Quantcast

Patrick Melrose: O Μπένεντικτ Κάμπερμπατς δίνει μαθήματα προς κάθε ενδιαφερόμενο

Η μίνι-σειρά του Showtime στρίβει το μαχαίρι στις πληγές του εθισμού, της τραυματικής παιδικής ηλικίας και της οικογενειακής δυσλειτουργίας

Μερικές φορές, οι σπουδαίοι ηθοποιοί χρειάζονται κάτι τέτοιο. Κάτι τι; Κάτι που να αποτελεί ταυτόχρονα ένα ελεύθερο πεδίο χειμαρρώδους ξεδιπλώματος του ταλέντου τους και ένα συνεκτικό, αυτοτελές καλλιτεχνικό έργο με δικές του αρετές και φιλοδοξίες. Κατά μία έννοια, είχε φτάσει η ώρα του πολύ (πολύ) αγαπημένου μας Μπένεντικτ Κάμπερμπατς για κάτι τέτοιο. Όχι πως δεν έχει παίξει μερικούς καταπληκτικούς ρόλους μέχρι στιγμής. Η τηλεταινία Hawking όπου υποδύθηκε τον εκλιπόντα επιστήμονα ήταν μια φανταστική αρχή, αλλά ακόμα δεν υπήρχε η καλλιτεχνική ωριμότητα ενός ηθοποιού στα 40 του χρόνια. Αντίστοιχα, οι επόμενοι ρόλοι του συνέχισαν αυτήν την παράδοση ιστορικών προσώπων, αφού υποδύθηκε πανέμορφα τον Alan Turing στο The Imitation Game, τον William Pete the Younger στο Amazing Grace και τον William Prince Ford στο 12 Years A Slave.

Εκτός αυτών, όμως, ο 41χρονος Κάμπερμπατς κατάφερε να έρθει και στο προσκήνιο της μαζικής pop κουλτούρας, αναλαμβάνοντας ρόλους σε κομβικούς τίτλους της pop δημόσιας σφαίρας, όπως ο Sherlock Holmes, το Star Trek, η τριλογία του The Hobbit και το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel όπου εμφανίζεται ως Dr. Strange. Τέλος, συμμετείχε και σε μερικές υπέροχες ταινίες που πέταξαν λίγο πιο χαμηλά από το mainstream ραντάρ (όπως το εξαιρετικό το Four Lions, το καταπληκτικό Tinker Tailor Soldier Spy και το ομορφότατο August: Osage County) αλλά προσέφεραν δυνατές συγκινήσεις και τον καθιέρωσαν σαν έναν ηθοποιό μεγάλης, πολύ μεγάλης ευελιξίας και αφοσίωσης.

Καθόλου άσχημα, λοιπόν, για έναν ηθοποιό στα 41 του χρόνια. Να, όμως, τι έλειπε από την μέχρι τώρα πορεία του Κάμπερμπατς, έχοντας αποδείξει ήδη ότι μπορεί να κινηθεί εξίσου καλά στα ήπια βιογραφικά δράματα και τα μεγάλα χολιγουντιανά blockbusters. Έλειπε ένα όχημα με μοναδικό σκοπό, επιφανειακά τουλάχιστον, την ανάδειξη των ίδιων των ικανοτήτων του ως ηθοποιών. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, μοιραία επιφανειακό, κάπως έτσι μοιάζει το Patrick Melrose – δηλαδή η mini-σειρά του Showtime όπου πρωταγωνιστεί ο Κάμπερμπατς κι η οποία ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες, στις 9 Ιουνίου. Φαινομενικά, λοιπόν, το Patrick Melrose μοιάζει να αποτελεί την μορφή που θα χωρέσει και να αναδείξει τον ίδιο τον Κάμπερμπατς ως περιεχόμενο. Μια άσκηση υποκριτικής υψηλών προδιαγραφών και μπάτζετ, αν θέλετε. Με αντίστοιχο τρόπο, είδαμε να δοκιμάζουν κάτι τέτοιο κι οι υπόλοιποι συνομήλικοι 40ρηδες ηθοποιοί που μαζί με τον Κάμπερμπατς αποτελούν μάλλον την χρυσή πεντάδα της εποχής τους. Ο Τομ Χάρντι στο Locke, o Χοακίν Φίνιξ στο I’m Still Here, ο Μάικλ Φασμπέντερ στο Shame, o Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο The Revenant.

Προφανώς, θα ήμασταν τουλάχιστον προκλητικοί αν λέγαμε ότι, φερ’ ειπείν, οι 4 παραπάνω ταινίες δεν εξυπηρετούν τίποτα περισσότερο από το να αποτελέσουν υποκριτική άσκηση του πρωταγωνιστή τους. Ειδικά για το Locke και το Shame να πέσει φωτιά να μας κάψει αν υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Όχι, αυτές οι ταινίες έχουν παράλληλα δικές τους αρετές, φιλοδοξίες και αδυναμίες – χωρίς όμως να αναιρείται το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής τους είναι στο επίκεντρο, είναι κι η ίδια του η υποκριτική τέχνη ένας σαφής και δεδηλωμένος σκοπός της ταινίας κι όχι ένα μέσο για την πραγματοποίησή της. Στο Patrick Melrose, τώρα, έχουμε μια ενδιαφέρουσα συναστρία. Πέρα από τον ίδιο τον Κάμπερμπατς, υπάρχουν επίσης μια σειρά από δημιουργικές δυνάμεις μεγάλης έντασης και έντονων υποσχέσεων που περιμένουν υπομονετικά για να εκδηλωθούν μεγαλοπρεπώς κατά τη σύντομη συνολική διάρκεια των 5 επεισοδίων της μίνι-σειράς.

Το Patrick Melrose αποτελεί μεταφορά του λογοτεχνικού έργου του Βρετανού συγγραφέα Edward St Aubyn, ο οποίος από το 1992 μέχρι το 2012 προχώρησε στη συγγραφή και την έκδοση μιας σειράς 5 μυθιστορημάτων με επίκεντρο τον ομώνυμο ήρωα και βασική πηγή έμπνευσης τις ίδιες τις εμπειρίες του συγγραφέα. Καθώς ο St Aubyn ακολουθεί τον Patrick Melrose από την παιδική μέχρι τη μέση ηλικία, μαζί με την πλοκή ξεδιπλώνεται ο ίδιος ο χαρακτήρας της αγγλικής αστικής τάξης κατά τον ύστερο καπιταλισμό του 20ού αιώνα, πακέτο μαζί με τις οικογενειακές δυσλειτουργίας, τα παιδικά τραύματα της κακοποίησης, τον εθισμό στα ντραγκς και το αλκόολ, την συναισθηματική ενηλικίωση, τις προκλήσεις του γάμου και της πατρότητας. Στο σενάριο της σειράς βρίσκεται ο επίσης μυθιστοριογράφος David Nichols, όντας έμπειρος στις μεταφορές τόσο κλασικών έργων (Great Expectations και Far from the Madding Crowd) όσο και δικών του βιβλίων (One Day και Starter for 10) επί της οθόνης. Παράλληλα, στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρίσκεται ο έμπειρος Edward Bergerο οποίος είχε αναλάβει την σκηνοθεσία της εκπληκτικής γερμανικής σειράς Deutschland 83 αλλά και κάμποσα επεισόδια του φετινού The Terror. Και βέβαια, δίπλα στον Κάμπερμπατς εμφανίζονται στους ρόλους των γονιών του δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί της προηγούμενης γενιάς: ο Hugo Weaving και η υπερ-αγαπημένη Jennifer Jason Leigh.

Αλλά, φευ, αγαπητοί φίλοι και φίλες! Μπορεί στο πρώτο επεισόδιο του Patrick Melrose τα πράγματα να μοιάζουν να στοχεύουν στην ελάχιστη προσπάθεια συνδυασμού στυλ και αφήγησης ώστε να λάμψει ο Κάμπερμπας, στη συνέχεια τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά – προς το καλύτερο. Πράγματι, ξεκινώντας την σειρά είναι αρκετά εύκολο να σου δοθεί η εντύπωση μιας κοινότοπης αφήγησης που περιλαμβάνει ανδρικό σαραντάχρονο κούλνες και 80s αισθητικοποίηση του μεγαλοαστικού ηδονισμού και ναρκωκουλτούρας – στοχεύοντας εξίσου στην (αρκετά ξεφτισμένη πια) σαγήνη του καταραμένου άνδρα και του κακού παιδιού μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που σε καλεί αντιφατικά να ξενερώσεις αφηρημένα με τον ηδονιστικό εκφυλισμό ενώ παράλληλα το όλο framing στοχεύει στο στυλιζάρισμα και την γοητεία (το λεγόμενο The Wolf of Wall Street effect, πλέον). Παρ’ όλα αυτά, καθώς περνάμε στο δεύτερο επεισόδιο και αρχίζουμε σιγά-σιγά να ξετυλίγουμε όλο το κουβάρι παιδικών τραυμάτων, οικογενειακής δυσλειτουργίας και κοινωνικής τάξης που διαμορφώνουν τον αντιφατικό χαρακτήρα του Patrick Melrose. Καθώς ο κληρονομημένος πλούτος πέφτει σαν πέπλο πάνω από την κατεστραμμένη ψυχή του κληρονόμου, το Patrick Melrose αρχίζει όλο και περισσότερο να θυμίζει κάτι που θα συνέβαινε αν το The Crown και το Trainspotting κατά λάθος κατέληγαν στην ίδια οθόνη ταυτόχρονα.

Όχι πως αυτές οι αφηγήσεις για την ταλαιπωρημένη συλλογική και ατομική ψυχή της αστικής τάξης είναι καινοτόμες. Αν μη τι άλλο, μέσα στην τελευταία χρόνια είχαμε δύο (2) ολόκληρες εκδοχές της απαγωγής του John Paul Getty III, μιας κινηματογραφική από τον Ridley Scott με το All the Money in the World και μία τηλεοπτική από την Simon Beaufoy και τον Danny Boyle με το Trust. Αυτό που καταφέρνει πετυχημένα το Patrick Melrose όμως, με την καθοριστική συμβολή της ίδιας της ερμηνείας του Κάμπερμπας, είναι το να καταφέρει να βάλει την ειλικρινή και σκληρή ενδοσκόπηση στην ίδια κλίμακα με το πληθωρικό στυλ. Μ’ αυτήν την έννοια, βλέπουμε το Patrick Melrose να επικοινωνεί με την παράδοση της ανδρικής μεγαλοαστικής ενδοσκόπησης όπως την καθόρισε ο Federico Fellini και την συνεχίζει σήμερα με τον τρόπο του ο Paolo Sorrentino. Παρ’ όλα αυτά, ο Patrick Melrose παραπέμπει εξίσου στην κωμική τραγικότητα των ηρώων των αδερφών Κοέν, η οποία, ενισχυμένη εδώ με παραισθησιογόνα, αναγκάζει τη σειρά να σκάψει βαθύτερα ώστε να καταφέρει να στρίψει αποτελεσματικότερα το μαχαίρι στην πληγή.

Καθώς η δράση μεταφέρεται από τη βρώμικη Νέα Υόρκη των 80s στην ηλιόλουστη γαλλική εξοχή των 60s κι από εκεί σε βρετανικά πάρτι της υψηλής κοινωνίας και την αμερικάνικη αριστοκρατία της Νέας Αγγλίας, το Patrick Melrose μοιάζει να δανείζεται την πληθωρική παλέτα των μεγαλοαστικών δραμάτων του James Ivory (από το The Bostonians και το A Room With A View μέχρι το Howards End και το Remains of the Day) με σκοπό να της κάνει μερικές δυνατές ενέσεις γεμάτες με ηδονιστικό μηδενισμό, όπως αυτός κυριάρχησε από τα 80s και μετά στην υπερ-καπιταλιστική κουλτούρα των νέων ανώτερων τάξεων. Μέσα σε 5 ώρες περίπου, βλέπουμε τον Patrick Melrose να περνάει μέσα από τη συναισθηματική κόλαση του παρελθόντος και την βαριά ευθύνη του παρόντος ώστε να καταλήξει στην πιο ευγενική φιλοδοξία: να παρατήσει τα φαντάσματα και να δοθεί στους ανθρώπους.

Best of internet