Quantcast

To Black Mirror έγινε σκιά του εαυτού του (και του καλού και του κακού)

Όχι, ο πέμπτος κύκλος δεν ήταν καλός

Λοιπόν, 8 χρόνια τώρα, πρώτη φορά φέτος ένιωσα πως βαριέμαι να δω το καινούριο Black Mirror. Δεν είχα όρεξη, δε με τράβαγε, δεν ψηνόμουν ιδιαίτερα. Θα το έβλεπα βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αφενός, ΟΚ, δουλειά μου είναι, κι αφετέρου η αλήθεια είναι πως παρακολουθώ τον Charlie Brooker εδώ και πάνω από μια δεκαετία σαν δημιουργό, οπότε με ενδιαφέρει το πώς εξελίσσει την τέχνη του ακόμα κι αν ενίοτε κάποιες συγκεκριμένες δουλειές του δεν μου αρέσουν. Αυτήν την φορά, όμως, βαριόμουνα. Ίσως έχω κουραστεί από τη ζωή, αγαπητές αναγνώστριες κι αγαπητοί αναγνώστες, ίσως έχω παραιτηθεί από τις επίγειες απολαύσεις, ίσως προτιμώ να πια να κοιτάω κατάματα το κενό της ανθρώπινης ύπαρξης αντί για τα προϊόντα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά ίσως επίσης δεν ισχύει τίποτα απ’ αυτά κι απλά φταίει το ίδιο το Black Mirror γιατί μαλακίζεται. Για να είμαι δίκαιος, θεωρώ πως το Black Mirror είναι μια σειρά άνιση – όπως συμβαίνει λίγο-πολύ σε κάθε ανθολογία. Τα highs της σειράς ήταν πολύ ψηλά, τα lows της σειράς ήταν αρκετά χαμηλά. Υπάρχουν μια χούφτα επεισόδια Black Mirror που αποτελούν μερικές από τις καλύτερες ώρες στην σύγχρονη τηλεοπτική ιστορία, υπάρχουν και κάποια άλλα επεισόδια που ήταν από μέτρια έως κακά. Σε κάθε περίπτωση, το Black Mirror ήταν μια σειρά-event, ήταν πιθανότατα το μόνο τηλεοπτικό προϊόν της εποχής του που κατάφερνε να βρίσκεται σε τόσο στενή συνδιαλλαγή με το πνεύμα των καιρών.

Αυτή η ιστορική ποιότητα της σειράς που ξεκίνησε στο Channel 4 κι έπειτα μετακόμισε στο Netflix είναι κάτι που έχουμε υπογραμμίσει με τον πιο εμφατικό τρόπο κάθε φορά που έχουμε μιλήσει γι’ αυτήν. Η σχέση που έχει καλλιεργήσει η σειρά του Charlie Brooker με το πνεύμα της εποχής της είναι μοναδική: ενδέχεται κανένα άλλο σύγχρονο πολιτισμικό προϊόν να μην μπορεί να καυχηθεί πως έχει καταφέρει να συνοψίσει τους φόβους και τις φαντασιώσεις του καιρού του τόσο έντονα όσο το Black Mirror, τραβώντας την εποχή του στα άκρα της, οριζόμενο από αυτήν και ορίζοντάς την μαζί. Το Black Mirror κατέχει μια μοναδική θέση στο σημερινό περιβάλλον της pop κουλτούρας, τέτοια ώστε κάθε επιστροφή του να χαιρετίζεται, περιγράφεται, βιώνεται ως event. Παρόλα αυτά, μιλάμε για ένα event που παίρνει τη δύναμή του από το γεγονός ότι βιωνόταν ήδη με τρόπο διάχυτο, μοριακό αλλά κα χειροπιαστό μέσα στο υπάρχον πολιτισμικό περιβάλλον. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η προβληματική του Black Mirror μοιάζει κάπως αναγκαστικά βουτηγμένη στην κοινοτοπία.

Είναι, όμως, μια κοινοτοπία συναρπαστική και τρομακτική. Ο ίδιος ο Brooker, μιλώντας για τη σειρά που δημιούργησε, σημειώνει πως ο κόσμος ήδη μοιάζει με το Black Mirror – γεγονός αρνητικό για τον ανθρώπινο πολιτισμό αλλά θετικό για την σειρά. Επιστρατεύοντας το κωμικό του ένστικτο, βέβαια, προσθέτει κάτι πολύ ενδιαφέρον κι αναστοχαστικό: “Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είμαι πράγματι εξοπλισμένος ώστε να ανταπεξέλθω στο τρομακτικό δυστοπικό παρόν μας γιατί, έχοντας δουλέψει τόσα χρόνια στη σειρά, έχω βιώσει επανειλημμένα πώς είναι να βλέπεις τις ιστορίες του Black Mirror να παίρνουν σιγά-σιγά σάρκα και οστά στον πραγματικό κόσμο. Από την άλλη, αυτό δεν θα είναι και πολύ καθησυχαστικό όταν θα σε κυνηγάνε αυτόνομα ρομπότ με το logo του Facebook στο περίνεο κι ένα καπέλο Make America Great Again στο κεφάλι σε μια ραδιενεργή έρημο, αλλά δε μπορείς να τα έχεις όλα”.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να πάρουμε πλήρως τοις μετρητοίς το Black Mirror ως προφητεία, ως μανιφέστο ή ως προμήνυμα κινδύνου; Μπα, μάλλον όχι. Μπορεί η σειρά του Brooker να είναι το τηλεοπτικό προϊόν που έχει βαλθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα να σχετιστεί με την εποχή του, να οριστεί από αυτήν και να την ορίσει, να πάρει τα συστατικά της στοιχεία και να τα τραβήξει στις ακραίες τους συνέπειες, αλλά δεν παύει να είναι πρωτίστως, όπως επίσης έχουμε σημειώσει ξανά, ένα κομμάτι pop κουλτούρας που στοχάζεται πάνω στον εαυτό του – ένα αναστοχαστικό και εθιστικό pop προϊόν. Κι ο Charlie Brooker είναι πρωτίστως ένας μεγάλος τεχνασματίας – ένας τεχνασματίας με όραμα, ένας ταχυδακτυλουργός της τηλεόρασης και της αμφίσημης σάτιρας, ο οποίος προσπαθεί να σχετιστεί με τις πραγματικές εξελίξεις του καιρού του, χτίζοντας γύρω τους μια σειρά από παγίδες, ένα ναρκοπέδιο. Είναι επίσης, όμως, κι ένας μεγάλος νέρντουλας, του οποίου τα αναλυτικά εργαλεία παραπέμπουν τόσο σε μια βαθιά σύγχρονη μελέτη των ζητημάτων του συμπλέγματος τεχνολογίας και ζωής όσο και σ’ ένα σύνολο από gimmicks κι ερμηνευτικά κλειδιά που ανήκουν στην επικράτεια της υποκουλτούρας. Έτσι, με pop τρόπο, προσεγγίζει την τεχνολογική μεσολάβηση και αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων στο Black Mirror σαν να φτιάχνει επεισόδια Twilight Zone, στήνοντας κάθε ιστορία γύρω από ένα τεράστιο WHAT IF και καταλήγοντας σε ένα εξίσου γιγάντιο YES BUT. Φυτεύει βόμβες και περιμένει να εκραγούν. Έπειτα ξαναμαζεύει τα υπολειμματα τους και φτιάχνει νέες βόμβες.

Παρόλα αυτά, κι ο Brooker είναι ο πρώτος που θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό, τα τεχνάσματα έχουν τα όριά του. Τα τρικ τελειώνουν. Το κουτάκι με τα μαγικά αρχίζει να στερεύει. Το μανίκι δεν χωράει άλλους άσσους. Οι λαγοί δεν θα συνεχίσουν να βγαίνουν αέναα από το καπέλο. Νομίζω την πιάσατε την μεταφορά, ας μην το τραβήξουμε περισσότερο σαν μαντήλ- ΟΚ φτάνει. Η αλήθεια είναι πως ήδη φέτος μια φορά το Black Mirror και το Netflix επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το νόμο φθινουσών αποδόσεων με το πιο μεγάλο κόλπο που μπορούσαν να σκεφτούν: το Bandersnatch. Οι συνέπειες αυτού του διαδραστικού υπερ-event στη μυθολογία και την μοίρα του Black Mirror δεν ήταν απλώς υλικές και τεχνικές. Δηλαδή το Bandersnatch δεν επηρέασε την σειρά μόνο από τη σκοπιά της καθυστέρησης του πέμπτου κύκλου (που κυκλοφόρησε τελικά αυτές τις μέρες) ή της μείωσης των επεισοδίων που είδαμε τελικά στην οθόνη (τρία στον αριθμό). Κύρια και πρώτιστα, το Bandersnatch έβγαλε στην επιφάνεια με τον πιο φαντασμαγορικό τρόπο το μεγαλύτερο πρόβλημα της σειράς: το γεγονός ότι καλύπτει την αδυναμία να πει ουσιαστικές ιστορίες με επιφανειακά πλην εντυπωσιακά τρικ. Κι αν πράγματι ο Brooker στην αρχή ήταν διστακτικός απέναντι στην ιδέα ενός interactive event, δηλώντας πως κάτι τέτοιο του φαινόταν φτηνό, τότε αποδείχτηκε πως ο άνθρωπος είχε μεγάλο δίκιο να φοβάται ένα πείραμα σαν το Bandersnatch. Η μεγάλη απογοήτευση από το Bandersnatch, λοιπόν, με έκανε να είμαι κάθε άλλο παρά ανυπόμονος για την επόμενη σεζόν του Black Mirror.

Κατά μία έννοια, το μεγάλο πρόβλημα του Bandersnatch βρισκόταν στη σχέση προϊόντος και καταναλωτή που πρότεινε στο κοινό του. Όπως γράφαμε πριν από μερικούς μήνες: «Παρά την meta πολυπλοκότητά του, αυτό που κάνει σε τελική ανάλυση τόσο ευπώλητο το Bandersnatch ως πολιτισμικό προϊόν είναι η συμμετοχή – η ίδια η συγγραφική εξουσία που έπειτα αποδομεί το ίδιο μέσα στην αφήγηση. Και μπορεί η ίδια αυτή η η εξουσία να αποδεικνύεται ψεύτικη, αλλά η επιθυμία μας γι’ αυτήν είναι πραγματική – κι είναι ο κρυμμένος λόγος, πίσω από την περιέργεια, που όλοι θέλαμε να παρακολουθήσουμε/παίξουμε το Bandersnatch». Επρόκειτο για μια πρόταση εξουσίας του καταναλωτή επί του προϊόντος που κατέληγε να φτωχαίνει τη σχέση ανάμεσα στο έργο τέχνης κι αυτόν που το απολαμβάνει αντί να την εμπλουτίζει. Όλο αυτό όχι μόνο υπογράμμιζε για άλλη μια φορά τον κυνισμό που πολύ συχνά βρίσκεται στον πυρήνα του πώς βλέπει τις ανθρώπινες ιστορίες η σειρά, αλλά επιπλέον μέσα από την ελευθερία επιλογής μάλλον θόλωνε το ερώτημα του ποίος έχει σε τελική ανάλυση τη δύναμη. Ο λόγος που τελικά το Bandersnatch απέτυχε  να μας αγγίξει έστω και στοιχειωδώς είναι ότι αυτήν την εξουσία, αυτήν την δύναμη, δεν την έχει αυτός που αποφασίζει – έστω και στα πλαίσια ενός meta παιχνιδιού με τις λούπες του συστήματος. Την δύναμη την έχει αυτός που σχετίζεται. Έχουμε αυτήν την δύναμη όταν συνδεόμαστε με ιστορίες, όταν συνδεόμαστε με ανθρώπους, όταν συνδεόμαστε με πράγματα, όταν συνδεόμαστε με αντικείμενα.

Από μια πλευρά, πριν το Bandersnatch, ήλπιζα πως το Black Mirror θα τραβήξει έναν δρόμο που είχε διαφανεί σαν τάση σε κάμποσα από τα επεισόδια του – και μάλιστα όλο και συχνότερα όσο προχώραγαν οι σεζόν. Ήταν μια τάση που έδειχνε σιγά σιγά όλο και περισσότερη ευαισθησία, ανθρωπιά, νοιάξιμο και -γιατί όχι- αισιοδοξία. Ανάμεσα στον ηθικό πανικό ή την διδακτικίστικη ηθικολογία και τον pop κυνισμό που απολαμβάνει απάνθρωπα την απανθρωπιά που αναπαριστά, το Black Mirror είχε και πραγματικές εκλάμψεις μεγαλείου, μερικά επεισόδια που αποπνέουν σπάνια ανθρώπινη κατανόηση και διανοητική πολυπλοκότητα – κι είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτά τα επεισόδια (μιλάμε για το Entire History of You, για το Be Right Back, για το San Junipero, για το Hang the DJ, ξέρετε τώρα), αφού έχουν αποτελέσει κορυφαία σημεία όχι μόνο της σειράς αλλά και της τηλεοπτικής παραγωγής συνολικά κατά την τελευταία δεκαετία. Ο ίδιος ο Brooker έχει μιλήσει για το γεγονός ότι θέλει να αρχίσει να λέει πιο “αισιόδοξες” ιστορίες από εδώ και πέρα, αλλά με βάση την δική μου ερμηνεία αυτή η αισιοδοξία μεταφράζεται σε ουσιαστική σχεσιακότητα, όχι σε ευτυχή κατάληξη. Ο ίδιος ο δημιουργός λέει: «Κάποια επεισόδια έχουν το απλό κι ευτυχισμένο τέλος απέναντι στο οποίο αντιστεκόμουν εδώ και πολλά χρόνια. Μπορεί να χαρακτηρίζομαι από αυτές τις εφηβικές ορμές να γράφω συνέχεια σοκαριστικά και δυσάρεστα πράγματα, αλλά από πολλές πλευρές είναι πιο δύσκολο να γράψεις γλυκά κι ευαίσθητα». Αλλά, από την άλλη, δεν είναι το happy end από μόνο του που έκανε ξεχωριστά αυτά τα επεισόδια. Ήταν η συναισθηματική ειλικρίνεια και ωριμότητα που είχε η αφήγησή τους, ότι μας είπαν ιστορίες που -ευχάριστες ή δυσάρεστες- άξιζε να τις κρατήσουμε μέσα μας.

Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι το Black Mirror έχει πράγματι μια τέτοια διπλή ψυχή μέσα του, τότε στα χαρτιά ο πέμπτος κύκλος μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στην γλυκύτητα και την ευαισθησία που έχει ψηλαφίσει κι άλλες φορές η σειρά. Μ’ αυτήν την έννοια, οι ιστορίες που αφηγούνται τα Striking Vipers, Smithereens και Rachel, Jack and Ashley Too μοιάζουν να στοχεύουν σε έναν μεγαλύτερο βαθμό ανθρωπιάς απ’ ό,τι συνήθως. Αν η καρδιά του Black Mirror, όμως, βρίσκεται σε ένα πιο σωστό ή ζεστό μέρος, αυτό από μόνο του δεν αρκεί σε καμία περίπτωση. Ο Brooker είχε μεγάλο δίκιο στο ότι είναι πιο δύσκολο να γράψεις γλυκά κι ευαίσθητα, κι ο 5ος κύκλος μοιάζει να βρίσκεται σε ένα limbo περιμένοντας να βαπτιστεί από την μία ή την άλλη ψυχή της σειράς. Από την μία πλευρά, έχει εξοφλήσει τη δυνατότητα να σοκάρει, οπότε αποδεικνύεται υπερβολικά μπανάλ για να ταρακουνήσει με τεχνοφοβικό τρόπο. Από την άλλη, δεν καταφέρει να πείσει ότι η στροφή προς μια πιο συναισθηματική ανθρώπινη αφήγηση είναι αρκετά ειλικρινής ή αρκετά καλοδουλεμένη ώστε να ξεφύγει από τον βαρετό διδακτισμό ή το φτηνό μελόδραμα που περιμένει στη γωνία. Κι αν κάτι δεν βοηθάει ούτε στο ελάχιστο, είναι το αίσθημα προχειρότητας και κακοτεχνίας που αποπνέει ο πέμπτος κύκλος όσον αφορά το γράψιμο και την αισθητική του, σε βαθμό που μοιάζει περισσότερο με drafts των pitches για επεισόδια Black Mirror από guest δημιουργούς, παρά για ολοκληρωμένα επεισόδια της σειράς.

Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως οι ιδέες που περιλαμβάνονται μέσα σ’ αυτά τα τρία επεισόδια είναι αδιάφορες. Κάθε άλλο. Όπως πάντα, ο Brooker κι η παραγωγή της σειράς αποδεικνύουν πως έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να διακρίνουν τις λιγότερο ή περισσότερο λεπτές πτυχές της κινούμενης πραγματικότητας και να τις μετατρέπουν σε ιδέες για μυθοπλασία. Και κατά μία έννοια, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο κύκλο, η σειρά μοιάζει ταγμένη στο να διερευνήσει την υλικότητα, τη σωματικότητα και την αμεσότητα που φέρνουν μαζί τους οι ψηφιακές κοινωνικές σχέσεις εντός και εκτός του ψηφιακού χώρου. Το ότι περιλαμβάνει καλές ιδέες και δείχνει οξεία διαίσθηση, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η σειρά καταφέρνει να αποτελέσει καλή τηλεόραση – ή τουλάχιστον όσο θα θέλαμε. Το Striking Vipers πιάνει πετυχημένα τον λανθάνοντα ομοερωτισμό της ανδρικής φιλίας, αλλά και τις τελετουργίες αγριότητας και σαγήνης που περιλαμβάνονται στο ανδρικό παιχνίδι, όπως στην περίπτωση του gaming. Το Smithereens εγκαταλείπει έξυπνα την μελλοντολογία των φουτουριστικών τεχνολογικών εφαρμογών για χάρη ενός προβληματισμού πάνω στην υποκειμενοποίηση και την κοινωνικοποίηση των social media. To Rachel, Jack and Ashley Too καταπιάνεται με την φυλακή της pop δημοσιότητας, την παράξενη σκλαβιά των ολογραμμάτων και την θυσία της θνητότητας στο βωμό του κέρδους. Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για εξαιρετικά επεισόδια αν δεν χαρακτηρίζονταν από κακή εκτέλεση, πρόχειρο γράψιμο, πεζή επανάληψη μοτίβων από προηγούμενα επεισόδια, επιφανειακή επεξεργασία και τόσο αδύναμη συναισθηματική φλόγα. Αν το Black Mirror θέλει να συνεχίσει να είναι ή να ξαναγίνει η πιο ενδιαφέρουσα σειρά της εποχής της, θα πρέπει μάλλον να πάρει μερικές ουσιαστικές πλην δύσκολες αποφάσεις. Αν θέλει να συνεχίσει τα τρικ, θα πρέπει να τα κάνει όλο και μεγαλύτερα, εντυπωσιακότερα, κενότερα. Αν θέλει να συνεχίσει τις ιστορίες, θα πρέπει να βρει τρόπο να τις κάνει όλο και πιο ανθρώπινες, ώριμες, ουσιαστικές.

Best of internet