Quantcast
TV

Τα Εγκλήματα έφεραν το μαύρο χιούμορ στην ελληνική τηλεόραση και άλλαξαν τα πάντα, για λίγο

Χωρίς κανένας να μπορέσει να συνεχίσει αυτό που έκαναν

Δεν είναι και κάτι τρομερά πρωτότυπο να νοσταλγείς την ελληνική τηλεόραση των 90s, για να πούμε την αλήθεια. Όπως, επίσης, δεν είναι κάτι τρομερά πρωτότυπο να μπαίνεις σε μια διαδικασία να ανακαλύψεις εκ νέου πραγμάτων από το παρελθόν ώστε να πασπαλίσεις την φάση σου (στο ίντερνετ ή αλλού) με λίγη «καλτίλα» ή να βοηθήσεις εκείνες τις δύσκολες νύχτες να περάσουν κάνοντας σκληρό binge-watching στο YouTube ή ατελείωτο scroll-down στο Μακαρένια.

Τι να κάνουμε όμως, κάπως πρέπει να ζήσουμε κι εμείς. Κι έτσι όπως τα έχει φέρει η ζωή, τα ελληνικά 80s και 90s έχουν αναδειχθεί σε ένα καλτ καταφύγιο, έναν ειρωνικό και νοσταλγικό ασφαλή χώρο, μια επιστροφή σε μια εποχή που δεν ήταν ακριβώς αθώα (κάθε άλλο, βασικά) αλλά φαινόταν να έχει κάποιες σταθερές κι ένα μέλλον μπροστά της. Χώρια που, ας το παραδεχτούμε, κατά βάση μας μεγάλωσε η ιδιωτική τηλεόραση – όχι οι γονείς μας.

Όλα αυτά, βέβαια, δεν ήταν απλά ένας χυλός αναμνήσεων. Σήμαιναν πράγματα, άλλαξαν την ελληνική κοινωνία και την κουλτούρα της, διαμόρφωσαν τάσεις για το πώς έμοιαζε η mainstream τηλεοπτική διασκέδαση στο τέλος του 20ού αιώνα. Και, εντάξει, είναι γνωστό: η ιδιωτική τηλεόραση, από το 1989 που σκάει μύτη, ήταν μια βαριά βιομηχανία που έφερε γιγάντια κέρδη στους καναλάρχες και πολλά σκουπίδια στο σαλόνι.

Αλλά κάποια πράγματα ξεχώρισαν, γαμώτο, και γι’ αυτό τα θυμόμαστε με αγάπη. Κάτι σήμαιναν, κάποιος λόγος υπάρχει. Ε, με την ασφάλεια που μας δίνουν τα 20 χρόνια απόστασης από το 1998 που έγινε η πρεμιέρα τους, μπορούμε να υποστηρίξουμε με σιγουριά ότι καμιά άλλη ελληνική κωμική σειρά της εποχής δεν ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα τόσο πολύ όσο τα Εγκλήματα.

Ήδη και μόνο στην διατύπωση της λέξης Εγκλήματα, αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να σπεύσουμε στο YouTube να χαζέψουμε – και προχωράμε. Τα Εγκλήματα του Λευτέρη Παπαπέτρου έμοιαζαν με κάτι πολύ καινούριο για την ελληνική τηλεόραση. Και για να το κατανοήσουμε πλήρως αυτό, ας γυρίσουμε λίγο πίσω στο πώς έμοιαζαν οι ελληνικές κωμικές σειρές στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Μια πλευρά της ιστορίας είναι η άμεση συνέχεια από την ΕΡΤ στα πρώτα ιδιωτικά κανάλια, και κυρίως το MEGA. Έτσι, ο Γιάννης Δαλιανίδης περνάει από τα Λιονταράκια και την Οδό Ανθέων στο Ρετιρέ και τους Μικρομεσαίους, κι ο Βασίλης Νεμέας περνάει από την Μαντάμ Σουσού στους Αυθαίρετους και το Εκμέκ Παγωτό. Στο μεταξύ, βέβαια, σκάνε μύτη και πιο σύγχρονες κωμικές πένες που κουβαλάνε λιγότερη 80ίλα και μπαίνουν με τα μπούνια στην ελληνική κατάσταση της δεκαετίας του ’90.

Και κάπως έτσι ξεκινάνε οι Απαράδεκτοι της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το Δις Εξαμαρτείν των (ήδη πιο τηλεοπτικά έμπειρων) Ρέππα-Παπαθανασίου, το Της Ελλάδος τα Παιδιά των Βενιζέλου-Φραγκιόγλου, Οι Μεν και οι Δεν των Ρώμα-Χατζησοφιά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι σειρές βλέπονται και σήμερα πολύ πιο εύκολα από εκείνες που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο. Έμοιαζαν λιγότερο με κεκτημένη ταχύτητα από τα 80s (και σίγουρα καθόλου με το υστερικό μικροαστικό πράγμα του Δαλιανίδη) κι έμοιαζαν περισσότερο με προσπάθεια για ένα νέο χιούμορ στα 90s – μ’ όλα τους τα προβλήματα, φυσικά, όπως κι ολόκληρο το lifestyle του ’90. Είχαν, τουλάχιστον, συνήθως ένα τηλεοπτικό concept που ξέφευγε από την ασφυκτική πλην γελοία οικογένεια-βραχυκύκλωμα και ανοιγόταν σε διαφορετικά πεδία της κοινωνικής ζωής για να βγάλει γέλιο.

Αν μας ρωτάτε (που δεν μας ρωτάτε αλλά δεν πειράζει), εκείνοι που το τελειοποιούν στα μέσα των 90s είναι οι Αλέξανδρος Ρήγας και Λευτέρης Παπαπέτρου. Μαζί φτιάχνουν το Πάτερ Ημών (μεχ) το 1994, μαζί φτιάχνουν την Ντόλτσε Βίτα (ω ναι) το 1995, κι έπειτα οι δρόμοι τους χωρίζουν για να φτιάξουν κι οι δύο τις πιο ώριμες και απολαυστικές σειρές τους: τους Δύο Ξένους ο πρώτος, τα Εγκλήματα ο δεύτερος.

Το ότι τα Εγκλήματα έφερναν κάτι καινούριο στις κωμικές σειρές της ελληνικής τηλεόρασης φάνηκε ήδη από την αρχή, μιας και δυσκολεύτηκαν τα μάλα να βγουν στον αέρα. Η παραγωγή της σειράς είχε ξεκινήσει χωρίς κανένα κανάλι να θέλει να την εντάξει στο πρόγραμμά του. Αρχικά απορρίφθηκε από το MEGA, κι έπειτα ο ΑΝΤ1 αποφάσισε να τους δώσει μια ευκαιρία. Η τηλεθέαση αρχικά ήταν απογοητευτική, κι η σειρά έφτασε πολύ κοντά στο να κοπεί εντελώς.

Τι ήταν όμως το καινούριο που έφεραν τα Εγκλήματα – αυτό που τους έκανε αρχικά να κινδυνέψουν και μετά να πετύχουν; Ένα βασικό στοιχείο, φυσικά, ήταν το μαύρο χιούμορ. Ναι, τα Εγκλήματα ήταν μάλλον ό,τι πιο σκοτεινό είχαν δει τα ελληνικά σήριαλ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η σειρά όχι απλά δε φοβόταν το γκροτέσκο και το μακάβριο, αλλά το αγκάλιαζε με όλη της τη δύναμη. Βέβαια, η κινητήριος δύναμη της μαύρης κωμωδίας των Εγκλημάτων δεν ήταν απλώς η πρόκληση και το σοκ. Ήδη από τη δεκαετία του ’30 που ο σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν επινόησε τον όρο «μαύρο χιούμορ», είχε διαπιστώσει ότι αυτό που το διαφοροποιεί δεν είναι απλώς το μακάβριο. Αντίθετα, η αληθινή κωμωδία του μαύρου χιούμορ πηγάζει από τον κυνισμό, την ειρωνεία και τον σκεπτικισμό απέναντι στην ίδια την κυρίαρχη κατάσταση των πραγμάτων.

Κι εκεί είναι που τα Εγκλήματα έφεραν κάτι διαφορετικό. Το μαύρο χιούμορ τους πήγαζε απ’ το ό,τι επέλεξαν να δείξουν μια πλευρά της ελληνικής κοινωνίας που απουσίαζε μέχρι τότε από την ελληνική τηλεοπτική κωμωδία – ή τουλάχιστον δεν εμφανιζόταν μ’ αυτόν τον τρόπο στα υπόλοιπα πετυχημένα κωμικά σήριαλ. Ας φέρουμε μερικά παραδείγματα.

Η παράνομη σχέση της Φλώρας και του Αλέκου πηγάζει μέσα από τις ματαιώσεις των νεανικών τους ονείρων και τη δυστυχία τους στον παραδοσιακό γάμο. Κι είναι αυτό που τους φέρνει στην θέση φόβου, δισταγμού και απαγορευμένου ενθουσιασμού απέναντι στο να διεκδικήσουν αυτό που επιθυμούν πραγματικά:

Η Σωσώ έλκεται από τον θάνατο με έναν ενθουσιασμό που δείχνει επίσης δυσφορία μέσα στην οικογενειακή κανονικότητα. Η ρουτίνα και η πλήξη την κάνουν να θέλει να ταράξει τις ζωές των άλλων, κι η ίδια βρίσκεται σε έναν κοινωνικό ρόλο που δεν την χωράει:

Η Κορίνα είναι μια εργάτρια του σεξ με αυτονομία, με δικές της επιθυμίες και διεκδίκηση ορατότητας. Δεν είναι κρυμμένη σαν ταμπού, δεν ντρέπεται γι’ αυτό που είναι, ούτε γι’ αυτό που κάνει:

Ο Μιχαλάκης ανακαλύπτει την ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητά του όχι ως καρικατούρα (όπως έκανε κατά κόρον η ελληνική τηλεόραση), αλλά με λίγη περισσότερη ευαισθησία και ειλικρίνεια. Και κυρίως, με στιγμές αγνής απόλαυσης και καλοπέρασης μέσα σ’ όλο το υπόλοιπο βασανιστήριο:

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες έγιναν icons, έγιναν σύμβολα – από το πιο γκροτέσκο και fabulous ή campy μέχρι το πιο λαϊκό ή συνεσταλμένο. Και στο φόντο βρίσκονται χασάπικα, μικρομάγαζα, κακόφημες πιάτσες, η ιστορία της Αντίστασης, οι Αμπελόκηποι, η Κυψέλη, τα Εξάρχεια, το στοίχειωμα του οικογενειακού παρελθόντος και αμέτρητες, πραγματικά αμέτρητες καλτ φιγούρες και καταστάσεις που παρελαύνουν μπροστά από την οθόνη – από τον Αριστείδη και τον Τζόνι μέχρι τον Ηλία και τον Φωτάρα. Το εντυπωσιακό είναι τα Εγκλήματα έφεραν όλα αυτά τα πράγματα στην επιφάνεια με μια κατανόηση μέσα στην όλη θανατίλα (για τα δεδομένα της εποχής φυσικά, όχι ότι έλειπαν καραμπινάτα προβλήματα από τη σειρά) και όχι με διάθεση γελοιοποίησης ή κυνηγιού του σκανδάλου-ταμπού, όπως συνέβαινε για παράδειγμα σε καλτ εκπομπές τύπου Τα Παιδιά της Νύχτας ή το Ερωτοδικείο.

Η σειρά μαζικά έφερε στην μικρή οθόνη μια σειρά από συντηρητικά ταμπού (δολοφονία, αυτοκτονία, αιμομιξία, gay και trans σεξουαλικότητα) με ακραίο για την εποχή χιούμορ, κι ήταν μάλλον η πρώτη φορά που, στην κωμωδία της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οπτική του περιθωρίου ή του γκροτέσκου έφτασε σε τόσο mainstream επίπεδο απήχησης. Οι ελληνικές οικογένειες κι οι επιθυμίες των μελών τους δεν ήταν πια απλώς βραχυκυκλωμένες, αλλά και έως έναν βαθμό αντικανονικές, κι αυτό τις έκανε πιο αληθινές από τις υπόλοιπες των ελληνικών σήριαλ. Και για όσους ήμασταν παιδιά στη δεκαετία του ’90, η πρώτη φορά που είδαμε Εγκλήματα έμοιαζε με την πρώτη φορά που διαβάσαμε Αρκά, με τη διαφορά ότι τώρα ήταν στην τηλεόραση και το συζητούσαν όλοι.

Αγαπάμε, λοιπόν, τα Εγκλήματα γιατί ήταν φουλ μακάβρια αλλά και κάπως ευαίσθητα. Ήταν μαζικολαϊκά αλλά είχαν και βάθος. Ήταν σκοτεινά αλλά ήταν και κιτς. Άλλαξαν την τηλεόραση, αλλά για λίγο – αφού κανείς, τελικά, δεν βρέθηκε να πιάσει το νήμα τους.

Best of internet