Quantcast

Το The Wire κι ο David Simon έκαναν την τηλεόραση έναν καλύτερο κόσμο

…παίρνοντας σαν πρώτη ύλη την σκληρότητα του πραγματικού

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

10 Σεπτεμβρίου 2017

Το ότι η αμερικάνικη τηλεόραση περνάει μια άνευ προηγουμένου άνθιση κατά τη δεκαετία που διανύουμε είναι μια δήλωση που φαντάζει πλέον κοινότοπη. Θα ήταν όμως ανεπαρκές να μείνουμε σ’ αυτό. Δεν είναι απλώς ότι οι προϋπολογισμοί και η κερδοφορία των τηλεοπτικών σειρών και δικτύων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Δεν είναι απλώς ότι υπάρχουν πλέον σειρές των οποίων η απήχηση στην λαϊκή κουλτούρα συναγωνίζεται τα μεγάλα κινηματογραφικά events. Δεν είναι απλώς ότι η τηλεόραση προσελκύει πλέον ηθοποιούς της τάξης ενός Anthony Hopkins ή μιας Jessica Lange και σκηνοθέτες όπως ο Steven Soderbergh και ο Paolo Sorrentino. Δεν είναι απλώς ότι μια σειρά από πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές έχουν φέρει μεγάλες αναδιατάξεις στο τοπίο του οικιακού ελεύθερου χρόνου. Δίπλα σ’ όλα αυτά, η αμερικάνικη τηλεόραση περνάει επίσης μια χρυσή εποχή από πλευράς ποιότητας, μια τηλεοπτική αναγέννηση.

Μπορεί εδώ και πάνω από 10 χρόνια όλο αυτό να φαίνεται σαν φυσική διαδικασία, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μακρά πορεία – όχι μια ξαφνική έκρηξη. Υπάρχει, φυσικά, μια νοητή γραμμή με τις τηλεοπτικές σειρές της δεκαετίας του ’90 που προσπαθούσαν να συνδιαλλαγούν και να ξεπεράσουν τις τηλεοπτικές σταθερές της εποχής τους, άλλοτε γνωρίζοντας την επιτυχία και άλλοτε όχι. Από τις αρχές των 90s με τα Twin Peaks και X-Files μέχρι τα μέσα της δεκαετίας με την Buffy και το Oz, φαινόταν ότι η αμερικάνικη τηλεόραση γίνεται σιγά-σιγά πιο πρόθυμη να πάρει καλλιτεχνικά και οικονομικά ρίσκα. Η ακόλουθη δημιουργική έκρηξη της τηλεοπτικής κουλτούρας του HBO ήρθε στην επιφάνεια σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια με το ψυχαναλυτικό οικογενειακό δράμα των Sopranos, το οποίο λειτούργησε ταυτόχρονα ως σύνοψη και υπέρβαση των τάσεων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τα προηγούμενη χρόνια. Βέβαια, υπήρξαν αρκετές αξιόλογες σειρές που πλήρωσαν το τίμημα της φιλοδοξίας να πιάσουν την σκυτάλη, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν πολύ πριν την ώρα τους, όπως τα Deadwood, Freaks & Geeks, Firefly και Carnivale.

Αυτό λοιπόν που σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο μπορεί να μοιάζει με ξαφνική έκρηξη ή φυσική διαδικασία, είχε από πίσω επίμονους και σιωπηλούς τηλεοπτικούς εργάτες κι εργάτριες – κι ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο David Simon, ο δημιουργός του αριστουργήματος που πήρε το όνομα The Wire.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, ο Simon εργαζόταν ως δημοσιογράφος που κάλυπτε το αστυνομικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα Baltimore Sun. Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά από μια μακρόχρονη απεργία το 1987, όντας πλέον βαθιά απογοητευμένος από τον κόσμο της δημοσιογραφίας, αποφασίζει να απομακρυνθεί από το μέχρι τότε επάγγελμά του και να στραφεί στο γράψιμο. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο Homicide: A Year on the Killing Streets, στο οποίο ο Simon εξέθετε τις εμπειρίες του ως δημοσιογράφος που ακολουθούσε στενά το τμήμα ανθρωποκτονιών της αστυνομίας στη Βαλτιμόρη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1993, ο Simon ήταν πλέον σεναριογράφος και παραγωγός στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του ως Homicide: Life on the Street, μια σειρά που πήρε τη γενναία απόφαση να αναπτύξει ένα police procedural ως υπαρξιστικό ρεαλιστικό δράμα.

Ήδη από αυτήν την πρώτη δουλειά του Simon είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα στοιχεία που αργότερα θα έπαιρναν την πιο ολοκληρωμένη μορφή τους στο Wire ή το Treme. Αντλώντας από τις προσωπικές του εμπειρίες και τον κοινωνικό κόσμο της Βαλτιμόρης, ο Simon επέλεξε να εστιάσει την πένα του στο έγκλημα και τον νόμο, με τρόπο που μερικές φορές θα ζήλευε τόσο το κλασικό νουάρ όσο και η φιλοσοφία του δικαίου. Απορρίπτοντας την αφήγηση του εγκλήματος απλά ως παράβασης και ως τόπου σύγκρουσης μεταξύ μεμονωμένων εγκληματιών και αστυνομικών υπαλλήλων, επέλεξε να φανταστεί τηλεοπτικά τον νόμο ως έναν τρόπο ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων που παράγει συγκεκριμένα υποκείμενα και δομικούς αποκλεισμούς. Αυτή ήταν μια οπτική που συνέχισε αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Homicide, εγκαινιάζοντας τη συνεργασία του με το HBO και μεταφέροντας στην τηλεόραση το δεύτερο βιβλίο του, The Corner: A Year in the Life of an Inner-City Neighborhood (μαζί με τον πρώην αστυνομικό Ed Burns), όπου στρέφεται πλέον με πιο ευθύ τρόπο στις μαύρες κοινότητες των γκέτο της Βαλτιμόρης.

Σε συνέχεια των δύο αυτών συγγραφικών και τηλεοπτικών εμπειριών, το The Wire κάνει την πρεμιέρα του στο ΗΒΟ το καλοκαίρι του 2002. Εδώ είναι που το έργο του Simon παίρνει πλέον χαρακτήρα ολοκληρωμένου οράματος, με τρόπο που ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστος για μια -στα χαρτιά- αστυνομική τηλεοπτική σειρά. Είναι γνωστό ότι το The Wire έχει τη δική του μακρά μυθολογία και, ειλικρινά, ζηλεύω πραγματικά τους ανθρώπους που δεν το έχουν δει και έχουν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν για πρώτη φορά. Είναι κάτι που αποτελεί, χωρίς μεγάλη υπερβολή, μια μοναδική εμπειρία. Ο τρόπος που ο Simon προσπάθησε να πει την ιστορία του The Wire πατάει εξίσου σε μια μορφή ριζοσπαστικής κοινωνιολογίας και μεγάλου ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια απόπειρα ανατομίας ενός κοινωνικού συστήματος του οποίου η αναπαραγωγή είναι ταυτόχρονα η μοναδική αφετηρία και ο μοναδικός σκοπός. Για τον Simon, το σύστημα αυτό εμφανίζεται ως φυσικοποιημένη διαδικασία, ως μια μηχανή σε πλήρη λειτουργία, με καύσιμο και κόστος το τσάκισμα των ανθρώπινων σχέσεων που γεννάει και διαλύει σαν καπνό στον αέρα. Η φροντίδα του Simon στο να αναπτύξει αυτές τις ανθρώπινες σχέσεις με όλη την ευαισθησία και την βιαιότητα που αναγκαστικά κουβαλάνε, τον καθιστά εκπρόσωπο ενός είδους απαισιόδοξου ανθρωπισμού, μιας μελαγχολικής αλλά στρατευμένης οπτικής για έναν κόσμο που μοιάζει να καταρρέει και ταυτόχρονα να στέκεται ακλόνητος.

Το focus της τηλεόρασης που κάνει ο Simon βρίσκεται σχεδόν πάντα στην μητρόπολη – όχι απλά ως πεδίο όπου εκτιλύσσεται το δράμα των ανθρώπων και των θεσμών, αλλά σαν ζωντανό οργανισμό που χωνεύει αυτό το δράμα. Μ’ αυτήν την έννοια, η Βαλτιμόρη των Homicide, The Corner και The Wire κατέχει μια θέση στην τηλεοπτική ιστορία που ίσως δεν έχει αντίστοιχο σε καμία άλλη μητρόπολη. Το τηλεοπτικό έργο του Simon δεν ήταν απλώς μια πολιτική καταγγελία, παρόλο που οι σειρές του ήταν πάντα απ’ τις πιο έντονα πολιτικές της εποχής τους, αναλύοντας σε βάθος τις δυναμικές μεταξύ φυλής και τάξης στην αμερικάνικη κοινωνία. Μέσα στην Βαλτιμόρη ή την Νέα Ορλεάνη του Treme, το συγκεκριμένο ενός χαρακτήρα ή μιας κοινότητας γίνεται καθολικό μέσα από τη δύναμη των ανθρώπινων ιστοριών και τη δυναμική του ίδιου του συστήματος. Αυτή η μετάβαση από το συγκεκριμένο στο καθολικό παίρνει ξεκάθαρο χαρακτήρα στο πώς αντιμετωπίζει ο Simon τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και των θεσμών, ξεψαχνίζοντας αυτήν τη σχέση μέχρι το σημείο που διαπιστώνεται ο εγκλωβισμός στην αλληλοτροφοδότηση μεταξύ των δύο. Αυτή η διαπίστωση όμως δεν είναι αφηρημένη: ο Simon δεν έχει κρύψει ποτέ ότι βλέπει την κρατική πολιτική του νόμου ως πόλεμο εναντίον των φτωχών και των καταπιεσμένων, είτε πρόκειται για τα ναρκωτικά στη Βαλτιμόρη, για την φυσική καταστροφή στη Νέα Ορλεάνη ή την μαζική στέγαση στη Νέα Υόρκη (Show Me A Hero).

Όλα αυτά φυσικά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένας ομαλός δρόμος. Το The Wire φλέρταρε με την ακύρωση, είχε χαμηλή τηλεθέαση και αγνοήθηκε από τα περισσότερα τηλεοπτικά βραβεία. Για ένα μεγάλο διάστημα, η αφοσίωση στην ποιότητά του έμοιαζε περισσότερο με πίστη σε αίρεση παρά με ένα κλασικό τηλεοπτικό event. Μεταξύ άλλων, το The Wire ήταν και μέρος μια διαδικασίας διεκδίκησης καλλιτεχνικής αυτονομίας παρά τις αντιξοότητες του τηλεοπτικού περιβάλλοντος. Ακόμα περισσότερο, ήταν και μέρος ενός αγώνα για την αναπαράσταση υποκειμένων που η mainstream τηλεοπτική κουλτούρα επέλεγε να περιθωριοποιήσει, είτε αγνοώντας τα είτε φτιάχνοντας καρικατούρες. Το πλειοψηφικά μαύρο cast των σειρών του Simon και η παρουσία LGBT μαύρων υποκειμένων (όπως οι αξέχαστοι Omar και Kima του The Wire) ήταν στοιχεία κάθε άλλο παρά συνηθισμένα για την τηλεόραση του 2002. Κι ο Simon έχει αποδείξει ότι με τον καιρό βελτιώνει το γράψιμο των χαρακτήρων του, ειδικά των γυναικείων (κάτι στο οποίο παραδεχόταν ανοιχτά κι ο ίδιος ότι είχε σημαντικές ελλείψεις), φτάνοντας σε εμβληματικές γυναικείες τηλεοπτικές παρουσίες, όπως η LaDonna και η Toni του Treme, δείχνοντας ότι, αν μη τι άλλο, το να αφουγκράζεται τις κοινωνικές σχέσεις και να δημιουργεί τηλεοπτικές σειρές είναι μια αλληλένδετη διαδικασία.

Μετά από 6 τηλεοπτικές σειρές που ξεκινούν από τα γκέτο της δυτικής Βαλτιμόρης και φτάνουν μέχρι τον πόλεμο στο Ιράκ (Generation Kill), ο David Simon έχει πάρει πλέον τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός διστακτικού δημόσιου διανοούμενου που καταφέρνει ταυτόχρονα να μένει κοντά στις άμεσες κοινωνικές εξελίξεις και να τις συλλαμβάνει καλλιτεχνικά σαν ολότητα. Μ’ έναν τρόπο, παραμένει ένας αρκετά σιωπηλός εργάτης της τηλεοπτικής ποιότητας με συγκρατημένες αλλά σπουδαίες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες. Μετά το The Deuce, το οποίο κάνει πρεμιέρα στο HBO στις 10 Σεπτεμβρίου με τον James Franco και την Maggie Gyllenhaal να πρωταγωνιστούν και τον συχνό συνεργάτη του George Pelecanos να συμμετέχει στο σενάριο, έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να στραφεί σε projects όπως το Civil Right Movements και ο Martin Luther King ή ο Ισπανικός Εμφύλιος του ’30. Προς το παρόν, μπορούμε να προβλέψουμε ότι ο David Simon θα μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους σημαντικότερους αφηγητές του 21ου αιώνα – κι ελπίζουμε ότι το The Deuce θα είναι ο επόμενος σταθμός σ’ αυτήν την πορεία.

Best of internet