιχτές παλάμες των άλλων με τις κλειστές δικές του, και όταν έφτασε στη γιαγιά σου άφησε το τάλιρο να πέσει στα χέρια της. Έτσι ξεκίνησε ζωή μας στην Ελλάδα, από ένα παιχνίδι.

Για κάποιες μέρες αφού φύγαμε από το ξενοδοχείο μας φιλοξενούσε ο αδερφός της μητέρας μου αλλά δεν μας ήθελαν τέσσερις κοπέλες που ήμασταν και έτσι η μητέρα μου άρχισε να ψάχνει για σπίτι. Οι Έλληνες εκμεταλλεύονταν τα πάντα εκείνη την εποχή, μέχρι και κοτέτσια νοίκιαζαν στους Έλληνες μετανάστες για να κοιμηθούν. Τελικά που λες βρήκαμε μια κυρία που είχε φτιάξει κάτι παράγκες μπροστά στον κήπο της και μείναμε εκεί. Πήραμε με το τάλιρο μια σόμπα και πράγματα για το σπίτι και αρχίσαμε να ψάχνουμε για δουλειά. Αργότερα μας έδιωξε αυτή η κυρία γιατί εγώ και οι αδερφές μου το πρωί που ξυπνάγαμε για δουλειά, κάναμε φασαρία και ξυπνάγαμε τους γιους της.

Ένας γνωστός της μητέρας μου, ταγματάρχης στο επάγγελμα, με έστειλε μαζί με τα δύο του παιδιά να βρούμε δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχναν γυαλιά. Ήταν ένας φύλακας στην είσοδο και όταν του είπαν τα παιδιά γιατί ήμασταν εκεί, τους πήγε σε ένα τμήμα του εργοστασίου να αρχίσουν να δουλεύουν. Eμένα όμως με κράτησε γιατί θα με πήγαινε στο τμήμα με τους ηλικιωμένους και ας ήμουν είκοσι και τριών χρονών τότε. Στον δρόμο για το τμήμα άρχισε να με ακουμπάει και να με χαϊδεύει και έφυγα τρέχοντας προς το δωμάτιο που κατευθυνόμασταν. Εκεί ήταν που καθάριζαν τα γυαλιά. Με το που έκατσα άρχισα να βάζω τα κλάματα. Έκλαψα τόσο πολύ που σταμάτησαν όλες οι κυρίες και ήρθαν δίπλα μου και μου έλεγαν «Υπομονή» στα Ελληνικά. Δεν ήξερα την γλώσσα και  δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν. Έτσι άρχισα σιγά σιγά την ζωή μου στην Ελλάδα, με υπομονή, γιατί  τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά τα καταφέραμε.”

070620121107

«Έζησα που λες, Λένιν, μεσοπόλεμο, Στάλιν, Μεταξά, κατοχή, χούντα, μεταπολίτευση και είμαι ακόμα εδώ όρθια να ζήσω τα ίδια πάλι.»

Best of internet