Quantcast

Σόρρυ Edgar Wright, αλλά μπορείς πολύ καλύτερα από το Last Night in Soho

Δύο μήνες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στη Βενετία, η ταινία έφτασε επιτέλους στα εγχώρια σινεμά

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

6 Σεπτεμβρίου 2021

Υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί που απλά τους συμπαθείς. Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι εκείνοι που θεωρείς πως κάνουν το καλύτερο σινεμά στην πιάτσα. Αλλά εκπέμπουν μια ενέργεια με την οποία νιώθεις να συνδέεσαι. Θέλεις να κάνουν καλές ταινίες, θέλεις να τους δεις να τα πηγαίνουν καλά, και θέλεις να τους δεις να εκπληρώνουν τις δυνατότητές τους. Και, ναι, οκ, μπορεί να θέλεις να γίνετε και φίλοι. Γιατί αλήθεια, ποιος σκατά δεν θα ήθελε να είναι φίλος με τον Edgar Wright; Ερχόμενος στο Φεστιβάλ Βενετίας για την ανταπόκριση που κάνουμε εδώ και πέντε μέρες, μπορεί να ήμουν αυτονόητα υπερ-hyped για το Dune, αλλά η ταινία που προσδοκούσα περισσότερο ότι θα με κάνει να νιώσω καλά, όμορφα, ευχάριστα ήταν το Last Night in Soho, η νέα ταινία του Wright με την Thomasin McKenzie και την Anya Taylor-Joy που επρόκειτο να κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στη Biennale σε μια ειδική προβολή εκτός διαγωνιστικού προγράμματος.

Ε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι που βγήκα κάπως απογοητευμένος από την προβολή του Last Night in Soho, νιώθοντας πως η ταινία μου υποσχέθηκε περισσότερα πράγματα απ’ όσα μπορούσε να μου δώσει. Κυρίως, όμως, ξενέρωσα συνειδητοποιώντας πως εν τέλει κι ο ίδιος ο Wright, για δεύτερη φορά όπως και με το Baby Driver, κατέληξε να με απογοητεύει – όχι επειδή κάνει κακό σινεμά που δε μπορείς να απολαύσεις (τουναντίον δηλαδή), αλλά γιατί νομίζω πως δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να εκπληρώσει τις προαναφερθείσες δυνατότητές του και να κάνει αυθεντικό προσωπικό σινεμά με ταυτότητα, όπως μοιάζει να επιθυμεί κι ο ίδιος. Και το Last Night in Soho μπορεί πράγματι να είναι γεμάτο κινηματογραφικές αναφορές και φόρους τιμής προς δημιουργούς του παρελθόντος, ειδικά των 60s και των 70s, αλλά σου δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση πως θέλει να ξεφύγει από το απλό homage και να κάνει κάτι παραπάνω με αυτές τις αναφορές: να καταφέρει να τις προσδέσει πάνω σε ένα δημιουργικό όραμα που τροφοδοτείται από αυτές αλλά έχει και δική του αυτόνομη ζωή.

Όχι δηλαδή ότι αυτό μας το χρωστάει σώνει και ντε ο Wright. Ούτως ή άλλως, η κυριλέ δημόσια σφαίρα του σινεμά τον θεωρεί μάλλον απλώς έναν λαϊκό κινηματογραφικό διασκεδαστή. Εγώ, από την άλλη, είχα εξαιρετικές προσδοκίες από εκείνον ακριβώς επειδή είχε αποδείξει στο παρελθόν πως είναι ένας λαϊκός κινηματογραφικός διασκεδαστής – αφού το να κάνεις καλό μαζικό διασκεδαστικό σινεμά είναι για μένα πια σπουδαία αρετή. Αν με ρωτάτε, αυτές τις δάφνες ο Wright τις κέρδισε κινηματογραφικά με την Three Flavours Cornetto τριλογία των Shaun of the Dead, Hot Fuzz και The World’s End (και πιο πριν με το αριστουργηματικό τηλεοπτικό Spaced), οι οποίες θεωρώ πως βρίσκονται στην κορυφή του κωμικού σινεμά του 21ου αιώνα. Εκεί, ο Wright συνεργάστηκε βέβαια πολύ στενά (στο σενάριο αλλά και όχι μόνο) με τον Simon Pegg, και το αποτέλεσμα ήταν μια τριπλέτα κωμωδιών με μεγάλη έμπνευση, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό και ευφορία, αλλά και ψυχή, συναίσθημα, αγάπη. Και λατρεύω το γεγονός ότι οι ανθρώπινοι δεσμοί βρίσκονται στον πυρήνα του χιούμορ τους. Τις αγαπάω πολύ αυτές τις ταινίες, σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε ήδη.

Παρόλα αυτά, από εκεί κι έπειτα ο Wright δείχνει να ζορίζεται λίγο παραπάνω στην solo καριέρα του. Ναι, το Scott Pilgrim vs. the World είναι fun σε βαθμό που ίσως θα έπρεπε να είναι παράνομος, αλλά πρόκειται για ταινία με αφηγηματικές ιδιαιτερότητες που επέτρεψε στον Wright να αφεθεί ελεύθερος στο πεδίο του στυλιζαρίσματος και να καταβάλει την minimum προσπάθεια στο να στήσει ικανοποιητικά τη δομή της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, τον προσέφερε ήδη με εξαιρετικά σαφή και καθορισμένο τρόπο το source material κι η ίδια η λογική του έργου. Το Baby Driver όμως, η πρώτη μεγάλη ταινία που έγραψε μόνος του, έδειξε τις ανεπάρκειές του στο επίπεδο της κινηματογραφικής γραφής. Καταλάβαινες ότι ο Wright είχε παθιαστεί με retro αμαξοταινίες από το The Getaway και το Bullitt μέχρι το The Driver και το Repo Man, αλλά έβλεπες πως δε μπορεί να ξεφύγει από το επίπεδο της flat κι επιφανειακής pop νοσταλγίας. Όταν χρειάζεται να κάνει κρίσιμες αφηγηματικές επιλογές στην ταινία, καταλήγει στο πιο εύκολο, το πιο αφελές, το πιο κοινότοπο. Όπως στο Baby Driver έτσι και στο Last Night in Soho που κλήθηκε να αποδείξει την αυτοτέλειά του σαν δημιουργός, ο Wright τα βρήκε κάπως σκούρα.

Δεν υπάρχει βέβαια κάτι εγγενώς κακό με το εύκολο, το αφελές και το κοινότοπο. Καμιά φορά αυτοί οι χαρακτηρισμοί χρησιμοποιούνται για να περιφρονήσουν το απλό, παρερμηνεύοντάς το την ώρα που όλοι ξέρουν πως η απλότητα είναι η πιο δύσκολη και φευγαλέα ποιότητα στην τέχνη. Όχι λοιπόν, το πρόβλημα με τις δύο τελευταίες ταινίες του Wright δεν είναι ότι είναι “απλές” ή “απλοϊκές”. Το πρόβλημά μου είναι ότι δείχνει να επιλέγει τον δρόμο του κλισέ γνωρίζοντας πως πρόκειται για κλισέ και μάλιστα κλείνοντας διακριτικά το μάτι στο κοινό που επίσης ξέρει πως πρόκειται για κλισέ. Αυτό το meta ειρωνικό νταραβέρι όμως δεν αρκεί για να προσφέρει μια ικανοποιητική κινηματογραφική εμπειρία. Είναι σαν ο Wright να σου λέει: “ξέρω ότι ξέρεις ότι ξέρω ότι είναι κλισέ”, λες και αυτό με κάποιον τρόπο επανορθώνει για το ίδιο το γεγονός της επιλογής του κλισέ ή το αναβαθμίζει σε κάτι καλύτερο. Αφού το ξέρεις ότι είναι κλισέ, κάνε κάτι καλύτερο. Αφού μπορείς. Εκτός αν αποδεχτούμε, που μάλλον εκεί κλίνω κι εγώ πλέον, πως η ιδιαίτερη συναισθηματική-αφηγηματική ταυτότητα που είχε η Cornetto τριλογία οφειλόταν περισσότερο στον Pegg παρά στον Wright.

Όλοι μας το ξέρουμε βέβαια ότι ο Wright αγαπάει πάρα πολύ το σινεμά κι είναι μεγάλος κινηματογραφικός νέρντουλας. Στις τελευταίες δύο ταινίες του, όμως, δείχνει πως είναι νέρντουλας πρώτου επιπέδου. Προσπαθεί να ενσωματώσει τις σινε-εμμονές του χωρίς να τους δίνει ένα συγκεκριμένο προσωπικό spin, παρά μόνο στο βαθμό που τις σχολιάζει με meta τρόπο μέσα από την ίδια την ταινία. Αυτό βέβαια δεν δημιουργεί ταυτότητα. Στην καλύτερη, μπορεί να δημιουργήσει ένα μειδίαμα ή μια στιγμιαία αίσθηση ικανοποίησης που έπιασες το reference ως θεατής. Ας πούμε, στο Last Night in Soho (και θα συνεχίσουμε να γράφουμε χωρίς κανένα spoiler για την πλοκή) ο Wright βουτάει σε νερά που αποδεικνύονται αρκετά βαθιά για τον ίδιο, τόσο αισθητικά όσο και αφηγηματικά. Από τη μία πλευρά, οι αναφορές του στον βρετανικό τρόμο της Hammer και κυρίως στο elegant ιταλικό giallo του Dario Argento δημιουργούν ένα πολύ στυλάτο αποτέλεσμα, αλλά δεν βρίσκεις κάτι περισσότερο από κολάζ. Από την άλλη, καθώς η ιστορία μπαίνει στα αφηγηματικά μονοπάτια των γυναικείων doppelgangers που έχουν εξερευνήσει ταινίες σαν το Persona, το Céline and Julie Go Boating ή το Mullholand Drive, το Last Night in Soho δείχνει να δυσκολεύεται πολύ να πει κάτι στοιχειωδώς ουσιαστικό. Με παρόμοιες αναφορές, παρεμπιπτόντως, πολύ καλύτερη δουλειά έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια οι ταινίες του Peter Strickland αλλά και του ζευγαριού Hélène Cattet-Bruno Forzani.

Κι ενώ υπάρχουν αρετές στην ταινία που την κάνει ευχάριστη, ειδικά στο πρώτο μισό που κυριαρχεί η ατμόσφαιρα αναβίωση των βρετανικών 60s με ευπρόσδεκτα quirky και καρτποσταλικό τρόπο (κάτι σαν Midnight in Paris για νεαρούς ανθρώπους που γράφουν σε YouTube comments παλιών τραγουδιών ότι δεν βγαίνει πια τέτοια μουσική ή ακολουθούν περίπου 346 vintage fashion προφίλ στο Instagram), όταν αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο προς τα πού πάει το πράγμα τότε τα θεμέλια αρχίζουν να τρίζουν. Το κύριο πρόβλημα εν τέλει είναι η ίδια η δομή της ταινίας που δεν αποτελεί αρκετά ισχυρή βάση για να χτιστούν όλα τα υπόλοιπα γύρω της, μιας και δεν καταφέρνει να συνδέσει τα διαφορετικά επίπεδα της αφήγησης, καταδικάζοντάς τα έτσι στο να μην έχουν ούτε αρκετή αυτονομία ούτε αρκετή αλληλοδιαπλοκή μεταξύ τους. Αντιθέτως, απλά επικοινωνούν αμήχανα μέσα από οπτικά και αφηγηματικά τρικ που αρχίζουν να ξεθωριάζουν αρκετά γρήγορα. Κι είναι κρίμα γιατί η McKenzie και η Taylor-Joy αποδεικνύουν διαρκώς πως έχουν το χάρισμα να ζωντανέψουν ένα τέτοιο σκοτεινό παραμύθι. Ο Wright, από την άλλη, έδειξε για μένα έναν πολύ δημιουργικότερο εαυτό στο επίσης φετινό ντοκιμαντέρ του για τους Sparks, το The Sparks Brothers, στο οποίο ξεδιπλώνει υπέροχα τη νερντουλίασή του.

Κατά μία έννοια, το Last Night in Soho πιάνει το νήμα της πρόσφατης παράδοσης του γυναικοκεντρικού-φεμινιστικού horror που ανθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά αποδεικνύεται πως η ματιά του Wright (παρότι είχε βοήθεια στο σενάριο από την Krysty Wilson-Cairns) δεν ήταν απαραίτητα η καταλληλότερη για μια ιστορία γυναικείας απόγνωσης και ψυχικής ασθένειας. Όχι απλά επειδή είναι άνδρας – υπάρχουν δημιουργοί που τα έχουν καταφέρει περίφημα σε τέτοιες ταινίες – αλλά επειδή απλά δεν είναι κάτι που μπορεί να σηκώσει. Το κλειδί εδώ δεν θα ήταν να επιδείξει σοβαροφάνεια και ψευδοσεβασμό απέναντι στο θέμα. Κι όμως, κάτι έλειπε. Αυτό το κάτι, όλως τυχαίως, συνέβη να το βρω στην αμέσως επόμενη προβολή που μπήκα στο φεστιβάλ. Ήταν το Mona Lisa and the Blood Moon της Ana Lily Amirpour που πριν από μερικά χρόνια συνδιαμόρφωσε τη νέα γλώσσα του σύγχρονου φεμινιστικού horror με το A Girl Walks Home Alone at Night. Ίσως γι’ αυτό εκείνη κατάφερε αυτό που δε μπόρεσε ο Wright, αφηγούμενη επίσης μια ιστορία δύο γυναικών σε απόγνωση με στοιχεία fantasy και horror, με ειρωνικά vibes και εκλεκτικά aesthetics, με ζουμερό metal και electro soundtrack, με μια αίσθηση σα να πρόκειται για superhero origin story που το έχει γυρίσει ο Harmony Korine.

Έχει πλάκα που τα πράγματα μερικές φορές κουμπώνουν με τέτοιο τρόπο από εκεί που δεν το περιμένεις. Θα τα πούμε ξανά στο μέλλον για την ταινία της Amirpour, ελπίζοντας να εμφανιστεί στα ελληνικά σινεμά (αν και ίσως δύσκολο για διανομή, μάλλον για φεστιβάλ την κόβουμε). Στο μεταξύ, ποντάρουμε στο να κάνουν ξανά ταινία μαζί ο Wright με τον Pegg. Ίσως αυτή είναι η λύση.

Best of internet