Quantcast

Everything Sucks!: Πώς να τικάρετε όλα τα νοσταλγικά κουτάκια των 90s χωρίς να χάσετε εντελώς τη μπάλα

Θυμήσου κι αυτό, θυμήσου κι εκείνο, θυμήσου τα όλα – αλλά σκάψε και λίγο από κάτω

Θα είμαστε ειλικρινείς. Βάζοντας να δούμε το Everything Sucks!, δηλαδή τη νέα σειρά του Netflix που κυκλοφόρησε την προηγούμενη βδομάδα, περιμέναμε μάλλον τα χειρότερα. Βασικά όχι, είπαμε, θα είμαστε ειλικρινείς. Δεν περιμέναμε τα χειρότερα: δεν περιμέναμε καν κάτι. Ήταν Κυριακή, λιώναμε στο σπίτι, τσεκάραμε τι καινούριο κι εύπεπτο έπαιζε για binge-watching, το ένα έφερε τ’ άλλο, ξέρετε πώς πάνε αυτά τώρα. Κάπως έτσι βρεθήκαμε να βλέπουμε το Everything Sucks!, δηλαδή η σχολική εφηβική comedy-drama σειρά του Netflix που στρέφεται στην νοσταλγία για τα 90s λέγοντας την ιστορία ενός μάτσο outsiders από το A/V club και το drama club ενός σχολείου στην μικρή πόλη Boring (!) του Oregon. Χάσαμε τον χρόνο μας; Όχι ακριβώς. Περάσαμε καλά; Ναι, περίπου.

Λοιπόν, ας τα πιάσουμε από την αρχή. Η τηλεοπτική και κινηματογραφική νοσταλγία για την pop κουλτούρα των περασμένων δεκαετιών ποτέ δεν έλειψε από τις μικρές και τις μεγάλες οθόνες. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην επιθυμία για επανεξέταση του παρελθόντος με pop και ψυχαγωγικό τρόπο και την ανάγκη των studio και των εταιριών παραγωγής να ξαναζεστάνουν το φαγητό μας ξανασερβίροντας δοκιμασμένες ιδέες προς κατανάλωση ήταν πάντα στην καρδιά της σύγχρονης βιομηχανίας της διασκέδασης. Τα τελευταία χρόνια, όμως, υπήρξε ένα μείζον πολιτιστικό event που έδωσε εκρηκτικές διαστάσεις στο φαινόμενο: η κυκλοφορία και επιτυχία του Stranger Things. Ναι, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά εδώ και να φλυαρήσουμε – εξάλλου το έχουμε ξανακάνει στο παρελθόν. Ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα ακολουθούσε ένα ανεξέλεγκτο κυνήγι για τον πολλαπλασιασμό αυτού του είδους επιτυχίας; Μα φυσικά και ήταν. Εδώ, λοιπόν, βλέπουμε το Netflix να παίρνει την σκυτάλη από τον εαυτό του και να δημιουργεί το Stranger Things των 90s. Με την διαφορά ότι, όχι, το Everythings Sucks! δεν είναι Stranger Things των 90s – κι ούτε προσπαθεί ακριβώς να κάνει αυτό το πράγμα.

Εκ πρώτης όψεως, αυτό που μοιάζει να προσπαθεί να κάνει με τον πιο εμμονικό τρόπο στον κόσμο είναι να στρέψει την προσοχή μας σε όσα περισσότερα 90s references χωράνε σε ένα 20λεπτο τηλεοπτικού χρόνου – μετατρέποντας την πρώτη αίσθηση που σου δίνει η σειρά σε μια ατελείωτη nostalxploitation φιέστα. Δεν ξέρω αν το θυμάστε, καλά μου παιδιά, αλλά η δεκαετία του ‘90 είχε βιντεοκασέτες, walkman και discman, britpop και grunge, dial-up internet και Beverly Hills 90210. Ναι, αυτή η διαδικασία έχει κάτι φορτικό μέσα της. Δεν είναι μόνο η χειραγωγική πτυχή του πράγματος που σου επιτάσσει να θυμηθείς αυτό, εκείνο και το άλλο με τρόπο στιγμιαίο, αδιαφοροποίητο και συναισθηματικά άδειο. Είναι επίσης η ειρωνική διάσταση αυτής της νοσταλγίας, η οποία σου λέει ξέρουμε-ότι-το-ξέρετε-ότι-το-ξέρουμε πώς το όλο πράγμα είναι ειρωνικό, αφοπλίζοντας φαινομενικά οποιαδήποτε άμυνα απέναντι στο exploitation που έχει συνείδηση του εαυτού του.

Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκινώντας το Everything Sucks!, δεν είμαστε σίγουροι αν θέλει να στρέψει την προσοχή μας στην ιστορία των πραγματικών παιδιών που πρωταγωνιστούν στην σειρά ή στην απόπειρα τερματίσματος του νοσταλγόμετρου που εξελίσσεται μπροστά στα νωχελικά μάτια μας. Κάπου εδώ, θεωρητικά, θα σταματούσαμε να ασχολούμαστε με το Everything Sucks! και θα αφήναμε την σοβαρότερη επεξεργασία του σύγχρονου νοσταλγικού φαινομένου επί της οθόνης για μια επόμενη φορά. Αυτό που μας απέτρεψε να το κάνουμε, όμως, είναι ότι καθώς περνούσαν τα 10 επεισόδια της σειράς αρχίσαμε να παρατηρούμε ότι κάτω από το βαρύ σεντόνι της επιφανειακής νοσταλγίας κρύβεται μια όμορφη και γλυκιά ιστορία που άλλοτε δυσκολεύεται να αναπνεύσει κι άλλοτε έχει εξάρσεις αυθεντικότητας και ειλικρίνειας.

Ανάμεσα στους ήχους των Oasis και της Tori Amos, ανάμεσα στα κλισέ των εφηβικών σειρών και ταινιών των 90s, αρχίζουμε να βλέπουμε την ιστορία της Kate και του Luke (των δύο παιδιών που προσπαθούν να πλοηγηθούν κοινωνικά και ερωτικά στο awkwardness της εφηβείας), αλλά και των γονιών τους Ken και Sherry (οι οποία αντίστοιχα προσπαθούν να αναμετρηθούν με την μοναξιά και τις δυσκολίες του να μεγαλώνουν μόνοι τα παιδιά τους), να παίρνει σιγά-σιγά σάρκα και οστά με τον ευαίσθητο και γλυκόπικρο τρόπο που αρμόζει σε μια pop coming-of-age τηλεοπτική σειρά με επίκεντρο την σχολική ζωή. Αντίστοιχα, βλέπουμε χαρακτήρες που αρχικά μοιάζουν σκιάχτρα φτιαγμένα από κλισέ, όπως η bitchy badass της θεατρικής ομάδας Emaline και ο υπερ-νέρντουλας McQuaid, να μετατρέπονται σε πραγματικούς ανθρώπους τους οποίους μπορούμε να κατανοήσουμε και με τους οποίους μπορούμε να συνδεθούμε σ’ έναν βαθμό.

Μέσα σ’ αυτό το αντιφατικό περιβάλλον του Everything Sucks!, ο ντε φάκτο πρωταγωνιστικός ρόλος ανήκει στην Kate και την εξερεύνηση της gay σεξουαλικότητάς της, η οποία γίνεται με έναν τρόπο που μας δείχνει ότι υπήρξε αυθεντικό ενδιαφέρον για την εσωτερική και εξωτερική ζωή αυτού του χαρακτήρα – με την ερμηνεία της 14χρονης Peyton Kennedy να είναι σαγηνευτική με τον πιο awkward τρόπο. Με λίγα λόγια, η σειρά δυσκολεύεται πολύ να ισορροπήσει μεταξύ μιας επιβλητικής και επιφανειακής νοσταλγίας και μιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί. Το πρώτο μισό της σειράς γέρνει προς την μία κατεύθυνση, το δεύτερο μισό γέρνει προς την άλλη. Στις χειρότερες στιγμές του, το Everything Sucks! είναι μια συρραφή από κοινοτοπίες και κλισέ που κουράζεσαι να τα βλέπεις (ακόμα και στην ειρωνική εκδοχή τους), αλλά στις καλύτερές του θυμίζει τους λόγους για τους οποίους αγαπήσαμε παράφορα το Freaks and Geeks. Είπαμε ότι θα είμαστε ειλικρινείς και θα το κάνουμε: μια χαρά περάσαμε μωρέ – αλλά μέχρι εκεί.

Best of internet