Quantcast

To Capone είναι κάτι σαν το The Sopranos αν το είχε γυρίσει ο Tommy Wiseau

Κι αυτό είναι… καλό; Μάλλον; Κανείς δε μπορεί να είναι σίγουρος πια

“Αν υπάρχει ένα πράγμα που βαριέμαι περισσότερο στο σινεμά, αυτό είναι οι «απλά καλές» ταινίες. Μιλάω για εκείνες τις ταινίες που είναι ΟΚ, που είναι «ενδιαφέρουσες», που είναι μη-επιθετικά μέτριες, που παίρνουν 2μιση αστεράκια, που έχουν 6.3 στο IMDb, που σου λένε «δεν αξίζει για σινεμά, δες το στο σπίτι». Αυτή η κατηγορία ταινιών, βέβαια, δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο στυλ και ύφος. Μπορεί να είναι μια μέτρια χολιγουντιανή ταινία, μια αδιάφορη arthouse φεστιβαλιά, ένα horror που δεν παίρνει ούτε πολύ σοβαρά ούτε πολύ ασόβαρα τον εαυτό του, μια κυριλέ νερόβραστη βιογραφία, οτιδήποτε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από δύο μέρες δεν θα θυμάσαι τίποτα απολύτως. Ούτε το δράμα των χαρακτήρων, ούτε την αισθητική του σκηνοθέτη, ούτε τα συναισθήματα που σου γέννησε. Στην θέση της ανάμνησης όλων αυτών υπάρχει απλά μια γκρίζα θολούρα που κρύβει πίσω της μια αχνογραμμένη επιγραφή. Αν πλησιάσεις αρκετά κοντά, τότε μπορείς να την διαβάσεις. Η επιγραφή λέει: «νταξ καλή ταινιούλα είναι».

Εφιάλτης, όνειδος, πόνος, έρεβος, σκατά. Χίλιες φορές μια αληθινά παθιασμένη αποτυχία από εκατό αδιάφορες επιτυχίες μαζί. Χίλιες φορές ένας χρυσελεφάντινος πύργος που καταρρέει μεγαλοπρεπώς από ένα μίζερο δυαράκι στο Νέο Κόσμο. Χίλιες φορ- ΟΚ, το πιάσατε, δεν χρειάζονται άλλες υπερβολές. Πραγματικά, όμως, ερωτώ: βλέπεις μια ταινία με βαθμολογία 6.3 και μια άλλη βαθμολογία με 2.8, την ώρα μάλιστα που η δεύτερη έχει μπάτζετ σχεδόν 100 εκ. δολάρια, ένα τεράστιο στούντιο από πίσω και μια σειρά από πρωτοκλασάτους σελέμπριτιζ να πρωταγωνιστούν. Ποια από τις δύο θα διαλέξεις; Θα αρκεστείς στην απατηλή ασφάλεια της μετριότητας που σε σκοτώνει αργά ή θα κάνεις το άλμα πίστεως ώστε να βρεθείς σε ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης πέραν του καλού και του κακού που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την γενναία κατανάλωση του μεγαλύτερου σκουπιδιού καθώς κοιτάς κατάματα την οπλισμένη κάννη της ακούσιας αυτο-παρωδίας;”

Έτσι ξεκινάγαμε το κείμενό μας για το Cats στην αρχή της χρονιάς, εκείνη τη μακρινή εποχή που ο κόσμος ήταν ακόμα ένα πολύ πιο απλό μέρος. Και συγνώμη για το εκτενώς αυτο-αναφορικό απόσπασμα, αλλά πραγματικά μας εκφράζει στο ακέραιο – σχεδόν σα να το έχουμε γράψει εμείς. Και, βασικότερο, ταιριάζει γάντι σ’ αυτά που θα προσπαθήσουμε να πούμε εδώ πέρα. Κατά μία έννοια, το Cats ήταν η blockbuster εκδοχή του The Room – όχι ως προϊόν της μεγαλομανίας ενός ανθρώπου με αμφίβολα κίνητρα, προέλευση και κριτήρια αλλά ένα παράξενο προϊόν μιας μεγάλης βιομηχανίας που μάλλον δεν ήξερε καν τι έκανε επειδή όλοι όσοι εμπλέκονταν είχαν πάρει catnip και τριπάρανε. Αυτές τις μέρες, λοιπόν, είδαμε το Capone του Josh Trank και μοιραία οι σκέψεις μας πήγανε σε ταινίες σαν το Cats και το The Room. Ο λόγος είναι απλός. Η ταινία του Trank σφυροκοπήθηκε ανελέητα από κοινό και κριτική (4.9 στο IMDb και 41% στο Rotten Tomatoes, άουτς) κατά την ψηφιακή κυκλοφορία της έπειτα από το πιστόλιασμα της διανομής της λόγω πανδημίας. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Ήταν μια ακριβή και φιλόδοξη ταινία που εκτροχιάστηκεαπό τον έλεγχο των δημιουργών ή είναι ένα παρεξηγημένο έργο παρα-κινηματογραφικής υφής που χρειάζεται να αναλύσουμε με διαφορετικό τρόπο; Με άλλα λόγια, είναι πιο κοντά στο Cats ή πιο κοντά στο The Room; Ερώτημα.

Θα ξεκινήσουμε ψύχραιμα λέγοντας πως, ναι, περάσαμε καλά βλέποντάς το. Πολύ καλά, με την έννοια ότι βλέπεται εξαιρετικά ευχάριστα αν είσαι πιωμενος/κλασμενος ή με την κατάλληλη παρέα, διατηρώντας παράλληλα ένα έντονο πολιτισμικό ενδιαφέρον άσχετα με την προσωπική αισθητική απόλαυση. Έτσι κι αλλιώς έχουμε ένα απαλό μέρος στην καρδιά μας για ταινίες που αποδεικνύονται cult κατά λάθος (και μιλάμε για πράγματα τόσο διαφορετικά όσο το Batman v. Superman και το Adults in the Room). Μάαααλλον δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Trank και του Capone βέβαια, αλλά στην πραγματικότητα το θέμα είναι μάλλον λίγο πιο πολύπλοκο. Μπορούμε άραγε να γνωρίζουμε με σιγουριά την ακριβή καλλιτεχνική πρόθεση του δημιουργού; Απόλυτα, όχι. Ξέρουμε βέβαια ότι υπάρχει μια βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής και διανομής που ποντάρει χοντρά λεφτά σε ταινίες τέτοιου βεληνεκούς, αλλά πάντα γίνονται και λάθη (ξανά: Cats). Την ίδια ώρα, ξέρουμε ότι κατά την τελευταία δεκαετία η σύγχρονη pop κουλτούρα έχει μπει σε μια φάση δομικής ειρωνικής αυτοαναφορικότητας και αμφισημίας σε βαθμό που κάποιες φορές δυσκολεύεσαι να διακρίνεις με σιγουριά αν κάτι είναι σοβαρό ή ειρωνικό, ειλικρινές ή παρωδιακό. Μέσα σ’ αυτό το πολιτισμικό περιβάλλον, μερικά πράγματα είναι προορισμένα να πέσουν μεταξύ κενού και αποβάθρας, κάπου ανάμεσα, στο κενό. Όχι απαραίτητα επειδή απέτυχαν να μεταδώσουν αυτό που ήθελαν (πράγμα πάντα πιθανό βέβαια), αλλά κι επειδή ενδέχεται αυτό που ήθελαν να μεταδώσουν να ήταν εξαρχής ολισθαίνον, πειραγμένο, μεταιχμιακό. Ναι, τα πράγματα έχουν γίνει τόσο meta πλέον.

Ας πιάσουμε, για παράδειγμα, τον ίδιο τον Josh Trank, τον σκηνοθέτη του Capone. Σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα, έμοιαζε να προαλείφεται για ένας από τους μελλοντικούς σωτήρες του Hollywood, αφού σε ηλικία 27 ετών έγινε ο νεότερος σκηνοθέτης που έφτασε στο no.1 του αμερικάνικου box office. Η ταινία με την οποία το κατάφερε ήταν το Chronicle, ένα post-superhero δράμα με μορφή found footage που περπάταγε πετυχημένα το τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην ειρωνεία και την σοβαρότητα. Ήταν σαφέστατα μια meta υπερηρωική ταινία, την ώρα που το superhero σινεμά βρισκόταν καθοδόν για να γίνει η κινηματογραφική μεγα-μηχανή που είναι σήμερα. Θυμηθείτε, όταν γυριζόταν το Chronicle δεν είχε βγει καν το πρώτο Avengers στα σινεμά. Ο Trank ήταν πολλά υποσχόμενος, λοιπόν, και σίγουρα έδειχνε να κατέχει την κινηματογραφική γλώσσα της ειρωνικής αμφισημίας. Έπειτα, ανέλαβε να φτιάξει μια “κανονική” superhero ταινία με το Fantastic Four και τα πήγε σκατά. Θεόσκατα. Πραγματικά σκατά. Χωρίς ειρωνείες και αμφισημίες. Μετά, διαμαρτυρόταν δημόσια για το ότι η Fox του πετσόκοψε το παρεξηγημένο καλλιτεχνικό όραμα. ΟΚ, πάντα είμαστε με τον δημιουργό και όχι με το studio, αλλά αμφιβάλλουμε σοβαρά για το ότι βρισκόταν κάποιο αριστούργημα μέσα σε αυτήν την ταινία. Δηλαδή, την είδαμε. Ό,τι μπινιές κι αν έκανε η Fox, πόσο καλύτερο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα; Και κάπως έτσι, μέσα σε 3 χρόνια, ο Trank μετατρέπεται από μεσσία σε παρία. Γαμημένο θέαμα.

Και μετά, Capone. Ο Trank βάζει μπρος να κάνει μια φαινομενικά υπερ-κυριλέ prestigious βιογραφία, χωρίς την υποστήριξη κάποιου μεγάλου studio αυτή τη φορά. Εξάλλου, έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο πόσο συνηθίζει να τα σκατώνει το κυριλέ Hollywood με τα biopics. Εδώ, ο Trank επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον Tom Hardy ως Al Capone, έναν ρόλο που έχουν υποδυθεί στο παρελθόν γίγαντες σαν τον Rod Steiger και τον Robert De Niro, έναν ήρωα με πλούσια κινηματογραφική ιστορία που αποτελεί μείζον σύμβολο της pop κουλτούρας. Και πώς μοιάζει το αποτέλεσμα; Έχουμε μια παράξενη, ακραία, υπερβολική ερμηνεία που πηγαίνει πέραν του καλού και του κακού ώστε να καταλήξει σε ένα μαφιόζικο παρανοϊκό mumble rap ενός ισχυρού άνδρα που βρίσκεται υπό κατάρρευση. Ναι, κυρίες και κύριοι, αυτός είναι ο Tom Hardy και γι’ αυτό είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Αν το προχωράγαμε λίγο περισσότερο, θα λέγαμε ότι αυτή είναι πλέον η προσωπική και μοναδική τέχνη του Hardy. Η τέχνη του μουγκρητού, του πληγωμένου ανδρικού ζώου, της πνιγμένης γλώσσας που γίνεται μουρμουρητό, της αρρενοπώτητας σε κρίση, της παραδοσιακής ταυτότητας και σιγουριάς που έχει γίνει πλέον βάρος, εμπόδιο, βραχνάς. Κατά μία έννοια, ο Hardy είναι ο ιδανικός μετα-macho χολιγουντιανός σταρ που μουγκρίζει και μουγκανίζει με συνείδηση των ορίων της κινηματογραφικής αρρενωπότητας του παρελθόντος. Το έχει κάνει σε πολλές ταινίες, αλλά καθαρότερα απ’ όλες στο Mad Max: Fury Road και στο Capone. Κι αν το φτάναμε ακόμα παραπέρα, θα προβλέπαμε ότι ο Hardy θα γίνει ο επόμενος Nicolas Cage, για τον οποίο με αφορμή του Mandy λέγαμε ότι καλλιεργεί μια προσωπική και μοναδική υποκριτική τέχνη που βρίσκεται μονίμως στο όριο, στα άκρα. Ε, κάπως έτσι το πάει κι ο Hardy.

Η ταινία έχει σίγουρα σοβαρά προβλήματα, πράγματα που δικαιολογούν τις τραγικές βαθμολογίες, αλλά έχει και στοιχεία βαθύτατα γοητευτικά. Πρώτα απ’ όλα, η ζωή του Capone μετά την φυλακή κι η επακόλουθη κατάρρευσή του είναι από μόνη της ένα πολύ ενδιαφέρον premise για την κινηματογραφική εξέταση της οριακής αρρενωπότητας και της ανδρικής υστερίας. Ο Capone είναι ένας άνδρας σε κρίση κι ένας gangster σε κρίση, αφού αναγκάζεται να αναμετρηθεί με το πέρασμα από την παντοδυναμία στην ανημποριά. Είναι μια ύπαρξη στα όρια της κατάρρευσης, αλλά εκεί ακριβώς είναι που προσπαθεί να προσεγγίσει την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια. Μ’ αυτήν την έννοια, η ταινία επικοινωνεί με μια σειρά από σύγχρονα έργα που επεξεργάζονται το τέλος των μεγάλων/ισχυρών ανδρικών ταυτοτήτων του 20ού αιώνα, από το Joker και το Once Upon a Time in Hollywood μέχρι το The Irishman – βασικά, κυρίως το The Irishman. Ταυτόχρονα, όμως, το Capone αποφεύγει την αισθητικοποιήση και την ρομαντικοποίηση του ήρωά του, προσπαθώντας αντίθετα να κοιτάξει κατάματα την ασχήμια που αποκαλύπτει αυτή η κατάρρευση. Έτσι, η τραυματισμένη, προβληματική, αντιφατική ανδρική φιγούρα του Capone δεν έχει τίποτα cool – ή τουλάχιστον το coolness που θα περίμενε κανείς από την ατάκα “o Tom Hardy θα παίζει τον Al Capone”. Έτσι, παρά την αμπαλοσύνη της, η ταινία προσεγγίζει έναν ειλικρινή μετα-αντιηρωισμό που δείχνει αυτοσυνείδηση και δεν επιζητεί την εύκολη, βολική λύτρωση και δικαίωση μέσω του coolness ή του badassery. Αντίθετα, οξύνει τις αντιθέσεις, τραβάει τα πράματα στις ακραίες τους συνέπειες, αντικρίζει με ευθύτητα τα ίδια τα όρια του ανδρικού αντι-ηρωισμού. Μ’ αυτήν την έννοια, επικοινωνεί περισσότερο με έργα σαν το You Were Never Really Here, το BoJack Horseman, το Uncut Gems και το Barry. Είναι μια αναμέτρηση με την θνητότητα α λα The Sopranos σε Tommy Wiseau εκδοχή. Υπάρχει κάτι βαθιά γοητευτικό σε αυτό, όχι;

Τα έχει άραγε υπόψιν όλα αυτά ο Trank; Σίγουρα ναι. Είναι millennial παιδί της εποχής του κι έχει αποδείξει ότι ξέρει να μιλάει την γλώσσα της, να παρακολουθεί τις δυναμικές της και να αναδεικνύει τις αντιθέσεις της. Είχε όμως την καλλιτεχνική πρόθεση να τα βάλει μέσα στο Capone με τον τρόπο που αναλύουμε τόση ώρα; Πραγματικά, δεν ξέρω. Και δε μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα. Όλα τα παραπάνω είναι μια υποκειμενική ανάγνωση των πραγμάτων που ήθελα εγώ να βρω στην ταινία και μια έκθεση των σκέψεων που μου γέννησε εκείνη. Στην τελική, τι είναι πιο σημαντικό από τα δύο; Η πρόθεση του καλλιτέχνη ή η ανάγνωση του κοινού; Ίσως ο συγγραφέας να είναι όντως νεκρός, όπως προφήτευε ο Roland Barthes πριν από μισό αιώνα. Δε μπορείς λοιπόν να είσαι σίγουρος, αλλά εν πολλοίς εκεί βρίσκεται η γοητεία, η σαγήνη του να αναλύεις και να συζητάς για ένα έργο τέχνης. Πολλές φορές, το Capone μοιάζει με εντελώς παρωδιακή ταινία, αλλά δείχνοντας σημάδια ότι έχει συνείδηση του ότι παίζει στα όρια της παρωδίας και της σοβαρότητας, σα να γνωρίζει πως ακόμα και τα πιο σοβαρά πράγματα στον κόσμο έχουν βαθιά μέσα τους έναν πυρήνα γελοιότητας. Έτσι κι αλλιώς, η αυτοπαρωδία είναι η ευγενέστερη μορφή παρωδίας, αφού δείχνει τον κατάλληλο βαθμό αυτοσυνείδησης για να αναπτυχθεί ένα καλό γούστο του κακού γούστου, όπως έγραφε η Susan Sontag και μας έχει διδάξει από πρώτο χέρι ο John Waters. Ας πούμε, η αρχή της ταινίας με τα κλασικά πλην ψεύτικα αγάλματα στην έπαυλη του ξεφτισμένου gangster δεν είναι άραγε σκόπιμα παρωδιακή; Δεν ορίζει τον τόνο της ταινίας ανάμεσα στην ειρωνεία και την σοβαρότητα; Δεν είναι ένα kitsch με συνείδηση του εαυτού του, ως η άλλη όψη της υψηλής τέχνης (όπως έλεγε ο Clement Greenberg);

Έχουμε γράψει πολλά κι ίσως να μοιάζουν υπερβολικά, αλλά σίγουρα ταινίες σαν το The Room, το Cats, το The Man Who Killed Don Quixote και το Capone έχουν συχνότατα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον να τις δεις, να τις συζητήσεις και να τις αναλύσεις απ’ ό,τι μια καλούτσικη αλλά αδιάφορη και στεγνή ταινία της σειράς – για να επαναφέρουμε το κείμενο στον προβληματισμό της εισαγωγής. Σε τελική ανάλυση, το Capone είναι μια μετα-μαφιόζικη ταινία που στην πραγματικότητα δεν ασχολείται καν με την μαφία. Είναι μια συναρπαστική ταινία, και γι’ αυτό έκανε και τόση επιτυχία ως digital release παρά τις αρνητικές κριτικές. Ο κόσμος, απλά, έπρεπε να το δει με τα μάτια του. Το καστ, πέρα από τον Hardy, περιλαμβάνει αγαπημένες μορφές σαν την Linda Cardellini, τον Kyle MacLachlan, τον Matt Dillon και τον Neal Brennan (για να μην αναφέρουμε καν τις φάτσες από το The Sopranos). Το soundtrack έχει έναν φουριόζο El-P των Run the Jewels (!) να μας δίνει το score που δεν μπορέσαμε να ακούσουμε στο Blade Runner 2049. Είναι μια ταινία που άξιζε σινεμά, με ένα κοινό ορεξάτο για τρολάρισμα, σε μια συλλογική ατμόσφαιρα χαβαλέ και αγάπης. Είναι ένα σύγχρονο και αμφίσημο b-movie, μια αυθεντική καλτίλα που δεν διεκδικεί καν τον όρο για τον εαυτό της. Ούτως ή άλλως, τον τίτλο του cult δεν μπορείς να τον εκβιάσεις ή να τον απαιτήσεις. Όπως κι ο τίτλος του ποιητή ή του φιλοσόφου, είναι κάτι που σου απονέμεται. Και το Capone τον αξίζει.

Best of internet