Quantcast

Not Great, Not Terrible: To Chernobyl λάμπει στο σκοτάδι, αλλά κρύβει κινδύνους

Δεν είναι η καλύτερη σειρά της εποχής της, αλλά είναι ίσως η πιο σημαντική

Μοιάζει λίγο περίεργο να ξεκινάς με μια τέτοια διατύπωση: ότι η τάδε σειρά δεν είναι η καλύτερη. Είναι αυτή αφετηρία απ’ την οποία μπορείς να ξεκινήσεις μια σοβαρή συζήτηση για την αποτίμηση ενός τηλεοπτικού έργου; Μπορεί όχι, μπορεί όχι – και πράγματι η τάδε ή δείνα σειρά δεν χρώσταγε σε κανέναν να είναι όντως η καλύτερη στο είδος της ή στην εποχή της. Παρόλα αυτά, τρόπον τινά, μας αναγκάζουν οι συνθήκες να ξεκινήσουμε έτσι. Ο λόγος είναι πως το Chernobyl έχει τόσο μα τόσο πολύ hype αυτόν τον καιρό που πραγματικά είναι σχεδόν αδύνατον να μην έχεις πέσει με κάποιον τρόπο πάνω του εδώ και μερικές βδομάδες. Κάποιος θα σε έχει πρήξει, κάπου θα έχεις διαβάσει ένα άρθρο, κάπου θα έχεις δει ένα meme. Κι εκτός του hype, όμως, οι βαθμολογίες τηλεθεατών για την σειρά έχουν ξεφύγει, τοποθετώντας την στην κορυφή του μεγαλύτερου σχετικού site στο internet, ενώ το HBO βρέθηκε από το πουθενά με μια τεράστια απροσδόκητη μεγα-επιτυχία στα χέρια του, η οποία του έχει προσφέρει τρομερή τηλεθέαση (σε βαθμό εντυπωσιακό ποιοτικά και ποσοτικά) αλλά και σχετική εξιλέωση έπειτα από την κατά γενική ομολογία απογοητευτική τελευταία σεζόν του Game of Thrones. Όλα αυτά δεν μας αφήνουν καμιά επιλογή πέρα από το να κάνουμε αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα για το οποίο πληρωνόμαστε: να συζητήσουμε για τη μορφή και το περιεχόμενο του Chernobyl, αλλά και να αναζητήσουμε το κρυμμένο ιστορικό βάρος μια εντελώς απροσδόκητης επιτυχίας. Προσδεθείτε, το κέφι θα αυξηθεί σε επικίνδυνα επίπεδα – σίγουρα πάνω από 3,6 roentgen (μέτριο αστείο – not great, not terrible θα λέγαμε).

Κατά μία έννοια, η τρομερή επιτυχία του Chernobyl μου φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα από την ίδια τη σειρά. Πρώτα απ’ όλα γιατί, σε ένα επιφανειακό επίπεδο τουλάχιστον, είναι μια επιτυχία παράξενη σε όλα της. Καταρχάς, ας μη γελιόμαστε, δεν θα περίμενε κανένας ότι η μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία του 2019 θα ήταν μια σειρά για το πυρηνικό ατύχημα του Chernobyl που δεν έχει καραμπινάτους relevant αστέρες να πρωταγωνιστούν, δεν έχει καταιγιστική δράση ή πλούσια μυθολογία από πίσω της, κι είναι φτιαγμένη από έναν τύπο σαν τον Craig Mazin που μέχρι τώρα ήταν υπεύθυνος για πράγματα όπως δύο ταινίες Scary Movie και δύο ταινίες The Hangover (…). Όπως και να το κάνουμε, το Chernobyl είναι μια σειρά για μια πυρηνική τραγωδία σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία. Αν αυτό το βάζαμε στο χρηματιστήριο της pop κουλτούρας μέχρι πριν από ένα μήνα, τότε μάλλον δεν θα περιμέναμε να τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Παρόλα αυτά, το έκανε. Κι αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τον χαρακτήρα της σειράς και τον χαρακτήρα της επιτυχίας της τότε πιθανώς να έχει να μας διδάξει πάρα πολλά για την εποχή μας και την κουλτούρα της.

Φυσικά, ο βαθύτερος θεματικός πυρήνας του Chernobyl δεν είναι καθόλου καινοφανής. Έχουμε μια αμερικανοβρετανική mainstream παραγωγή που αναπαριστά το σύμπλεγμα της σοβιετικής κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής ζωής με άμεσα ή έμμεσα επιτεθικοποιημένα αισθητικά μέσα – πράγμα σχεδόν τόσο παλιό όσο το ίδιο το Hollywood. Ήδη από την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις απαρχές του ψυχροπολεμικού κλίματος, η κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ βρήκε στο ήδη ανεπτυγμένο πεδίο της μαζικής κουλτούρα ένα πλήρως εύφορο έδαφος για χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας και της κοινής γνώμης. Δεν χρειάζεται να είσαι και ιδιαίτερα παρατηρητικός σινεφίλ για να εντοπίσεις τον ψυχροπολεμικό χαρακτήρα της μεταπολεμικής κινηματογραφικής παραγωγής ή να είσαι κανένας τρομερός ιστορικός ερευνητής για να γνωρίζεις την έκταση που έλαβε το αντι-κομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών εντός του Hollywood κατά την περίοδο του μακαρθισμού. Ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το Hollywood συνέχισε να αναπαριστά με στερεοτυπικούς όρους τους ανθρώπους της ανατολικής Ευρώπης (χρησιμοποιώντας τους σταθερότατα ως villains σε κάθε είδους genre), φροντίζοντας για την συνεχή επιβεβαίωση της ανωτερότητας της αμερικάνικης ζωής και αυτοκρατορίας ακόμα κι έπειτα από την πολιτική ήττα του αντιπάλου. Προφανώς, το εντελώς σταλινικό σοβιετικό σινεμά της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας είχε εξίσου ψυχροπολεμικό χαρακτήρα, αλλά από τα μέσα των 50s κι έπειτα η κατάσταση άρχισε να χαλαρώνει όλο και περισσότερο (έπειτα κι από σταθερή απαίτηση των καλλιτεχνών για ελευθερία της έκφρασης φυσικά), με αποτέλεσμα οι σοβιετικοί δημιουργοί να ασχολούνται πολύ λιγότερο με τους «κακούς αμερικάνους» απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος ανυποψίαστος.

Μέσα στο ψυχροπολεμικό Hollywood των δεκαετιών μετά των Β’ΠΠ, λοιπόν, υπήρχε και μια διακριτή τάση που αφορούσε τον πυρηνικό κινηματογράφο. Δε μιλάμε εδώ μόνο για ταινίες ξεκάθαρης πολεμικής προπαγάνδας που ουσιαστικά αθώωναν την πυρηνική πολιτική των ΗΠΑ (και την ρίψη της ατομικής βόμβας φυσικά), όπως το Above and Beyond ή το The Beginning or the End, αλλά για ταινίες που προσπάθησαν να προβληματικοποιήσουν τον κίνδυνο πυρηνικού ολοκαυτώματος με διάφορους τρόπους, από την μετα-αποκαλυπτική αλληγορία του On the Beach μέχρι το πολιτικό θρίλερ του Seven Days in May ή του Fail-Safe κι από εκεί ως την αιχμηρή σάτιρα του Dr. Strangelove και του Insignificance. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια πολύ ισχυρή δυναμική αγνόησης, αποσιώπησης ή/και χειραγώγησης της ιστορικής μνήμης που αφορά την εγκληματική πυρηνική πολιτική των ΗΠΑ μέσω της καταφανούς απουσίας αναπαραστάσεων για την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ή της γενικότερης αδυναμίας/απροθυμίας ουσιαστικής επεξεργασίας των πυρηνικών προβληματικών με κινηματογραφικούς όρους. Στον αντίποδα αυτής της κυνικής εργαλειοποίησης της μαζικής κουλτούρας για άμεσους ή έμμεσους πολιτικούς σκοπούς, βρίσκαμε βέβαια πάντα πράγματα που κατάφερναν με αισθητικούς και θεματικούς όρους να αναπαραστήσουν εξαίρετα τα ζητήματα γύρω από την πυρηνική πολιτική (όπως το The War Game και το Threads) ή μια μεγάλη σειρά από b και z movies που κατάφερναν μέσω της «χαμηλής» κουλτούρας να αποδειχτούν πολύ ριζοσπαστικά στον συμβολισμό τους. Κι αν φύγουμε από την αμερικανο-βρετανική κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή, θα δούμε ότι την βαθύτερη επεξεργασία του πυρηνικού τραύματος και της πυρηνικής μνήμης την βρίσκουμε μάλλον στην ιαπωνική παράδοση (και με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο στα anime, από την σκοπιά των θυμάτων πάντα) αλλά και στο αμφισβητησιακό σοβιετικό sci-fi που εξερεύνησε βαθιά τα πυρηνικά ζητήματα.

Ο λόγος που τα αναφέρουμε όλα αυτά δεν είναι απλώς για να βάλετε κι άλλες ταινίες στη watchlist σας ή κι άλλα links στα bookmarks σας. Ουσιαστικά, θέλουμε να πούμε με απλά λόγια κι εν συντομία πως, πριν το HBO φτιάξει το Chernobyl, η σχέση πυρηνικής πολιτικής και κινηματογραφικής αναπαράστασης έχει τεράστιο ιστορικό πλούτο – έχει μια δική της ιστορική διαδρομή, μέσα στην οποία τοποθετείται αναγκαστικά η σειρά είτε το θέλει είτε όχι, αφού τίποτα και ποτέ δεν είναι απλώς ένα μεμονωμένο τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό προϊόν αλλά σχετίζεται τόσο με το τωρινό περιβάλλον του όσο και με το ιστορικό παρελθόν του. Κατά μία έννοια, το Chernobyl εντάσσεται σ’ εκείνη την παράδοση αναπαραστάσεων του ψυχροπολεμικού/πυρηνικού κλίματος που προϋποθέτουν υπόρρητα πως η ιστορία έχει τελειώσει κι απλά την διηγούνται ουδέτερα πλέον οι επιζήσαντες, σαν να μην υπάρχουν πλέον νικητές και χαμένοι, σαν να μην υπάρχει επίδικο συζήτησης πάνω στην ιστορική μνήμη και την τηλεοπτική/κινηματογραφική μεταφορά της, σαν να μην είναι ακόμα πιεστικά τα ζητήματα κι οι φόβοι της πυρηνικής τραγωδίας. Και πάλι λοιπόν, δεν είναι ανάγκη να είσαι κανένας φοβερός πολιτικός αναλυτής για να διαπιστώσεις ότι επιζεί ακόμα μια μορφή ψυχρού πολέμου κι έχει κι αυτή της πολιτισμικές της διακλαδώσεις στο σινεμά και την τηλεόραση και την μαζική κουλτούρα εν γένει. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομερή συζήτηση, προφανώς, είναι αδύνατον να μη δει κανείς ότι ΗΠΑ και Ρωσία βρίσκονται ακόμα με διάφορους τρόπους σε ψυχροπολεμική ένταση μεταξύ τους, είτε μέσω της συζήτησης για την επιρροή του Πούτιν στην αμερικάνικη πολιτική και την εκλογή Τραμπ είτε μέσω των συρράξεων by proxy σε Κριμαία και Συρία τα τελευταία χρόνια. Με λίγα λόγια, μπορεί να είναι φουλ αστείο το γεγονός ότι η Ρωσία θέλει να φτιάξει ένα δικό της Chernobyl που θα αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια, αλλά αν κοιτάξουμε κάτω από την memeworthy ποιότητα της είδησης τότε βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα απλώς ανέδειξε με προφανή τρόπο την πολιτική λειτουργία που ήδη είχε η σειρά του HBO. Κι αν νομίζετε ότι εδώ το ζήτημα είναι η σύγκρουση της αλήθειας και του ψέματος με όρους πιστότητας στα γεγονότα, τότε δυστυχώς τα πράγματα είναι μάλλον αρκετά πιο περίπλοκα.

Σε ένα τεράστιο μέρος του, αισθητικά πρώτα απ’ όλα, το Chernobyl έρχεται σε μεγάλο βαθμό να επιβεβαιώσει μια σειρά από πολιτισμικά στερεότυπα για την ανατολική Ευρώπη με έναν αρκετά αστείο πλην υπερβολικά κοινότοπο τρόπο. Βέβαια, το πράγμα αποκτά μια ιδιαίτερη ειρωνική χροιά αν σκεφτούμε ότι αυτή η στερεοτυπική αναπαράσταση Bleak Russia Is Bleak ενίοτε πακετάρεται κι αμπαλάρεται κι από τους ίδιους τους ανατολικοευρωπαίους δημιουργούς προκειμένου να κάνουν τις ταινίες τους ευπώλητες στις φεστιβαλικές αγορές της δύσης, ικανοποιώντας τις προσδοκίες του δυτικού κοινού από μια στερεοτυπική ανατολικοευρωπαϊκή αφήγηση. Τέλος πάντων, για να μην ξεφεύγουμε, αναφερόμαστε σ’ αυτήν την κλασική αναπαράσταση της ανατολικής Ευρώπης που, παρεμπιπτόντως, έχει σατιρίσει πολύ πολύ εύστοχα το The IT Crowd:

Χωρίς πλάκα, από κάποιες πλευρές είναι σαν το Chernobyl να χρησιμοποίησε αυτό το τρίλεπτο απόσπασμα σαν αισθητικό οδηγό, αφαιρώντας την διαολεμένα κοφτερή ειρωνεία βέβαια. Αν θέλαμε να γίνουμε κάπως πιο κακοί, θα λέγαμε ότι το HBO έφτιαξε την αισθητική ταυτότητα της σειράς αρκούμενο στο να βάλει ένα γκρίζο φίλτρο στα πλάνα, χαμηλό φωτισμό στα δωμάτια και να δώσει σαν μοναδική οδηγία στους ηθοποιούς να δείχνουν δυστυχισμένοι. Δίπλα στα στερεοτυπικά αισθητικά μέσα, η σειρά δείχνει να αρκείται επίσης σε ιδιαιτέρως φτωχά αναλυτικά εργαλεία που αρκούνται σε random συζητήσεις για την φύση του σοβιετικού καθεστώτος σε άκυρες στιγμές καθώς η κρατική γραφειοκρατία αναπαρίσταται οριακά με γαμψές μύτες, μακρουλούς χαυλιόδοντες και μυτερά κέρατα. Φυσικά, η πολιτική κριτική που αξίζει να γίνει με κινηματογραφικά μέσα προς το σοβιετικό καθεστώς και την μεταχείριση του ατυχήματος του Chernobyl είναι τεράστια, αλλά είναι επίσης και ιδιαιτέρως απαιτητική αν θέλουμε να μην κατρακυλήσει στον παλιό, καλό, στερεοτυπικό αντικομμουνισμό του Hollywood που στόχευε σαφέστατα περισσότερο στην χειραγώγηση παρά στην προοδευτική κριτική. Απευθυνόμενη στα βαθύτερα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας, μια τέτοια στερεοτυπική αναπαράσταση παραδοσιακά έχτιζε και μια αντιπαραβολή ευτυχίας και δυστυχίας που αντιστοιχεί στην διάκριση της ζωής στη δύση και της ζωής στην ανατολή. Κι η αισθητική είναι ένα πολύ πλούσιο πεδίο για την δημιουργία και αναπαραγωγή αυτής της αυτοεικόνας, φυσικά.

Αν επιμένουμε προς το παρόν περισσότερο στην αισθητική και λιγότερο στο γράψιμο της σειράς ως προς το πώς αντιμετωπίζει την τραγωδία του Chernobyl, το κάνουμε γιατί με έναν τρόπο το επίκεντρο της σειράς είναι πράγματι η ίδια η αισθητικοποίηση της πυρηνικής τραγωδίας. Περισσότερο από το να αναδείξει την πολιτικό-επιστημονική πολυπλοκότητα ή την βαθιά ανθρώπινη πλευρά του πυρηνικού ατυχήματος, το Chernobyl μοιάζει να επιχειρεί στο να αποθεώσει πρωτίστως την επιβλητικότητα του πυρηνικού ατυχήματος. Λοκομοτίβα του Chernobyl είναι αδιαμφισβήτητα η ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται από μια εκπληκτική παραγωγή από πλευράς HBO και Sky UK, αλλά και μια απίστευτη μουσική επένδυση από την τρομερή Hildur Guðnadóttir. Βέβαια, αυτή η αισθητικοποίηση της ιστορικής τραγωδίας δεν είναι καθόλου ξένη προς την κινηματογραφική και την τηλεοπτική παραγωγή – κάθε άλλο. Μ’ έναν τρόπο, συχνά ο ιστορικός χαρακτήρας μιας οδυνηρής κατάστασης καταφέρνει να μεσολαβηθεί οπτικοακουστικά ταυτόχρονα από την αξίωση «αντικειμενικότητας» ή «πιστότητας» αλλά και από την αξίωση για ειλικρινή ενσάρκωση του ανθρώπινου πόνου. Άπαξ και γίνεις πειστικός για την ιστορική αλήθεια και την ανθρώπινη πρόθεση, τότε μάλλον κανείς δε μπορεί να σε κουνήσει. Παρόλα αυτά, το πράγμα είναι κάπως πιο περίπλοκο μάλλον αν σκεφτούμε ότι η καταστροφή του Chernobyl παρουσιάζεται με όρους ενός αισθητικού μεγαλείου τρόμου, το οποίο κάτω από την επιβλητικότητα της οπτικής του γλώσσας υποβιβάζει τον συγκεκριμένο και άμεσο ανθρώπινο πόνο της ιστορίας σε ένα φτωχικό σκελετό ίσα-ίσα ικανό να υποστηρίξει την φαντασμαγορία του τρόμου.

Όλως τυχαίως, όταν συζητάγαμε για την αποτίμηση του Game of Thrones, αφιερώσαμε κάμποσες γραμμές στην εξέταση αυτού του «σκοτεινού και σοβαρού» ύφους που αποτελεί εδώ και χρόνια σήμα κατατεθέν του HBO. Μιλώντας γι’ αυτό το grimdark ύφος του Game of Thrones, λέγαμε πως “διεκδίκησε για τον εαυτό του έναν «σκοτεινό» και «σοβαρό» χαρακτήρα (όπως κάμποσες ακόμα σειρές και ταινίες της εποχής μας) χρησιμοποιώντας τον πόνο σαν ένα φτηνό κι επιφανειακό σύμβολο για το βάθος, με τρόπο σε τελική ανάλυση πορνογραφικό ή ηδονοβλεπτικό”. Κατά μία έννοια, κάτι αντίστοιχο μπορούμε να εντοπίσουμε και στο Chernobyl, μιας και αποζητάει την ατμόσφαιρα του θανάτου μέσα από την σκοτεινή αισθητική χωρίς να προσπαθεί να την κερδίσει ιδιαίτερα μέσα από την δυναμική της αφήγησης ή την ένταση του ανθρώπινου δράματος. Βέβαια, αυτός ο misery porn χαρακτήρας που έχει το Chernobyl καταφέρνει να το ευθυγραμμίσει με μια μεγάλη μερίδα του κόσμου που αναζητά μέσα στην pop κουλτούρα ακριβώς αυτόν την πνιγηρή απόγνωση, αυτόν τον ιδιαίτερο θεαματικό μηδενισμό. Φυσικά, μιας και για πολύ κόσμο που βρίσκεται μεταξύ 30 και 40 η τραγωδία του Chernobyl αποτελεί και μια πρώτη παιδική ανάμνηση αρχέγονου φόβου, για ένα σημαντικό κομμάτι των θεατών το Chernobyl αναπαριστά και μια επιστροφή στις πρώτες παραστάσεις που είχαν στη ζωή τους για την απειλή μαζικής καταστροφής, για την απειλή μαζικής απώλειας της ζωής. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η τεράστια επιτυχία του Chernobyl μοιάζει και με μια μαζική πολιτισμική ενόρμηση θανάτου, κάτι καθόλου ξένο στις προτιμήσεις του σύγχρονου κοινού, το οποίο μπορεί να ψυχοπλακώνεται με τον πυρηνικό όλεθρο και μετά να φτιάχνει ή να μοιράζεται memes γι’ αυτό εν είδει καθαρτικού μηχανισμού άμυνας. Έτσι, μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον μεταμοντέρνας νοσταλγικής αναβίωσης του παρελθόντος, το Chernobyl είναι για την συλλογική ιστορική συνείδηση των 80s περίπου ό,τι ήταν το Stranger Things για την pop κουλτούρα των ταινιών και των παιχνιδιών.

Η ένταση που προκαλεί το Chernobyl, όμως, είναι μεγάλη και δεν περιορίζεται απλώς στο τικάρισμα των κουτιών της μνήμης. Για τα τηλεοπτικά δεδομένα, μοιάζει με αυτό που ο φιλόσοφος George Bataille ονόμαζε οριακή εμπειρία, δηλαδή την αναζήτηση μιας έντασης που διασπά το υποκείμενο από τον εαυτό του και βιώνει αυτήν την απόσχιση ως ένα είδος μυθικού (ή μυστικιστικού κιόλας) πόνου. Δύσκολα μπορούμε να θυμηθούμε άλλη σειρά στο πρόσφατο παρελθόν που να κατάφερε να αγγίξει τόσο βαθιές χορδές ιερού τρόμου σε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι θεατών. Δεδομένου όμως ότι δεν μιλάμε για μια άμεσα βιωμένη εμπειρία του τρόμου αλλά για μια μυθοπλαστική αναπαράσταση, τότε η απήχηση του Chernobyl αρχίζει να παίρνει όλο και πιο παράξενο χαρακτήρα όσο περνάει ο καιρός. Τις τελευταίες μέρες, συζητιούνται ευρέως οι ειδήσεις που αφορούν την προσέλκυση τουριστών ή influencers στην περιοχή του πυρηνικού ατυχήματος – κάτι που οδήγησε και τον ίδιο τον δημιουργό της σειράς να καλέσει σε σεβασμό της ιστορικής τραγωδίας. ΟΚ, σίγουρα οι instagram influencers είναι πολύ εύκολος στόχος για να ξεσπάσεις πάνω τους, αλλά η αλήθεια είναι αφενός ότι και το ίδιο το HBO δεν έφτιαξε αυτήν την σειρά έτσι αφηρημένα για το καλό της ανθρωπότητας (lol) κι αφετέρου ότι κατά μία έννοια το dark tourism που προσελκύει το Chernobyl δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του νομίσματος που λέγεται αισθητικοποίηση του πυρηνικού τρόμου. Αν η μια πλευρά, λοιπόν, είναι η «σκοτεινή και σοβαρή» (sic), τότε πιθανώς η άλλη να είναι απλώς η ηλίθια, ποπ και φαντεζί. Αν όμως μας απασχολεί το πώς θα προστατέψουμε μια ιστορική τραγωδία από το να γίνει θεματικό πάρκο τρόμου, τότε αυτός ο προβληματισμός κόβει κι από τις δύο πλευρές. Κι όπως με έναν τρόπο τα συνεχή sequels και τα reboots του Hollywood είναι νοσταλγικός τουρισμός στο παρελθόν, τότε κι οι σειρές σαν το Chernobyl είναι πολύ εύκολο να γίνουν σκοτεινός τουρισμός στο παρελθόν – με κεντρική ατραξιόν την ίδια την αισθητική διάσταση της καταστροφής, κάτι που με έμμεσο κι ειρωνικό τρόπο είχε διαφανεί σαν ενδεχόμενο μέσα από το sci-fi έργο καλλιτεχνών που κατάγονταν από το ανατολικό μπλοκ, όπως η λογοτεχνία των αδερφών Strugatsky ή τα κόμικ του Enki Bilal.

Συνεχίζοντας έναν τέτοιο συλλογισμό, ας δούμε τι μας λέει εν τέλει το ίδιο το Chernobyl για την τραγωδία και την καταστροφή πέρα από το να μας μαγνητίζει αισθητικά με το μεγαλείο της – τουλάχιστον όπως το ερμηνεύουμε εμείς. Όπως έχει επισημανθεί ήδη και σε άλλα κείμενα που επέλεξαν να διατηρήσουν μια κάπως πιο κριτική στάση απέναντι στη σειρά, ουσιαστικά οι δημιουργοί του Chernobyl προσπάθησαν να καλύψουν το κενό μιας συνεκτικής αφήγησης για τον ιστορικο-πολιτικό-ανθρώπινο χαρακτήρα της καταστροφής με τον θολό σκελετό μιας κλασικής χολιγουντιανής ταινίας καταστροφής που μοιάζει ερωτευμένη με την ίδια την καταστροφή που αφηγείται. Υπάρχουν οι κακοί που προκαλούν την τραγωδία, οι γενναίοι που σώζουν τον κόσμο, κι αυτοί που επιζούν για να πουν την ιστορία με έναν ουδέτερο τρόπο – κι όλα αυτά δεν ανταποκρίνονται σε κοινωνικές ομάδες και μαζικές συμπεριφορές αλλά ενσαρκώνονται σε λιγοστούς κεντρικούς χαρακτήρες για χάρη της αφηγηματικής ευκολίας. Χοντρικά, όλο το ανθρώπινο δράμα του Chernobyl χωράει τσίμα-τσίμα στον πιο φτωχό χολιγουντιανό ορισμό για το εύρος ενός κινηματογραφικού χαρακτήρα, καταλήγοντας σε μια αφήγηση των λίγων απαίσιων ανθρώπων από τη μία και των λίγων εξαίρετων ανθρώπων από την άλλη που τραβάνε την μοίρα της ανθρωπότητας από τη μία ή από την άλλη πλευρά – σαν η ίδια η ανθρωπότητα να υπάρχει μέσα σε ένα απλοϊκό ηθικίστικο δίπολο και όχι σε ένα βασανιστικά πολύπλοκο φάσμα συμφερόντων, ταυτοτήτων και συναισθημάτων. Έτσι, όπως και στις μέτριες ταινίες καταστροφής που βγάζει με το κιλό κάθε τόσο το Hollywood, στο Chernobyl βλέπουμε από τη μια βασανιστική πεζότητα όσον αφορά τον συγκεκριμένο ανθρώπινο πόνο κι από την άλλη ατμοσφαιρική μεγαλοπρέπεια όσον αφορά την σκοτεινή μοίρα της ανθρωπότητας.

Καλώς ή κακώς, οι ιστορικές τραγωδίες αξίζουν καλύτερη μεταχείριση – δεν αρκεί η ομολογουμένως εντυπωσιακή παραγωγή. Χρειάζεται μια διαφορετικού τύπου ευθύνη απέναντι στην ιστορία, κι εδώ αναγκαστικά ερχόμαστε στο ζήτημα της ιστορικής πιστότητας με βάση την οποία έχει (αυτο-)διαφημιστεί τόσο πολύ το Chernobyl. Θέλοντας και μη, η σειρά δεν είναι απλώς ένα τηλεοπτικό προϊόν. Είναι επίσης κι ένα ιστορικό έργο, ακόμα κι αν διαλέγει την μυθοπλασία έναντι της τεκμηρίωσης. Το ότι εστιάζει στα ίδια τα γεγονότα δεν είναι αρκετό για να αποφευχθεί η συζήτηση, αλλιώς κάθε ιστορικό βιβλίο ή κάθε ιστορικό ντοκιμαντέρ θα ήταν σε τελική ανάλυση το ίδιο πράγμα. Μ’ αυτήν την έννοια, το μέτρο σύγκρισης δεν είναι μόνο το Game of Thrones, αλλά οι διαφορετικές λογικές της ιστορικής μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης (ή συνδυασμού τους) που έχουμε δει στην οθόνη. Είναι τα μνημειώδη Shoah του Claude Lanzmann και La Commune του Peter Watkins, είναι τα τεράστια (και πιο πολύπλοκα απ’ όσο μοιάζουν εξ όψεως) ιστορικά έργα του Sergei Eisenstein, είναι το Come and See του Elem Klimov ή το Son of Saul του Laszlo Nemes, είναι ακόμα και το Treme του David Simon, αν θέλουμε να παραμείνουμε στο πεδίο του HBO και της pop κουλτούρας. Αν κάνουμε αυτές τις αντιπαραβολές, δεν τις κάνουμε γιατί είμαστε μαλάκες (οκ είμαστε αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Τις κάνουμε γιατί η mainstream κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή έχει μια μακρά ιστορία εκχυδαϊσμού της ιστορικής τραγωδίας προκειμένου να την μετατρέψει σε μελόδραμα, συναισθηματισμό ή αισθητική του επιφανειακού πόνου και του επιφανειακού ηρωισμού – με το όνομα του Steven Spielberg φυσικά να είναι διάπλατα απλωμένο πάνω σ’ αυτήν την παράδοση.

Μέσα στην μεγάλη προβολή που έλαβε η ιστορική πιστότητα της σειράς κι προσοχή της ιστορική λεπτομέρεια (με πλήθος αντιπαραβολής φωτογραφιών προσώπων και τοπίων), ουσιαστικά κινδυνεύει να χαθεί η συζήτηση για το τι είναι το ίδιο το περιεχόμενο της ιστορικής πιστότητας. Επιτρέψτε μας να πούμε παρενθετικά ότι από μια μεριά είναι αστείο να συζητάμε για την ιστορική ακρίβεια όταν όλοι οι χαρακτήρες μιλάνε βρετανικά αγγλικά (αντί να δώσουνε λίγη δουλίτσα σε Ουκρανούς ηθοποιούς και να αναγκάσουνε το αμερικάνικο κοινό να διαβάζει υπότιτλους να πούμε), αλλά από την άλλη πλευρά αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη του πόσο σχετικό πράγμα είναι η ιστορική πιστότητα και πόσο τεχνικίστικα μπορεί να την αντιμετωπίσει κάποιος αν θέλει να αποφύγει τα πολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα που θέτει η ιστορική μυθοπλασία. Μια τέτοια τεχνικίστικη αντίληψη για την ιστορική πιστότητα είναι αυτή που μπορεί να βλέπει την ιστορία σαν ένα πίνακα που ξαναζωγραφίζεται, σαν ένα άθροισμα ακίνητων στοιχείων προς διπλασιασμό. Αντίθετα, μια άλλη αντίληψη βλέπει την ιστορική αφήγηση (μυθοπλαστική και μη) σαν ένα ζωντανό πεδίο συγκρούσεων με πρωτεύοντα ερωτήματα τα ποιος λέει την ιστορία, πώς την λέει, γιατί την λέει. Μ’ αυτήν την έννοια, για να παραφράσουμε τον σπουδαίο ιστορικό Carlo Ginzburg που όλως τυχαίως πριν λίγες βδομάδες βρισκόταν στην Αθήνα, το επίδικο ενός τέτοιου ιστορικού έργου κουλτούρας δεν είναι απλώς η ενθύμηση, η ανακατασκευή της μνήμης του παρελθόντος. Το επίδικο είναι μάλλον περισσότερο η απόδοση δικαιοσύνης για το παρελθόν, η υπέρβαση της ιστορικής αδικίας, η δικαίωση των αδικημένων.

Δεν λέμε ότι θα έπρεπε σώνει και ντε το Chernobyl να συμφωνεί με τις δικές μας απόψεις για την ιστορία και την μυθοπλασία, αλλά ότι θέλοντας και μη το Chernobyl έχει ήδη κάποιες απόψεις για την ιστορία και τη μυθοπλασία. Τα ζητήματα ιστορικής μεθόδου και κοινωνικής θεωρίας είναι αναπόφευκτα όταν φτιάχνεις τέτοιου είδους έργα, και το να περιορίσεις την ιστορική ματιά σου στην ανακατασκευή του περιβάλλοντος και την δημιουργία της ατμόσφαιρας είναι ήδη μια λίγο-πολύ συγκεκριμένη θέση η οποία έχει δύο σαφές απολήξεις μέσα στην σειρά. Πρώτον, αδιαφορεί για το ανθρώπινο δράμα που θα απαιτούσε μια ουσιαστική ιστορική φροντίδα για τα θύματα αυτής της τραγωδίας, δηλαδή τον ίδιο τον σοβιετικό λαό, με το μετριότατο έως κακό γράψιμο των χαρακτήρων να αφήνει μια διάχυτη αίσθηση αδιαφορίας για τον ανθρώπινο πόνο στο βαθμό που δεν εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα. Δεύτερον, η επεξεργασία του καθεστώτος καταντάει επιπέδου Rocky IV, έχοντας περισσότερα κοινά με μια κλασική ψυχροπολεμική χολιγουντιανή περιπέτεια των 80s παρά με οποιαδήποτε σοβαρή απόπειρα για κατανόηση των μηχανισμών εξουσίας και την σχέση θεσμών-κοινωνίας στη Σοβιετική Ένωση. Αναπαριστώντας λοιπόν το ανθρώπινο δράμα με τον πιο επιφανειακό τρόπο και περιορίζοντας την αναπαράσταση της τραγωδίας στις αδρές γραμμές μιας κλασικής ταινίας καταστροφής, με τα θύματα να μην αποτελούν σχεδόν ποτέ τίποτα περισσότερο από παράπλευρες απώλειες της ατμόσφαιρας, το Chernobyl ενίοτε φλερτάρει με τον κατά τ’ άλλα αντιπαθέστατο χαρακτηρισμό της “αμερικανιάς” η οποία κρύβεται κάτω από την βλοσυρή αισθητική του ζόφου.

Αν προηγουμένως συγκρίναμε το Chernobyl με την παράδοση των ταινιών για τη Χιροσίμα ή το Ολοκαύτωμα, αυτό δεν το κάναμε επειδή ψάχναμε απλώς ένα ρητορικό τέχνασμα ή επειδή η σειρά έτσουξε τους μαρξιστικούς κώλους μας. Το κάναμε γιατί αποτελεί αληθινή πρόκληση το να επεξεργαστείς μυθοπλαστικά το παρελθόν για ένα ακροατήριο τόσο μαζικό και αντιφατικό όσο αυτό της σύγχρονης pop κουλτούρας γενικά και των σειρών του HBO ειδικά. Αυτές τις μέρες, συζητώντας με έναν φίλο για το Chernobyl, μιλάγαμε για το αν η μυθοπλαστική αναπαράσταση της ίδιας της ιστορικής τραγωδίας την εκχυδαΐζει ή όχι, άσχετα με τις προθέσεις της. Στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχουν καλές ταινίες που συμπυκνώνουν το γιγάντιο ιστορικό βάρος της εποχής σε μια περιορισμένη ανθρώπινη ιστορία, στην οποία η αφήγηση καταφέρνει να δώσει καθολικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα. Ένα τέτοιο αριστουργηματικό παράδειγμα, που αποτελεί επίσης ταινία πυρηνικής καταστροφής με τον τρόπο του, είναι ας πούμε το Hiroshima mon Amour του Alain Resnais. Στον αντίποδα, η επιλογή του Chernobyl (εκούσια ή μη) να μην πει καμία ανθρώπινη ιστορία, κι έτσι έμμεσα να σβήσει τον ανθρώπινο πόνο μετατρέποντάς τον από απαιτητικό δράμα σε ζοφερή εικόνα, αισθητικοποιεί την δυστυχία των ανθρώπων σε βαθμό που καταλήγει να γίνεται πλεονάζων πληθυσμός, απλός διάκοσμος της ζοφίλας. Την ίδια στιγμή, η σειρά επιχειρεί να μας μεταφέρει την επιθυμία της να δείξει τον ηρωισμό των απλών ανθρώπων απέναντι στην παραλυτική γραφειοκρατία και την αδιαφορία της εξουσίας για την ανθρώπινη ζωή. Για να πείσει γι’ αυτές τις προθέσεις μια σειρά ή μια ταινία, όμως, δεν αρκεί να κάνει μια καταλογογράφηση των δεινών και των συμφορών. Χρειάζεται να αποδείξει ότι νοιάζεται αρκετά γι’ αυτούς τους ανθρώπους ώστε να τους δώσει πραγματικά ανθρώπινο δραματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, το δραματικό βάρος που δίνει το Chernobyl στους ήρωές του μετά βίας περνάει τη βάση των χολιγουντιανών αρχέτυπων, καταλήγοντας ενίοτε στο σχήμα ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος.

Επιλέγουμε, τελικά, να δούμε το Chernobyl από την σκοπιά της ιστορικής ευθύνης απέναντι στην ιστορική τραγωδία που αναπαριστά κι όχι από την σκοπιά του ανοίγματος της συζήτησης γύρω από την πυρηνική ενέργεια ακριβώς γιατί δεν θέλουμε να του φορτώσουμε παραπάνω βάρος απ’ ό,τι του αναλογεί κι αναλαμβάνει το ίδιο να σηκώσει. Η σφαιρική τοποθέτηση πάνω στα πυρηνικά ζητήματα (που έχουν πολύ μεγαλύτερη πολυπλοκότητα απ’ όσο φαίνεται επιφανειακά) δεν θα μπορούσε να είναι ευθύνη μιας σειράς με θέμα ένα πυρηνικό ατύχημα, ας είμαστε δίκαιοι. Μ’ αυτήν την έννοια, δεν απαιτούμε από το HBO να φτιάξει σειρές για τη Χιροσίμα ή για την τωρινή (απαίσια κι επικίνδυνη) κατάσταση που βρίσκονται οι πυρηνικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ. Αυτό που κάνουμε, αντιθέτως, είναι να προσπαθούμε να δούμε το αισθητικό-ιστορικό περιεχόμενο και context μιας σειράς σαν το Chernobyl που, απροσδόκητα, γίνεται τεράστια viral επιτυχία. Το Chernobyl, εν τέλει, ξαναμάγεψε το τηλεοπτικό πεδίο της pop κουλτούρας με έναν παράξενο, απρόβλεπτο, ραδιενεργό τρόπο. Αν το πολιτισμικό μας περιβάλλον τείνει πια να μετατραπεί σε μια μαγική ζώνη γεμάτη σειρές και memes που ικανοποιεί τις βαθύτερες σκοτεινές επιθυμίες (και φόβους μας), όπως στο Stalker του Tarkovsky, τότε το Chernobyl αναδείχθηκε πανηγυρικά στον επίσημο (τουρστικό) οδηγό μας σ’ αυτή τη ζώνη. Κι αν η γενική εικόνα στην οποία εντάσσεται η ελκυστικά ζοφερή αισθητική της σειράς είναι αυτή που καθιστά φαντασιωτικά απολαυστικό το τέλος του κόσμου (ένα μοτίβο όλο και συχνότερο στην pop κουλτούρα), η ειδική εικόνα είναι πως το Chernobyl έχει στον πυρήνα του ένα πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι είναι αντικομμουνιστικό με την έννοια ότι δεν ευθυγραμμίζεται με τη σοβιετική γραμμή, η οποία ήταν έτσι κι αλλιώς απαράδεκτη κι εγκληματική. Το πρόβλημα, σε τελική ανάλυση, είναι ότι μοιάζει να νοιάζεται πολύ για την καταστροφή, αλλά μάλλον ελάχιστα γι’ αυτούς που καταστράφηκαν.

Best of internet