Quantcast

To Bill & Ted Face the Music είναι το μόνο wholesome πράγμα που μας έδωσε το 2020

Αν δεν έχει Keanu Reeves, δεν αξίζει τον χρόνο μας

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

17 Σεπτεμβρίου 2020

Είναι περίεργη λέξη το wholesome. Όσο σαφές είναι το νόημά του μέσα στην καρδιά μας, άλλο τόσο φευγαλέο γίνεται όταν προσπαθούμε να το περιγράψουμε λεκτικά. Ναι, σίγουρα, για να είναι κάτι wholesome πρέπει να προσφέρει μια ικανοποίηση. Αλλά αυτό δεν αρκεί, αφού δεν είναι ίδια κάθε ικανοποίηση. Όχι, λοιπόν, wholesome δεν μπορεί να είναι κάτι που προσφέρει την κούφια ικανοποίηση της στιγμής, παρότι είναι κι αυτό στιγμιαίο. Το wholesomeness δεν περιέχει την αυταρέσκεια του gratification ούτε την σπατάλη του indulgence. Η απόλαυση που προσφέρει είναι ευγενής, γλυκιά, ζεστή, τρυφερή, φροντιστική. Σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί στην αγκαλιά του, δίνοντάς σου έναν χώρο να κουρνιάσεις. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι το wholesome είναι σώνει και ντε αγνό, άμωμο ή συντηρητικό. Είναι χαριστικό και γενναιόδωρο, καλοσυνάτο και ειλικρινές. Δεν καθησυχάζει με το πέπλο του ψέματος. Καθησυχάζει με την ομορφιά της αλήθειας. Δεν είναι αφελές. Παράγει αυθόρμητα το χαμόγελο, αλλά γνωρίζει πως ο κόσμος γύρω μας κυβερνάται από την θλίψη. Το wholesome είναι, σε τελική ανάλυση, αμετάφραστο. Κανείς μας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι ακριβώς σημαίνει. Ξέρουμε όμως πώς μοιάζει. Μοιάζει με τον Keanu Reeves.

Δεν είναι υπέροχο αυτό που συμβαίνει με τον Keanu Reeves; Δεν είναι φανταστικό που εδώ και μερικά χρόνια έχει μεταμορφωθεί σε ιντερνετικό φάρο ευφορίας και καλοσύνης για την φορτουνιασμένη συλλογική ψυχή μας μέσα στην τρικυμία των καιρών; Τόσα memes, τόσα screenshots, τόσα tributes – όλα αυτά συνθέτουν τα articles of faith που υμνούν τον Keanu, ευχαριστώντας τον που γιατρεύει σε μικρές ψηφιακές δόσεις την μεγάλη αναλογική μας κατάθλιψη. Πέρα από την ειρωνική οικειοποίηση, πέρα από την cult διάσταση, πέρα από την πρόσφατη αναγέννησή του, αγαπάμε τον Keanu Reeves. Είναι, όπως κι ο Nicolas Cage κατά μία έννοια (κάτι που έχουμε σχολιάσει εκτενώς), ένας ηθοποιός μοναδικός σ’ αυτό που κάνει. Η deadpan έκφρασή του και οι κοινοτοπίες των χαρακτήρων του, πράγματα που έχουν δεχτεί κριτική σε άλλους καιρούς, πλέον αντιμετωπίζονται σαν σημάδια μιας υπερβατικής πραότητας και ευγένειας – αυτής της πραότητας και της ευγένειας που του επιτρέπει να πετσοκόβει μια ατελείωτη άμορφη μάζα εγκληματιών στο John Wick κι εμείς να τον κοιτάμε σαν τον Bob Ross όταν ζωγραφίζει έναν μικρό χαρούμενο θάμνο. Με αίμα.

Έχουμε ανάγκη, όμως, αυτό το wholesomeness του Keanu Reeves. Έχουμε ανάγκη την απλότητα και την ειλικρίνεια που έχουν οι ρόλοι του πλέον, ακριβώς επειδή έχουν πάρει τη μεταμοντέρνα ειρωνεία και την έχουν τραβήξει στα άκρα, σε βαθμό που πλέον γίνεται αφοπλιστικά πειστική αφέλεια. Μια αφέλεια που γνωρίζει την πολυπλοκότητα και την σκληρότητα του κόσμου, αλλά αποφασίζει να τραβήξει έναν άλλον δρόμο. Έναν καλύτερο δρόμο. Έναν most excellent δρόμο. Μια βασικότητα που εξουδετερώνει την τοξικότητα. Έχουμε 2020 – και το πιο χαρμόσυνο κινηματογραφικό πράγμα που είχε να μας δώσει αυτή η αποφράδα χρονιά ήταν το Bill & Ted Face the Music, το οποίο κυκλοφόρησε στο τέλος του Αυγούστου στις ΗΠΑ (σε λίγα σινεμά αλλά κυρίως σε streaming) εν μέσω πανδημίας, χωρίς ποτέ να πλησιάσει τις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, σχεδόν 30 χρόνια μετά από την τελευταία φορά που το δίδυμο των Keanu Reeves και Alex Winter εμφανίστηκε επί της οθόνης.

Εντάξει, δεν είμαστε τόσο αφελείς. Προφανώς γνωρίζουμε πως η απόφαση για ένα reboot του franchise ήρθε ως άλλο μια ψηφίδα στο μεγάλο μωσαϊκό του κυνικού χολιγουντιανού ξεζουμίσματος της νοσταλγίας για την pop κουλτούρα που μας διαμόρφωσε. Όπως έχουμε ξαναπεί, οι πολιτισμικοί κύκλοι της pop νοσταλγίας ακολουθούν τους επιχειρηματικούς κύκλους της pop βιομηχανίας, με τα 90s να παίρνουν σιγά σιγά την σκυτάλη από τα 80s όσον αφορά την δεκαετία που έχει τα πρωτεία στο ξεζούμισμα αυτή τη στιγμή. Όλως τυχαίως, το Bill & Ted ως franchise τοποθετείται ακριβώς στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δύο δεκαετίες, με την πρώτη ταινία να βγαίνει το 1989 και την δεύτερη το 1991, εκφράζοντας την σκληρή μετάβαση της αθώας Generation X προς την ενηλικίωση μέσα στο αλλόκοτο περιβάλλον του τέλους του αιώνα. Οπότε, ναι, το Bill & Ted έρχεται με τη σειρά του να κεφαλαιοποιήσει αυτό το κλίμα νοσταλγικής ανακύκλωσης. Εξάλλου, θα ήταν μάλλον ασύμφορο ως πρότζεκτ αν το wholesomeness του Keanu δεν ήταν τόσο memeworthy κι αν το John Wick δεν τον είχε μετατρέψει στον πιο αλλόκοτα ταιριαστό action star της εποχής μας: ένας θανατηφόρος hitman με εξωπραγματικές δυνάμεις, λιγομίλητο στόμα, ευγενικά μάτια, αστείο μαλλί και χρυσή καρδιά. Ένας Le Samurai του Jean‑Pierre Melville για την memeοποιημένη pop κουλτούρα του ύστερου καπιταλισμού.

Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι στην επιστροφή του Bill & Ted που το κάνει να μοιάζει αυθεντικό κι ειλικρινές. Το ντουέτο επιστρέφει με τη μορφή μπαμπάδων σε κρίση μέσης ηλικίας που ζουν ακόμα μέσα στις υποσχέσεις της νιότης που έλεγε ότι θα γίνουν άλλοι, αποφεύγοντας τις συναισθηματικές και υλικές ευθύνες της ενήλικης ζωής. Όχι μόνο δεν ένωσαν την ανθρωπότητα με το τραγούδι τους, αλλά δυσκολεύονται να κρατήσουν έστω ενωμένη την οικογένειά τους. Η μουσική της εφηβείας τους ακούγεται πλέον κουρασμένη κι η καθήλωσή τους σε αυτήν μοιάζει πια θλιβερή. Οι σεναριογράφοι Chris Matheson και Ed Solomon γνωρίζουν πως το κλειδί εδώ είναι στον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεσαι την νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν. Πριν μερικά χρόνια, όταν η pop νοσταλγία ήταν στο απόγειό της με τον ερχομό του Stranger Things, διαχωρίζαμε αυτήν την επιστροφή σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον, εκείνη που αναζητά στη νοσταλγία απλώς ένα άθροισμα κουτιών προς τσεκάρισμα, ένα κυνικό μοίρασμα member berries. Δεύτερον, εκείνη που αναζητά στη νοσταλγία μια συναισθηματική λύτρωση, μια πιο ειλικρινή αναμέτρηση με το παρελθόν. Το 2017, που τα λέγαμε αυτά, η πρώτη τάση εκφράστηκε πληρέστερα με το Ready Player One του Steven Spielberg κι η δεύτερη με το Lady Bird της Greta Gerwig. Λίγο αργότερα, είδαμε μια πολύ πετυχημένη ισορροπία με τη μορφή του Cobra Kai – και το Bill & Ted ακολουθεί τον ίδιο ισορροπημένο δρόμο.

Με άλλα λόγια, όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του franchise είναι εδώ: οι ατάκες, οι γκριμάτσες, τα cameos. Μαζί μ’ αυτά, όμως, υπάρχει ένα κάλεσμα για ανάληψη δραματικής και συναισθηματικής ευθύνης από την πλευρά των χαρακτήρων (κι άρα και των θεατών), ακόμα κι αν αυτό εκφράζεται με την λατρεμένα σαχλαμαρίστικη οπτική του Bill & Ted. Όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι εντελώς goofy (όλως τυχαίως η γκουφοταινία είχε γραφτεί από έναν εκ των δύο σεναριογράφων!), αλλά με έναν ώριμο και απελευθερωτικό τρόπο. Κατά μία έννοια, το ταξίδι του Bill και του Ted μέσα στον χώρο και τον χρόνο αποτελεί ένα ταξίδι μακριά από την τοξική αρρενωπότητα της επιβολής και του κυνισμού προς μια ουτοπική αρρενωπότητα σαχλή και αγαπησιάρικη, μπουμπουνοκέφαλη αλλά και υπεύθυνη τόσο απέναντι στον εαυτό της όσο και απέναντι στον άλλο. Έτσι, τα ακραία και παράλογα υψηλά stakes της ταινίας λειτουργούν αποτελεσματικά ακριβώς επειδή μας πείθει η ειλικρίνεια των χαρακτήρων και μας νοιάζει αυτό που βιώνουν εσωτερικά – κάτι που παραδοσιακά αδυνατεί να καταλάβει το σύγχρονο μαζικολαϊκό Hollywood.

Σ’ αυτό το ταξίδι των Bill & Ted τα βασικά τους εφόδια είναι δύο: η μουσική και η γλώσσα. Η αναζήτηση των ηρώων για την μουσική που θα ενώσει την ανθρωπότητα ενσαρκώνει ένα ρομαντικό καλλιτεχνικό ιδεώδες που λείπει από το περιβάλλον κυνισμού και αυταναφορικότητας της μαζικής κουλτούρας σήμερα. Εξάλλου, όπως λέγαμε πρόσφατα με άλλη αφορμή, υπάρχει κι ένα ρεύμα ανατίμησης της μουσικής αφήγησης που είναι σύγχρονο κι οργανικά δεμένο με την εποχή του, εκφράζοντας μια τάση εντός του που δείχνει προς την ειλικρίνεια και την ευαισθησία. Μακάρι να είχε και λίγο περισσότερο από το hair metal που αγαπήσαμε στις πρώτες ταινίες, αλλά τέλος πάντων. Από την άλλη, η ιδιόγλωσσα του franchise είναι πραγματικά ακαταμάχητη. Ο τρόπος που μιλάνε ο Bill κι ο Ted μοιάζει ηλίθιος, αλλά είναι τόσο κοφτός, απλός, μεστός και οικείος που μοιάζει απελευθερωτικά αληθινός. Δεν έχει τίποτα από την πολυπλοκότητα και την αμφισημία του κινηματογραφικού λόγου που θεωρείται αξιόλογος, αλλά με ένα τρόπο σε ξαλαφρώνει, αφαιρεί το βάρος του περιττού, λέει απλά αυτό που είναι σημαντικό να ειπωθεί. Η γλώσσα του Bill & Ted βγάζει νόημα. Για πόσες γλώσσες μπορείς να το πεις αυτό σήμερα χωρίς να πεις ψέματα στον εαυτό σου; Ο Goethe, ο ρομαντικός που τόσο αγαπούσε τη μουσική και τον λόγο, έλεγε ότι κάθε μέρα πρέπει να προσπαθείς να ακούς ένα όμορφο τραγούδι και να λες μερικές αληθινές λέξεις. Αυτή είναι και η ρομαντική αποστολή του Bill και του Ted.

Το Bill & Ted Face the Music δεν είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα ούτε μια πρωτοπόρα κωμωδία. Είναι μια wholesome ταινία. Μια pop ταινία που δίνει την εντύπωση ότι φτιάχτηκε με αγάπη και μεράκι. Μήπως αυτό είναι ένα τελείως άλλο είδος κινηματογραφικής μαγείας όσον αφορά την ικανοποίηση της σύγχρονης ανάγκης μας για wholesomeness; Έλα ντε, μπορεί. Μπορεί όμως σε λίγους μήνες να μην το θυμάται κανένας πλέον. Μπορεί να μείνει άλλο ένα reboot ανάμεσα σε μυριάδες άλλα. Μπορεί να καταγραφεί απλώς ως μια υποσημείωση στην μεγάλη πορεία του Keanu Reeves προς τον δίκαιο θρόνο του ως Σωτήρας της Ανθρωπότητας. Προς το παρόν, είναι μια ταινία που μας την χρώσταγε το 2020. Όχι μόνο επειδή μας κάνει να νιώθουμε όμορφα, αλλά κι επειδή προτείνει με αφοπλιστική αφέλεια ένα καθολικό όραμα ένωσης της ανθρώπινης κοινότητας. Το Bill & Ted Face the Music μας κοιτάζει ευθεία στα μάτια, παίρνει την πιο ηλίθια έκφραση που μπορεί να σκεφτεί, και μας ζητάει το πιο απλό και πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Να είμαστε excellent ο ένας απέναντι στον άλλο.

Best of internet