Quantcast

5 πράγματα που μάλλον δεν ξέρετε για τους Doors

Μια σύντομη αντι-ιστορία της δημοφιλούς μπάντας σε σημεία

Normo Gin

4 Απριλίου 2013

Ευτυχώς, ζούμε πια σε μία εποχή που ο πρόωρα χαμένος τραγουδιστής των Doors δεν γίνεται πια τατουάζ και μπλουζάκια στο Μοναστηράκι. Όχι ότι έχω κάτι με τους Doors (έχουν αφήσει μία ωραιότατη ποπ εκδοχή της ψυχεδέλειας ως παρακαταθήκη άλλωστε), αλλά όλη αυτή η κουλτούρα με τους ινδιάνους και τα στραβά τατουάζ κάπου χωλαίνει και μας κουράζει.

 

Ο ωραιότερος τρόπος δε, να αποτιμήσεις μία καλλιτεχνική περσόνα δεν είναι η άνευ όρων προσωπολατρία, δεν είναι να εκτιμάς τη μουσική και να ανάγεις την εκτίμησή σου αυτή σε καθολική λατρεία για τις φιγούρες που την παρήγαγαν. Ο πιο ωραιός τρόπος είναι μάλλον η προσπάθεια να μελετηθεί ο κόσμος που είδαν τα μάτια του δημιουργού, η εποχή, οι τάσεις, η τοποθεσία, το κοινωνικό στρώμα απ’ το οποίο προέρχεται. Εκεί είναι που αποκτά σημασία η κάθε λεπτομέρεια, που μπορεί κανείς να ξεκινήσει να κάνει μία ουσιαστική αποτίμηση της ζωής και του έργου, να κατεβάσει τις φιγούρες απ’ τον βωμό της ματαιότητας και να τις μετατρέψει σε ανθρώπους με αρετές και προτερήματα, με πάθη και λάθη.

 

Και αυτός είναι και ο λόγος που μας γοητεύουν μικρές πληροφορίες σαν τις παρακάτω.


Ένας σενιαρισμένος 19χρονος Τζιμ Μόρισον διαφήμιζε το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα

 

 

Το αποπάνω βίντεο αποτελεί διαφήμιση του Florida State University εν έτει 1962. Στο βίντεο, ο τότε 19χρονος Τζιμ Μόρισον είναι καλοκουρεμένος, καλοξυρισμένος, γόνος καλής οικογενείας που έχει την ατυχία να μην τον δεχθούν στο πανεπιστήμιο της προτίμησής του (άγνωστο γιατί ένα πανεπιστήμιο διαφημίζει τις χυλόπιτες που ρίχνει στους επίδοξους φοιτητές του βέβαια). Ο πραγματικός 19χρονος Τζιμ Μόρισον ωστόσο, ήταν τότε φοιτητής στο Florida State και έκανε παρέα με τους μεγαλύτερους μποέμ της σχολής, τύπους με σκισμένα ρούχα που έτρωγαν αποφάγια και πούλαγαν αίμα στον Ερυθρό Σταυρό. Ένα χρόνο μετά το βίντεο, ο διαβαστερός ταραχοποιός Μόρισον συνελλήφθη για μία φάρσα που έκανε στους καθηγητές του.

Doors1

Λεπτομερειακά να πούμε ότι ο Μόρισον δεν είχε ανάγκη να τρώει τα αποφάγια και να πουλάει το αίμα του. Αυτά ήταν επιλογές λαϊφσταϊλ. Ο πατέρας του ήταν φτασμένος αξιωματούχος του αμερικάνικου στρατού και μάλιστα ήταν παρών στο επεισόδιο που ξεκίνησε τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το δε διαφημιστικό βίντεο, από αστεία πληροφορία αποκτά τραγική χροιά αν σκεφτούμε ότι ο ανυποψίαστος τότε πιτσιρικάς, μέσα σε μόλις 9 χρόνια απ’ το γύρισμα, θα έχει αποφοιτήσει μετά από μία εκκεντρική πορεία σ’ ένα πανεπιστήμιο, θα έχει φτιάξει ένα συγκρότημα το οποίο θα βγάλει πέντε δίσκους, θα ζήσει ως σταρ, θα κάνει ταραχώδεις σχέσεις, θα παρακμάσει και θα πεθάνει. Συγκεκριμένα, με τον κιμπορντίστα και μουσικό εγκέφαλο των Doors, Ρέι Μανζάρεκ, θα γνωριστεί το 1965. Θα πεθάνει το 1971. Όλη η ιστορία του Μόρισον κρατάει μόλις 6 χρόνια.


Ο Ρέι Μανζάρεκ, το πανκ και η Disco ΠΑΣΟΚ

manzarek

 

Έχετε ακουστά τα Carmina Burana του Carl Orff; Σίγουρα, αν έχετε δει ποτέ σας βίντεο με τον Ανδρέα Παπανδρέου να σηκώνει τα χέρια ενώ ακούγονται οι πολεμικές ιαχές “Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ” (ναι, Παπανδρέου ήταν πριν το πάρουν οι χρυσαυγίτες). Ε, μία από τις πολλές φαεινές ιδέες που είχε ο Ρέι Μανζάρεκ στη σόλο καριέρα του ήταν να επανεκτελέσει αυτό το πασίγνωστο έργο, παραμορφώνοντάς το με αλλόκοτο – θα λέγαμε – τρόπο. Εκεί που το αρχικό έργο του Orff είναι ένα εμβατηριακό, επικό άκουσμα, ο Μανζάρεκ αποδυναμώνει το επικό στοιχείο και προσθέτει στη θέση του ένα ύπουλο disco beat. Σας συνιστώ να αφιερώσετε μερικά λεπτά για να ακούσετε το παρακάτω κομμάτι γιατί η παραφροσύνη του θα σας αλλάξει τη ζωή, τουλάχιστον στον βαθμό που θα σας ριζωθεί η πεποίθηση ότι ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν όντως ο πρωταγωνιστής του “Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα”.

 

 

Όμως εκτός από την εκκεντρικότητα των Carmina Burana, ο Ρέι Μανζάρεκ έχει κάνει και μία άλλη αψυχολόγητη κίνηση που έμελλε να χαράξει τη μουσική ιστορία. Το 1980, η αγριεμένη δυναμική πανκ μπάντα της Exene Cervenka, οι Χ, μετά από μία περίοδο ξεσηκωμού των ακροατών στα λάιβ αποφασίζει να μπει στο στούντιο να ηχογραφήσει. Για παραγωγό και guest μουσικό στο όργανο και το συνθεσάιζερ επιλέγουν τον Μανζάρεκ. Ο δίσκος που προκύπτει, το “Los Angeles”, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα αίνιγμα: πώς γίνεται ένας άνθρωπος που αρέσκεται στα μακρόσυρτα σόλο και την καθαρότητα του ήχου να καταφέρνει να αποδόσει τόσο ταιριαστά τη βρώμικη rock ‘n’ roll αμεσότητα των Χ; Πρόκειται για έναν δίσκο με στακάτους δυναμίτες όπως το χιτάκι “Johnny Hit and Run Pauline” και το εκπληκτικό “Sex and Dying in High Society” που χρονικά και υφολογικά βρίσκεται στο απόλυτο μεταίχμιο punk και post punk, δύο είδη που με τον Μανζάρεκ, υπό κανονικές συνθήκες, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση. Ένεκα Μανζάρεκ βέβαια, ο δίσκος περιέχει και μία καταπληκτική διασκευή στο Soul Kitchen των Doors, απρόσμενα ταιριαστή με το ύφος του άλμπουμ.

 


“Το Πάχος είναι Πανέμορφο”

 

 

Έχουμε συνηθίσει τους ροκ σταρς να είναι νάρκισσοι κι ένα ομορφόπαιδο σαν τον Τζιμ Μόρισον θα ήταν λογικό να υποστηρίζει τα αντίστοιχα mainstream πρότυπα ομορφιάς. “Λογικό” μόνο για όποιον ξεχνάει ότι ο ίδιος ο Μόρισον είχε ξεκινήσει να αλλοιώνει την εικόνα του παχαίνοντας, αφήνοντας άτακτα μούσια, φορώντας μη-κολακευτικά ρούχα και πνίγοντας τα προβλήματά του σε κάθε είδους κατάχρηση. Το 1969 δίνει μία ραδιοφωνική συνέντευξη στον Χάουαρντ Σμιθ (στο αποπάνω βίντεο η συνέντευξη συνοδεία ενός animation του PBS). Εκεί υποστηρίζει την υπέροχη θέση ότι το πάχος είναι πανέμορφο. Θυμάται πόσο καλά ένιωθε στα πρώτα έτη του πανεπιστημίου όταν ζύγιζε 85 κιλά. Ένιωθε σαν τανκ, παντοδύναμος, ικανός να εκτοπίσει ό,τι βρισκόταν στον δρόμο του, σε αντίθεση με την εποχή που ήταν αδύνατος και “φοβόταν μην τον πάρει ο αέρας”. Δήλωσε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι το πάχος μπορεί να είναι πηγή αυτοπεποίθησης, ατάκα που φέρνει τα πάνω κάτω σ’ αυτόν τον κόσμο, πολύ περισσότερο απ’ όλα τα τραγούδια των Doors μαζί.


Η Nico κλαίει σπαραχτικά για τον θάνατο του Μόρισον

Lou Reed and Nico in the Studio

Μία απ’ τις πιο τραγικές φιγούρες της ιστορίας του καλλιτεχνικού γκλάμουρ ήταν σίγουρα η γερμανίδα Nico. Μούσα του Άντι Γουώρχολ, τραγουδίστρια στη θρυλική μπανάνα των Velvet Underground, μοντέλο, ηθοποιός και καλλιτέχνης. Παρά το βραχύβιο της σχέσης τους, η Nico έχει δηλώσει πως ήταν ερωτευμένη με τον Μόρισον και αυτός με εκείνη. Έπαιρναν πολλά ναρκωτικά μαζί και είχαν αναπτύξει δεσμούς αίματος πάνω σε ένα τριπάρισμα όταν χαράχτηκαν και οι δύο και ένωσαν τις πληγές τους. H σχέση τους θα μπορούσε να περιγραφεί ως εκκεντρική, ποιητική, ψυχεδελική και σουρρεαλιστική, με ακατάληπτους διαλόγους και ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις.

Nico

Πέρα από την πολύ ιδιαίτερη ομορφιά της, το πλέον αξιοσημείωτο στη Nico είναι η μουσική της σταδιοδρομία. Μετά τη συμμετοχή της στο φασαριόζικο πειραματικό rock ‘n’ roll των Velvet Underground, η Nico ηχογράφησε μία σειρά άλμπουμ θα μπορούσαν να ορίσουν το μακάβριο στη μουσική. Οι ήχοι της είναι σαν να έχεις ρίξει την ταχύτητα σε εμβατήρια, επιβλητικοί και κλειστοφοβικοί αλλά και εύθραυστοι, ευαίσθητοι μέσα σε όλη τη μαυρίλα. Στον δίσκο της “The End…”, έναν απ’ τους καλύτερους της καριέρας της, εκτός από τη διασκευή στο ομώνυμο κομμάτι των Doors περιέχεται και το τραγούδι “You Forget to Answer”. Εκεί, μία Nico τραγουδάει έναν επίσημο θρήνο για τη χαμένη παλιά της αγάπη. Το τραγούδι παγώνει το αίμα του ακροατή, ειδικά άμα έχει πληροφορηθεί το κόνσεπτ: You Forget to Answer. Ξεχνάς να απαντήσεις. Αναφέρεται στη στιγμή που η Nico σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο την παλιά της αγάπη, ένα τηλέφωνο που δεν απαντήθηκε ποτέ, γιατί ο Μόρισον ήταν νεκρός δίπλα στη συσκευή.

Αξίζει να αναφερθεί παρενθετικά και το τέλος της Nico. Από την γκλαμουράτη πλην οδυνηρή ζωή που έζησε, ξεκινώντας με τον βιασμό της στην ηλικία των 15 χρονών από έναν αμερικάνο πεζοναύτη και περνώντας από μία καλλιτεχνική πορεία στα υψηλά σαλόνια και τα ναρκωτικά, η Nico πεθαίνει από τραυματισμούς στο κεφάλι ύστερα από πτώση από το ποδήλατό της. Και έτσι τελειώνει ο κόσμος της: όχι με έναν πάταγο, αλλά με έναν λυγμό.


Εικόνα Παρακμής: Οι “Doors”, το “Πειρατικό” και η κακοποίηση ενός ανθρώπου

KONICA MINOLTA DIGITAL CAMERA

Θυμάστε πιθανώς την οικτρή εποχή του 2004, την εποχή των επιτυχιών της Εθνικής Ελλάδος και του “Νάτο το Πειρατικό”. Ήταν η εποχή που οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ορδές κόσμου που πανηγυρίζαν μία ολίγη από ποδόσφαιρο, μία ολίγη από Παπαρίζου, μία ολίγη από Ολυμπιακούς Αγώνες, μία όχι-ακριβώς-ολίγη από επιθέσεις σε μετανάστες, όλα μαζί στη μεγαλύτερη μικροαστική έξαρση που γνωρίσαμε ποτέ. Ε, αυτή ήταν και η περίοδος που οι “Doors of the 21st Century” επέλεξαν να δώσουν συναυλία στην Ελλάδα.

 

Τι είναι οι Doors of the 21st Century; Μία εμπορική ιδέα των Κρίγκερ και Μανζάρεκ (ο ντράμερ των Doors Τζον Ντένσμορ αρνήθηκε προς τιμήν του να συμμετάσχει) να αναστήσουν τη μπάντα που τους έκανε διάσημους και να δώσουν συναυλίες. Συνολικά, υπήρξαν παγκοσμίως 150 συναυλίες του σχήματος, περισσότερες δηλαδή από τις συναυλίες των Doors όσο ζούσε ο Μόρισον. Στη θέση του πήραν τον τραγουδιστή των Cult, Ian Astbury, φόρεσαν μία τίμη 45 € στο εισιτήριο και ήρθαν εδώ να διεκδικήσουν τον τίτλο της ακριβότερης Tribute Band που είδαμε ποτέ.

 

Ευτυχώς, παρότι ήμουν μικρός, δεν υπήρχε περίπτωση να δώσω 45 € για να δω αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό απ’ τα βραχάκια του Λυκαβηττού γέλαγα κάπως πικρά, ενώ διάφοροι φίλοι και γνωστοί που είχαν πληρώσει εισιτήριο, σιχτίριζαν θεούς και δαίμονες στο τέλος.

doors21stcentury

Ο Ian Astbury έτυχε απάνθρωπης μεταχείρισης. Ήταν λίγο σαν να έχουν μασκαρέψει κούκλα και λίγο σαν να έχουν εκπαιδεύσει μαϊμού. Του είχαν αλλάξει το παρουσιαστικό για να μοιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια με τον Μόρισον και τον είχαν εκπαιδεύσει να αντιγράφει σε φρικιαστικό βαθμό όλες τις κινήσεις και τη σκηνική παρουσία του αποθανόντος τραγουδιστή. Αυτό δεν ήταν οι Doors· ήταν μία βάρβαρη εμπορική μασκαράτα που συνδύαζε τον Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλευ, την Περσόνα του Μπέργκμαν και τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ σε ένα κιτς περιτύλιγμα που αδυνατούσε, ωστόσο, να κρύψει τη βαρβαρότητα του να βλέπεις έναν άνθρωπο να μετατρέπεται σε κάποιον άλλον. Χάριν μίας παράστασης ίσως, σαν ηθοποιός, μόνο που η παράσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει πολύ απ’ τα όρια της σκηνής.

 

Εκτός αυτού όμως, υπήρξε και η στιγμή του ανκόρ. Εκεί ουσιαστικά οι “Doors” έβαλαν την ταφόπλακα στον ίδιο τους το μύθο. Την εποχή του “Νάτο το Πειρατικό”, οι “Doors”, απ’ όλα τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν, επέλεξαν να ντυθούν έτσι (το λινκ παραπέμπει σε φωτογραφία για γερά στομάχια), διασφαλίζοντας επιτέλους ότι η ψευδαίσθηση της υποτιθέμενης υψηλής αξίας του εμπορικού rawk δεν μπορούσε να συνεχίσει πια. Ήταν κοροϊδία. Μία κοροϊδία που χτίζει μύθους του τίποτα και τους ξερνάει ταλαιπωρημένους δεκαετίες μετά. Μία μουσική βιομηχανία που μιλάει για όλα εκτός από τη μουσική.

 

Best of internet