Quantcast

Δύο Αθήνες με τον Damo Suzuki

7 χρόνια διαφορά, κάποια αλλάζουν, κάποια μένουν ίδια. Επιλέγουμε δύο συναυλίες ως οριοθέτηση μιας ευμετάβλητης χρονικής περιόδου.

muslim turing

20 Δεκεμβρίου 2012

damoillustration-ap

Κατεβαίνω την Πειραιώς με τα πόδια και ένας από εμάς λέει το απρόβλεπτο “α, φτάσαμε” ενόσω η ολιγομελής πομπή διασχίζει την αντιπροσωπεία της Suzuki. Όχι και η καλύτερη δυνατή αρχή ενός άρθρου ή μιας βραδιάς, ειδικά επειδή τώρα που το επαναφέρω, μάλλον το είχα πει εγώ. Οι ορέξεις του Bios ορίζουν πάντα μια παράμετρο που θα κρίνει τη ροή της βραδιάς. Είναι καλές αυτό το βράδυ, διότι ευνοείται η δυνατότητα της αναπνοής, σημαντικό τίμημα που είθισται να πληρώνει η ανθρωπότητα στον βωμό της ψυχαγωγίας. Ο Damo Suzuki βγαίνει πρώτος, και αμυδρά θυμάμα πως το πρώτο σετ του δεν με ρίχνει στο πάτωμα, ενώ μέρος της παρέας αποχωρεί από τη συναυλία. Μετά βγαίνουν οι Spaceheads που δεν τους ξέρω, αλλά τους μαθαίνω εκεί, και παίζουν φανταστικά και μας λένε για το πόσο αγαπούν τον Lester Bowie και να μην τον μπερδεύουμε με τον David.

Κοντεύει 2013, και λίγο πριν συνειδητοποιήσω στα αλήθεια πως μιλάω για μια συναυλία της εικοστής έκτης Μαρτίου του 2005, κλείνω με το δεύτερο σετ του Damo Suzuki της βραδιάς εκείνης. Μπροστά σε λιγότερο κόσμο, ο πρώην Ιάπωνας μουσικός του δρόμου, ο τέως τραγουδιστής των Can απ’ τη μία – οι οποίοι είχαν βγει για singer-shopping στον εν λόγω δρόμο, τους φάνηκε καλός και φτηνός και τον τσίμπησαν – και ο νυν περιπλανώμενος πρώην τραγουδιστής των Can, παίζει ένα εξωφρενικά πειραματικό σετ που δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης του οράματος του: Θα ταξιδεύει, όπως τώρα στην Αθήνα, σε όποια πόλη του κόσμου έχει τη δυνατότητα, δεν θα έχει μαζί του κάποια μπάντα, και θα συνεργάζεται με ντόπιους μουσικούς τζαμάροντας μαζί τους. Μερικά χρόνια μετά, σε μια άλλη Αθήνα (όχι της Georgia, προσπάθησε να είναι ποιητικό αυτό), ο Damo Suzuki επανέρχεται για να αυτοσχεδιάσει. Το γεγονός πως ενώ έχει ένα ωκεανό από τραγούδια των Can που θα μπορούσε να λέει, ακόμα πιο πλούσιο μετά την κυκλοφορία του 5πλου Lp “The Lost Tapes” πριν λίγους μήνες, προσελκύοντας και μεγαλύτερα ηλικιακά κοινά (όπως θα έκανε κάθε ροκ ήρωας που σέβεται τον εαυτό του και ειλικρινά κανέναν άλλον), επιλέγει να συνεργαστεί με μουσικούς που τους ρίχνει από 30 χρόνια στο κεφάλι και πάνω, αναδεικνύει μια πολύπλοκη καλλιτεχνική φύση και μία πίστη στην μεγάλη ιδέα.

Με τον Damo Suzuki, στο Six Dogs, συνεργάζονται εννέα ή δέκα μουσικοί (που συχνά άλλαζουν θέση ή ρόλους), μεταξύ των οποίων ο Blaine Reininger, και μια μυστικιστική αίρεση φανατικών φωτογράφων που αποθανατίζει ανηλεώς περί τριάντα χιλιάδες φορές, τον Ιάπωνα και την μπάντα του, χορεύοντας παγανιστικά στις πρώτες σειρές καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Το δίωρης διάρκειας τζαμάρισμα είναι τρόπον τινά χτισμένο πάνω στη φωνή του Damo Suzuki, ο οποίος δεν το κουνάει από τη σκηνή, και όχι απλά δεν το κουνάει, αλλά σχεδόν δεν παίρνει ανάσα – δηλαδή “δεν ευνοείτο η αναπνοή”- τραγουδώντας συνεχώς. Η όλη μουσική που ακούγεται έχει μέσα τα πάντα, και παρότι το σύνολο δεν έχει προβάρει τις προηγούμενες μέρες, το αποτέλεσμα φαίνεται μελετημένο από καιρό. Ο Suzuki έχει τρομακτική ικανότητα να καταλαβαίνει γρήγορα τους μουσικούς γύρω του και να ξέρει τι πρέπει να πάρει από τον καθένα, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε μένα.

Τώρα, θέλετε να σας γράψω για το πώς η αυτοσχεδιαστική ψυχεδέλεια ανοίγει τον δρόμο για ένα obscure προσωπείο της κιθαριστικής ποπ το οποίο καταφέρνει να μπλεχτεί με τον αέρινο ρυθμό ενός βιολιού που θυμίζει τη μοναξιά της γκρίζας πρωτεύουσας σε ένα παγωμένο σκηνικό μιας πόλης που έχει τόσο αλλάξει μα και τόσο έχει μείνει ίδια; Ή μήπως για την ηχητική πορεία του set όπου σαν άλλες συμπληγάδες πέτρες στα σωθικά μας τα τύμπανα δίνουν χώρο στις κιθάρες να σκληρύνουν και το όλο αυτό μουσικό αυτό έργο οδηγείται σε μια εκστατική κορύφωση που επιφέρει την αναζητούμενη ψυχική κάθαρση που μας καθαρίζει και μας κατευθύνει (βίαια!) να σκεφτούμε καλύτερα ποιοι είμαστε και το πώς θα βαδίσουμε στον σκληρό δρόμο της αλλαγμένης Αθήνας του 2013, όσο ο εξηντάχροντος performer μας εμπνέει, δείχνοντας τον δρόμο πως όχι απλά δεν είναι αργά, αλλά και πως ποτέ δεν θα είναι, για έναν ανήσυχο άνθρωπο; Αντί αυτών, τουλάχιστον για την μισή διάρκεια της συναυλίας σκέφτομαι πως ένας εκ των τωρινών συνεργαστών του Damo Suzuki λέγεται Pan Pan, και πόσο θα έπρεπε (τουλάχιστον για σήμερα) να λέγεται Can Can.

Best of internet