Quantcast

O Fatih Akin πιστεύει πως όπου υπάρχουν πρόσφυγες υπάρχει ποίηση, κι όπου υπάρχει ποίηση υπάρχει ραπ

Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για το Rhinegold, τη νέα του ταινία που αφηγείται την ζωή του πρόσφυγα, ράπερ, εγκληματία και επιχειρηματία Xatar

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

24 Ιανουαρίου 2023

Η Ελλάδα αγαπάει τον Fatih Akin. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν είδα ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του περασμένου Νοεμβρίου θα φιλοξενούσε την ελληνική πρεμιέρα της νέας ταινίας του, κι αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν επρόκειτο να συναντήσω τον σκηνοθέτη για μια συνέντευξη πάνω στο Rhinegold. Όχι πώς είναι καμία πρωτότυπη σκέψη, φυσικά, αφού όλοι το ξέρουν αυτό. Δεν είναι μόνο ότι ο ίδιος ο Τουρκο-Γερμανός σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει ουκ ολίγα ελληνικά στοιχεία στην φιλμογραφία του, από το Short Sharp Shock μέχρι το Soul Kitchen και το In the Fade, αλλά και ότι κάμποσες ταινίες του, με βασικότερ φυσικά το Head-On, αποτελούν μία από τις σταθερές του σύγχρονου ελληνικού σινεφιλικού γούστου. Μ’ αυτήν την έννοια, ήταν απόλυτα λογικό το Rhinegold, που κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες στις ντόπιες αίθουσες, να αποτελέσει μια από τις πιο σημαντικές νέες κυκλοφορίες των αρχών του 2023.

Το Rhinegold, ή Χρυσάφι του Ρήνου ελληνιστί, αφηγείται την ζωή του Xatar, ενός ράπερ που έγινε διάσημος στη Γερμανία σκαρφαλώνοντας από το γκέτο στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας, περνώντας στο ενδιάμεσο μέσα από την ζωή του οργανωμένου εγκλήματος. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου, ο Xatar με την κουρδική οικογένειά έρχεται ως πρόσφυγας στη Γερμανία, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο τον βλέπουμε να μεταμορφώνεται από μικροεγκληματίας σε μεγαλέμπορο ναρκωτικών. Η ταινία βασίζεται στον πραγματικό Xatar, κατά κόσμον Giwar Hajabi, κι ο Akin επιχειρεί να στήσει ένα φιλόδοξο μουσικό/εγκληματικό/πολιτικό biopic σχεδόν χολιγουντιανών προδιαγραφών, βασιζόμενος στην αυτοβιογραφία του ήρωά του αλλά και ενσωματώνοντας όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά με τα οποία έχει συνδεθεί ο κινηματογράφος του σκηνοθέτη: προσφυγιά, αποκλεισμός, ανισότητα, έγκλημα, βία, αρρενωπότητα.

Όπως είναι αναμενόμενο, ο κεντρικός άξονας της αφήγησης του Akin είναι πολιτικός. Μπορεί η μορφή του Rhinegold να προσιδιάζει σε αυτήν ενός prestigious χολιγουντιανού biopic, άλλοτε μοιάζοντας με φτηνή κόπια κι άλλοτε με έξυπνη παρωδία του είδους, αλλά στον πυρήνα της η ταινία επιστρέφει διαρκώς στον τρόπο που η πολιτική επηρεάζει και καθορίζει το άτομο, κυβερνώντας την ζωή του με τρόπους (υλικούς και ιδεολογικούς) που συχνότατα παραμένουν αόρατοι στο ίδιο. Από την Ιρανική Επανάσταση και τις αγωνιζόμενες κουρδικές κοινότητες μέχρι τα μεταναστευτικά γκέτο της Γερμανίας και τις σύνθετες σχέσεις μαύρης οικονομίας και πολιτικής εξουσίας, το Rhinegold ξεδιπλώνει με θεαματικό (με την καλή και με την κακή έννοια) τρόπο την ζωή ενός τυχοδιώκτη που καταδιώκεται από την Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, πιστεύοντας πως χτίζει έναν ατομικό δρόμο έξω από την εξαθλίωση και την δυστυχία προς την καταξίωση και την επιτυχία, την ώρα που οι απρόσωπες και αφηρημένες δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο αναπνέουν βαριά στον σβέρκο του.

Εκεί που το Rhinegold κερδίζει έναντι των ουκ ολίγων ταινιών που έχουμε δει σχετικά με την προσφυγική εμπειρία τα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο στη Συρία, είναι στο ότι αποφεύγει θαρραλέα την παγίδα να πει την ιστορία του με έναν τρόπο καθαρό, αγιογραφικό, μελοδραματικό, λυρικό, διδακτικό και ανθρωπιστικό. Αντιθέτως, ο Akin προτιμάει τη βρωμιά και το μπέρδεμα. Κι αν σε επίπεδο αισθητικών επιλογών η ταινία απομακρύνεται από το πρωτογενές υλικό της πραγματικότητας για χάρη των δραματουργικών συμβάσεων και ευκολιών της mainstream βιογράφησης, τουλάχιστον στο επίπεδο της άμεσης αίσθησης που προηγείται και ξεφεύγει από τον έλεγχο του κειμένου και της γλώσσας καταφέρνει να πείσει με την σκληρότητα και την βιαιότητά του. Πράγματι, η ταινία του Akin στρέφεται διαρκώς προς την βία: την σωματική και την ψυχολογική, την ορατή και την αόρατη, την συστημική και την ενδο-ταξική. Κι αυτή η βία εμφανίζεται στενά δεμένη με την αρρενωπότητα, με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της, τα οποία ο σκηνοθέτης προσεγγίζει όχι με μια τραγική αλλά με μια περισσότερο κωμική ή σατιρική ματιά.

Βέβαια, όπως έχει συμβεί και με άλλες ταινίες του Akin, κι ιδιαίτερα το αμέσως προηγούμενο The Golden Glove, το βασικό αδύναμο σημείο του Rhinegold είναι η αναπαράσταση των γυναικών ως χαρακτήρων και της θυληκότητας ως αποκλίνουσας και διακριτής συνθήκης από το default αρρενωπό focus της ταινίας. Οι έμφυλοι ρόλοι και οι έμφυλες δυναμικές του Rhinegold χαρακτηρίζονται από μια αφόρητη στατικότητα. Κι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα, στην μονοδιάστατη ακινησία με βάση την οποία κάθε γυναικεία φιγούρα του Rhinegold απλώς κατανέμεται (και περιορίζεται) στις λειτουργίες της μάνας, της κόρης, της αδερφής, της γκόμενας, της πουτάνας και της συζύγου. Σε ένα άλλο επίπεδο, ο Akin μοιάζει επίσης να αφήνει ανεπεξέργαστο το γκανγκστερικό hustling και την μαύρη οικονομία ως σύγχρονη ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας, αρκούμενος μάλλον στο να φωτίσει κάπως κοινωνιολογίστικα τις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν τους εξαθλιωμένους στην παραβατικότητα, καταλήγοντας έτσι να δίνει την αίσθηση πως παραδίνεται ενίοτε στον πειρασμό ενός glorified εναλλακτικού success story.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι ο Fatih Akin είναι ένας μοναδικός και χαρισματικός σκηνοθέτης, όπως και ότι το Rhinegold είναι στο μεγαλύτερο μέρος του μια ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική ταινία, με τα προβλήματά της φυσικά. Κι είναι σίγουρα αληθές ότι πρόκειται για έναν πολύ απολαυστικό συνομιλητή, όπως ελπίζω να φανεί και μέσα από την συνέντευξη που ακολουθεί.

Η Ελλάδα σε αγαπάει πολύ σαν σκηνοθέτη. Έχεις κι εσύ αυτήν την εντύπωση;

Τι να σου πω, αγαπώ πολύ την Ελλάδα, και μ’ αρέσει πολύ να έρχομαι εδώ, είτε είναι για δουλειά είτε για προσωπικούς λόγους, είτε είναι στις πόλεις είτε στα νησιά. Επίσης ο καλύτερός μου φίλος είναι Έλληνας, οπότε αυτός είναι ένας πολύ ισχυρός δεσμός. Γνωριζόμαστε απ’ όταν ήμασταν πολύ μικροί κι έχουμε πολύ στενή σχέση. Οπότε η αγάπη μου για εκείνον συνδέεται με την αγάπη μου για την Ελλάδα.

Είναι εδώ μαζί σου κι ο πραγματικός Xatar στον οποίο βασίστηκε η ταινία, σωστά;

Ναι, εδώ είναι. Είναι το πρώτο του φεστιβάλ κατά μία έννοια. Πριν δυο βδομάδες ήμασταν στη Ρώμη αλλά δε μπορούσε να έρθει.

Πώς είναι η εμπειρία γι’ αυτόν; Όχι μόνο της ταινίας, αλλά και του φεστιβάλ.

Είναι καινούρια εμπειρία σίγουρα. Είναι ένας πολύ διαφορετικός κόσμος από τον δικό του, αλλά νομίζω ότι του αρέσει. Είναι πολύ έξυπνος τύπος, το εκτιμάει και το απολαμβάνει. Έχει πλάκα που το κάνουμε μαζί όλο αυτό.

Κρίνοντας από τις σκηνές με τη βιντεοκάμερα στην ταινία, είναι ούτως ή άλλως εξοικειωμένος με ένα είδος κινηματογράφησης.

Ισχύει, με την δισκογραφική εταιρεία του φτιάχνουν βίντεο κλιπ που συχνά βασίζονται σε δικές του ιδέες. Κι έχει φυσικά πολύ καλές ιδέες όσον αφορά το μάρκετινγκ. Είναι πολύ πετυχημένος μάνατζερ και παραγωγός, πέρα από καλλιτέχνης.

Και μάρκετινγκ και οπτική επικοινωνία, ακούγεται έξυπνος μπίζνεσμαν.

Είναι έξυπνος hustler.

Ακριβώς! Συνεργαστήκατε κατά την διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας ή αποτέλεσε απλώς πηγή έμπνευσης;

Ήμασταν κοντά, κατά μία έννοια. Προσπάθησα να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται ως προς την αναπαράσταση του κόσμου του, και εκείνος με βοήθησε να είμαι πιστός προς το υλικό, το πώς μιλάνε οι άνθρωποι, το πώς γίνονται τα πράγματα. Αλλά κι επίσης στα ρούχα, στα παπούτσια, στα ρολόγια κλπ. Όλα αυτά αποτελούν σημαντικά σύμβολα για τον κόσμο του.

Άρα η αίσθηση της αυθεντικότητας ήταν σημαντική για την ταινία.

Ναι, στόχος μου ήταν η ταινία να είναι πειστική στα μάτια του κοινού. Προσπαθείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο που δεν γνωρίζει ο θεατής, και τον κάνεις να πιστέψει εντελώς αυτό που βλέπει. Αν το πιστέψει, θα μπει βαθύτερα μέσα στην ταινία, κι έτσι θα την εκτιμήσει περισσότερο. Αυτή είναι η θεωρία μου για το σινεμά και την αφήγηση ιστοριών.

Εσύ ο ίδιος είχες κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτήν την κοινότητα και αυτό το lifestyle πριν αρχίσεις να δουλεύεις πάνω στην ταινία;

Όχι ιδιαίτερα. Μεγάλωσα βέβαια σε ένα ζόρικο κοινωνικό περιβάλλον, σε ένα γκέτο στο Αβούργο. Αλλά ποτέ δεν ήμουν στ’ αλήθεια εγκληματίας. Είχα βέβαια φίλους εγκληματίες. Τους παρατηρούσα και έγραφα γι’ αυτούς. Η πρώτη μου ταινία, το Short Sharp Sock, είναι για ανθρώπους σαν αυτούς. Εδώ όμως μιλάμε για άλλο επίπεδο. Δεν είχα καμία ιδέα για το εμπόριο κοκαΐνης ή το λαθρεμπόριο, και δεν ήξερα πολλά πράγματα ούτε για την ραπ μουσική. Ή μάλλον ήξερα γενικά για το ραπ, αλλά όχι ειδικά για το γερμανικό gangsta ραπ. Δεν το γνώριζα και δεν το καταλάβαινα. Τώρα το καταλαβαίνω πολύ καλύτερα.

Η μουσική βέβαια παίζει μεγάλο ρόλο σε αρκετές ταινίες σου, και έχεις γυρίσει φυσικά και το ντοκιμαντέρ Crossing the Bridge που είναι για τη μουσική της σύγχρονης Ιστανμπούλ. Συνήθως όμως επρόκειτο για μουσικές που είχαν ένα στοιχείο αντι-κουλτούρας ή εναλλακτικής κουλτούρας. Εδώ μιλάμε για gangsta ραπ κατά τη μετάβασή του από από underground σε mainstream, από υποκουλτούρα σε κυρίαρχη κουλτούρα. 

Ναι, πλέον είναι mainstream σε όλον τον κόσμο. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι την ίδια στιγμή παραμένει underground. Τις προάλλες ήμουν στο αεροπλάνο με ένα στέλεχος από την Universal και υποστήριζε ότι το χιπ χοπ θα εξαφανιστεί από το επίκεντρο της μουσικής βιομηχανίας. Μετά ο Xatar είπε ότι αυτά είναι μαλακίες, γιατί όσο υπάρχουν φτωχοί στον κόσμο, και όσο υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών, θα υπάρχει ραπ. Γιατί κατά κάποιο τρόπο είναι η μουσική των φτωχών και των εγκληματιών. Είναι μια μουσική μορφή προφορικής αφήγησης, και το αγοράζει όλος πλανήτης. Είναι η νο.1 μουσική σε όλον τον κόσμο. Από την Αμερική και την Βραζιλία μέχρι την Αφρική και την Τουρκία. Κι εδώ νομίζω, σωστά;

Ναι, φυσικά.

Το χιπ χοπ, με το δικό του είδος αφήγησης, έχει σβήσει όλη την ποπ μουσική. Είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον φαινόμενο. Εγώ ακούω άλλα πράγματα, πχ progressive rock κλπ, και πηγαίνω και σε συναυλίες, αλλά πλέον τίποτα δεν συγκρίνεται με το ραπ ως κοινωνικό φαινόμενο. Είναι σαν το underground να ήρθε στο mainstream, αλλά διατηρώντας το ίδιο lifestyle και και τις ίδιες μπίζνες. Είναι μια σύνθετη κατάσταση. Αλλά πιστεύω πως όσο πιο πετυχημένος και πλούσιος είναι ο καλλιτέχνης, τόσο χειρότερος θα βγει ένας δίσκος. Πρέπει να είσαι στα χαμηλά για να κάνεις καλή ραπ μουσική. Ο Xatar συνεχίζει να έχει επιτυχία, αλλά θεωρώ ότι ο καλύτερος δίσκος του είναι αυτός που έφτιαξε στην φυλακή.

Έχει και πάλι να κάνει με την αυθεντικότητα, σωστά; Δε μπορείς να προσομοιώσεις τεχνητά τις αυθεντικές κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες συμβαίνει κάτι.

Όχι, δε γίνεται. Δε γίνεται να είσαι ένα ζάμπλουτο πιτσιρίκι και να το παίζεις φτωχός, και αυτό να βγαίνει πειστικό. Το κοινό το καταλαβαίνει αυτό. Αν από φτωχός γίνεις πλούσιος, η ανάμνηση υπάρχει ακόμα εκεί, αλλά δε μπορείς να το μιμηθείς, ούτε να το κάνεις να βγει αυθεντικό. Από εκεί κι έπειτα, αναλαμβάνεις κάποιον άλλο ρόλο, παραγωγού για παράδειγμα, όπως ο Dr. Dre. Αλλά δε μπορείς να μιλάς πια για το γκέτο, γιατί δεν είσαι στο γκέτο.

Αυτό που βρήκα πολύ ενδιαφέρον στο Rhinegold είναι το εξής. Πολλές ταινίες που καταπιάνονται με την προσφυγική εμπειρία, ειδικά τα τελευταία χρόνια έπειτα από την συριακή προσφυγική κρίση, τείνουν να είναι πολύ clean and cut, να είναι κάπως υπερ-μελοδραματικές, να υιοθετούν μια ποιητική ανθρωπιστική προσέγγιση…

Ναι, είναι βαρετές.

…αλλά εσύ δεν φοβάσαι καθόλου να λερώσεις τα χέρια σου και να υιοθετήσεις μια πιο βρώμικη προσέγγιση.

Πάνω απ’ όλα είμαι κινηματογραφιστής, κι έχω μια δουλειά να κάνω. Θέλω να πω, γάμα την τέχνη. Εννοώ, οκ, καλλιτέχνης είμαι κι εγώ, αλλά γάμησέ το. Δουλεύω για την λαϊκή κουλτούρα. Θέλω να διασκεδάσω τον κόσμο. Δεν θέλω να βαριούνται στις ταινίες μου. Έτσι το σκέφτομαι.

Ναι, το βρήκα αναζωογονητικό αυτό.

Πιστεύω ότι έχω στιγμές ποίησης στην ταινία μου, κι έχω στιγμές βαθύτητας. Υπάρχουν στιγμές όπου καλείσαι να σκεφτείς ως κοινό, αλλά να μην είναι κάτι διαχωρισμένο από την ιστορία. Να είναι οργανικό μέρος της ιστορίας.

Ίσως κάνω λάθος εδώ, αλλά βλέποντας γενικά τις ταινίες σου κι αυτήν την ταινία ειδικότερα, έχω την εντύπωση ότι βρίσκεις κάτι ποιητικό στην βία. Ένα κωμικό είδος ποίησης, για την ακρίβεια.

Ναι, αλήθεια είναι.

Και σ’ αυτήν την ταινία συγκεκριμένα μου φαίνεται πως ένα άλλος σκηνοθέτης θα προσέγγιζε αυτού του είδους την κοινωνική και σωματική βία μέσα από ένα τραγικό πρίσμα. Αλλά εσύ βρίσκεις και μια χιουμοριστική ποιότητα.

Κάποιες φορές ναι, πράγματι. Για μένα το χιούμορ είναι ένα καλό εργαλείο αποστασιοποίησης. Χρειάζομαι πάντα μια απόσταση από αυτά που αναπαριστώ. Κάποιες φορές αυτή η αποστασιοποίηση μπορεί να έρθει μέσα από εργαλεία πιο χειρουργικά ή αναλυτικά, το οποίο φυσικά είναι θεμιτό. Αλλά δεν είναι τα εργαλεία που ταιριάζουν σε μένα. Εγώ επιλέγω να αποστασιοποιηθώ μέσω του χιούμορ. Όταν γελάω με κάτι, δεν είμαι εγώ ο ίδιος αυτό το κάτι. Αλλά ναι, υπάρχει μια κινηματογραφική ποίηση στη βία. Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες πολεμικών τεχνών, λατρεύω τον Jackie Chan και τον Bruce Lee. Οι ταινίες τους ήταν από τις πρώτες που είδα στην παιδική μου ηλικία, μεγάλωσα μαζί τους, κι ακόμα μου αρέσουν πολύ. Κι υπάρχουν φυσικά και σύγχρονες ασιατικές ταινίες πολεμικών τεχνών, όπως τα Ip Man ή τα The Raid. Υπάρχει πράγματι μια ποίηση σε αυτές τις ταινίες. Και ήθελα την βία στην ταινία μου γιατί αφορά έναν βίαιο κόσμο. Είναι κάτι βάρβαρο, σκληρό και μοχθηρό. Αλλά ταυτόχρονα είναι ποιητικό γιατί περιλαμβάνει σωματική έκφραση, σωματική γλώσσα. Οπότε μπορεί να γίνει όντως ποιητικό. Ειδικά στην σκηνή, για παράδειγμα, που δέρνει με τη σειρά όλους τους τύπους από το παρελθόν.

Πολύ αστεία σκηνή, παρεμπιπτόντως.

Ναι, πολύ αστεία, και επίσης αρκετά ποιτική. Πολύ βίαιη και πολύ χορογραφημένη ταυτόχρονα.

Αναρωτιόμουν αν αυτή η χιουμοριστική ποιότητα αφορά επίσης τον τρόπο που αναπαριστάς την αρρενωπότητα στην ταινία.  Γιατί φαίνεται σχεδόν σαν η εμπειρία του να είσαι άνδρας σε ένα τέτοιο περιβάλλον περιλαμβάνει κι ένα κωμικό στοιχείο. Μοιάζει σχεδόν σατιρική, κατά έναν τρόπο. 

Ας πούμε, οι σκηνές στο γυμναστήριο γυρίστηκαν την πρώτη μέρα, και θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας. Συνήθως δεν συμβαίνει να πάει τόσο καλά η πρώτη μέρα τον γυρισμάτων. Αλλά σταθήκαμε τυχεροί, και εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι μια ταινία για έναν τοξικό άνδρα. Είναι μια ταινία για τον κόσμο των ανδρών, και μια ταινία για το ανδρικό σώμα επίσης. Το συζητούσα με μια γυναίκα από την εταιρεία παραγωγής μου, ένα πολύ έξυπνο άτομο, προοδευτικό και καλλιεργημένο, και με ρώτησε: “είσαι σίγουρος ότι θέλεις να κάνεις αυτήν την ταινία;”. Εννοούσε ότι το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει, και δεν είναι εύκολο να κάνεις πια μια ταινία σαν αυτή. Κι αυτό με έκανε να θέλω περισσότερο να φτιάξω την ταινία. Της είπα ότι είμαι μαζί της από πολιτική σκοπιά, ότι συμφωνούμε και ότι συντάσσομαι με την πλευρά της προόδου, αλλά και ότι επίσης το να μην αφηγηθώ αυτήν την ιστορία δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτός ο κόσμος. Υπάρχει, και πρέπει να το αφηγηθώ. Το σινεμά θα πρέπει να είναι και ένας χώρος που χωράει την αντίθεση προς την πολιτική ορθότητα. Η ταινία σίγουρα δεν είναι πολιτικά ορθή, το γνωρίζω αυτό. Αλλά χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο για να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα.

Αυτές ήταν οι σκέψεις σου για την προηγούμενη ταινία σου, το The Golden Glove; Γιατί και εκεί υπήρξαν αντιδράσεις ως προς την μεταχείριση των γυναικείων χαρακτήρων. 

Ναι, πράγματι. Έχω φτιάξει φυσικά ταινίες για γυναίκες, όπως πρόσφατα το In the Fade, και υπάρχει βάθος στους γυναικείους χαρακτήρες. Και θα το ξανακάνω στο μέλλον. Αλλά σε τελική ανάλυση, είμαι άνδρας, και αυτές είναι οι ταινίες που ξέρω να κάνω καλύτερα. Υπάρχει επίσης ένα νέο πολιτικό mainstream, και μου αρέσει να το αμφισβητώ. Είναι σημαντικό για μένα, είναι απόδειξη ελευθερίας. Ακόμα κι αν κάνεις εχθρούς ή ο κόσμος το παρανοήσεις, είναι πάντα καλύτερα να ανοίξεις την συζήτηση. Αν πας ενάντια στο ρεύμα, κάποια στιγμή θα φτάσεις στην πηγή. Ο Έλληνας κολλητός μου το λέει αυτό.

Με ενδιαφέρει αυτό που είπες νωρίτερα, ότι η ταινία αφορά το ανδρικό σώμα, γιατί μου φαίνεται ότι η πιο σημαντική στιγμή στην ταινία είναι όταν ο Xatar περνάει την σωματική του μεταμόρφωση.

Ναι, είναι αυτό που του αλλάζει τη ζωή. Γίνεται ένα δυνατό ανδρικό σώμα. Και τότε αλλάζει και η κοσμοθεωρία του. Αποκτά αξία μέσα στον κόσμο του. Το σώμα γίνεται ένα εργαλείο. Έχει να κάνει με το πώς φαίνεσαι στους άλλους, ένας τρόπος οπτικής επικοινωνίας στο επίπεδο του δρόμου. Η σύγχρονη κουλτούρα είναι γενικά μια κουλτούρα του σώματος, είτε πρόκειται για το ανδρικό είτε πρόκειται για το γυναικείο σώμα.

Μου φαίνεται πως η ιστορία του Xatar είναι επίσης μια ιστορία για την ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας, και ειδικά τις σύγχρονες μορφές που παίρνει αυτή στον καπιταλισμό, όπως στην περίπτωση του hustling, του εγκλήματος, του ραπ κλπ. Σε προβλημάτισε το πώς θα αναπαραστήσεις αυτήν την ιδεολογία της επιτυχίας;

Για μένα, το success story του Xatar είναι ότι έφτιαξε τον δίσκο του στην φυλακή. Γιατί τότε, όταν βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα και ανάμεσα στους τοίχους, έρχεται μια αγνή, γυμνή έκφραση. Υπάρχει ελευθερία του νου, όταν δεν έχει πλέον καμία άλλη ελευθερία, κι έτσι καταφέρνει να εκφραστεί. Αυτή είναι η επιτυχία για μένα, όχι το σπίτι, τα λεφτά, τα αμάξια κλπ. Βρίσκω ειρωνική την κατάληξη στο κυριλέ ακριβό σπίτι όπου μοιάζει χαρούμενος και ικανοποιημένος, γιατί κατ’ εμέ είναι απλώς ένα ακόμα κελί. Η αληθινή επιτυχία είναι όταν βρίσκεται στην φυλακή κάτω από την κουβέρτα και γράφει τον δίσκο.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελα να σε ρωτήσω ήταν ο ρόλος που παίζουν τα μεγάλα παγκόσμια πολιτικά γεγονότα στη ιστορία του Xatar, παρόλο που ο ίδιος νόμιζε όχι έχει ξεφύγει από την επιρροή τους, και την επιρροή της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο γενικότερα.

Νόμιζε πως τα είχε αφήσει πίσω όλα όταν ήρθε σαν πρόσφυγας στην Ευρώπη. Τα πολιτικά γεγονότα όμως έμειναν μαζί του και τον ακολούθησαν κατά έναν τρόπο. Η ζωή άλλωστε κινείται σε κύκλους. Έτσι το βλέπω. Όταν έγραφα το σενάριο, είχα στο μυαλό μου την προσφυγικη κρίση του 2015 στη Συρία. Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, είχε αρχίσει ήδη ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτά τα ζητήματα θα είναι πάντα καίρια και σύγχρονα. Όπου υπάρχει πόλεμος, υπάρχουν πρόσφυγες. Όπου υπάρχουν πρόσφυγες, υπάρχει ποίηση. Κι όπου υπάρχει ποίηση, θα υπάρχει και ραπ.

Κι οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης άλλωστε είχαν πολύ ραπ…

Πάντα έτσι θα γίνεται. Μέχρι να τα καταφέρουμε να είμαστε όλοι ίσοι. Κατάλαβες; Μια ουτοπία. Μια όμορφη ουτοπία.

Best of internet