Quantcast

10 χρόνια μετά, το Community είναι το δώρο που δεν σταματάει να δίνει

Six seasons and a movie, για πάντα

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

4 Δεκεμβρίου 2019

Το 2019 έχει κάτι που το κάνει να προσφέρεται για ανασκοπήσεις. Είναι το τέλος της δεκαετίας κι είναι γεμάτο ορόσημα που έχουν πάνω τους την αίσθηση και το στίγμα του τέλος με έναν τρόπο. Έχουν περάσει 20 χρόνια από το πυκνό 1999 και τα παιδιά των 90s, όντας πάνω από 30 πλέον, αναμετριούνται με αυτά που τους διαμόρφωσαν. Είναι οι βασικοί φορείς της επερχόμενης pop νοσταλγίας για την δεκαετία του ’90, η οποία σχεδόν μοιραία θα διαδεχθεί τα επόμενα χρόνια αυτήν για τα 80s. Κατά έναν τρόπο, παραμένουμε καθηλωμένοι σε όλα αυτά που μας στιγμάτισαν μέσα από την μακρινή και κοντινή μαζική κουλτούρα. Ακόμα επισκεπτόμαστε το Toy Story, γιατί βγάζει νέες ταινίες συνεχώς. Ακόμα ζούμε μέσα στο The Matrix, γιατί επιστρέφει. Ακόμα επεξεργαζόμαστε το Fight Club, γιατί αντανακλάται διαθλασμένα στο Joker. Ακόμα μας περικυκλώνουν ελληνικά σίριαλ, γιατί τα βλέπουμε στο YouTube ψάχνοντας θαλπωρή ακόμα κι αν δεν έχουμε τηλεόραση για να πετύχουμε τις επαναλήψεις.

Όπως είπαμε, όμως, είναι και το τέλος αυτής εδώ της δεκαετίας, της δεκαετίας των 10s. Φτάνοντας τα 10 χρόνια από το 2009, μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για δέκα χρόνια ώριμης εποχής του μαζικού internet και των social media, της online ζωής και της διεθνοποιημένης pop κουλτούρας. Ήδη από τα τέλη των 90s το internet αρχίζει να μαζικοποιείται στην Ελλάδα, αλλά στα μέσα προς το τέλος της δεκαετίας των 00s γίνεται πλέον σιγά σιγά το νέο μεγάλο παράδειγμα ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης. Σημαντική πλευρά αυτής της διαδικασίας, βέβαια, ήταν η όλο και μεγαλύτερη και πυκνότερη κατανάλωση κουλτούρας. Εκεί στα μέσα με τέλη του 2000, όσοι είχαν την χαρά (και την τότε οικονομική δυνατότητα) να βάλουν συνδέσεις dsl βρέθηκαν σιγά-σιγά μπροστά σε έναν ωκεανό μαζικής κουλτούρας (αμερικάνικης προέλευσης κυρίως) που περίμενε καρτερικά να ανακαλυφθεί, να κατεβαστεί, να μοιραστεί μεταξύ των μυημένων. Αρχίσαμε όλοι να βλέπουμε σειρές σιγά-σιγά, έγινε η νέα μας καθημερινότητα. Τόσο απλά. Το 2019 κλείνει αυτήν δεκαετία, φέρνοντας μαζί του το τέλος σειρών-ορόσημων αυτής της διαδικασίας – πρώτα και κύρια του Game of Thrones.

Γενικά, μου αρέσει πολύ να κάνω οργανωμένες επαναλήψεις σειρών που αγαπώ. Είναι κάτι καταπραϋντικό, comforting, χαλαρωτικό. Είναι ένα happy place μου. Μαζί μ’ αυτό, όμως, φέρνει και μια διαδικασία αναστοχασμού που επίσης μ’ αρέσει – έναν αναστοχασμό πάνω στην ίδια την σειρά, τους δημιουργούς του ή τον εαυτό μου και τα διαφορετικά στάδια επαφής του με το έργο τέχνης και τον κόσμο γύρω του. Όλο αυτό βέβαια είναι κάτι απαιτητικό και χρονοβόρο. Ούτως ή άλλως, συνηθίζεται ενίοτε να έχουμε μια αμφιθυμία απόλαυσης και ενοχής απέναντι στο να περνάμε πολλές ώρες βλέποντας σειρές. Ακόμα κι αν περνάμε καλά ή απολαμβάνουμε σε βάθος αυτό που κάνουμε, μερικές φορές υπάρχει μια απειλή αισθήματος σπατάλης χρόνου να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Κι άμα το κάνεις δεύτερη και τρίτη φορά με την ίδια σειρά, οργανωμένα και με συνέπεια; Αυτό δεν μοιάζει άραγε λιγότερο με το να ξαναβλέπεις μια ταινία και περισσότερο με το να ξαναδιαβάζεις ένα μεγάλο βιβλίο; Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δεν έχω πια πολύ χρόνο για τέτοιες επαναλήψεις. Βλέπω πολλές καινούριες σειρές γιατί η δουλειά μου είναι να γράφω γι’ αυτές. Περνάω καλά, γιατί, αν μη τι άλλο, βγαίνουν φοβερά πράγματα. Αλλά μου λείπει κι η επανάληψη. Μου λείπει το να ξαναβλέπω πράγματα που αγαπώ.

Φέτος, μετά από καιρό, κατάφερα να κάνω αυτήν την επανάληψη. Το καλοκαίρι είδα ξανά από την αρχή όλο το Community, τη σειρά του Dan Harmon που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2009 και αφηγούταν τις εμπειρίες μιας ομάδας ανθρώπων στο community college της φανταστικής πόλης Greendale – παίρνοντας έμπνευση από το δικό του παρελθόν σε αντίστοιχο πανεπιστήμιο. Μέσα από τις 6 σεζόν και τα 110 επεισόδιά του, το Community έγινε ταυτόσημο με το σύγχρονο meta χιούμορ και τις αναφορές στην pop κουλτούρα, επιδιδόμενο σταθερά στην αποδόμηση και το αναποδογύρισμα των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μοτίβων και κλισέ. Ξεκίνησα να το βλέπω το 2009, κατεβάζοντας κάθε επεισόδιο βδομάδα-βδομάδα. Ήταν η εποχή που μεσουρανούσαν οι διάδοχοι του Arrested Development και του The Office, σαν το 30 Rock και το Parks and Recreation. Όταν ξεκίνησε η σειρά, λοιπόν, ήμουν 20 χρονών και σχεδόν μοιραία επηρέασε πολύ το χιούμορ και τις αναφορές μου. Τώρα, ξαναβλέποντάς το όλο από την αρχή στα 30 μου, έπαθα σοκ ανακαλύπτοντας τους βαθύτερους και πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους με είχε αγγίξει ανεπανόρθωτα χωρίς σχεδόν να καταλάβω πώς το κάνει. Επειδή δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα, θα παραθέσω μια αίσθηση που κατέγραψα όσο έκανα αυτήν την επανάληψη:

ΕΓΩ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ COMMUNITY ΣΤΑ 20: πω πω πόσα πολλά meta αστεία και references και homages και spoofs τρελή φάση η σειρά απορώ με ποιο στοιχείο pop κουλτούρας θα καταπιαστούν στο επόμενο επεισόδιο

ΕΓΩ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ COMMUNITY ΣΤΑ 30: γαμώτο είναι μια αυτοσχέδια οικογένεια χαμένων κορμιών που έχουν ανάγκη να πιαστούν από κάτι κι αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία για ανθρώπινη αγάπη κι επαφή σ’ έναν απάνθρωπο κόσμο δε μπορώ θα βάλω τα κλάματα

Ας πιάσουμε τα πράματα ένα βήμα πιο πίσω. Όταν ξεκίναγε το Community εν έτει 2009, η τηλεόραση στην Αμερική έμπαινε σε μια νέα φάση. Η λεγόμενη Golden Age της αμερικάνικης τηλεόρασης βρισκόταν σε μια κρίσιμη περίοδο και το τηλεοπτικό τοπίο μεταμορφωνόταν. Σ’ αυτήν την διαδικασία υπάρχουν δύο πλευρές που μας ενδιαφέρουν εδώ. Η πρώτη πλευρά αφορά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο οι πρωτοπόρες σειρές της χρυσής εποχής (το The Sopranos, το The Wire, το Oz, το Six Feed Under) είχαν τελειώσει πρόσφατα κι είχαν σε γενικές γραμμές αποδείξει την αξία και την καινοτομία τους, αποδεικνύοντας μαζί ότι η ποιοτική τηλεόραση είναι όλο και πιο βιώσιμη εμπορικά. Έτσι, εκείνη την εποχή ξεκινούν νέες φιλόδοξες prestigious σειρές που θέλουν να πιάσουν την σκυτάλη, όπως το Mad Men, το Breaking Bad, το Treme και το Boardwalk Empire. Αυτή η δυναμική βέβαια είχε θύματα. Είχε σειρές σαν το Deadwood, το Carnivale, το Firefly ή το Freaks and Geeks που κόπηκαν γιατί βρέθηκαν περίπου ανάμεσα στον συρμό και την αποβάθρα. Το ρίσκο, λοιπόν, υπήρχε ακόμα – απλά τα τηλεοπτικά δίκτυα (cable και μη) το έπαιρναν πλέον συχνότερα. Όντας σε ένα παραδοσιακό δίκτυο σαν το NBC που δεν πολυ-καταλάβαινε την αξία και το hype της σειράς στο σύγχρονο online κοινό, το Community φλέρταρε από την αρχή με την ακύρωση και την διαπραγματευόταν ξανά και ξανά μέχρι να γίνει οριστική και να μεταφερθεί στο Yahoo για την τελευταία σεζόν.

Αν τελικά το Community κατάφερε με τα χίλια ζόρια να επιβιώσει, αυτό οφείλεται στην δεύτερη πλευράς της διαδικασίας αλλαγής του τηλεοπτικού πεδίου που αναφέραμε προηγουμένως κι η οποία αφορά συγκεκριμένα την εξέλιξη των αμερικάνικων sitcoms τα τελευταία 20-25 χρόνια. Όπως λέγαμε και με μια άλλη αφορμή πρόσφατα, μετά το Seinfeld το sitcom έχει έναν διπλό χαρακτήρα πλέον: εκδηλώνει ταυτόχρονα τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και τις πρωτοπόρες τάσεις της τηλεοπτικής κωμωδίας. Σε όλα τα 90s και μέχρι τα μέσα των 00s διαγράφεται μια διπλή διαδρομή όπου οι πιο safe επιλογές συνυπάρχουν με τις πιο καινοτόμες ιδέες. Για κάθε Friends, υπάρχει ένα Frasier. Για κάθε The Nanny, υπάρχει ένα Will & Grace. Για κάθε Two Guys and a Girl υπάρχει ένα Curb Your Enthusiasm. Για κάθε Two and a Half Men, υπάρχει ένα Arrested Development. Για κάθε How I Met Your Mother, υπάρχει ένα It’s Always Sunny in Philadelphia. Για κάθε Big Bang Theory, υπάρχει ένα 30 Rock. Κι αν κάτι έδωσε την μεγαλύτερη ώθηση ώστε να καταφέρουν να πάρουν το πράσινο φως και να επιβιώσουν σειρές σαν το Community, αυτό ήταν η μεγάλη επιτυχία του The Office. Χωρίς studio audience, χωρίς laugh track, με καλή κωμωδία.

Παράλληλα, όμως, αρχίζει να φαίνεται και μια αλλαγή στο ύφος – και το Community στάθηκε στην πρωτοπορία αυτής της αλλαγής. Από τα τέλη των 00s κι έπειτα έχουμε όλο και περισσότερες κωμικές σειρές που φέρουν πολύ έντονα την προσωπική σφραγίδα των δημιουργών τους, είτε πρόκειται για έναν πιο εσωτερικό αυτοστοχασμό είτε για έναν κοινωνικό προβληματισμό που σχετίζεται με την φυλετική, σεξουαλική και ταξική τους ταυτότητα. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, μοιάζουν επίσης να αποτελούν απόπειρες επεξεργασίας και ξεπεράσματος του κυνικού κι ειρωνικού κωμικού πνεύματος που καθόρισε την pop κουλτούρα των 90s και 00s, αντικαθιστώντας την με μια πιο ειλικρινή κι ευαίσθητη κωμική πλευρά που δίνει προτεραιότητα στα στοιχεία της κοινωνικής ταυτότητας ή κοινότητας. Πηγαίνοντας λοιπόν πέρα από την αφέλεια του Hollywood και της mainstream τηλεόρασης και προσπερνώντας τον εύκολο μεταμοντέρνο pop μηδενισμό, σειρές σαν το Community διατήρησαν την meta ειρωνεία (γιατί ήταν παιδιά της, σε τελική ανάλυση) αλλά την έστρεψαν προς διαφορετική κατεύθυνση, πιο ευαίσθητη και πιο τρυφερή, δημιουργώντας ένα ρεύμα κωμικής self-aware ειλικρίνειας. Αυτή η αλλαγή στο ύφος της κωμωδίας, πηγή της οποίας ήταν και το Community μεταξύ άλλων, έγινε έπειτα αισθητή σε πολλά νέα και ριζοσπαστικά πράγματα της αμερικάνικης κωμωδίας, από το Louie και το BoJack Horseman μέχρι το Atlanta και το Barry, κι από το Transparent και το Broad City μέχρι το Insecure και το Master of None.

To ίδιο το Community από την άλλη, φλερτάροντας με το κόψιμο σχεδόν από την αρχή, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει την δημιουργική ελευθερία που διεκδίκησαν ή απέκτησαν οι διάδοχοί του ώστε να προκύψει μια σειρά όπως την ήθελαν αληθινά οι δημιουργοί κι οι συντελεστές της. Απ’ αυτήν την σκοπιά, και παρ’ όλη την ευθυμία της, είναι μια σειρά λίγο τραγική και καταραμένη, έχοντας δυνατότητες που δεν κατάφερε ποτέ να εκπληρώσει ακόμα κι αν το μεγαλείο της σε πολλές φάσεις είναι αδιαμφισβήτητο. Την ώρα που η σειρές οι οποίες επηρεάστηκαν από το Community άρχισαν να μεσουρανούν στις αρχές των 10s, εκείνο χαροπάλευε να μην ακυρωθεί και να καταφέρει να συνεχίσει την πορεία του. Μετά την τρίτη σεζόν, ο Harmon (δημιουργός και showrunner του Community) απολύεται από το κανάλι. Η τέταρτη σεζόν ήταν τρομερά αδύναμη, με αποτέλεσμα ο Harmon να επαναπροσληφθεί για την πέμπτη. Στην αρχή της νέας σεζόν, αποχωρεί ο Donald Glover με μια αλλόκοτα συγκινητική ανοιχτή επιστολή που εξηγεί τους λόγους. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Harmon, η αποχώρηση του Glover σκότωσε την σειρά. Παρόλα αυτά, η έκτη σεζόν καταφέρνει να γίνει πολύ αξιοπρεπής κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, και το φινάλε αποδεικνύεται ιδιοφυές και υπερ-ικανοποιητικό σε πολλά επίπεδα. Σχολιάζοντας την ίδια την κατανάλωση fiction και pop κουλτούρας, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους επενδύει το κοινό σε αυτά, το φινάλε του Community δείχνει τρομερή ωριμότητα στην αφήγηση και το συναίσθημα – τερματίζοντας αυτήν την ιδιότυπη meta ειλικρίνεια και στρέφοντας τους προβολείς στους ίδιους τους όρους παραγωγής και κατανάλωσής του. Οι τελευταίες λέξεις που ακούγονται είναι: Contains pieces the size of a child’s esophagus. Πώς σκατά γίνεται να κλείνει έτσι κι όμως να είναι τόσο ανθρώπινο και συγκινητικό;

Εκεί βρίσκεται η μαγεία του Community. Είναι υπερ-στυλιζαρισμένο και υπερβολικά self-aware αλλά η ειλικρινής του έμφαση στις σχέσεις και την κοινότητα δίνει σχεδόν έναν γλυκόπικρα αισιόδοξο και ουτοπικό χαρακτήρα στη σειρά. Δίπλα στο silliness και τα spoofs, υπάρχει η ιδέα ότι επικοινωνούμε μέσω των αναφορών και της κουλτούρας, αλλά δεν πρέπει να περιοριστούμε εκεί, γιατί αλλιώς θα εγκλωβιστούμε σε μια σημειολογική φυλακή. Πρέπει να φτάσουμε βαθύτερα, να βρούμε τις συναισθηματικές συνδέσεις, την βιωματική συνέπεια. Ακόμα κι όταν το Community γίνεται υπερβολικά meta, εφιστά την προσοχή στην τεχνητότητά του και το κάνει με έναν μοναδικά ζωντανό τρόπο. Δεν αρκείται σε μια κυνική κατάδειξη ή σε μια χαιρέκακη αποδόμηση των συμβάσεων. Θέλει να τις αποσυναρμολογήσει για να ξεπροβάλλει κάτι πιο αυθεντικό, ανθρώπινο και ουσιαστικό από μέσα. Πουθενά – που θε νά – δεν φαίνεται αυτό καλύτερο από το μακράν πιο αγαπημένο μου επεισόδιο, το Critical Film Studies. Εκείνο που ξεκινάει σαν φόρος τιμής στο Pulp Fiction, μετατρέπεται σε φόρο τιμής στο My Dinner With Andre και καταλήγει μέσα από την κατάρρευση των homages σε έναν μικρό νυχτερινό ύμνο της ανθρώπινης κοινότητας. Στην σκηνοθεσία βρίσκεται ο θεός Richard Ayoade του Garth Marenghi’s Darkplace, του IT Crowd και του Submarine. Ακόμα κι όταν το σκέφτομαι μόνο, είμαι κοντά στο να αρχίσω να λυγίζω.

Προκειμένου να τα καταφέρει όλα αυτά (και δεν το καταφέρνει πάντα, ας είμαστε ειλικρινείς), ο Dan Harmon εστιάζει φουλ στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους. Ο τρόπος που συμβαδίζουν ο κωμικός ρυθμός, οι συμβάσεις του sitcom, τα ασταμάτητα references, τα καλογραμμένα αστεία κι η πετυχημένη σκηνοθεσία (είπε κανείς αδερφοί Russo; ) με το συνεκτικό και αποτελεσματικό χτίσιμο των χαρακτήρων είναι τρομερά εντυπωσιακός. Το Community, ακόμα κι αν έχει αδύναμες στιγμές και κακογερασμένα αστεία εδώ κι εκεί, σε πείθει για την αυθεντικότητα των ανθρώπινων σχέσεων που αναπαριστά. Έχουν μέσα τους αυθεντική σύγκρουση κι αυθεντική αλληλεγγύη, ακόμα κι αν έχουν σαν επιφανειακή αφορμή ή έκφραση τα πιο ασήμαντα πράγματα, όπως ένα παιχνίδι Dungeons & Dragons ή το ρίξιμο ενός ζαριού για το ποιος θα σηκωθεί να ανοίξει την πόρτα. Παρόλο που οι κεντρικοί χαρακτήρες έχουν συχνότατα εντυπωσιακή ανθρώπινη αλήθεια μέσα τους (με πρώτο τον Jeff και με πιο αδικημένη την Britta που αλλού δείχνει τεράστιο βάθος κι αλλού μετατρέπεται σε gimmick, όπως κι ο Chang), κανένας δεν είναι σαν τον Abed. Πέρα από τις αδιανόητα αστείες ή συγκινητικές στιγμές του, ο ήρωας Abed (μαζί με όλες της αντιφάσεις του σύγχρονου ανθρώπινου χαρακτήρα που εκπροσωπεί) γίνεται ευκρινέστερος και ουσιαστικότερος όταν βρίσκεται ο ίδιος πίσω από την κάμερα. Είτε κινηματογραφεί τον Jeff και την Britta ως γονείς του είτε απαθανατίζει τις δήθεν τελευταίες στιγμές του Pierce, ο Abed επιχειρεί να συνδεθεί με τους ανθρώπους βγάζοντας ιστορίες από μέσα τους, αφηγούμενος την ίδια την ανθρωπινότητά τους, δίνοντας συνοχή και σχήμα και νόημα στην ανορθολογικότητα και την τυχαιότητα, στον παραλογισμό του κόσμου και της ζωής.

Αυτό, πιστεύω, ήθελε να κάνει κι ο Dan Harmon με το Community. Ήλπιζα στ’ αλήθεια ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσει περισσότερο αυτήν την οπτική μετά τη σειρά, αλλά ίσως η ίδια η εμπειρία της να τον τσάκισε λίγο. Φυσικά, τώρα που μιλάμε είναι ο ένας από τους δύο ανθρώπους που τρέχουν το Rick and Morty. Με μια πρώτη ματιά, μοιάζουν αρκετά διαφορετικές σειρές. Ναι, μοιράζονται τα αμέτρητα pop culture references, αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει κάτι. Αν μείνει κανείς στην εξυπνακίστικη επιφάνεια και το τοξικό fandom, τότε πιθανώς να μοιάζει σα να είναι μάλιστα στον αντίποδα του Community. Παρόλα αυτά, η προβληματική της κοινότητας είναι ακόμα εκεί, πιο πικραμένη αλλά παρούσα. Τώρα κοιτάει την οικογένεια στην οποία είναι καταδικασμένοι οι άνθρωποι, όχι αυτήν που επιλέγουν ελεύθερα. Είναι μια κοινότητα τοξική και ασφυκτική, κωμικοτραγική στον πυρήνα της. Αν υπάρχει λύση, αυτή είναι η επιθυμία της εξόδου, της περιπέτειας, του outer space. Η πικρία και η φθορά είναι κυρίαρχες στις σχέσεις, αλλά υπάρχουν εκλάμψεις διαύγειας και αυθεντικότητας που σε ταράζουν. Έτσι κι αλλιώς, όπως μας έμαθε το Community, η κωμωδία του Harmon αναπνέει μέσα από την ειρωνεία και την αντίφαση, αλλά θέλει να χτυπήσει στην καρδιά.

Το λέει κι ο στίχος:

I can’t count the reasons I should stay
One by one they all just fade away

Best of internet