Quantcast

We Take Venice ’22: Paul Schrader, ο μπαμπάς των κινηματογραφικών αντι-ηρώων

Με αφορμή την πρεμιέρα της νέας του ταινίας, Master Gardener, στο φεστιβάλ, αλλά και την βράβευσή του με ένα τιμητικό Χρυσό Λιοντάρι, ανατρέχουμε στην πορεία ενός τεράστιου δημιουργού του οποίου η αξία θα έπρεπε να αναγνωρίζεται πολύ περισσότερο

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

5 Σεπτεμβρίου 2022

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες απολαύσεων που συνδέονται με το έργο της κριτικής. Η πρώτη είναι πιο αρνητική. Πρόκειται για την απόλαυση που πηγάζει από το να επιτίθεσαι σε ένα έργο που δεν σου άρεσε. Πολλοί κριτικοί προσποιούνται ότι δεν υπάρχει, αλλά όλοι ξέρουμε πως κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Η αρνητική αισθητική κρίση προσφέρει εξίσου μεγάλη απόλαυση με την θετική, αφού επικοινωνεί με την επιθυμία εκμηδένισης και εξόντωσης. Δεν χρειάζεται καν να περιοριστούμε μόνο στην επαγγελματική κριτική, όπου τις περισσότερες φορές είναι καταφανές ότι ο κειμενογράφος ηδονίζεται όταν κράζει με περίτεχνο τρόπο μια ταινία (ή της βάζει 1 αστεράκι). Απλά σκεφτείτε το εξής: την επόμενη φορά που κάποιος φίλος σας θα σας πει ότι δεν του άρεσε καθόλου μια ταινία, παρατηρήστε την έξαψη και τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό του – θα είναι σχεδόν συγκρίσιμος (αν και όχι μεγαλύτερος κάποιες φορές) με την απόλαυση που αντλείς όταν μιλάς σε κάποιον για μια ταινία που αγάπησες.

Η δεύτερη κατηγορία απολαύσεων της κριτικής είναι σαφώς πιο θετική, αφού πηγάζει από το να εκθειάζεις κάτι που σου αρέσει. Τα συναισθήματα που γεννάει η θετική κριτική μοιάζουν με αυτά της δοξολογίας, αφού πρόκειται συνήθως για λόγο υμνητικό και πανηγυρικό. Πράγματι, λίγα πράγματα συγκρίνονται σε αυτήν την δουλειά με το trance που σου προκαλεί το να γράφεις ή να μιλάς για μια αγαπημένη ταινία. Το πρόσωπο λάμπει, το σώμα πάλλεται,  ο ρυθμός σε παρασέρνει. Κι η λευκή σελίδα της οθόνης, που άλλοτε μοιάζει να μη γεμίζει με τίποτα, τώρα προσκαλεί τον χειμαρρώδη λόγο που ρολάρει ασταμάτητα. Πρόκειται για δύο τύπους απόλαυσης της κριτικής που έχουν διαφορές, αλλά έχουν και σημαντικές ομοιότητες. Αν χρησιμοποιούσαμε μια ψυχαναλυτική αναλογία, θα λέγαμε ότι προσιδιάζει στην σύνθετη σχέση ανάμεσα στην ενόρμηση ζωής και την ενόρμηση θανάτου. Σίγουρα η πρώτη απόλαυση, η αρνητική, μπορεί να γίνει ποταπή και χυδαία, όμως δεν είναι οντολογικά κατώτερη – παίζει σημαντικό ρόλο στην αποστολή της κριτικής. Η δεύτερη, όμως, είναι μεταδοτική με έναν εντελώς μεθυστικό κι εκστατικό τρόπο.

Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες, λοιπόν, για τους οποίους απλά λατρεύω να μιλάω. Για παράδειγμα, δεν κουράζομαι ποτέ να συζητάω για τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, τον Werner Herzog ή τον David Lynch, τον Robert Bresson ή τον Orson Welles. Ακόμα περισσότερη απόλαυση αντλώ από το να μιλάω για δημιουργούς που θεωρώ ότι θα έπρεπε να χαίρουν μεγαλύτερης αναγνώρισης ή ευρύτερης αποδοχής. Σε αυτές της περιπτώσεις, η κριτική (ακόμα κι αν περιέχει επίσης αρνητικές αξιολογήσεις) μοιάζει περισσότερο με σταυροφορία, με κήρυγμα υπέρ του έργου σα να ήταν ένα ιδιότυπο ευαγγέλιο. Ας πούμε, 10-15 χρόνια πριν, όταν η αμερικάνικη τηλεόραση δεν ήταν ακόμα τόσο αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας πολιτισμικής καθημερινότητας μας, δεν σταματούσα να κηρύττω τον λόγο του David Simon, πρήζοντας τα ούμπαλα όποιου γνώριζα να δει αμέσως το The Wire (κι αν το έκανε, να έβλεπε έπειτα το Generation Kill, το Homicide, το Treme, όλα). Στα κινηματογραφικά πράγματα, τα τελευταία χρόνια το κάνω με τον Paul Schrader, έναν άνθρωπο που, για τους casual θεατές, είναι δυσανάλογα παραμελημένος σε σχέση με την καλλιτεχνική του αξία και την επιρροή του στην γλώσσα του σινεμά – ιδιαίτερα όσον αφορά την αναπαράσταση του σύγχρονου αντι-ήρωα.

Αν είστε σε φάση «ποιος είναι ο Paul Schrader είπαμε;», επιτρέψτε μου. Με πολύ λίγες λέξεις, είναι ο σεναριογράφος των ταινιών του Martin Scorsese που λέγονται Taxi Driver, Raging Bull, The Last Temptation of Christ και Bringing Out the Dead. Εκτός αυτών, έχει γράψει επίσης σενάρια για το Obsession του Brian De Palma, το Rolling Thunder του John Flynn και το Mosquito Coast του Peter Weir. Παράλληλα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα, αρχίζει να σκηνοθετεί δικές του ταινίες, χωρίς καμία επίσημη κινηματογραφική εκπαίδευση, αλλά με σημαντική προϋπηρεσία στην κριτική και την θεωρία. Έτσι, ο Schrader υπογράφει εξαιρετικές ταινίες σαν το Hardcore, το Blue Collar, το Mishima, το Light Sleeper, το Affliction και το Autofocus, ενώ δοκιμάζει την τύχη του και σε μεγαλύτερες παραγωγές όπως το Cat People ή το American Gigolo. Παρόλα αυτά, δεν καταφέρνει να γίνει ένας μείζον χολιγουντιανός σκηνοθέτης, και παραμένει ένας καθαρά director’s director (και πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος γραφιάς, τεχνίτης του σεναρίου) που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τους κινηματογραφικούς δημιουργούς ακόμα κι αν δεν είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος στο ευρύ κοινό.

Για περίπου μιάμιση δεκαετία, στο μεγαλύτερο μέρος των 00s και των 10s, ο Schrader αρχίζει να μοιάζει ελαφρώς ξοφλημένος στα μάτια της βιομηχανίας του σινεμά. Οι ταινίες που φτιάχνει αυτό το διάστημα, όπως το The Canyons ή το Dying of the Light, αποτυγχάνουν στο box office, αντιμετωπίζονται χλιαρά από την κριτική και εν πολλοίς αγνοούνται από τα φεστιβάλ και τα βραβεία. Κι έπειτα από αυτό το άνισο (αλλά όχι εντελώς αδιάφορο) σερί, το 2017 φτιάχνει το First Reformed με τον Ethan Hawke. Καθώς το θέαμα λατρεύει να κατασκευάζει αφηγήσεις comeback και εξιλέωσης, η ταινία χαιρετίζεται ως επιστροφή του Schrader στο Καλό Σινεμά™. Μιας και αυτό μεταφράζεται επίσης σε βραβεία και εισιτήρια, ο Schrader κερδίζει εκ νέου την εμπιστοσύνη των στούντιο και γίνεται ξανά περιζήτητο όνομα, χτίζοντας σιγά σιγά όλο και μεγαλύτερο hype μεταξύ των νεαρότερων (κυρίως millennial) θεατών που βρίσκουν στο σινεμά του τις απαρχές μιας κινηματογραφικής φιγούρας με την οποία είναι εξαιρετικά εξοικειωμένη μέσα από την τριβή τους με την σύγχρονη pop κουλτούρα: την φιγούρα του βασανισμένου, αντιφατικού, τραυματισμένου, αλλοτριωμένου, αποξενωμένου, ηθικά «γκρίζου» αντι-ήρωα άνδρα, μια φιγούρα την οποία ο Schrader επηρέασε όσο λίγοι τα τελευταία 50 χρόνια, τόσο μέσα από τα σενάρια για τον Scorsese (κι ειδικά τα Taxi Driver και Raging Bull προφανώς) όσο και μέσα από τις ταινίες που γύρισε ο ίδιος.

Πέρσι, πάλι στη Βενετία καλή ώρα, είδαμε το The Card Counter, την επόμενη ταινία του “comeback” του Schrader, με τον Oscar Isaac αυτήν την φορά στον ρόλο του σρεϊντερικού αντι-ήρωα που αναζητά κατανόηση και συγχώρεση χωρίς να φτάνει ποτέ στην λύτρωση. Και πάλι η υποδοχή ήταν θερμή, παρότι δεν έφτασε την επιτυχία του First Reformed σε box office και βραβεία. Και τώρα, μόλις έναν χρόνο αργότερα, ο Schrader παρουσιάζει το Master Gardener, τη νέα ταινία του, και πάλι στο Φεστιβάλ Βενετίας, το οποίο μάλιστα επιλέγει επίσης να του απονείμει έναν τιμητικό Χρυσό Λέοντα για τη συνολική του προσφορά στο παγκόσμιο σινεμά. Αυτή είναι κι η αφορμή με την οποία γράφουμε αυτό το κείμενο, άλλωστε. Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκω ιδιαίτερο νόημα στο να σχολιάσω εδώ το Master Gardener. Αν με ρωτάτε, σε δύο λέξεις, θα έλεγα ότι είναι κάπως άστοχο συνολικά σαν εγχείρημα, με τον Schrader να δοκιμάζει για πρώτη φορά κάποια πράγματα κινηματογραφικά και να μην του βγαίνουν ιδιαίτερα (ας πούμε, κάνει μπαμ ότι δυσκολεύεται πολύ να γράψει χαρούμενους ανθρώπους!). Παρόλα αυτά, επειδή είναι αυτός που είναι, το premise του σεναρίου είναι τρομερά ενδιαφέρον κι υπάρχουν κάποιες σκηνές που είναι γραμμένες και γυρισμένες με σεμιναριακό τρόπο. Προς το παρόν, όμως, ας εστιάσουμε στο να δούμε ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της συνολικής προσφοράς για την οποία βραβεύτηκε στη Μπιενάλε.

Όπως είπαμε, η γραφή του Schrader υπήρξε κομβική στο να αναπτυχθεί η σύγχρονη κινηματογραφική γλώσσα του «αντι-ηρωισμού». Ο Schrader λατρεύει να γράφει άνδρες βασανισμένους και ταλαιπωρημένους, αντιφατικούς και πολύπλοκους, τραυματισμένους και τραυματικούς. Ουσιαστικά, στα πιο πολλά σενάρια του αναπαριστά την κρίση του άνδρα του 20ού αιώνα, την ίδια την κρίση της καπιταλιστικής νεωτερικότητας κατά μία έννοια. Η κρισιακή αρρενωπότητα του Schrader είναι θεοσκότεινη, χωρίς γραμμές φωτός και εξόδους διαφυγής, ένα κλουβί μέσα στο οποίο ο άνθρωπος υποφέρει σαν φυλακισμένο ζώο. Η ενοχή και το τραύμα παίζουν κυρίαρχο ρόλο, προφανώς, αλλά κι η ίδια η εμπειρία της πόλης είναι κομβικής σημασίας για την αποξένωση από τον εαυτό και τον άλλο. Επομένως, ο αντι-ήρωας του Schrader είναι πάνω απ’ όλα ένας χαρακτήρας αλλοτριωμένος – πνευματικά, ψυχικά, ηθικά, κοινωνικά. Το κείμενο είναι πάντα απλό, σχεδόν φορμουλαϊκό. Υπάρχει ένας αφορισμός που λέει ότι κάθε φιλόσοφος έχει στην πραγματικότητα μόνο ένα επιχείρημα, το οποίο επαναδιατυπώνει ξανά και ξανά βελτιώνοντάς το. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Schrader: κάνει πάντα την ίδια ταινία, αλλά ο τρόπος που φωτίζει κάθε φορά νέες πτυχές της κεντρικής προβληματικής του είναι αυτό που τον κάνει τόσο αφοσιωμένο και αποτελεσματικό.

Προσοχή όμως: ο αντι-ήρωας του Schrader, ακριβώς επειδή είναι τόσο πνιγμένος και πνιγηρός, δεν προσφέρεται για αισθητικοποιήσεις, ωραιοποιήσεις και στυλιζαρίσματα. Κατά μία έννοια, αυτή είναι η αντίφαση που υπάρχει μέσα στο ίδιο το Taxi Driver. Πρόκειται για ένα σενάριο που αποτέλεσε κοσμοϊστορικής σημασίας συμβάν για το Hollywood, μια αυθεντική αλλαγή παραδείγματος, αλλά η γραφή του Schrader βρίσκεται εν μέρει σε αντίθεση με την κινηματογραφική γλώσσα του Scorsese, η οποία αγαπάει τόσο πολύ τον Robert De Niro και τη Νέα Υόρκη που του είναι αδύνατον να μην τους περιβάλλει με ομορφιά και coolness. Αν δούμε φερ’ ειπείν το Hardcore, που ο ίδιος ο Schrader γύρισε 3 χρόνια μετά το Taxi Driver (και το οποίο μοιράζεται αρκετές κοινές θεματικές), θα διαπιστώσουμε πως εκείνος δεν αφήνει καμία διέξοδο στην ομορφιά και το coolness. Λίγο αργότερα, όταν θα ξανασυνεργαστούν στο Raging Bull, οι γλώσσες τους θα έρθουν πολύ πιο κοντά, και το αποτέλεσμα θα είναι αυτό το ασφυκτικό αριστούργημα σκληρότητας και κατάρρευσης. Μ’ αυτήν την έννοια, παρότι ο Travis Bickle επηρέασε περισσότερο αισθητικά το στυλ των mainstream αντι-ηρώων που ακολούθησαν, από τον Tyler Durden μέχρι τον Walter White, o Jake LaMotta έφτασε σε βάθη δύσβατα και δυσάρεστα, κι έτσι άνοιξε τον δρόμο για πολύ ουσιαστικότερους διάσημους αντι-ήρωες όπως ο Tony Soprano και ο Saul Goodman (ναι).

Παρότι ο Schrader είναι ένας ιδιαίτερα σκληρός δημιουργός, κι οι ταινίες του είναι γεμάτες ψυχική και σωματική βία, δεν είναι καθόλου κυνικός και μηδενιστής. Ακόμα περισσότερο, αρνείται πεισματικά να αισθητικοποιήσει και να στυλιζάρει αυτήν την βία. Όχι επειδή πιστεύει σε κάποια αφηρημένη ηθικίστικη αποστολή που επιζητά να προστατεύσει τον θεατή από την σκληρότητα, όπως κάνουν πολλοί από τους χλιαρούς pop ανθρωπιστές κυριάρχησαν στο mainstream Hollywood από τα 80s κι έπειτα. Αλλά γιατί ο ίδιος είναι αφοσιωμένος σε μια πνευματικότητα και μια υπερβατικότητα που βλέπει την βία σαν εμμενή συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης, όμως την χρησιμοποιεί μόνο εργαλειακά και ορθολογικά προκειμένου να εντοπίσει τα συμπτώματα της παθολογίας που δεν αφήνει το σύγχρονο υποκείμενο να βρει ψυχική και σωματική ηρεμία. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Schrader κάνει κλινικό σινεμά, είναι ένας μεγάλος συμπτωματολόγος, ένας ψυχαναλυτής με καρδιά θεολόγου – αφού ακόμα κι οι πιο δύσκολες από τις επισημάνσεις του περιβάλλονται από μια ένθεη και υπερβατική αύρα, η οποία δίνει τραγικό χαρακτήρα στο διαπροσωπικό δράμα των χαρακτήρων του. Έτσι, με όπλο του τον κοινωνικό-θεολογικό στοχασμό, ο Schrader συμπληρώνει την τριάδα των μεγάλων πνευματικών του αμερικάνικου σινεμά, δίπλα στον ένθεο υπαρξισμό του Terrence Malick και τον ψυχαναλυτικό διαλογισμό του David Lynch.

Όταν μιλάμε για φιλοσοφία και θεολογία όσον αφορά τον Schrader, δεν το κάνουμε τυχαία. Αυτές ακριβώς ήταν οι σπουδές του κατά τη δεκαετία του ’60, πριν αρχίσει να στρέφεται προς το σινεμά, αρχικά με την ιδιότητα του κριτικού και του συγγραφέα. Για την ακρίβεια, το 1972 γράφει το εμβληματικό βιβλίο κινηματογραφικής θεωρίας με τον τίτλο Transcendental Style in Film: Ozu, Bresson, Dreyer, στο οποίο αναλύει το έργο των τριών σπουδαίων σκηνοθετών και αναζητά την γραμματικής της υπερβατικής γλώσσας στο σινεμά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Schrader ενσαρκώνει έναν καθαρά αμερικάνικο συνδυασμό ανάμεσα στην λαϊκότητα, την ευγένεια, την τραχύτητα και την πνευματικότητα. Είναι ένας διανοούμενος με ματωμένα χέρια. Και, ανεξάρτητα από την ηλικία του (76 ετών πλέον), έχει σηκωμένες τις κεραίες του διαρκώς, βρίσκεται σε ζωντανό και ενεργητικό διάλογο με την εποχή του, προσπαθώντας να την κατανοήσει σε βάθος ακόμα κι αν εκείνη θέλει να τον αφήσει απ’ έξω ως boomer απομεινάρι μιας άλλης εποχής (τα σημεία στα οποία διασταυρώνεται με τον Bo Burnham σε αυτό το roundtable, για παράδειγμα, με κάνουν αληθινά ευτυχισμένο). Μια απόδειξη αυτής της ευαισθησίας απέναντι σε κάθε τι σύγχρονο και ανθρώπινο είναι, σε έναν βαθμό, οι ταινίες του φυσικά. Μια άλλη απόδειξη, πιο άμεση και πιο απρόσμενη, είναι το δημόσιο προφίλ του στο Facebook. Δηλαδή το καλύτερο πράγμα στο κινηματογραφικό internet. Ακολουθήστε το, αλήθεια. Θα με ευχαριστείτε, αλλά κυρίως εκείνον.

Best of internet