Quantcast

1999 ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ: Πώς έμοιαζε ο ανθρώπινος πολιτισμός λίγο πριν το τέλος του κόσμου

Δύο δεκαετίες από την χρονιά που πύκνωσε ο χρόνος

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

18 Ιανουαρίου 2019

Αν κάτι δεν λείπει από το internet, αυτό είναι η νοσταλγία. Κι αν κάτι δεν θα θέλαμε να κάνουμε μ’ αυτό εδώ το άρθρο, αγαπητοί αναγνώστες κι αγαπητές αναγνώστριες, είναι να συμβάλλουμε στην διάχυτη πολιτισμική ατμόσφαιρα της pop αυτο-αναφορικής νοσταλγίας που υπόσχεται, ας πούμε, στα 90s παιδιά ότι μόνο αυτά θα θυμούνται αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία μοιράσματος member berries, είναι αλήθεια. Κάποιες φορές είναι επαρκώς διασκεδαστικό ώστε να περνάει η ώρα ή ώστε να ξεφεύγεις με ένα escapism προς τα πίσω, κάποιες άλλες φορές πρόκειται για μια φορτική και εκμεταλλευτική κατάσταση που νιώθεις ότι σε κοροϊδεύει μέσα στα μούτρα σου, ότι σε θεωρεί ηλίθιο, ότι απευθύνεται στα χαμηλότερα ένστικτά σου ποντάροντας σε μια υπερβολικά εύκολη διαδικασία ερεθίσματος και αντίδρασης.

Την τελευταία φορά που συζητάγαμε εκτενώς για την pop νοσταλγία, με αφορμή τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά 80s, λέγαμε ότι σίγουρα δεν επαρκεί να πεις ότι αυτή η νοσταλγία είναι μαλακία ώστε να ξεμπερδέψεις. Εκεί, συνοψίσαμε σε δύο λόγους το γιατί είναι συχνά δύσκολο να αποστασιοποιηθείς από την pop νοσταλγία ώστε να της κάνεις αμείλικτη κριτική ή να μην σε νοιάζει καθόλου: Πρώτον, γιατί αυτό το nostalgia-exploitation στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στήνεται ειρωνικά και το ίδιο, φαινομενικά σηκώνοντας σκληρές άμυνες απέναντι στην πιθανή κριτική του. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είναι ότι καλεί ευθέως στο να ξαναζήσουμε το παρελθόν, αλλά ποντάρει στα συνεχή ειρωνικά references που υπονοούν ότι ξέρουμε-ότι-το-ξέρετε-ότι-το-ξέρουμε ότι όλο αυτό είναι ένα exploitation με συνείδηση του εαυτό του. Και δεύτερον, γιατί – μερικές φορές – είναι πραγματικά σχεδόν αδύνατον να αντισταθείς σ’ αυτόν τον pop συναισθηματικό εκβιασμό που προσφέρει την στιγμιαία έκσταση: το θυμάσαι; ναι, το θυμάμαι ρε γαμώτο.

Υπάρχει το βίωμα, λοιπόν, αγαπητές φίλες και φίλοι, και με το βίωμα δεν μπορείς να ξεμπερδέψεις εύκολα – ούτε και με τις αναμνήσεις βέβαια – ακόμα κι αν σε καλούν να επισκεφτείς με ζεστασιά ένα μάτσο μαλακίες. Κάτι βρίσκεται σ’ αυτές τις μαλακίες, όμως, που σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Όσοι κι όσες έχουμε περάσει τα 30 (ένα χειροκρότημα για το κατόρθωμα εδώ), ουσιαστικά διαμορφωθήκαμε ως παιδιά μέσα στην δεκαετία του ’90. Οι πολιτισμικές μας αναπαραστάσεις διαμορφώθηκαν από εκείνη την εποχή, κι όσο η δεκαετία έφτανε στο τέλος της το πράγμα γινόταν όλο και πιο χαοτικό. Μέχρι που έφτασε το 1999, δηλαδή πιθανότατα το πιο πυκνό, αλλόκοτο, ασυνάρτητο, σημαδιακό, προφητικό έτος της πρόσφατης ανθρώπινης ιστορίας. Για μένα που έμπαινα στην εφηβεία το 1999, ό,τι συνέβη εκείνη την χρονιά ήταν εξαιρετικά σημαντικό, ακριβώς λόγω της ηλικίας-μεταίχμιο ανάμεσα σε μια παιδική και σε μια εφηβική αντίληψη του κόσμου. Εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή δηλαδή, όπου τα πράγματα μοιάζουν εξίσου μαγικά και πραγματικά, αθώα και βίαια. 20 χρόνια μετά, μπορώ να δω ότι το 1999, με όλη την παράνοιά του, ήταν ένας προπομπός του πώς θα έμοιαζε ο κόσμος στο μέλλον, με τον αστερίσκο ότι κατά βάθος υπήρχε μια αίσθηση πως ο κόσμος, τελικά, θα τελείωνε σύντομα.

Έτσι, είπαμε να κάνουμε μια μεγάλη περιήγηση στο έτος 1999, ρίχνοντας μια αναλυτική ματιά στο πώς έμοιαζε ο ανθρώπινος πολιτισμός στην διεθνή και ντόπια εκδοχή του εκείνο το σωτήριο έτος, προσπαθώντας να ενώσουμε τις κουκίδες ώστε να βγάλουμε και καμιά άκρη στο μεταξύ από αυτό το γιγάντιο ψηφιδωτό. Μην ανησυχείτε, θα είναι ευχάριστα. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Prince στο 1999 (εν έτει 1982):  “Don’t worry, I won’t hurt you. I only want you to have some fun.”

Το τέλος του αιώνα, το τέλος της χιλιετίας

Ήταν, λοιπόν, μια κρίσιμη εποχή αυτή που κορυφώθηκε το 1999. Όσον αφορά ειδικά το πολιτισμικό περιβάλλον που μεγαλώσαμε, αυτό δηλαδή της κυριαρχίας της ιδιωτικής τηλεόρασης των 90s, σημαδεύτηκε από την ακόμα μεγαλύτερη διεθνοποίηση της pop κουλτούρας στην εποχή της μάξιμουμ ακμής της αμερικάνικης αυτοκρατορίας. Ας μην ξεχνάμε πως η δεκαετία είχε ξεκινήσει με έναν πόλεμο στο Ιράκ το 1990 κι έκλεισε με έναν βομβαρδισμό στη Σερβία το 1999. Κι ενώ η 11η Σεπτεμβρίου βρισκόταν μόλις δύο χρόνια μακριά, το The Matrix που κυκλοφόρησε επίσης το ’99 προειδοποιούσε ότι τότε θα αλλάξουν όλα:

Υπήρχε λοιπόν ένα τέλος του αιώνα, με όλο το συμβολικό του βάρος ως fin de siecle, κι ένα τέλος της χιλιετίας, με όλη την μεσσιανική ή δυστοπική του παράνοια. Στην pop μυθολογία, υπάρχει ένας επίμονος μύθος ότι το 1999 ήταν καλύτερη χρονιά έβερ για το σινεμά και την μουσική, μιας και πολλά εμβληματικά πράγματα εισήχθησαν στην πολιτισμική δημόσια σφαίρα τότε. Από την άλλη, όμως, σ’ αυτά τα πράγματα υπάρχει μια αίσθηση ερημιάς, ένα άρωμα wasteland. Τα πράγματα είχαν μια φανταχτερή αφέλεια ή αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα μύριζαν καμμένη γη, έμοιαζαν στοιχειωμένα από ένα επερχόμενο τέλος. Μια αντίρροπη κίνηση έσπρωχνε ταυτόχρονα προς τα μπρος και τραβούσε προς τα πίσω: ο κόσμος ψηφιοποιούταν ταχέως, και στο μεταξύ άλλος ένας Kennedy έφευγε ξαφνικά από τη ζωή:

Καθώς το τέλος της δεκαετίας έφερνε το σημείο τομής ανάμεσα στην Γενιά Χ και στη Γενιά των Millenials, η κουλτούρα του 1999 ήταν η αποθέωση ενός μεταμοντέρνου παστίς, ενός υπερ-ιστορικού κολάζ όπου όλα κολλάνε μεταξύ τους αλλά τίποτα δεν έχει σημασία. Ήταν μια εποχή όπου στην πολιτισμική παραγωγή ξεκίναγε να κυριαρχεί ο κυνισμός κι ειρωνεία (και φέτος με αφορμή την αμερικάνικη τηλεόραση σχολιάσαμε εκτενώς εκείνη την κατάσταση), προετοιμάζοντας το έδαφος ιδανικά για τον pop μηδενισμό που θα κορυφωνόταν την επόμενη δεκαετία.

Ίσως κανένα άλλο πράγμα να μην περιγράφει αυτήν την αίσθηση του «όλα έχουν πλάκα αλλά τίποτα δεν έχει νόημα» όσο αυτό το μικρό trivia που ακολουθεί για το I Want It That Way των Backstreet Boys, που προφανώς κυκλοφόρησε το 1999. Ο θρύλος λέει ότι ο στίχος “I never want to hear you say” προέκυψε από ένα τυπογραφικό λάθος του στιχουργού που δεν διορθώθηκε ποτέ, οδηγώντας το συγκρότημα να αποστηθίσει έτσι το τραγούδι. Όταν, πριν την ηχογράφηση, η παραγωγή κατάλαβε το λάθος και πήγε να αλλάξει τον στίχο στο αρχικό “I love it when I hear you say”, μιας και η άλλη εκδοχή δεν έβγαζε κανένα απολύτος νόημα, οι Backstreet Boys αντέδρασαν έντονα. Δεν τους άρεσε η εκδοχή που έβγαζε νόημα. Προτιμούσαν το “never” – και τελικά ψηφίσανε δημοκρατικά ώστε να το διατηρήσουν.

Η υστερία στην ατμόσφαιρα

Φυσικά, και μόνο το γεγονός ότι το έτος ονομαζόταν 1999 αρκούσε ώστε να δώσει έναν αποκαλυπτικό αέρα στην χρονιά. Ναι, προκαλεί από μόνο του να σκεφτείς το τέλος του κόσμου, έτσι δεν είναι; Εξάλλου, η μυθολογία και η εικονογραφία του τέλους είχε πάντα κάτι το τρομερά συναρπαστικό, και το μεταμοντέρνο πολιτισμικό κλίμα που περιγράψαμε παραπάνω έδινε ακόμα παραπάνω ένταση στην αισθητική απόλαυση μιας επικείμενης καταστροφής. Έτσι κι αλλιώς, η δυνατότητα ενός διαφορετικού μέλλοντος έμοιαζε οριστικά ακυρωμένη, και το παρόν έμοιαζε ήδη σημαδεμένο από μια καταπιεστική νοσταλγία για ένα αθώο παρελθόν και για μια χαμένη εκδοχή του μέλλοντος που σε στοιχειώνουν εξίσου, έναν καπιταλιστικό ρεαλισμό στην καθημερινή ζωή και την κουλτούρα χωρίς εναλλακτικές ούτε στην φαντασία καλά-καλά, μια μελαγχολία που αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το υπάρχον. Όπως είχε συνοψιστεί υπέροχα και σε μια διάσημη ατάκα εκείνης της δεκαετίας, είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού.

Αυτή η ατμόσφαιρα βρήκε το 1999 το απόγειό της στην τεχνο-υστερία, στο πρόβλημα του έτους 2000, στο millenium bug, στο Y2K. Καθώς ο πλανήτης μέτραγε ανάποδα για την αλλαγή της χιλιετίας, μαζικοποιήθηκε όλο και περισσότερο μια δοξασία που ήθελε όλα τα υπολογιστικά συστήματα του πλανήτη να μπλοκάροντας κατά την μετάβαση από την 31η Δεκεμβρίου 1999 στην 1η Ιανουαρίου 2000, καθώς θα αδυνατούσαν να μετατρέψουν το 99 σε 00, επιστρέφοντας ουσιαστικά την ανθρωπότητα στο 1900. Τα προσωπικά PC θα παρέλυαν, οι τραπεζικοί διακανονισμοί θα μπουρδουκλώνονταν, τα χρηματιστήρια θα κατέρρεαν, οι πύραυλοι θα πέταγαν σαν τρελοί, ο κόσμος θα έφτανε στο τέλος του – τα γνωστά. ΟΚ, αυτά προφανώς τα πίστευαν λίγο-πολύ περιθωριακές ομάδες και κοινότητες, αλλά με έναν τρόπο αποτυπώθηκαν στην συλλογική συνείδηση του 1999 ως τέλους της χιλιετίας, κάτι που αποτυπωνόταν στα φαραωνικά events εορτασμού της αλλαγής του millenium ανά τον κόσμο, αλλά και τα θρησκευτικά άγχη για τον ερχομό της αποκάλυψης ή τους φόβους για μαζικές αυτοκτονίες.

Η αυγή του μαζικού ίντερνετ

Ναι, φυσικά η ψηφιακή επανάσταση ήταν μια διαδικασία που κράταγε ήδη πολλές δεκαετίες κι η ψηφιοποίηση του κόσμου προχωρούσε ταχέως, με τις νέες τεχνολογίες του ελεύθερου χρόνου και της εξατομικευμένης οικιακής διασκέδασης να κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην καθημερινή ζωή. Αλλά στα 90s η χρήση προσωπικών υπολογιστών και η μαζικοποίηση του λαϊκού ίντερνετ άρχισαν να ξεφεύγουν από κάθε όριο. Μέχρι το 1999, η ιντερνετική κίνηση αυξανόταν κάθε χρόνο κατά 100% (!) σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Και ναι, το πρώιμο μαζικό ίντερνετ, όπως το γνωρίσαμε εκείνα τα χρόνια και στην Ελλάδα, ήταν ένα χαοτικό, παρανοϊκό, άναρχο μέρος.

Το internet είχε διανύσει πολύ μεγάλο δρόμο, από τα cyberpunk λογοτεχνικά οράματα του William Gibson μέχρι την άνθιση των tech εταιριών στο Silicon Valley, και το 1999 σχηματοποιούταν ήδη το πεδίο που επρόκειτο να ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες. Μπορεί να έμοιαζε κάπως έτσι, αλλά το internet εν έτει 1999 ήταν ο τόπος όπου δημιουργήθηκε το Napster, όπου το paypal είχε ψηφιστεί ως μια από τις 10 χειρότερες επιχειρηματικές ιδέες της χρονιάς, όπου οι χάκερς είχαν ανακαλύψει πως μπορούσες να μπεις σε κάθε λογαριασμό hotmail αν έβαζες “eh” για κωδικό, όπου ο Bill Gates έβγαζε το βιβλίο του Business @ the Speed of Thought με μελλοντικές προβλέψεις για social media, smartphones, sites με σύγκριση τιμών, έξυπνα online συστήματα πληρωμής και άλλα ουτοπικά/δυστοπικά (ανάλογα πώς το βλέπεις) για την εποχή σενάρια. Ήταν, επίσης, η χρονιά που ο ήδη μερακλίδικα ιντερνετικός David Bowie γινόταν προφήτης της online ζωής:

Οι οθόνες του τέλους

Όπως είπαμε και πριν, η μυθολογία της pop κουλτούρας θέλει το 1999 να αποτέλεσε χρονιά-σταθμό από πλευρά κυκλοφοριών σε κινηματογράφο, τηλεόραση, μουσική και άλλα τέτοια όμορφα πράγματα. Αλήθεια είναι, δεν αντιλέγουμε. Βγήκαν ταινιάρες, φερ’ ειπείν, το 1999, αλλά μ’ έναν τρόπο οι σημαντικότερες ταινίες εκείνης της χρονιάς συνδέονταν άρρηκτα με το ζοφερό πλην συναρπαστικό κλίμα που περιγράψαμε παραπάνω. Ας πούμε, η ιδιότυπη τεχνο-υστερία που συνδύαζε αυτό την «συναρπαστική πλευρά» της εξέλιξης με τον ηθικό πανικό της αλλαγής αποτυπώθηκε εξαίρετα στο The Matrix των Wachowskis, το αισθητικό και πολιτισμικό ορόσημο του 1999, ενώ την ίδια χρονιά είχαμε τα The Thirteenth Floor και eXistenZ που μοιράζονταν παρόμοιους προβληματισμούς για την σχέση πραγματικότητας και προσομοίωσης μέσα σε ένα υπερ-τεχνολογικό περιβάλλον. Και παραδίπλα, στον κόσμο της άμεσης κοινωνικής πραγματικότητας, οι κακοπληρωμένοι no-future πληροφοριακοί εργάτες του νέου παραδείγματος αποκτούσαν την απόλυτη ταινία τους με το Office Space.

Παρόλα αυτά, η τεχνολογική πραγματικότητα δεν ήταν το μόνο σημάδι της κινηματογραφικής αισθητικής που χαρακτήρισε το 1999. Συνοψίζοντας τον μεταμοντέρνο κυνισμό ολόκληρης της δεκαετίας, το αμερικάνικο σινεμά εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένη επίθεση στην αφέλεια, την αθωότητα και τον συναισθηματισμό που κυριάρχησαν τις προηγούμενες δεκαετίες με μερικές εμβληματικές ταινίες  που διαπραγματεύτηκαν την αστάθεια της ταυτότητας, της κοινωνικής τάξης, του εαυτού, του κύρους, της συνείδησης. Ναι, το Fight Club, το Magnolia, το American Beauty, το Being John Malkovich και το Boys Don’t Cry αποτύπωναν αδιαμφισβήτητα έναν αιώνα που τελείωνε, μια βεβαιότητα που εξανεμιζόταν, ένα αμερικάνικο όνειρο που ποτέ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν φετιχισμό. Οι νεκροί άνθρωποι του Sixth Sense ήταν, τελικά, οι αλλοτριωμένοι της νέας χιλιετίας.

Παράλληλα, μιλάμε για την χρονιά που ο Stanley Kubrick έφτιαξε την τελευταία του ταινία (Eyes Wide Shut), ο David Lynch έφτιαξε την πιο ευαίσθητη ταινία του (The Straight Story), o George Lucas άνοιγε μια νέα εποχή με την βιομηχανική-CGI επανεκκίνηση του Star Wars, η νεανική κωμωδία χαρασσόταν ανεξίτηλα από το πρώτο American Pie κι η horror αισθητική από το πρώτο The Blair Witch Project. Και λίγο πιο μακριά από το ευρύ mainstream, ένας αλλόκοτος νεαρός skater από τον αμερικάνικο νότο, ο Harmony Korine, έφτιαχνε την πρώτη μη-ευρωπαϊκή ταινία με τους κανόνες του Dogme 95, ενώ ο Kevin Smith πειραματιζόταν με μια apocalyptic pop κινηματογραφία στο Dogma. Ο κινηματογράφος άλλαζε, το φιλμ υποχωρούσε, ο ψηφιακός κόσμος ανέτειλε για τα καλά.

Μαζί μ’ αυτά, όμως, το 1999 ήταν μια σημαντική χρονιά για την αμερικάνικη τηλεόραση. Ο λόγος, πρώτα απ’ όλα, είναι ότι το 1999 ξεκίνησε το καλλιτεχνικό έργο που συνέλαβε (μάλλον) καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο το τέλος του άνδρα του 20ού αιώνα: το The Sopranos. Και μαζί μ’ αυτό, ξεκίνησε κι η σύγχρονη golden era της σύγχρονης τηλεόρασης. Το South Park έβγαινε στο σινεμά, ενώ τα SpongeBob SquarePants και Family Guy ξεκίναγαν το μεγάλο τηλεοπτικό ταξίδι τους. Τα West Wing και Law and Order: SVU άρχιζαν να σπάνε ταμεία, το Who Wants to Be a Millionaire? έκανε το μεγάλο του άνοιγμα, ενώ τα Freaks and Geeks και Spaced αποδεικνύονταν καλώς ή κακώς πολύ μπροστά από την εποχή τους. Αν μη τι άλλο, όμως, η μικρή οθόνη είχε ήδη αρχίσει να παίρνει φωτιά.

Οι ήχοι της συντέλειας

Βέβαια, το απόγειο του μπλαζέ μηδενισμού και του μεταμοντέρνου κολάζ ήταν η pop μουσική. Από τη μία πλευρά, το 1999 ήταν η χρονιά των ντεμπούτων της νέας γενιάς κοριτσιών pop stars: η Britney Spears κι η Christina Aguilera έβγαζαν τους πρώτους δίσκους τους συναγωνιζόμενες σε μετα-εφηβικό βιομηχανικό ερωτισμό, ενώ από κοντά ακολουθούσαν την ίδια χρονιά η Jessica Simpson κι η Mandy Moore. Παράλληλα, ο Eminem συστηνόταν ως Slim Shady με το My Name Is, προετοιμάζοντας την εποχή όπου θα γινόταν ο πρώτος αληθινός λευκός superstar της rap μουσικής, έχοντας για σημαία του τον βίαιο, σατιρικό, pop μηδενισμό, ενώ ο Moby έφτιαχνε τον πρώτο blockbuster δίσκο εκλεκτικιστικής λαϊκής ηλεκτρονικής μουσικής με το Play. Παράλληλα, οι προαναφερθέντες Backstreet Boys ήταν υποψήφιοι για 5 Grammys με τον πιο πετυχημένο δίσκο τους. Το όνομά του, φυσικά, ήταν Millenium.

Από την άλλη, είναι αδύνατον να ξεχάσουμε ότι γύρω από το 1999 εκτεινόταν ένα γιγάντιο μουσικό wasteland υψηλής νοσταλγικής αξίας αλλά αμφιβόλου ποιότητας. Γιατί μπορεί το Baby One More Time, το Genie in a Bottle, το I Want it That Way, το Believe, το Smooth, το Save Tonight, το Freestyler και το No Scrubs να ήταν γαμώ τις pop επιτυχίες, αλλά μαζί είχαμε κι έναν ωκεανό από κακή house, ακόμα χειρότερο eurodance και αμέτρητες one-hit wonder συλλογές τύπου Now That’s What I Call Music! Στο μεταξύ, κι ενώ το nu metal (δυστυχώς) μεσουρανούσε, o Bruce Dickinson επέστρεφε στους Iron Maiden για να ηχογραφήσουν μαζί τον νέο δίσκο τους. Το όνομά του, φυσικά, ήταν Brave New World.

Και καθώς το Napster έκανε αρχή της μεγάλης του διαδικτυακής και νομικής περιπέτειας, οι They Might Be Giants έγιναν το πρώτο συγκρότημα μεγάλης εταιρίας που κυκλοφόρησε έναν δίσκο αποκλειστικά σε μορφή mp3, ενώ τα φορητά CD players σε συνδυασμό με τα software καψίματος έδιναν στο ελεύθερο μοίρασμα μουσικής ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες, καθώς το file-sharing μεγάλωνε κι αυτό με γοργούς ρυθμούς. Είπαμε, μιλλένιουμ και γενναίος νέος κόσμος.

Οι κονσόλες του χαμού

Αφού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι νέες τεχνολογίες του ελεύθερου χρόνου και της εξατομικευμένης οικιακής διασκέδασης διαμόρφωναν ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα, κι οι πρώτοι πραγματικοί ιθαγενείς που μεγάλωσαν μέσα σ’ αυτό το παράδειγμα ήταν μάλλον τα παιδιά-gamers του ’90, εμείς δηλαδή. Ουσιαστικά, αν δεν κάνουμε τραγικό λάθος, οι οικιακές κονσόλες των 90s προσέφεραν την πρώτη μαζική εμπειρία interface κουλτούρας που την επόμενη χιλιετία θα επεκτεινόταν σχεδόν σε γιγάντιο μέρος της ψυχαγωγίας και της ενημέρωσης. Στο τέλος της δεκαετίας, λοιπόν, καθώς μεσουρανούσαν τα PlayStation, Nintendo 64, Sega Dreamcast και Game Boy Color (και οι προσωπικοί υπολογιστές φυσικά), τα παιδιά μάθαιναν τον κόσμο μέσα από το gaming σε μια έκταση άνευ προηγουμένου, δημιουργώντας έτσι μια από τις πιο επικερδείς βιομηχανίες του επόμενου αιώνα.

Καθώς λοιπόν τα gadgets εξελίσσονταν, τα παιδιά έρχονταν σε επαφή με το ρομποτικό παιχνίδι με την εξάπλωση των σατανικών Furby και οι κάρτες Pokemon κυκλοφορούσαν για πρώτη φορά στην αγορά, η gaming κουλτούρα των 90s γινόταν όλο και πιο pop, διαδραστική, μαζική. Το 1999 έφερε μαζί του τρία παιχνίδια-σταθμούς στο συλλογική εμπειρία του gaming και της online ζωής: το Counter-Strike, το Unreal Tournament και το Quake III Arena, ενώ στα MMORPGs η χρονιά έφερε μαζί της το EverQuest, ένα από τα πρώτα πραγματικά μαζικά παιχνίδια του είδους. Παράλληλα, φυσικά, τα σημαντικά games διαμόρφωναν υπόγεια την αισθητική μιας γενιάς, από τον Fatboy Slim στο soundtrack του FIFA ’99 μέχρι την εμβληματική μουσική του πρώτου Tony Hawk, κι από την στοιχειωτική ατμόσφαιρα του Silent Hill μέχρι την πολύχρωμη ευφορία των Mario Party και Super Smash Bros.

Η Ελλάδα του Μιλένιουμ

Φυσικά, όσο διεθνοποιημένη κι αν είχε γίνει ήδη η λαϊκή κουλτούρα μέχρι το 1999, όλα αυτά θα παρέμεναν υπερβολικά αποσπασματικά αν δεν αγκάλιαζαν το νοσηρά συναρπαστικό πολιτισμικό κλίμα του τέλος των ελληνικών 90s. Εδώ, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στα προηγούμενα, η φτηνή ειρωνική νοσταλγία έχει τη δυνατότητα να γίνει είκοσι φορές πιο φορτική αν της επιτρέψεις να πάρει χώρο. Ναι, μιλάμε για το ζενίθ της πασοκικής εκδοχής του εκσυγχρονισμού, του εθνολαϊκού κιτς, της γκλαμουριάς και του lifestyle κωστοπουλισμού, της ελληνικής τηλεόρασης, του χρηματιστηρίου, του αντι-αλβανικού ρατσισμού, της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και της δημιουργίας της Ευρωζώνης. Ήταν η golden era του ελληνικού καπιταλισμού, κι αυτό ήταν κακό, πολύ κακό.

Βέβαια, το 1999 παραμένει μια χρονιά αλλόκοτων ζυμώσεων και μεγάλων αντιφάσεων για την mainstream κουλτούρα της χώρας. Μιλάμε για την χρονιά όπου, σε μια κίνηση μεγάλου συμβολισμού για την ελληνική pop δημόσια σφαίρα, ο Σάκης Ρουβάς ανακηρύσσεται άνδρας της δεκαετίας από το περιοδικό Status, οι συλλογές του Βασίλη Τσιλιχρήστου δημιουργούν ένα εξαίσιο μείγμα με τις συλλογές του περιοδικού Πίστα, ενώ το Παιδί Θαύμα των Ζωντανών Νεκρών αποδίδει το αθηναϊκό 1999 στο πιο πυκνό, ίσως, τραγούδι του τέλους της δεκαετίας:

Η ελληνική τηλεόραση, φυσικά, περνάει χρυσές στιγμές μαλακίας, αλλά παραμένει επίσης το γεγονός πως εκείνη την χρονιά είχαμε ταυτόχρονα στον αέρα τρεις πολύ σημαντικές σειρές για την γενιά των ανθρώπων που μεγάλωσαν στα 90s: τους Δύο Ξένους, τα Εγκλήματα, το Κωνσταντίνου και Ελένης. Το υπέροχο campiness, η υπέροχη υστερία, το περιστασιακά ριζοσπαστικό χιούμορ κι η περιστασιακά μαύρη ψυχή αυτών των σειρών αποκάλυπταν ταυτόχρονα μια διαφορετική δυνατότητα για την pop σφαίρα της τηλεόρασης, που μοιραία χάθηκε κάτω από την μεγάλη ποσότητα σαβούρας που προφανώς τις ακολούθησε.

Παράλληλα, στο σινεμά το σαφώς τηλεοπτικό Safe Sex γινόταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ οι ντεμέκ edgy κωμωδίες τύπου Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών και Θηλυκή Εταιρεία καθόριζαν την mainstream κινηματογραφική αισθητική. Παράλληλα, όμως, το 1999 συμπυκνώνει και μια διαφορετική κινηματογραφική έκφραση της λαϊκότητας στη μεγάλη οθόνη, με τρόπο ασυνήθιστα πλούσιο για φτωχή δεκαετία του ’90. Υπάρχει η queer λαϊκότητα της Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά, η σκυλίσια ποιητική νύχτα του Αυτή η Νύχτα Μένει, η μεθοριακή λαογραφία της Εαρινής Σύναξης των Αγροφυλάκων, το σκοτάδι και η βία του Θα Σε Δω στην Κόλαση Αγάπη Μου και του Μαύρο Γάλα κι η γενιά χ του Polaroid.

Κυρίως, όμως, ήταν η ελληνική εκδοχή της υστερίας του millenium που έκανε το 1999 μια βαθιά χαοτική, μηδενιστική και τρομακτική χρονιά. Ναι, ο Σεφερλής έβγαζε Μουρλένιουμ τις παραστάσεις του, ο Σαββόπουλος έκαιγε τα μάτια μας προμηνύοντας την 1η του 2000, το Μετρό της Αθήνας ετοιμαζόταν να λειτουργήσει στο τέλος του Δεκέμβρη ώστε να υποδεχθεί τη νέα χιλιετία (αποτυγχάνοντας φυσικά), η εκκλησιαστική διανόηση αντιμετώπιζε με χαρακτηριστική νηφαλιότητα το Y2K (σε mood προθέρμανσης για την σταυροφορία των ταυτοτήτων), οι αστρολόγοι προέβλεπαν τις αλλαγές του millenium, o Ριζοσπάστης καλούσε σε ψυχραιμία, οι εικόνες που επρόκειτο να ακολουθήσουν ήταν, το λιγότερο, βιβλικές:

Είκοσι χρόνια μετά, καθώς ετοιμαζόμαστε να εγκαταλείψουμε την δεύτερη δεκαετία του 21ού αιώνα, η κατάσταση των πραγμάτων μας οδηγεί μάλλον στο ότι η αλήθεια είναι μία: το μέλλον δεν μπορεί να παραμείνει ακυρωμένο. Πρέπει να ξαναζωντανέψει, μπας και την παλέψουμε.

Best of internet