Quantcast

Inside Llewyn Davis: ένας ταλαιπωρημένος folk τραγουδιστής, μια γάτα και η Νέα Υόρκη των ’60s

Η καινούρια ταινία των αδελφών Κοέν είναι μια γλυκόπικρη ματιά στη ζωή ενός αγωνιζόμενου μουσικού

danaouki-hime

9 Ιανουαρίου 2014

Ο Llewyn Davis περνά μερικές άσχημες μέρες, μπορεί να είναι μια κακή βδομάδα, ή ίσως πρόκειται απλά για ένα κακό βράδυ. Η καινούρια ταινία των Κοέν ξεκινά με τον ήρωα τους Llewyn να μαγεύει το κοινό του Gaslight Cafe και φυσικά εμάς στην κινηματογραφική αίθουσα, τραγουδώντας ένα παλιό φολκ τραγούδι. Έτσι ξεκινούν αυτές οι άσχημες μέρες του Llewyn, που μπορεί να είναι μια βδομάδα ή απλά ένα κακό βράδυ. Είναι 1961, η χρονιά που η φολκ σκηνή του Greenwich Village της Νέας Υόρκης είναι να στα πρόθυρα της μεγάλης έκρηξης, λίγο πριν ο Bob Dylan αλλάξει δραστικά τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμετώπιζε αυτό το είδος μουσικής. Ο ήρωας των Κοέν όμως δεν φαίνεται να τα καταφέρνει και τόσο καλά.

Στο τέλος της πρώτης αυτής συγκλονιστικής σκηνής ο Llewyn λέει χαριτολογώντας πως “αν δεν ήταν ποτέ καινούριο και δεν παλιώνει ποτέ, τότε είναι ένα φολκ τραγούδι”, λόγια που μοιάζει σαν να τα έγραψαν οι Κοέν για να περιγράψουν τις ταινίες και τη θεματολογία τους. Σε αυτή την ταινία, όπως έκαναν με τρομερή επιτυχία και σε όλες τις προηγούμενες, παίρνουν ένα θέμα φαινομενικά αδιάφορο και μικρό, έναν ανθρωπάκο που δεν θα ξεχώριζε κανείς και το μετατρέπουν σε κάτι επικό, μετατρέπουν τον ανθρωπάκο και τις καθημερινές του περιπέτειες σε ένα μύθο.

Έτσι κι ο Llewyn ζει την προσωπική του Οδύσσεια (ναι μας θυμίζει αρκετά το στυλ και η φωτογραφία το “Ω Αδελφέ Που Είσαι;”), χωρίς όμως να διαφαίνεται κάποιο λιμάνι στο μέλλον του. Περιφέρεται σε στενούς διαδρόμους, από καναπέ σε καναπέ, είτε αυτός βρίσκεται στο πλούσιο Upper West Side, είτε στο Greenwich Village. Οι επαφές που έχει αυτές τις λίγες μέρες με φίλους, συγγενείς, πρώην εραστές, άλλους μουσικούς και φυσικά την γάτα που διάλεξαν πολύ εύστοχα οι δημιουργοί για την αλληγορία τους, θα καθοδηγήσουν τον Llewyn όσον αφορά τις αποφάσεις που θα πάρει για το μέλλον του. Θα συμβιβαστεί και θα εγκαταλείψει την ελπίδα να ζει από τη μουσική, θα αφήσει την εποχή να τον προσπεράσει ή θα κυνηγήσει επιτέλους το όνειρο του;

Η φωτογραφία της ταινίας, με τους μουντούς τόνους και τα χειμωνιάτικα πλάνα της Νέας Υόρκης είναι εξαιρετική, τα τραγούδια ερμηνεύονται όλα ζωντανά και ο σχετικά άγνωστος Oscar Isaac δίνει μια μοναδική ερμηνεία ως ταλαιπωρημένος σύγχρονος τροβαδούρος. Παρόλα αυτά τα χαρισματικά αδέρφια του κινηματογράφου φαίνεται σε αυτή την ταινία να επαναπαύονται λίγο στις δάφνες τους, σαν να μην δίνουν όλο το δημιουργικό τους “είναι”, αλλά να χρησιμοποιούν δοκιμασμένες συνταγές, όπως είναι ο John Goodman σε δεύτερο ρόλο. Από το σενάριο απουσιάζει ως επί το πλείστον το χαρακτηριστικό μαύρο χιούμορ τους και οι τραγελαφικές καταστάσεις στις οποίες υποβάλλουν συνήθως τους ήρωες τους.

Πέραν αυτών των ενδοιασμών μας όμως (που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή είμαστε φανατικοί των ταινιών τους και έχουμε ανεβάσει τα στάνταρ μας), οι Κοέν δημιουργούν μια ταινία με τρομερές σκηνές, υπέροχη αισθητική και παραδόξως – για αυτούς τους άρχοντες του κυνισμού – πολύ συναίσθημα. Όταν θα πέσουν οι τίτλοι του τέλους θα μείνετε με μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας και δεν θα σηκωθείτε από το κάθισμα σας μέχρι να ακούσετε όλο το τραγούδι του Llewyn (και σκεφτείτε πως δεν μας αρέσει καθόλου η φολκ μουσική).

Best of internet