Quantcast

Στο Petite Maman η Céline Sciamma κάνει μεγάλο σινεμά σε μικρή κλίμακα

Δύο χρόνια μετά το Portrait of a Lady on Fire, μιλήσαμε με την Γαλλίδα σκηνοθέτρια για την παιδικότητα, το συναίσθημα και τη δύναμη της μεταμόρφωσης

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

4 Ιανουαρίου 2022

Πέρασε το 2021 και παραλίγο να μην προλάβουμε να δούμε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια από τις καλύτερες ταινίες που μας έδωσε η χρονιά. Βασικά, εδώ και τουλάχιστον πολλά χρόνια δεν υπάρχει ταινία της Celine Sciamma που να μην συγκαταλέγεται σχεδόν αυτόματα και δικαιωματικά στις καλύτερες του έτους. Ειδικά τα Girlhood και Portrait of a Lady on Fire, αν με ρωτάτε, είναι ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα, γεγονός που εκ των πραγμάτων τοποθετεί την δημιουργό τους ανάμεσα στις απολύτως αγαπημένες μου αυτή τη στιγμή. Έτσι, το Petite Maman, η νέα ταινία της Sciamma, ήταν μια από τις ταινίες για τις οποίες ανυπομονούσα περισσότερο το 2021. Μετά από μια παγκόσμια φεστιβαλική πρεμιέρα στην online Berlinale τον περασμένο Μάρτιο και μια ελληνική στις Νύχτες Πρεμιέρας το φθινόπωρο, το Petite Maman βρήκε τελικά τον δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες λίγο πριν την εκπνοή της χρονιάς, στις 30 Δεκεμβρίου, σε διανομή της Weird Wave. Πρόκειται για ό,τι καλύτερο μπορείτε να δείτε στο σινεμά αυτές τις ταραγμένες κι αβέβαιες μέρες, κι ήταν μεγάλη χαρά μας που είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με την Sciamma γι’ αυτήν την ταινία. Πριν απ’ αυτό, όμως, ας δούμε τι είναι και τι (καταφέρνει να) κάνει το Petite Maman.

Μέσα σε μόλις 72 λεπτά, κι αυτή η ελάχιστη διάρκεια είναι κομβικός παράγοντας της αποτελεσματικότητας και της μοναδικότητας της ταινίας, το Petite Maman αφηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού που χάνει τη γιαγιά της πριν προλάβει να την αποχαιρετίσει. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, μαζί με τους γονείς της, στο σπίτι της γιαγιάς ώστε να το αδειάσουν και να το κλείσουν, η μικρή Nelly θα ζήσει μια μεταμορφωτική εμπειρία. Μέσα στο ονειρικό δάσος του τόπου καταγωγής της μητέρας της, συναντάει ένα συνομήλικο κορίτσι με το όνομα Marion. Οι δυο τους θα γίνουν φίλες, και μέσα από αυτήν την φιλία θα ανακαλύψουν, κι εμείς μαζί τους, τη δύναμη της σύνδεσης, της κατανόησης, του μοιράσματος και της επικοινωνίας που γκρεμίζει τα όρια ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, το εδώ και το αλλού, τον εαυτό και τον Άλλο. Με αφοπλιστικά ειλικρινή τρυφερότητα, συγκλονιστική συναισθηματική ακρίβεια και αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία, το Petite Maman μας παρουσιάζει μια εκδοχή κινηματογράφου του φανταστικού που δεν αφορά τις συμβάσεις του genre αλλά την μεταμορφωτική και απελευθερωτική δύναμη της εμπειρίας. Αν η κινηματογραφική κλίμακα του Petite Maman μοιάζει μικρή όσον αφορά την διάρκεια του φιλμ και τον τόνο της αφήγησης, την ίδια στιγμή η Sciamma αποδεικνύεται αυθεντικά φιλόδοξη και γενναία όσον αφορά την κινηματογραφική γλώσσα και το συναισθηματικό αποτύπωμα της ταινίας.

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σινεμά της Sciamma ποτέ δεν υπήρξαν πιο πυκνά και πιο στοχευμένα απ’ ό,τι στο Petite Maman. Η συναισθηματική ακρίβεια, η προβληματική της μεταμόρφωσης, η απελευθερωτική αστάθεια της ταυτότητας κι η ανοιχτότητα του κινηματογραφικού βλέμματος παίρνουν αυτήν την φορά την εύγλωττη μορφή του γίγνεσθαι-παιδί μέσα από το ταξίδι κατά μήκος των γυναικείων γενεών. Ξανά, μη σας ξεγελάει η κλίμακα, το Petite Maman είναι μια εξαιρετικά φιλόδοξη ταινία κρυμμένη μέσα σε ένα μικροσκοπικό λαγούμι. Πρόκειται για έναν ελάσσονα κινηματογράφο, με την έννοια που οι Gilles Deleuze και Felix Guattari μιλούσαν για μια ελάσσονα λογοτεχνία σχολιάζοντας το έργο του Franz Kafka. Για τους δύο συγγραφείς, η πολλαπλότητα είναι το κλειδί για την κατανόηση του καφκικού έργου, το οποίο περιέχει πολλές εισόδους, καμία εκ των οποίων δεν έχει προτεραιότητα απέναντι στις άλλες. Ο αναγνώστης θα βγει ένα άνοιγμα και θα χαρτογραφήσει έναν δρόμο. Με έναν αντίστοιχο τρόπο, το Petite Maman αντιστέκεται στην μονοσημαντότητα της ερμηνείας – και στην ίδια την ερμηνεία κατά μία έννοια, μιας και δεν προσφέρεται στον θεατή για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για πειραματισμό όσον αφορά τη σχέση με τον εαυτό του και τον Άλλο. Αυτή η αρχή της πολλαπλότητας, όπως θα δούμε και εμμέσως στη συνέντευξη που ακολουθεί, είναι για την Sciamma μια επιλογή πρωτίστως πολιτική.

Το ελάσσον σινεμά της Sciamma παραμένει βαθιά και ουσιαστικά πολιτικό, όχι απλώς τοποθετημένο διαμετρικά απέναντι από το μείζον σινεμά των μεγάλων-φαλλικών αφηγήσεων ως ανεστραμμένο είδωλό του, αλλά διαγράφοντας μια ασύμμετρη τροχιά φυγής από τις ίδιες τις αντιθέσεις με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να ερμηνεύουμε τα έργα τέχνης. Μέσα από την κινηματογραφική ανοιχτότητα και πολλαπλότητα του Petite Maman, τόσο ο δημιουργός όσο και ο θεατής γίνονται φορείς ενός μεταμορφωτικού πειραματισμού και μιας νέας ατομικής/συλλογικής συνειδητότητας. Γι’ αυτό και τόσο συχνά οι ταινίες της μοιάζουν σα να αποτελούν μικρο-ουτοπικές κάψουλες, γιατί προσεγγίζουν την εμπειρία (συνήθως παιδική ή/και γυναικεία) με έναν τρόπο ουτοπικό στην ουσία του, ο οποίος προτείνει μια μη-ιεραρχική διάταξη των ανθρώπινων σχέσεων, μια πολυπλοκότητα σκέψης και συναισθήματος που είναι εμμενής και συμβιωτική με την ανθρώπινη κατάσταση, μια προοπτική υπέρβασης που δεν θεμελιώνεται στην σύγκρουση και την αντίθεση αλλά στην επικοινωνία και τη συνεργασία. Μπορεί το Petite Maman να είναι μια ταινία παιδική, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πότε είδα τελευταία φορά σινεμά που να είναι τόσο ώριμο, υπεύθυνο και ενήλικο. Για όλα αυτά, και μερικά ακόμα, συζητήσαμε με την Celine Sciamma. Αυτά που ακολουθούν είναι όσα είπαμε.

Πρώτα απ’ όλα συγχαρητήρια για την ταινία, την αγάπησα πολύ. Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να συζητήσουμε είναι η διάρκεια του φιλμ. Βρήκα εντυπωσιακό τον τρόπο που λειτούργησε κινηματογραφικά η σύντομη διάρκεια. Έκανε την μικρή κλίμακα να μοιάζει τεράστια σε δύναμη. 

Από την αρχή η ταινία σχεδιάστηκε ώστε να είναι εξαιρετικά σύντομη. Γράφτηκε ώστε να είναι 75 λεπτά. Είναι κάτι που το έχω κάνει και σε άλλες ταινίες μου. Για παράδειγμα, το Water Lilies και το Tomboy είναι κάτω από 90 λεπτά. Και το My Life as a Zucchini, όπου έγραψα το σενάριο, ήταν μόλις πάνω από 60 λεπτά. Δύο πράγματα είχα στο μυαλό μου όσον αφορά την διάρκεια του Petite Maman. Πρώτον, ήθελα να είναι προσβάσιμο σε παιδιά και οικογένειες, να είναι κάτι που να μπορούν να το δουν μαζί τα παιδιά και οι ενήλικες. Κι ο δεύτερος λόγος, που είναι τελείως άσχετος με τον πρώτο, αφορά την επίδραση που έχει στο κοινό, το είδος της επίδρασης που θέλεις να έχει η ταινία σου. Το πώς θες να “χτυπήσει”. Το γεγονός ότι είναι τόσο σύντομο έκανε το Petite Maman πολύ συμπυκνωμένο, συνθετικό και συγκεντρωμένο. Κατά μία έννοια, είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να σε “χτυπήσει”, να έρθει κατά πάνω σου. Το ότι αφορά μια σύντομη εμπειρία, που διαρκεί 24 ώρες, είναι άσχετο για μένα. Δεν βρίσκω σύνδεση ανάμεσα στη διάρκεια της εμπειρίας και τη διάρκεια του φιλμ.

Σκεφτόμουν ότι σπανίως εστιάζεις σε ενήλικες στις ταινίες σου, τόσο ως σκηνοθέτρια όσο και ως σεναριογράφος. Έπειτα από τόσα φιλμ πάνω στην παιδική και την εφηβική εμπειρία, τι είναι αυτό που διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον σου στο να αφηγηθείς τέτοιες ιστορίες;

Στο παρελθόν πίστευα ότι σχετίζεται με το γεγονός ότι είχα το προνόμιο να ξεκινήσω να κάνω σινεμά σε πολύ νεαρή ηλικία, κι έτσι θεωρούσα ότι έβλεπα το παρελθόν και το παρόν με “νεαρά” μάτια, μιας και όλα όσα γνώριζα για τη ζωή ήταν μέσα από την εμπειρία της νεότητας. Τώρα που έχω κάνει πια τόσες ταινίες, κι είμαι μια γυναίκα 43 ετών άλλωστε, σκέφτομαι με διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω πως οι παιδικοί χαρακτήρες είναι οι καταλληλότεροι χαρακτήρες για το σινεμά που θέλω να κάνω. Είναι εξαιρετικά παρατηρητικοί, νοιάζονται πολύ για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, και πάντα βρίσκονται σε μια κατάσταση μεταμόρφωσης. Εξελίσσονται διαρκώς, προφανώς, αφού ένα παιδί δε σταματάει να μεγαλώνει. Δεν χρειάζεται να τους καθοδηγήσει ένας στόχος ή η μοίρα. Η περιπέτεια είναι η ίδια η μεταμόρφωση. Κι όταν είσαι παιδί όλοι γύρω σου ασχολούνται και σχολιάζουν αυτή σου την μεταμόρφωση! Αυτό είναι που με ενδιαφέρει περισσότερο στο σινεμά, όπως και στην ζωή άλλωστε. Η μεταμόρφωση. Είναι μια διαδικασία που δεν σταματάει. Δεν σταματάς να μεταμορφώνεσαι, ως σώμα, ως άτομο. Πρόκειται για μια δυναμική που είναι δημοκρατική στον πυρήνα της: κανείς δε σταματάει ποτέ να μεταμορφώνεται, να εξελίσσεται, να μεταλλάσσεται. Είναι μια απολύτως ρεαλιστική αντίληψη για τους χαρακτήρες και τα σώματα, αφού η περιπέτεια βρίσκεται διαρκώς μέσα σου.

Μ’ αρέσει πολύ που χρησιμοποιείς την έννοια της μεταμόρφωσης, γιατί πράγματι μετά το τέλος της ταινίας ένιωσα ότι είχε μια ανοιχτότητα που δεν αφορούσε την αμφισημία της πλοκής ή την επίλυση ενός αινίγματος αλλά μια εμπειρία απελευθερωτική και μεταμορφωτική. Μια αληθινή συν-αισθηματική εμπειρία.

Σκεφτόμουν την ταινία με όρους μιας εμπειρίας που εσωκλείει μαγεία μέσα της, ένα είδος μαγείας που μένει μαζί σου, μια εμπειρία που την κουβαλάς μαζί σου στο σπίτι φεύγοντας από το σινεμά. Στην πραγματικότητα, το μεταμορφωτικό ταξίδι αφορά το κοινό. Γιατί σου δίνει ένα νέο μυθοπλαστικό εργαλείο για να σκεφτείς πάνω στην ζωή σου, να συγχωρέσεις, να ξεχάσεις, να θεραπευτείς. Γιατί αυτό κάνουμε, θεραπευόμαστε μέσα από ιστορίες. Ακόμα και στην ψυχοθεραπεία κοιτάμε προς τα πίσω τη ζωή μας και προσπαθούμε να την κατανοήσουμε μέσα από δυναμικές που έχουν να κάνουν με την αφήγηση συγκρούσεων. Αυτό είναι ο Οιδίποδας. Και προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας μέσα από αφηγήσεις ενδοοικογενειακής σύγκρουσης. Είναι κάτι που το βρίσκω τρελό, κατά μία έννοια. Εμένα με ενδιέφερε να χτίσω μια νέα μυθολογία ισότητας ανάμεσα σε μητέρα και κόρη μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση στην ίδια τη γενεαλογία. Ήθελα να βάλω το κοινό στην θέση να αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε αν συναντούσε τη μητέρα του ως παιδί. Πρόκειται για μια συναισθηματική απόφαση, αλλά και μια πολιτική απόφαση. Κι είναι μεταμορφωτικό γιατί συνεχίζεις να χρησιμοποιείς αυτό το εργαλείο μετά την ταινία. Κι εγώ το κάνω πλέον στη σχέση με τη μητέρα μου! 

Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον αυτό, γιατί ουσιαστικά προτείνει μια μυθοπλασία του φανταστικού που δεν αφορά καθόλου το genre αλλά έχει να κάνει με την εμπειρία της μεταμόρφωσης. 

Ακριβώς. Πέρασα πολύ όμορφα καθώς επεξεργαζόμουν τα ζητήματα του ταξιδιού στον χρόνο και της μεταμόρφωσης. Μεταμορφώνεται μόνο το σώμα ή συμπαρασύρει μαζί του και το πνεύμα; Αυτό σε οδηγεί να πειραματιστείς και με την ίδια την έννοια της ενήλικης ζωής. Μπορείς να έχεις το σώμα ενός ενήλικα και το πνεύμα ενός παιδιού; Είναι μια σκέψη που μπορεί να μας οδηγήσει σε νέους δρόμους και νέες δυνατότητες αφήγησης. 

Κάτι που διαχρονικά με εντυπωσιάζει σε όλες τις ταινίες σου, και βεβαίως και στο Petite Maman, είναι η τεράστια ακρίβεια που επιδεικνύουν στην προσέγγιση του συναισθήματος. Βρίσκω πραγματικά εντυπωσιακή την ικανότητά σου να μετατρέπεις συναισθήματα σε εικόνες. Αναρωτιόμουν λοιπόν πώς προσεγγίζεις το συναίσθημα στο επίπεδο της γραφής.

Σκέφτομαι αποκλειστικά τα συναισθήματα που θέλω να μεταδώσω. Δεν έχει να κάνει με το τι νιώθει ο χαρακτήρας. Ποτέ. Ακόμα και τη στιγμή που σκηνοθετώ τους ηθοποιούς, ποτέ δεν τους λέω “τώρα νιώσε αυτό”. Πάντα έχει να κάνει με το πώς θέλω να νιώσουν οι άνθρωποι βλέποντας την ταινία. Η προτεραιότητά μου είναι τα συναισθήματα που θέλω να δημιουργήσω στην καρδιά σου, όχι αυτά που νιώθουν οι χαρακτήρες στη δική τους. Έτσι προσεγγίζω το γράψιμο των ταινιών μου – με βάση το συναίσθημα του κοινού, τοπικά αλλά και παγκόσμια. Κι η σκηνοθεσία των ηθοποιών έπειτα βασίζεται σε αυτήν την συζήτηση, στο πώς θα μεταδώσουν τα συναισθήματα στον θεατή. Είναι κάτι που προσπαθούμε να το ενσαρκώσουμε περισσότερο μέσω του ρυθμού του διαλόγου και λιγότερο μέσω του κειμένου. Βάζω λίγα λόγια, αλλά με ενδιαφέρει ο τρόπος που επικοινωνούνται. Θέλω ο τρόπος που λέγεται μια λέξη να αφήνει χώρο στην ένταση, στην συσσώρευση και την απελευθέρωσή της. Με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζω και τη μουσική, που είναι λιγοστή στην ταινία, αλλά θέλω όταν εμφανίζεται να παίζει αυτόν τον ρόλο χειρισμού της έντασης. 

Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον που λες ότι προσεγγίζεις το συναίσθημα με προσανατολισμό την σχέση με τον θεατή. Προσωπικά συμφωνώ ότι μέλημα του σινεμά θα πρέπει να είναι η επινόηση νέων τρόπων να απελευθερώνει το κοινό, αλλά νομίζω πως οι περισσότεροι σκηνοθέτες το προσεγγίζουν με έναν πιο εσωτερικό τρόπο, ως μέσο έκφρασης μιας βαθύτερης ατομικής ουσίας. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η δική σου προσέγγιση είναι πιο επικοινωνιακή.

Ναι, γιατί προσπαθώ να μην οικοδομώ την αφήγησή μου γύρω από την ένταση που προκύπτει από συγκρούσεις. Η σύγκρουση δεν έχει να κάνει μόνο με την εσωτερική, ψυχική και συναισθηματική κατάσταση του χαρακτήρα. Το να αφηγείσαι εστιάζοντας στην σύγκρουση είναι σα να τοποθετείς τον θεατή σε μια θέση όπου θα έπρεπε να σχηματίσει μια άποψη πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Όμως η πολυπλοκότητα ενός χαρακτήρα ή μιας αφήγησης δεν σημαίνει απλώς να προκαλεί αντικρουόμενες απόψεις. Φυσικά, αυτή η προσέγγιση δουλεύει, και γι’ αυτό επιλέγεται από τόσους πολλούς δημιουργούς. Αλλά εμένα δε με ικανοποιεί πια. Δεν πιστεύω πως η πολυπλοκότητα ταυτίζεται με την αντίθεση. Καθόλου.

Υπάρχει κάτι που το είδα να ανακύπτει σε άλλες πρόσφατες συνεντεύξεις σου και μου φάνηκε ενδιαφέρον. Έχω την αίσθηση, και μπορεί βέβαια να είμαι εντελώς λάθος, ότι η εδραίωση και κανονικοποίηση της παρουσίας γυναικών δημιουργών στα μεγάλα βραβεία, όπως της Julia Ducourneau με το Titane στις Κάννες και της Audrey Diwan με το L’evenement στη Βενετία, ανοίγει τον δρόμο για μια σταδιακή μετατόπιση της συζήτησης από το πεδίο της γυναικείας εκπροσώπησης στο πεδίο των ίδιων των γυναικείων αφηγήσεων, ή ακόμα και του γυναικείου βλέμματος. Βλέπεις μια τέτοια διαδικασία ή δυναμική;

Το ελπίζω! Το ζήτημα δεν είναι οι γυναίκες σκηνοθέτριες κι ο υπόλοιπος κόσμος, ή οι άντρες σκηνοθέτες. Το ζήτημα είναι οι φεμινιστικές ταινίες και οι πατριαρχικές ταινίες, κατά μία έννοια. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πολιτικό. Φυσικά, η συζήτηση για την παρουσία των γυναικών στην κινηματογραφική βιομηχανία και την παροχή ίσων ευκαιριών δεν έχει λήξει. Κάθε άλλο. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να συνεχίσουμε να κρατάμε ανοιχτή, γιατί ακόμα κι αν έχει κανονικοποιηθεί σε έναν βαθμό η γυναικεία παρουσία στο σινεμά, δεν σταματάνε να υπάρχουν τριβές και εντάσεις. Από εκεί και πέρα, όμως, ελπίζω πράγματι η συζήτηση να επεκταθεί στην ίδια την πολιτική του σινεμά: το ανεξάρτητο και το βιομηχανικό, το φεμινιστικό και το πατριαρχικό κλπ. Πρέπει να βρούμε τρόπο να κάνουμε πολλές συζητήσεις ταυτόχρονα, γιατί στον πυρήνα τους είναι όλες πολιτικές συζητήσεις.

Best of internet