Quantcast

Εναντίον της ζωής: 10 πετυχημένες περιπτώσεις λαβκραφτικού κινηματογραφικού τρόμου που δεν βασίστηκαν σε ιστορίες του H.P. Lovecraft

Καθώς το Lovecraft Country δοκιμάζει κι αυτό την τύχη του στη μικρή οθόνη

Μοιάζει κάτι παραπάνω από δεδομένο: η κινηματογραφική αφήγηση πάντα αντλούσε από τη λογοτεχνική γραφή. Ύφος, ατμόσφαιρα, στυλ, θέμα – και πρωτίστως το ίδιο το δραματικό υλικό πάνω στο οποίο θα στήνονταν αμέτρητες σελιλόιντ ιστορίες, είτε ανέφεραν ένα λογοτεχνικό έργο στα credits τους είτε όχι. Από μόνο του αυτό βέβαια, δηλαδή η σχέση εικόνας και γραφής, είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα, αλλά προς το παρόν για χάρη της κουβέντας ας το πάρουμε ως λίγο-πολύ δεδομένο. Παραδοσιακά, λοιπόν, η λογοτεχνική επιρροή στο σινεμά έτεινε να διαχωρίζεται, ρητά ή άρρητα, σε μείζονα και ελάσσονα, σε α’ και β’ διαλογής, σε λογοτεχνική και παραλογοτεχνική, αν θέλετε. Στην πρώτη κατηγορία έμπαιναν τα έργα που προέρχονταν από τον λογοτεχνικό κανόνα της δυτικής (προφανώς) παράδοσης, ενώ στην δεύτερη εντάσσονταν τα λογοτεχνικά έργα που περιφρονητικά θεωρούνταν λιγότερο ποιοτικά, ακολουθώντας την παραδοσιακή συντηρητική διάκριση ανάμεσα σε υψηλή (αστική;) και χαμηλή (λαϊκή;) κουλτούρα. Μιλάμε βέβαια για τον τεράστιο αστερισμό από horror, noir, fantasy, sci-fi και λοιπές pulp ιστορίες που συνήθως εμφανίζονταν σε λαοφιλή έντυπα χαμηλού κόστους από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κι έπειτα.

Από τότε, φυσικά, έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Όχι μόνο τα 60s και τα 70s έφεραν μια μεγάλη επανεκτίμηση αυτής της λογοτεχνικής επιρροής στο σινεμά είδους (ρίχνοντας αναδρομικά φως και σε πολλές πλευρές της κινηματογραφικής παραγωγής των προηγούμενων δεκαετιών που θεωρήθηκαν b ή z στην εποχή τους), αλλά οι τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει σε μια τέτοια ανατίμηση της geek κουλτούρας που πλέον οι sci-fi, fantasy και horror παραγωγές αποτελούν κεντρική κινητήριο δύναμη της βιομηχανίας του θεάματος. Έτσι, το σινεμά κι η τηλεόραση άρχισαν να στρέφονται όλο και περισσότερο σε τέτοιους συγγραφείς και στα έργα τους, αναβιώνοντας και διασκευάζοντας διαρκώς τις διάφορες εκδοχές της λογοτεχνίας του αλλόκοτου και του φανταστικού. Κι ενώ πολλοί τέτοιοι συγγραφείς έχουν πλέον στάτους κινηματογραφικού χρυσωρυχείο σχεδόν, με χαρακτηριστικότερο τον Stephen King βέβαια, το Hollywood συνεχίζει να έχει ένα τυφλό σημείο. Έναν συγγραφέα που δυσκολεύεται, έως και αδυνατεί να μεταφέρει ορθώς στην μεγάλη οθόνη – ή, ακόμα κι αν το κάνει το σωστά, δυσκολεύεται να το μεταφράσει σε mainstream επιτυχία. Είναι ο H.P. Lovecraft φυσικά.

Αν μιλάμε αυτή τη στιγμή για τον Lovecraft και τις κινηματογραφικές του μεταφορές, το κάνουμε γιατί αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στη μικρή οθόνη το πρώτο επεισόδιο του Lovecraft Country, της φιλόδοξης σειράς του HBO που επιχειρεί να φέρει την άνοιξη σε ένα αρκετά χειμωνιάτικο φετινό τηλεοπτικό τοπίο. Επίσης, όλως τυχαίως, χτες έκλεισαν 130 χρόνια από τη γέννηση του απόκοσμα σκατόψυχου Αμερικάνου συγγραφέα που μετά θάνατον αποδείχτηκε ένας από τους επιδραστικότερους του αιώνα για τη λογοτεχνία του φανταστικού. Υπάρχει, λοιπόν, μια δυσκολία στη μεταφορά του Lovecraft. Όχι σε επίπεδο ιστοριών. Προς θεού, το Hollywood αγαπάει τα τέρατα όσο τίποτε άλλο. Αν υπάρχει μια κεντρική, θεμελιώδης δυσκολία στη μεταφορά του λαβκραφτικού υλικού αυτή αφορά, φυσικά, το ύφος. Όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει επιχειρήσει να επικοινωνήσει με το έργο του, η ατμόσφαιρα του Lovecraft είναι απόκοσμη κι αδιαπέραστη, σχεδόν φευγαλέα μέσα στον αναπόφευκτο τρόμο της. Ο αντιανθρωπισμός κι ο αντιμοντερνισμός του έρχεται από τα βάθη, από το μυθικό παρελθόν και τον προσωπικό φόβο. Η αδυναμία κατανόησης κι η ανεπάρκεια της αντίληψης δεν είναι συμπονετική ούτε ωθεί στην ενσυναίσθηση. Είναι νιχιλιστική, πεσιμιστική. Η ασημαντότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν καλεί σε επανεπινόηση του νοήματος αλλά ανοίγεται στην κοσμική αδιαφορία του σύμπαντος. Αν υπογραμμίζει την ευθραυστότητα του εδάφους της πραγματικότητας, δεν το κάνει για να δημιουργήσουμε μια διαφορετική αλλά για να μας ρίξει την τελευταία σπρωξιά προς την πτώση χωρίς τέλος.

Όλα αυτά τα όμορφα και χαρμόσυνα, ομολογουμένως, δύσκολα μεταφράζονται σε κινηματογραφική γλώσσα αν οι δημιουργοί δεν καταφέρουν τόσο να οπτικοποιήσουν την ιδιαίτερη αύρα τους όσο και να επεξεργαστούν την σκοτεινή θεματολογία τους. Εξάλλου, το καταραμένο απόθεμα που αφήνει πίσω της η ανάγνωση καθώς κατακάθεται στην φαντασία, αυτή η υπόνοια του μη-απεικονίσιμου, έχει κάποιες πλευρές που μοιάζουν δομικά ασυμβίβαστες με την κινηματογραφική εμπειρία. Γι’ αυτές του τις πλευρές, ο Lovecraft εκτιμήθηκε από τόσο διαφορετικούς συγγραφείς όσο ο Stephen King, o William Burroughs, o J.L. Borges, o Michel Houellebecq (απ’ τον οποίο δανειστήκαμε τον τίτλο αυτού του αφιερώματος) κι οι στοχαστές Gilles Deleuze και Felix Guattari. Παράλληλα, το έργο του δέχτηκε επανειλημμένες και δίκαιες κριτικές για τον αντι-μαύρο ρατσισμό και τον πολιτικό συντηρητισμό του, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο το εγχείρημα μιας ουσιαστικής μεταφοράς που να μένει πιστή στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα, κατανοώντας παράλληλα το context  και το subtext του έργου. Παρόλα αυτά, το σινεμά κι η τηλεόραση προσπάθησαν, ξανά και ξανά.

Οι λαβκραφτικές μεταφορές, λοιπόν, έχουν πολλές παταγώδεις αποτυχίες, μπόλικα καλτ διαμάντια και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις. Συνολικά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα σπορ που μάλλον απευθύνεται στους πολύ πιστούς του λαβκραφτικού τρόμου. Δεν θα κάνουμε εδώ μια πλήρη επισκόπηση αυτών των μεταφορών, αλλά θα σημειώσουμε κάποιες κομβικές κι ενδιαφέρουσες στιγμές τους. Αρχικά, είναι αδύνατον να μην επισημάνουμε τη σημασία δύο κεντρικών προσώπων για το σινεμά και την τηλεόραση του φανταστικού. Τόσο ο Roger Corman όσο και ο Rod Serling ήταν από τους πρώτους που μετέφεραν Lovecraft στην οθόνη, ο πρώτος με το The Haunted Palace του 1963 κι ο δεύτερος σε επεισόδια του υπέροχου Night Gallery από το 1969 μέχρι το 1973. Την ίδια περίοδο, εμφανίζονται τα πρώτα καλτ ενδιαφέροντος πραματάκια σαν το Die, Monster, Die!, το Curse of the Crimson Altar και το The Dunwich Horror. Απόλυτος σταθμός, όμως, για τις λαβκραφτικές μεταφορές ήταν βέβαια το δίδυμο Stuart Gordon και Brian Yuzna, οι οποίοι στα 80s έφτιαξαν τα Re-Animator και From Beyond, με μπόλικη αγάπη για τον Lovecraft αλλά χωρίς ιδιαίτερα λαβκραφτική ατμόσφαιρα (την οποία πέτυχαν περισσότερο κάποια χρόνια αργότερα στο τηλεοπτικό Dreams in the Witch House).

Κι ενώ τα 80s άφησαν πίσω τους ένα νήμα απολαυστικής καλτίλας με πράματα σαν το The Curse και το The Unnamable, στα 90s τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα (ήταν εξάλλου μια ζόρικη δεκαετία συνολικά για τον κινηματογραφικό τρόμο). Αν εξαιρέσουμε το ενδιαφέρον The Ressurected του έμπειρου Dan O’Bannon και κάτι αλλόκοτες περιπτώσεις σαν το τηλεοπτικό Witch Hunt (με σκηνοθέτη Paul Schrader, πρωταγωνιστή Dennis Hopper και συνθέτη Angelo Badalamenti!), η δεκαετία κινήθηκε σε απογοητευτικά επίπεδα με ταινίες σαν το Necronomicon και το Lurking Fear. Έπειτα, ήρθε μια σύντομη απροσδόκητη πλην ευπρόσδεκτη άνοιξη με τις δύο μεταφορές που επιμελήθηκε η H. P. Lovecraft Historical Society, το The Call of Cthulhu του 2005 και το The Whisperer in Darkness του 2011, με τους δημιουργούς Sean Branney και Andrew Leman να δείχνουν ταυτόχρονα αγάπη και κατανόηση προς το λαβκραφτικό έργο, καταφέρνοντας έτσι να μετατρέψουν αυτές τις δύο low-budget αυτοσχέδιες παραγωγές στις πιο πιστές κινηματογραφικές μεταφορές του συγγραφέα. Πέρσι, τέλος, είχαμε μια ακόμα μικρή αναζωογονητική ένεση με το Color Out of Space του Richard Stanley από τους παραγωγούς του επίσης λαβκραφτικών αποχρώσεων Mandy, η οποία αφήνει υποσχέσεις για ένα καλύτερο λαβκραφτικό κινηματογραφικό μέλλον, μέχρι τουλάχιστον να καταφέρουμε κάποτε να δούμε το μυθικό πλέον At the Mountains of Madness που θέλει να γυρίσει ο Guillermo del Toro.

Από την άλλη, για να περάσουμε και στο ζητούμενο αυτού του αφιερώματος, υπάρχει ένας πολύ πλούσιος έμμεσα λαβκραφτικός κινηματογράφος. Ένας κινηματογράφος δηλαδή που δεν μεταφέρει αυτούσιο το έργο του συγγραφέα στη μεγάλη οθόνη αλλά εμπνέεται από τον ιδιαίτερο τρόμο και την ιδιαίτερη αύρα του λαβκραφτικού έργου, οπτικοποιώντας την ατμόσφαιρά του αντί για το κείμενό του. Φυσικά, το πώς ορίζεις αυτό το πεδίο του έμμεσου λαβκραφτικού κινηματογράφου είναι από μόνο του ένα θέμα προς συζήτηση. Εν πολλοίς, μας καθοδηγεί η διαίσθηση και όχι η ανάλυση. Σχηματικά, όμως, θα λέγαμε ότι ο πυρήνας του αφορά έναν απόκοσμο φόβο απέναντι στο άγνωστο, συνδυασμένο με μια καταδικασμένη επιθυμία για γνώση και μια ανυπέρβλητη αίσθηση ανημποριάς απέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου. Προφανώς, αρκετές από τις ταινίες που ακολουθούν περιλαμβάνουν κυριολεκτικά τέρατα (ενίοτε με πλοκάμια) κι εν γένει ανήκουν στον χώρο του φανταστικού, αλλά δεν είναι αυτά τα στοιχεία που δίνουν απαραίτητα τον λαβκραφτικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερο μπόνους, δε, θεωρείται η παρουσία του Sam Neill σε ρόλο που χάνει τα λογικά του, αλλά θα επανέλθουμε σε αυτό παρακάτω.

Καθώς λοιπόν ελπίζουμε το Lovecraft Country να καταφέρει να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο που έχει αναλάβει, δηλαδή την διατήρηση της ατμόσφαιρας/γοητείας του Lovecraft και την ταυτόχρονη αναμέτρηση με την αντιδραστική κληρονομιά του μέσα στο σημερινό πολιτικό/πολιτισμικό κλίμα της pop κουλτούρας (θα επανέλθουμε στο μέλλον προφανώς), σας παρουσιάζουμε 10 πετυχημένες περιπτώσεις λαβκραφτικού κινηματογραφικού τρόμου που δεν βασίστηκαν σε ιστορίες του H.P. Lovecraft. Απολαύστε απόκοσμα και υπεύθυνα.

The Last Wave (Peter Weir, 1977)

Φαινομενικά παράδοξη η σύνδεση με τον Lovecraft, αλλά η ταινία του Weir καταφέρνει να ενσαρκώσει τον ονειρικό κοσμικό τρόμο και τα αποκαλυπτικά οράματα του συγγραφέα με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Υπέροχο δείγμα του πλούσιου αυστραλιανού σινεμά των 70s.

Within the Woods (Sam Raimi, 1978)

Η παρουσία του λαβκραφτικού Necronomicon είναι διάχυτη σε όλη την Evil Dead τριλογία του Raimi, αλλά σ’ αυτό το μικρό φιλμ έχουμε την πρώτη εκδοχή της κι η αυτοσχέδια παραγωγή της ταινίας δίνει μια φουλ απόκοσμη εσάνς στο αποτέλεσμα.

Alien (Ridley Scott, 1979)

Ε, ναι, προφανώς. Εξάλλου τόσο ο Scott όσο κι οι O’Bannon και Giger ήταν μεγάλοι fans του Lovecraft κι αυτό έχει διαπεράσει ολόκληρη την ταινία. Σε παρόμοιο κλίμα, να σημειώσουμε και το Event Horizon που, εκτός των άλλων, έχει και Sam Neill να τρελαίνεται.

The Beyond (Lucio Fulci, 1981)

Όλη η Gates of Hell τριλογία (μαζί με το City of the Living Dead και το House by the Cemetery) του Fulci είναι εξόχως λαβκραφτική, αλλά εδώ έχουμε επίσης μια από τις πιο υψηλές στιγμές του μετρ του ιταλικού τρόμου.

Possession (Andrzej Żuławski, 1981)

Οικογενειακό ψυχολογικό δράμα με τη μορφή λαβκραφτικού υπαρξιακού τρόμου; Ναι, αυτή είναι η μαγεία του Zulawski και γι’ αυτό το Possession είναι μια από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες έβερ. Επίσης, Sam Neill να τρελαίνεται.

The Thing (John Carpenter, 1982)

Σίγουρα ο πιο λαβκραφτικός σκηνοθέτης αυτής της λίστας. Τέτοια στοιχεία βρίσκουμε επίσης στο The Fog, το Prince of Darkness και βέβαια στο In the Mouth of Madness (με Sam Neill να τρελαίνεται φυσικά), αλλά το The Thing παραμένει αξεπέραστο σε όλα του.

Beyond the Black Rainbow (Panos Cosmatos, 2010)

Όχι τόσο διάσημο όσο το μετέπειτα Mandy του Cosmatos, αλλά εδώ έχουμε έναν από τους πιο λαβκραφτικούς κεντρικούς χαρακτήρες που έχουμε δει στο σύγχρονο horror σινεμά. Βάλσαμο για τα μάτια και βάσανο για την ψυχή.

The Endless (Justin Benson & Aaron Moorhead, 2017)

Όλα τα έργα των Benson και Moorhead είναι τίγκα στον Lovecraft, αλλά εδώ τελειοποίησαν τον συνδυασμό μερακλίδικου φανμποϊσμού και αυτοσχέδιου σινεμά. Αν θέλετε ένα ακόμα τίμιο low-budget λαβκραφτικό φιλμ, τσεκάρετε και το The Void του 2016.

Annihilation (Alex Garland, 2018)

Σαφέστατα επηρεασμένος από τις λαβκραφτικές ιστορίες αλλά οπλισμένος με αντιλαβκραφτική ευαισθησία, ο Garland έφτιαξε εδώ ένα απροσδόκητο διαμαντάκι επιστημονικής φαντασίας για το οποίο τα είπαμε αναλυτικά άλλωστε.

The Lighthouse (Robert Eggers, 2019)

Λαβκραφτικοί χαρακτήρες, λαβκραφτική εικονογραφία, λαβκραφτικό νταραβέρι με μυστικά που τρελαίνουν, με φως που τυφλώνει και με θάλασσα που πνίγει. Μυρίζει καλοκαιράκι, αν θέλετε.

Best of internet