Quantcast

Onward: Ξαναμαγεύοντας τον κόσμο, μία ταινία Pixar την φορά

Είδαμε το Φύγαμε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, λίγες μέρες πριν βγει στα σινεμά του πλανήτη

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

24 Φεβρουαρίου 2020

Με την Pixar μεγαλώσαμε μαζί. Μπορεί όχι κυριολεκτικά, αφού οι ρίζες του στούντιο ξεκινάνε πίσω στα 70s μέσα στην Lucasfilms πριν αγοραστεί από τον Steve Jobs το 1986, αλλά τουλάχιστον κινηματογραφικά. Κι αυτό γιατί, πίσω στο 1995 που βγήκε το Toy Story κι ήμασταν μικρά παιδιά κανένας άλλος δεν μας κατάλαβε (και δεν μας άρμεξε) όπως η Pixar. Παρόλο που ήδη από τις αρχές των 90s είχαμε γαλουγηθεί με τις ταινίες της Disney Αναγέννησης, καμιά τους δεν είχε αυτό που είχε το Toy Story: την αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά του ύστερου καπιταλισμού διαμορφώνουν την σχέση με τον εαυτό τους, την οικογένειά τους και τους φίλους τους μέσα από την απόκτηση παιχνιδιών και την επαφή με την μαζική κουλτούρα και τις νέες τεχνολογίες που φέρνει μαζί της.

Ουσιαστικά, αυτό έκανε το Toy Story του 1995. Απελευθέρωσε τον συναισθηματικό κόσμο που κατοικεί μέσα στη σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τα παιχνίδια τους, αναπαριστώντας την με όρους ταυτόχρονα αφοπλιστικά ειλικρινείς αλλά και επιχειρηματικά κυνικούς. Έδειχνε μεγάλη ωριμότητα στην διερεύνηση αυτού του συναισθηματικού κόσμου, αλλά παράλληλα απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε κριτική στην ίδια την βιομηχανία της παιδικής διασκέδασης. Μιλούσε στην ψυχή μας τρόπο που έδειχνε ότι η ουσία είναι στα συναισθήματα κι όχι στα ίδια τα παιχνίδια, αλλά ταυτόχρονα μας πουλούσε ακόμα περισσότερα παιχνίδια, τα ίδια παιχνίδια απ’ τα οποία εν πολλοίς εξαρτιόταν με θλιβερό τρόπο η κοινωνική μας θέση κι η συναισθηματική μας ανάπτυξη. Βέβαια, χτύπαγε διάνα σε κάτι πολύ καίριο: στο ότι τα εμπορεύματα δεν είναι ποτέ μόνο αντικείμενα. Ότι περιέχουν τα ίδια μια δικιά τους κουλτούρα και μεσολαβούν τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Έτσι, με έναν αναγκαστικά αλλοτριωμένο τρόπο ως μέρος μιας βιομηχανίας, το Toy Story εν πολλοίς κατάφερε μέσα από την ιστορία του να απελευθερώσει ένα μέρος της ζωής των πραγμάτων κι ένα μέρος της ζωής μέσα από τα πράγματα. Καθόλου μικρό πράγμα, καθόλου μικρό. Επίσης, μας έκανε τότε να κλαίμε σαν μικρά παιδ- oh wait.

Έκτοτε, η Pixar χάραξε έναν δικό της δρόμο για το mainstream παιδικό σινεμά. Φτιάχνοντας ταινίες που μιλάνε με ένταση τόσο στην ανήλικη όσο και την ανήλικη ψυχή, το στούντιο μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια αφηγήθηκε πολλές ιστορίες επιδεικνύοντας εντυπωσιακή ισορροπία ανάμεσα στη αγνή κινηματογραφική διασκέδαση και την ειλικρινή συναισθηματική ωριμότητα. Κάποιες φορές δε, παρά τις αναμενόμενες σεναριακές και σκηνοθετικές συμβάσεις και κοινοτοπίες, έδειχνε και εντυπωσιακό ανθρώπινο βάθος – εκείνο ακριβώς το βάθος που λείπει όλο και συχνότερα από τα μεγάλα χολιγουντιανά blockbusters. Στην κορυφή, φυσικά, βρίσκονται ταινίες σαν το Finding Nemo, το Inside Out,το Incredibles και το (καλύτερο όλων) WALL-E. Βέβαια, η Pixar του 2020 δεν είναι η Pixar του 1995, δηλαδή μια disruptive εταιρία που φέρνει τα πάνω κάτω σε ένα ρευστό κινηματογραφικό περιβάλλον. Αντίθετα, είναι η Pixar που εξαγοράστηκε από τη Disney το 2006, ενισχύοντας τις μονοπωλιακές τάσεις της αυτοκρατορίας του μικιμάου κι υπακούοντας πλέον αναγκαστικά στους μεγα-κύκλους συσσώρευσης κεφαλαίου και τις μεγα-πολιτικές διαμόρφωσης της μαζικής κουλτούρας. Με άλλα λόγια, είναι πλέον μια από τις πιο καλογυαλισμένες και καλοκουρδισμένες μηχανές του Χόλιγουντ, δείχνοντας από τη μία πλευρά υπερ-συναισθηματισμό στην αφήγηση κι από την άλλη υπερ-κυνισμό στην επιχειρηματικότητα.

Και τώρα, λοιπόν, βρισκόμαστε στη φετινή Berlinale όπου παρακολουθήσαμε την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας Pixar, του Onward δηλαδή, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει 5 Μαρτίου στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες με τον τίτλο Φύγαμε. Εδώ, η Pixar κι ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος Dan Scanlon επιχειρούν να πουν μια urban fantasy ιστορία που ακολουθεί δύο αδέρφια ξωτικά καθώς αυτά αναζητούν τρόπο να συνδεθούν με τον νεκρό πατέρα τους και να αποδείξουν ότι υπάρχει ακόμα μαγεία στον κόσμο. Εν ολίγοις, μιλάμε για έναν μοντέρνο αστικό κόσμο που κατοικείται από ξωτικά, κένταυρους, μαντιχώρες, φαύνους και τα σχετικά. Εκεί, η μαγεία κατέχει την θέση της προϊστορίας, καθώς πλέον τα μεταφυσικά στοιχεία της ζωής έχουν διαλυθεί από τις τεχνολογικές και εμπορευματικές δυνάμεις του σύγχρονου κόσμου. Ο μεγάλος αδερφός θέλει να ζωντανέψει ξανά την προαιώνια μαγεία, ενώ ο μικρός αδελφός ανακαλύπτει σιγά σιγά τις δικές του προσωπικές μαγικές δυνάμεις. Στο μεταξύ, τριγύρω τους ο καπιταλισμός έχει μετατρέψει το μυθικό παρελθόν σε θεματικό πάρκα και εμπορικά κέντρα.

Φυσικά, υπάρχει μεγάλη urban fantasy παράδοση στην αγγλόφωνη μυθοπλασία, αρχής γενομένης βέβαια από την μεταπολεμική λογοτεχνία του φανταστικού. Μέχρι τα 90s, το urban fantasy είχε εισχωρήσει πλέον στην pop κουλτούρα ως διακριτό είδος μέσα από συγγραφείς σαν την Terri Windling και τον Neil Gaiman, αλλά και τηλεοπτικές σειρές σαν το Highlander και το Buffy the Vampire Slayer (ή πολύ πιο πρόσφατα το Good Omens). Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, το Onward δεν δείχνει ιδιαίτερα διατεθειμένο να εξερευνήσει το urban fantasy premise του. Αντίθετα, μάλλον το χρησιμοποιεί περισσότερο σαν συμβατικό setting της αφήγησης και λιγότερο σαν ευκαιρία για ουσιαστικό world-building. Τουλάχιστον, όμως, τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από το πρόσφατο Bright του Netflix, το οποίο πετσόκοψε υπέροχα η Lindsay Ellis σε ένα αγαπημένο μας βίντεο που επίσης επεξεργάζεται τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ίδιου του urban fantasy ιδιώματος.

Κάπως έτσι, αν τοποθετούσαμε το Onward στο τηλεοπτικό και κινηματογραφικό fantasy φάσμα, θα λέγαμε ότι βρίσκεται στον αντίποδα του κυνικού/μηδενιστικού grimdark ύφους (που εκπροσώπησε για χρόνια πρωτίστως το Game of Thrones) και πλησιάζει τον αφελή ρομαντισμό του hopepunk (που προτείνει έναν ευαίσθητο και μελοδραματικό δρόμο για το φανταστικό). Για να το κάνει αυτό, η ταινία αφηγείται μια αρκετά προσωπική ιστορία, η οποία κάνει μπαμ ότι ήταν ακόμα πιο προσωπική ως σύλληψη πριν κοπτοραφτεί προκειμένου να πακεταριστεί σε μαζικολαϊκή παιδική ταινία. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που επεξεργάζεται τα daddy issues (κλασική λοκομοτίβα του αγαπησιάρικου σπιλμπεργκογενούς Hollywood) πηγαίνει αρκετά πιο μακριά από τον μέσο χολιγουντιανό όρο και θυμίζει την τρυφερή συναισθηματική πολυπλοκότητα του δεύτερου Guardians of the Galaxy.

Κι ενώ σίγουρα δε μπορεί να σταθεί δίπλα σε σημαντικές ταινίες του φανταστικού που το αντιμετωπίζουν σαν πραγματική προέκταση της πραγματικότητας, μια άσκηση βάθους (μεγαλύτερου ή μικρότερου) με αντικείμενο την ίδια την πραγματικότητα – μια βαθιά και αυθεντική πίστη ότι η ζωή θα μπορούσε να έχει άλλη μορφή και να υπάρχει αλλιώς, και μάλιστα ενδέχεται να είναι ήδη αλλιώς και να μας διαφεύγει. Όχι, το Onward δεν πηγαίνει τόσο μακριά. Από την άλλη, όμως, παραμένει ιδιαίτερα αποτελεσματικό και συγκινητικό στην προσπάθεια του να επαναμαγεύσει έναν απομαγεμένο κόσμο. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μυθική επένδυση και πίστη σε κάτι μεγαλύτερο, κόντρα στον κυρίαρχο μηδενιστικό κυνισμό της εποχής, η ταινία βρίσκει στη μαγεία εκείνο το συμπλήρωμα των αυθεντικά ειλικρινών ανθρώπινων σχέσεων που μπορεί να μας απελευθερώσει από το βάρος της καθημερινότητας. Όπως η παιδική συντροφιά του Stranger Things ανακαλύπτει τον κόσμο κι η ανθρώπινη κοινότητα του Community ανοίγεται στον άλλο μέσα από ένα παιχνίδι Dungeons & Dragons, έτσι και τα αδέρφια του Onward βρίσκουν τη μαγεία μέσα τους, μεταξύ τους και γύρω τους χάνοντας έναν πατέρα.

Πάλι δούλεψε η συνταγή, πάλι κυλάνε τα δάκρυα, άντε γαμήσου Pixar. <3

Best of internet