Quantcast

Το «Legion» κρατάει ζωντανές τις ελπίδες μας για τους υπερήρωες στην οθόνη

Και συνεχίζει να είναι ό,τι πιο αναζωογονητικό υπάρχει στο είδος του

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στην αμερικάνικη τηλεοπτική παράδοση των τελευταίων δεκαετιών που έχουν καταφέρει να αλλάξουν σημαντικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αφήγηση μιας ιστορίας με την μορφή τηλεοπτικής σειράς. Είναι άνθρωποι που δημιουργούν σειρές, που έχουν τη θέση του creator, του showrunner και του head writer, που αποτελούν σύγχρονους auteurs μιας μορφής τέχνης πλήρως συνεργατικής σε βάθος ετών – όπως είναι δηλαδή η δημιουργία μιας τηλεοπτικής σειράς. Είναι, για παράδειγμα, ο David Simon των The Wire, Treme και The Deuce. Είναι ο David Chase του Almost Grown και του The Sopranos. Είναι ο Tom Fontana του Homicide και του Oz. Είναι Joss Whedon του Buffy και του Firefly. Είναι ο Alan Ball του Six Feet Under κι είναι φυσικά οι David Lynch και Mark Frost του Twin Peaks. Όλα αυτά είναι σειρές που γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’90 ή στις αρχές του 2000 και επηρέασαν αργά, υπομονετικά και επίμονα τις fictional ιστορίες που καθόρισαν την σύγχρονη pop κουλτούρα. Επιπλέον, έστρωσαν δημιουργικά αυτό το τεράστιο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε η σύγχρονη golden era της αμερικάνικης τηλεόρασης.

Πρόκειται για μια παράδοση που έχει γίνει ακόμα πιο εμφανής μέσα στην τελευταία δεκαετία που οι τηλεοπτικές σειρές έχουν όλο και πιο έντονη τη σφραγίδα των δημιουργών τους (ευτυχώς με περισσότερες γυναίκες σε σχέση με τον αρχιδόκαμπο το ανδροκρατούμενο τοπίο που περιγράψαμε παραπάνω), αποτελώντας σε μεγάλο βαθμό προσωπικά projects με φιλοδοξίες αληθινής ανθρώπινης καθολικότητας, τόσο στην κωμωδία όσο και στο παραδοσιακό prestigious δράμα, αλλά και στις genre σειρές που πηγαίνουν προς το sci-fi ή το fantasy στοιχείο. Αν, λοιπόν, στην κωμωδία ο αγαπημένος μας νέος τέτοιος δημιουργός είναι ο Donald Glover με το Atlanta, στις άλλες δύο κατηγορίες ευχαριστούμε τους Θεούς της Τηλεόρασης που μας έχουν χαρίσει τον Noah Hawley. Όχι ότι ο Hawley είναι ιδιαίτερα νεαρός βέβαια. Ήδη στα 51 του χρόνια έχει γράψει 5 μυθιστορήματα, έχει γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο (για το μέτριο Alibi του 2006), έχει διατελέσει σεναριογράφος για το τηλεοπτικό Bones και στα τέλη της περασμένης δεκαετίας δημιούργησε δύο δικές του σειρές, τα The Unusuals και My Generation, πειραματιζόμενος με τα φορμάτ του comedy-drama και του mockumentary με συμπαθέστατα αποτελέσματα αλλά χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση.

Όλα αυτά αλλάζουν απότομα το 2014 που ο Hawley και το τηλεοπτικό δίκτυο FX παίρνουν την γενναία απόφαση να μετατρέψουν το Fargo των αδερφών Κοέν σε τηλεοπτική σειρά ανθολογίας. Και με τον Hawley σε θέση δημιουργού, βασικού σεναριογράφου και παραγωγού, το Fargo καταλήγει τα επόμενα τρία χρόνια να αποτελεί μια απ’ τις καλύτερες τηλεοπτικές σειρές που έχουμε δει ποτέ. Όπως γράφαμε στο τέλος της περσινής χρονιάς που κάναμε την ανασκόπηση των αγαπημένων μας τηλεοπτικών σειρών για το 2017: «Ξεκίνησε σαν παραλλαγή πάνω στην ταινία των αδερφών Cohen, αλλά ο Noah Hawley χτίζει πλέον ένα σύμπαν που θα μάλλον ζήλευαν πολύ και οι ίδιοι. Μετά από δύο τρομερές σεζόν, η φετινή επιστροφή της σειράς άρχισε να δείχνει το πλήρες εύρος της φιλοδοξίας και του ρίσκου της. Ενώ συνεχίζει την σκοτεινά ανθρώπινη τραγικωμική παράδοση του Fargo, εδώ πλέον βουτάει ακόμα πιο βαθιά στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, στο περιεχόμενο της ανθρώπινης φαντασίωσης, στην ιστορία του 20ού αιώνα, στο αλλόκοτο sci-fi υπόστρωμα, στο παρελθόν της ίδιας της βιομηχανίας του θεάματος. Λίγα πράγματα εκπέμπουν πραγματική μαγεία, και το Fargo δεν είναι απλά ανάμεσα σ’ αυτά: είναι ίσως το καλύτερο απ’ αυτά».

Αλλά όχι, αγαπητοί αναγνώστες κι αγαπητές αναγνώστριες. Το Fargo δεν ήταν αρκετό για τον Noah Hawley. Ήθελε κάτι περισσότερο. Κάτι διαφορετικό. Κι εκεί είναι που παίρνει την φαινομενικά παράξενη απόφαση να δημιουργήσει το 2017 άλλη μια σειρά για λογαριασμό του FX: μια superhero σειρά τοποθετημένη στο σύμπαν των X-Men με πρωταγωνιστή τον διαγνωσμένο με σχιζοφρένεια μεταλλαγμένο David Haller, γιο του Professor X. Και κάπως έτσι εγένετο Legion. Αποκαλούμε αυτήν την απόφαση φαινομενικά παράξενη, γιατί θεωρητικά έμοιαζε με ένα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Ο superhero κινηματογράφος αποτελείται πλέον από γιγάντια franchises που αποτελούν μεγα-μηχανές κερδών και βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγχρονης pop κουλτούρας. Από την άλλη, το superhero τηλεοπτικό πεδίο έχει γιγαντωθεί κι αυτό σε βαθμό υπερβολικό. Από τη μία η DC έχει το δικό της τηλεοπτικό σύμπαν στο δίκτυο The CW (με τα Arrow, Flash, Legends of Tomorrow, Supergirl και Black Lightning) αλλά και το Gotham να βολοδέρνει στο Fox. Από την άλλη, η Marvel έχει απλωθεί παντού. Έχει ένα τηλεοπτικό σύμπαν στο Netflix (αυτό με τους Daredevil, Jessica Jones, Luke Cage, Iron Fist και Punisher) και παράλληλα έχει σκόρπια τα Agents of SHIELD, Runaways και Cloak and Dagger – όλα εκ των οποίων ανήκουν και στο Marvel Cinematic Universe. Παράλληλα, το σύμπαν των X-Men που ανήκει στην Fox έχει το The Gifted και το ίδιο το Legion.

Ναι, το όλο πράγμα είναι σκέτο μπουρδούκλωμα. Ακόμα κι αν κάποιος το θέλει, είναι αδύνατον να παρακολουθήσει όλο αυτό το πράγμα στενά – εκτός αν είναι ίσως η full-time δουλειά του να ασχολείται με υπερήρωες. Το σημαντικό για μας, όμως, είναι ότι όλο αυτό μυρίζει υπερηρωική υπερφόρτωση από χιλιόμετρα μακριά. Ως εκ τούτου, τι έχει να κερδίσει από την όλη διαδικασία ο δημιουργός του Fargo; Το θέμα, φίλοι και φίλες, δεν είναι τι έχει να κερδίσει ο ίδιος αλλά τι έχει να κερδίσει το ίδιο το superhero περιβάλλον. Όπως έχουμε ξαναγράψει αρκετές φορές ήδη στο παρελθόν, τα προβλήματα των superhero τίτλων μπορούν να συνοψιστούν πλέον σε μερικές σαφείς γραμμές: η υπερβολική διασύνδεση μεταξύ τους εμποδίζει την αυτοτελή ανάπτυξη μιας ιστορίας, η αισθητική τους πρόταση υποφέρει από μια συχνά προκάτ ομοιομορφία, οι χαρακτήρες δυσκολεύονται να αναπτύξουν έναν πραγματικό συναισθηματικό κόσμο που να μας οδηγήσει στην πλήρη εμπλοκή με το δράμα τους. Όχι ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις σ’ αυτά. Ήδη έχουν εμφανιστεί τα τελευταία 2-3 χρόνια κάμποσες ταινίες (της Marvel, να σημειώσουμε) που έχουν αφήσει λίγο πιο ελεύθερους τους δημιουργούς να βάλουν μια πιο προσωπική σφραγίδα στις ταινίες ώστε να μοιάζουν λιγότερο με απολαυστικά πλην προκατασκευασμένα εταιρικά προϊόντα – κι έτσι είχαμε ένα Logan, ένα Guardians of the Galaxy, ένα Thor: Ragnarok και εσχάτως ένα Avengers: Infinity War. Αν προσθέσουμε σ’ αυτά και κάποιες σεζόν από το σύμπαν του Netflix (ειδικά τις πρώτες από Daredevil και Jessica Jones), τότε βλέπουμε κάποια εξαιρετικά ευπρόσδεκτες προσπάθειες για υπέρβαση των ορίων που έχει αυτή τη στιγμή το πεδίο των superheroes.

Βέβαια, ως επί το πλείστον, έχουμε δει κυρίως πράγματα βουτηγμένα στην κοινοτοπία και την ομοιομορφία, ακόμα κι αν μερικές φορές τσιγκλάνε το nerd πιτσιρίκι μέσα μας και τρελαινόμαστε που βλέπουμε όλα αυτά τα πράγματα να συμβαίνουν σε οθόνες. Η αλήθεια είναι όμως ότι, σε σχέση με την πανδαισία που γνωρίσαμε σε κόμιξ και καρτούνς ως παιδιά, το superhero σινεμά και η superhero τηλεόραση έχουν αποδειχτεί αρκετά διστακτικά και συντηρητικά ως προς την αισθητική τους προσέγγιση. Αν εξαιρέσουμε την δυστυχώς ψιλο-ξεχασμένη κληρονομιά του Tim Burton στα δύο πρώτα Batman, οι περισσότερες superhero παραγωγές βρίσκονται είτε στην πλευρά του κλασικού χολιγουντιανού action blockbuster μοτίβου με μικρές παραλλαγές είτε στην πλευρά της σκοτεινής προσέγγισης που εγκαθίδρυσε ο Κρίστοφερ Νόλαν με την Batman τριλογία του και συνέχισε τραγελαφικά ο Ζακ Σνάιντερ με το DCEU. Ε, για να μην το κουράζουμε, το Legion του Noah Hawley τα παίρνει όλα αυτά και τα πετάει λίγο-πολύ στα σκουπίδια.

Ήδη από την περσινή πρώτη σεζόν, το Legion μας έπεισε γρήγορα πως δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στο superhero περιβάλλον. Ο David Haller (ερμηνευμένος εξαιρετικά από τον Dan Stevens) έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια από την παιδική του ηλικία κι έκτοτε μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρεία. Μετά την συνάντησή του με την επίσης τρόφιμο Syd Barrett (ναι, προφανώς και είναι αναφορά στους πρώιμους Pink Floyd), μπλέκεται σε μια αλλόκοτη ιστορία που τον αναγκάζει να ανακαλύψει ότι είναι μεταλλαγμένος και να έρθει αντιμέτωπος με τον παρασιτικό μεταλλαγμένο Shadow King (ο οποίος μεταξύ άλλων παίρνει την ανθρώπινη μορφή της εξαιρετικής Aubrey Plaza) που έχει εισβάλλει στο μυαλό του, καθώς ταυτόχρονα προσπαθεί να ξεφύγει από την κυβέρνηση που τον κυνηγάει. Έχοντας όλα αυτά ως αφετηρία, το Legion μας προσέφερε μια από τις πιο ειλικρινείς και πολύπλοκες αφηγήσεις για την σχιζοφρένεια που έχουμε δει στην pop κουλτούρα, με την θεραπεία να εμφανίζεται ως μια συνεχής, αντιφατική και δυναμική διαδικασία – χαρίζοντας παράλληλα μια ψυχεδελική αισθητική πανδαισία ήχων, χρωμάτων, εικόνων, λέξεων. Εκεί είναι μάλλον που συναντιούνται οι δύο αυτές πρόσφατες δημιουργίες του Hawley, το Legion και το Fargo. Η θραυσματική και αποπροσανατολιστική αντίληψη της πραγματικότητας βρήκε την καλύτερη τηλεοπτική μορφή της στις δύο αυτές σειρές, στο Fargo σε τραγικωμική small-town εκδοχή και στο Legion σε φαντασμαγορική superhero εκδοχή.

Φέτος, στην δεύτερη σεζόν που ολοκληρώθηκε χτες το βράδυ, το Legion τα καταφέρνει ακόμα καλύτερα. Από την μία πλευρά, η αφήγηση γίνεται πιο σφιχτή και η πλοκή καθίσταται λιγότερο χαοτική. Από την άλλη, η αισθητική πανδαισία ξεπερνάει τον ήδη υψηλό πήχη της πρώτης σεζόν, με αποτέλεσμα συχνά να έρχεσαι σε θέση να δυσκολεύεσαι να πιστέψεις αυτό που βλέπεις μπροστά σου. Ενώ τα βασικά μοτίβα της σειράς συνεχίζουν να κινούνται σε sci-fi και horror μονοπάτια, οι αισθητικές επιλογές γίνονται όλο και πιο απρόβλεπτες, όλο και πιο εκλεκτικιστικές. Φυσικά, ήδη το κλασικό run των New Mutants από τους Chris Claremont και Bill Sinkiewicz στα 80s, όπου βασίστηκε η σειρά, ήταν γεμάτο από την πρώτη ύλη που ενώνει το σκοτεινό ύφος με την avant-garde αισθητική, αλλά ο Hawley και οι σκηνοθέτες των επεισοδίων κινούνται με τρομερή ευκολία ανάμεσα στις κινηματογραφικές αναφορές που ξεκινάνε από την καλειδοσκοπική ψυχεδέλεια ενός Alejandro Jodorowsky μέχρι το pulp exploitation στυλ των αμερικάνικων 70s κι από τις πιο επιβλητικές πλευρές του γερμανικού εξπρεσσιονισμού μέχρι το αποπνικτικό body horror ενός David Cronenberg.

Μετά και τον δεύτερο κύκλο του Legion, αυτό που παραμένει το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του είναι το πώς καταφέρνει να ισορροπήσει αυτήν την υπερ-στυλιζαρισμένη παραισθησιογόνα αντίληψη της πραγματικότητας με την ειλικρινή και ευαίσθητη μεταχείριση των χαρακτήρων και των πραγμάτων που τους βασανίζουν ψυχικά, σωματικά και πνευματικά. Ναι, το Legion συχνά μοιάζει με το να βλέπεις ένα όνειρο – ένα όνειρο που περιλαμβάνει τα πιο παράξενα πράγματα, από ξαφνικά ξεσπάσματα σε bollywood χορογραφίες μέχρι τις πιο βαθιά απωθημένες αναμνήσεις τραυματικών εμπειριών της παιδικής ηλικίας. Ούτως η άλλως, έτσι δεν είναι πια ο κόσμος; Μήπως βγάζει περισσότερο νόημα; Αν μη τι άλλο, η σύμβαση που υποφέρει περισσότερο στα τηλεοπτικά χέρια του Legion είναι αυτή ανάμεσα στο «κανονικό» και την «απόκλιση». Σε τελική ανάλυση, είμαστε χαρούμενοι που έχουμε τον Noah Hawley στην τηλεόραση. Τον χρειάζεται κι αυτή, τον χρειαζόμαστε κι εμείς. Παράλληλα, διαβάζουμε ότι ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει άλλα τρία καινούρια projects: μια superhero ταινία με τον Dr. Doom, ένα εγκεφαλικό sci-fi δράμα με τη Νάταλι Πόρτμαν και μια τηλεοπτική μεταφορά του Cat’s Cradle του μεγάλου Kurt Vonnegut. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που εμπιστευόμαστε να τα κάνει όλα αυτά, τότε αυτός είναι ο Noah Hawley.

Best of internet