Quantcast

Γιατί το Louie είναι μάλλον η καλύτερη τηλεοπτική σειρά που μπορείτε να δείτε αυτή τη στιγμή

Και γιατί δεν είναι το sitcom που έχετε συνηθίσει

μανολίτο

29 Νοεμβρίου 2013

Ένα ραντεβού που ξεκίνησε άβολα εξελίσσεται σε καταστροφή. Ο καραφλός, υπέρβαρος κοκκινομάλλης άνδρας προσπαθεί υπερβολικά, είναι σφιγμένος και πάντα αμήχανος ενώ η συνοδός του —ομορφότερη και νεότερη— δεν βοηθάει με την επικριτική στάση που κρατάει απέναντί του. Σε μια στιγμή ηρεμίας διαφαίνεται κάποια ελπίδα για βελτίωση της κατάστασης η οποία όμως αμέσως εξανεμίζεται όταν ο συμπαθητικός σαραντάρης αποφασίζει να μιλήσει για τον μολυσμένο κόλπο της τετράχρονης κόρης του. Λίγο αργότερα, σε ένα παγκάκι στην προκυμαία, όταν πλέον είναι προφανές ότι το δράμα πλησιάζει προς το τέλος του, ένα ακόμα σαρκαστικό σχόλιο της κοπέλας ξεχειλίζει το ποτήρι της υπομονής του ήρωά μας ο οποίος περνά στην αντεπίθεση.

«Για κάτσε, εγώ είμαι πατέρας, αυτό έχει σημασία για μένα, έχω δύο κόρες και τις μεγαλώνω, αυτό είμαι, αυτό κάνω. Εσύ τι είσαι; Ποια είναι η δική σου συνεισφορά; Είσαι νέα, όμορφη και έχεις επίπεδο στομάχι… Γιατί να προσπαθώ εγώ να σε εντυπωσιάσω; Γιατί δε μου λες εσύ για τη ζωή σου προσπαθώντας να εντυπωσιάσεις εμένα; Γιατί δεν είσαι εσύ αυτή με το άγχος και την αμηχανία;». Η κοπέλα μένει άφωνη, εκείνος φαίνεται να κερδίζει έδαφος, αναθαρρεί και ετοιμάζεται για τη μεγάλη έφοδο. Σκύβει λίγο μπροστά, λίγο περισσότερο, πάει για το φιλί, εκείνη τον απωθεί βίαια, τινάζεται, κάνει σπριντ προς το ελικόπτερο που βρίσκεται λίγο παραπέρα με αναμμένη τη μηχανή, μπαίνει μέσα, απογειώνεται και χάνεται προς τον ορίζοντα.

Κάπως έτσι τελειώνει το πρώτο επεισόδιο μιας από τις καλύτερες σειρές που προβάλλονται αυτή την περίοδο στην Αμερικάνικη τηλεόραση, του Louie, και η συγκεκριμένη σκηνή είναι ενδεικτική του γενικότερου ύφους της σειράς. Ο δημιουργός, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ της, ο κωμικός Louis C.K., αδιαφορεί για την αληθοφάνεια καθώς και για κάθε άλλη σύμβαση προκειμένου να εκφράσει όσα θέλει μέσα από τη κάμερα.

Έτσι, δύο ηθοποιοί χωρίς καμία ομοιότητα μεταξύ τους έχουν υποδυθεί δυο εντελώς διαφορετικές μητέρες του Louie, του κεντρικού ήρωα της σειράς που είναι μία δραματοποιημένη εκδοχή του ίδιου του Louis C.K.. Επιπλέον, η ηθοποιός που υποδύεται την μητέρα των κατάξανθων παιδιών του είναι μαύρη ενώ δεν είναι ακόμα σαφές πόσες ακριβώς είναι οι αδερφές του μια και κάθε τόσο εμφανίζεται μια νέα για την οποία δεν είχαμε ακούσει τίποτε ως τότε. Και πάλι, η συνέπεια στους χαρακτήρες περνάει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην επιθυμία του δημιουργού της σειράς να πει απολύτως ό,τι θέλει, όπως θέλει. Αυτή την ελευθερία έκφρασης την κέρδισε όταν συμφώνησε να γυρίσει τη σειρά με ένα από τα χαμηλότερα budget στην πιάτσα, αφότου δήλωσε στους χρηματοδότες του ότι «θα βλέπετε τα επεισόδια μόνο όταν έχουν πια ολοκληρωθεί» αποκλείοντας έτσι κάθε παρέμβαση στη δημιουργική διαδικασία. Ακόμα και αυτή η πλήρης καλλιτεχνική ελευθερία όμως θα ήταν δώρο άδωρο αν ο καλλιτέχνης δεν είχε κάτι να πει.

Σε ένα άλλο επεισόδιο ο φίλος μας βρίσκεται και πάλι σε ραντεβού αλλά αυτή τη φορά, εντελώς αναπάντεχα, όλα πάνε κατ’ ευχήν. Εκείνος είναι άνετος και διασκεδαστικός, εκείνη ευχάριστη και δεκτική, περνάνε και οι δύο καλά και έτσι ο ήρωας μας προτείνει να συνεχίσουν πηγαίνοντας σε ένα μαγαζάκι που κάνει ντόνατς, «μια από τις τελευταίες άθλιες τρύπες της Νέας Υόρκης». Εκείνη δέχεται με χαρά παρά το μη γκλαμουράτο της πρότασης και έτσι το ραντεβού αλλάζει σκηνικό συνεχίζοντας την ελπιδοφόρα πορεία του. Ώσπου μια παρέα άγριων νιάτων μπαίνει στο μαγαζί και ξεκινάει έναν ανυπόφορο σαματά. Ο Louie, ενοχλημένος που οι πιτσιρικάδες διαταράσσουν το όμορφο ραντεβού του, τους ζητάει να κάνουν λιγότερη φασαρία.

Προς στιγμήν αυτό φαίνεται να δουλεύει και ο Louie επαναφέρει την προσοχή του στην γυναίκα που κάθεται απέναντί του, όμως σύντομα στη συντροφιά τους προστίθεται και ένας από τους εφήβους της παραπάνω παρέας. Όταν ο Louie τον ρωτάει τι θέλει εκείνος είναι σαφής. Του εξηγεί ότι σαπίζει ανθρώπους στο ξύλο για πλάκα και για του λόγου το αληθές του δείχνει τη γροθιά του που είναι γεμάτη εκδορές από το ξύλο που έριξε σε κάποιον φουκαρά προ ημερών. Έπειτα εκφράζει την επιθυμία του να σαπίσει και τον Louie στο ξύλο αλλά ξεκαθαρίζει ότι ίσως δεν το κάνει, αρκεί ο Louie να του το ζητήσει όμορφα. Αρκεί, μπροστά στην γυναίκα που γουστάρει, να παρακαλέσει τον πιτσιρικά να μην τον δείρει. Να παρακαλέσει όμορφα. Με ευγένεια.

Κι έτσι κι έγινε. Ο ήρωας μας σκέφτεται λογικά, αποφασίζει ότι δεν έχει τίποτα να αποδείξει σε ένα έφηβο νταή, ότι θα ήταν πέρα ως πέρα ανόητο να πιαστεί στα χέρια μαζί του, ότι δεν έιναι δεκαπέντε χρονών. Κι έτσι παρακαλάει όμορφα και με πολλή ευγένεια τον πιτσιρικά να μην τον δείρει αναγνωρίζοντας ρητά την σωματική ανωτερότητά του. Μπροστά στη γυναίκα που γουστάρει.  Όταν ο μικρός, ευχαριστημένος από την επίδοση του Louie, τους αφήνει επιτέλους ήσυχους η συνοδός του ήρωά μας συμφωνεί απόλυτα με την στάση του.

Δεν είχε από εκείνον την απαίτηση να στήσει καυγά μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι είναι σκληρός άντρας, δεν έχει τέτοιες παράλογες απαιτήσεις, ούτε εκείνη είναι δεκαπέντε χρονών. Φυσικά και η λογική σε αυτές τις περιπτώσεις προστάζει ακριβώς ό,τι έκανε ο Louie. Φυσικά. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Αυτά τα προστάζει η λογική. Το σώμα της όμως, όπως εξηγεί στον φίλο μας, προστάζει άλλα. Το σώμα της προστάζει τα αντίθετα. Τον συγχαίρει για την σώφρονα απόφασή του και του ξεκαθαρίζει ότι τώρα νιώθει έντονη σωματική απώθηση για εκείνον. Πληρώνουν και φεύγουν, ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση.

Η μίση αξία του Louie βρίσκεται στην δυνατότητα του Louis C.K. να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, να ερευνά και να εξετάζει τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες του και έπειτα να τις μετατρέπει σε απολαυστικό υλικό για τα σενάριά του. Υλικό το οποίο απαιτεί επίσης ειλικρίνεια εκ μέρους του θεατή ώστε εκείνος να είναι σε θέση να αναγνωρίσει εκφάνσεις του εαυτού του σε όλη αυτή τη σειρά από αμήχανες στιγμές που παρελαύνουν στην οθόνη του. Η άλλη μισή αξία του Louie βρίσκεται στον κυνισμό με τον οποίο ο δημιουργός του αντιμετωπίζει τη ζωή.

Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξή του «στη ζωή δε νομίζω ότι πρέπει να περιμένεις οτιδήποτε καλό να συμβεί, απ’ τη στιγμή που γεννιέσαι το μόνο που μπορείς να περιμένεις είναι ο θάνατος και από ‘κει και πέρα το ζήτημα είναι αν θα είσαι αρκετά τυχερός ώστε να αποφύγεις τα διάφορα λεωφορεία που μπορεί να σε χτυπήσουν», ενώ σε άλλη, πρόσφατη συνέντευξη παρατήρησε ότι «κατά βάθος, κάτω από όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας βρίσκεται αυτό το κενό, το παντοτινό κενό, η γνώση ότι όλα είναι μάταια και είσαι μόνος». Έτσι, η ζωή (και ο θάνατος) στον κόσμο του Louie, όπως και στον πραγματικό, είναι παράλογη και ο κεντρικός χαρακτήρας κάνει ανέλπιδες προσπάθειες να την κατανοήσει και να την παλέψει όπως ξέρει και μπορεί. Ό,τι κάνουν και οι θεατές του.

Όλα τα παραπάνω εκφράζονται πανέμορφα σε μια σκηνή (ή «βινιέτα» όπως τις περιγράφουν οι συντελεστές της σειράς) της δεύτερης σεζόν με τίτλο «Bummer» όπου ο Louie κάνει μία ακόμη προσπάθεια να συνδεθεί με ένα άτομο του άλλου φύλου, αυτή τη φορά με μια επιφανειακή γυναίκα που δέχεται να βγει μαζί του με ξεκάθαρη υστεροβουλία. Ο ίδιος έχει επίγνωση της υποκρισίας της αλλά η ανάγκη του για επαφή είναι τέτοια που επιδιώκει το ραντεβού παρόλαυτά. Ώσπου κάτι του συμβαίνει καθ’ οδόν προς το σημείο συνάντησης. Εδώ θα περιέγραφα τη συνέχεια αλλά τελικά συνειδητοποιώ πως δεν αξίζει να χαλάσω μια τόσο όμορφη σκηνή με μία, ούτως ή άλλως καταδικασμένη, απόπειρα να την περιγράψω. Θα χρειαστεί απλά να την δείτε.

Σε τελική ανάλυση, αν δεν σας έπεισα ακόμα, ο λόγος που το Louie είναι μάλλον η καλύτερη σειρά που μπορείτε να δείτε αυτή τη στιγμή είναι το γεγονός ότι λέει μόνο αλήθειες.

Best of internet