Quantcast

Η Winona και το Ευαγγέλιο των 80s, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη (και τον The Boy)

Ο σκηνοθέτης (και μουσικός) αφηγείται μια δεκαετία για να καταλήξει στη νέα του ταινία που λέγεται Winona

Δε μπορώ να αποφασίσω αν είμαι φίλος της νοσταλγίας ή όχι. Εννοώ, συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, δεν περιμένει εμένα να της δώσω την έγκρισή μου. Τη νιώθω κι εγώ, και την καταναλώνω επίσης, καθώς προσπαθώ να την σκεφτώ. Νομίζω ότι αυτό το σύμπλεγμα είναι που μου δημιουργεί μια αμηχανία γύρω από τη νοσταλγία. Είναι ένα συναίσθημα ευγενές και μελαγχολικό – δε μπορείς να ζήσεις χωρίς μια γλυκιά ματιά προς το παρελθόν κάπου κάπου. Είναι επίσης μια βιομηχανία μαζικής κουλτούρας, ένα πακετάρισμα του παρελθόντος σε ευπώλητη μορφή προκειμένου να ικανοποιήσει τον ελάχιστο (και πιο στρογγυλεμένο) κοινό παρονομαστή για το τι ήταν το ίδιο το παρελθόν, τι άξιζε σε αυτό, τι πρέπει να κρατήσουμε σήμερα. Και μαζί μ’ αυτά είναι κι ένα πεδίο πολιτικό και πολιτισμικό που καλεί σε ανάλυση, γιατί ανάμεσα στο συναίσθημα και την βιομηχανία υπάρχει ο χώρος για να αναδυθούν τα πιο ριζοσπαστικά και τα πιο συντηρητικά πράγματα. Σε περίπτωση, λοιπόν, που δεν ζείτε κάτω από κάποια πέτρα που δεν πιάνει το ίντερνετ, η κυρίαρχη μορφή pop νοσταλγίας τα τελευταία χρόνια είναι αυτή των 80s.

Γαμημένα 80s, κανείς δεν ξεφεύγει από αυτά. Ως γνωστόν, πρόκειται για μια δεκαετία που στην αμερικάνικη μαζική κουλτούρα κράτησαν από το ’80 μέχρι το ’89, χρονιά κατά την οποία έφτασαν και τυπικά στην Ελλάδα με την αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. Έχουν γραφτεί πολλά για την αναβίωση των 80s και την pop αυτο-αναφορική νοσταλγία, για τις ρετρό μουσικές με τα synths και τα βιντάζ drum machine beats, για την 80s κάζουαλ μόδα που θερίζει ξανά, για τα αμέτρητα remakes, reboots και sequels ταινιών από τότε, για την τεράστια ποσότητα σύγχρονων τίτλων που διαδραματίζονται στα 80s, αναφέρονται στα 80s, σχολιάζουν τα 80s, ανακατασκευάζουν τα 80s κι αποδομούν τα 80s. Έχουμε βάλει και μεις το χεράκι μας σε αυτό. Υπάρχει έτσι κι αλλιώς ένα μοτίβο 30ετούς κύκλου της μαζικής νοσταλγίας για το παρελθόν, μέσα από το οποίο η συλλογική μνήμη αναπαριστά, ιεραρχεί και αποτιμά το παρελθόν μέσα από την κατανάλωση και το μοίρασμα της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας. Τα 80s είναι, εδώ και μερικά χρόνια, σχεδόν παντού – κι αυτό μας οδηγεί να ρωτήσουμε: γιατί τα 80s, πώς τα 80s και, κυρίως, ποια 80s. Ή, τέλος πάντων, ποιανού τα 80s;

Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα, ομολογουμένως, αλλά ας αρχίσουμε από κάπου. Ας πάρουμε τα 80s του Αλέξανδρου Βούλγαρη και τα 80s του The Boy. Όντας το ίδιο πρόσωπο, ο σκηνοθέτης και μουσικός από την Αθήνα (στενά δεμένος με την Αθήνα) ανέλαβε για λογαριασμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να επιμεληθεί ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα για την δεκαετία στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Γεννημένος κι εγώ στα 80s, ακόμα κι αν ήθελα να αντισταθώ στο να ασχοληθώ με αυτό το αφιέρωμα και τις προεκτάσεις του, δεν θα μπορούσα, μάλλον. Εδώ λοιπόν, χρησιμοποιώντας τη νοσταλγία σαν παιδικό ορμητήριο για μια έφοδο στο προσκήνιο του κόσμου, ο Βούλγαρης διάλεξε μια coming-of-age οπτική για τα 80s, γεμάτη αφηγήσεις ενός παιδιού που μεγάλωνε βλέποντας άλλα παιδιά να μεγαλώνουν στην οθόνη. Είναι 80s παιδικά, ονειρικά. Είναι και ακραία με τον τρόπο τους, έχουν ένα transgressive στοιχείο δίπλα στο pop που μοιάζει να έχει χαθεί πια από την παιδικότητα που βλέπουμε στο σινεμά, μια παιδικότητα στρογγυλεμένη χωρίς πολλά τραύματα, μύξες, αίματα, λεκέδες. Τι σκατά έβλεπαν τα παιδιά του ’80 λοιπόν;

Η 10άδα του The Boy περιλαμβάνει πράγματα που μοιάζουν παράταιρα μεταξύ τους με μια επιφανειακή ματιά. Έχει «αθώα» παιδικά φιλμ σαν το Goonies και το Return to Oz. Έχει σκληρές ταινίες που χρησιμοποιούν την παιδική μορφή για να ξετυλίξουν ένα ενήλικο περιεχόμενο, όπως το Plague Dogs και το Adventures of Mark Twain, δίπλα σε πρωτότυπες εκδοχές της παιδικότητας σαν το Vigil. Έχει cult τρόμο με το Christmas Evil, αλλά κυρίως και πρωτίστως έχει μια εφηβεία τσακισμένη και ξοδεμένη αλλά γεμάτη δυνατότητες, από το Out of the Blue και το Foxes μέχρι το Running on Empty και το River’s Edge. Τα λέει κι ο ίδιος, μην φλυαρήσουμε περισσότερο εδώ. Σε κάθε περίπτωση, αν είναι να γυρίσεις στα παιδικά κι εφηβικά χρόνια, έχει άραγε νόημα να το κάνεις χωρίς να προσπαθήσεις να ενώσεις την χαρά και τον πόνο; Αν αυτά τα χρόνια είναι η μόνη αληθινή πατρίδα, τότε το παρελθόν είναι τόπος και χρόνος οικείος και ανοίκειος μαζί. Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Έτσι ξεκίναγε το The Go-Between του L.P. Hartley όταν ο ήρωας στην αρχή του βιβλίου βρίσκει το ημερολόγιο του 13χρονου εαυτού του κι αρχίζει να συναρμολογεί τις αναμνήσεις που είχε σπρώξει στον πάτο επειδή πόναγαν πολύ.

Κάτι που βρίσκω ενδιαφέρον εδώ, πάντως, είναι το εξής. Οι περισσότερες εκ των παραπάνω ταινιών είναι αμερικάνικες, φυσικά, ενώ όλες τους είναι αγγλόφωνες. Κάποιες αφορούν υπερβολικά δημοφιλή σύμβολα της μαζικής κουλτούρας, κάποιες άλλες παίρνουν οικείους μύθους και μοτίβα για να τους δώσουν διαφορετικό σχήμα. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι παραπάνω αφηγήσεις αφορούν στοιχεία βαθιά δεμένα με την λαϊκή κουλτούρα του αγγλόφωνου κόσμου, δηλαδή σχετίζονται με την παιδικότητα και το μεγάλωμα τόσο ως ταινίες όσο και ως αρχέτυπα. Στην Ελλάδα όμως; Με έναν τρόπο, η μαζική κουλτούρα έφτασε στην πραγματικότητα όλη μαζί μαζεμένη στα 80s, σαν πολιτισμική χιονοστιβάδα που συμβάδισε με την οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας, το ΠΑΣΟΚ, την γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου, την φαντασίωση πλήρους ενσωμάτωσης στην «ανεπτυγμένη δύση». Όλα αυτά είχαν ένα στοιχείο ψευδαίσθησης φυσικά, το οποίο αποδείχτηκε έπειτα τραυματικό, αλλά διαμόρφωσαν και μια μαζική λαϊκή ιδεολογία μαζί. Στα 80s και τα 90s γίναμε «αμερικανάκια» (sic), πώς να το κάνουμε; Αλλά γίναμε αμερικανάκια με τον μεταμοντέρνο τρόπο, ενσωματώνοντας σχεδόν μονομιάς ένα παστίς pop κουλτούρας δεκαετιών που ήρθε κι έμπλεξε με το ελληνικό περιβάλλον. Αν δείτε το mixtape που έφτιαξε ο The Boy για να συνοδεύσει το αφιέρωμα, θα βρείτε Αρλέτα και Metallica, Yell-O-Yell και George Michael. Κι αυτό βγάζει νόημα, πολύ, αβίαστα.

Επιστρέφοντας σε αυτό που λέγαμε πιο πριν, όλα αυτά έχουν κάτι ζεστό και κάτι ασφυκτικό μαζί. Μπορεί για πολλούς και πολλές από εμάς να αφορούν αναμνήσεις που επισκεπτόμαστε με ανακούφιση, αλλά είναι επίσης κομμάτι του εδάφους στο οποίο χτίζεται και πατάει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης αλλοτρίωσης. Όπως γράφαμε κι άλλη φορά συζητώντας κάτι παρόμοιο, αυτό το αίσθημα περιλαμβάνει μια καταπιεστική νοσταλγία για ένα αθώο παρελθόν και για μια χαμένη εκδοχή του μέλλοντος που σε στοιχειώνουν εξίσου, έναν καπιταλιστικό ρεαλισμό στην καθημερινή ζωή και την κουλτούρα χωρίς εναλλακτικές ούτε στην φαντασία καλά-καλά, μια μελαγχολία που αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το υπάρχον. Το ερώτημα λοιπόν, από τη σκοπιά ενός δημιουργού, είναι ένα: Πώς φτιάχνεις ένα προσωπικό έργο που ξεκινάει από το παρελθόν χωρίς να επιστρέφει συνεχώς σε αυτό; Πώς καταφέρνεις να γίνεις κάτι περισσότερο από τα σύμβολα που σε ορίζουν χωρίς να τα αρνείσαι; Πώς συναντάς αυτό που είσαι χωρίς να κλείνεσαι στην ταυτότητά σου; Ο The Boy το δοκίμασε, κι έφτιαξε μια νέα ταινία. Την Winona.

Κάπου στα τέλη του 2016, ο DJ Boring έβγαλε ένα κομμάτι με τον τίτλο Winona. Στο thumbnail του YouTube είχε την φωτογραφία μιας νεαρής και ανδρόγυνης Winona Ryder που έμοιαζε να βγαίνει από ένα μυθικό παρελθόν, από μια κρύπτη pop κουλτούρας, σχεδόν σαν όραμα. Την ίδια περίοδο, ο κόσμος έφτανε στο peak της 80s νοσταλγίας με το Stranger Things, στο οποίο πρωταγωνιστούσε η σημερινή, πραγματική, δική μας Winona Ryder. Το τραγούδι είναι ένα ελαφρώς τετριμμένο αλλά φουλ κολλητικό lo-fi house track, αλλά ο συνδυασμός του normcore ονόματος DJ Boring μαζί με την φωτογραφία της Winona Ryder έδωσε κάτι εμβληματικό σε αυτό το πράγμα, ήταν κάτι οικείο, ειρωνικό, απόκοσμο, απλό, υπερβατικό, δύσκολο να περιγραφεί ακριβώς. Σήμερα, το τραγούδι έχει πάνω από 5 εκ. views. Στην αρχή του, ακούμε ένα sample από μια παλιά συνέντευξη της Winona όπου λέει: “Είναι δύσκολο να σε κρίνουν”, περιγράφοντας έπειτα ένα περιστατικό που, ως έφηβη, ένας παραγωγός της είπε ότι δεν είναι αρκετά όμορφη για να γίνει ηθοποιός. Ο DJ Boring λέει ότι ήταν πάντα καψουρεμένος με την Ryder, αλλά όταν άκουσε αυτά τα λόγια ένιωσε να ταυτίζεται με αυτήν. Η Winona έγινε γι’ αυτόν κάτι παραπάνω από αντικείμενο του βλέμματος και της επιθυμίας. Ανοίχτηκε σε αυτήν, τα λόγια της τον έκαναν να την συναισθανθεί κι έτσι να ανοίξει λίγο παραπάνω τα όρια του εαυτού του. Έφτιαξε ένα τραγούδι.

Από τη στιγμή που είδα το Winona του The Boy εδώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συνέχεια σκέφτομαι συνδέσεις, συνδέσεις με τη νοσταλγία, την ταυτότητα, τη μελαγχολία, την εφηβεία, το σινεμά, την Winona Ryder, το απόλυτο παιδί των 80s που κατάφερε να ενσαρκώσει τόσο μοναδικά αυτόν τον συνδυασμό αθωότητας και περιπέτειας. Αν μη τι άλλο, η ταινία αφηγείται την ιστορία τεσσάρων νεαρών κοριτσιών που αράζουν σε μια ερημική παραλία κατά την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Μαζί τους βρίσκεται ένας σκύλος, παραδίπλα τις παρακολουθεί ένα αυτοκίνητο, πίσω τους βρίσκεται ένα σπίτι πάνω στον λόφο. Είναι μια ταινία στην οποία δεν συμβαίνει τίποτα μέχρι την στιγμή όπου συμβαίνουν τα πάντα, κι αυτό είναι πάντα κάτι που το εκτιμώ πολύ στο σινεμά. Αντίστοιχα, εκτιμώ πολύ τη δουλειά του Βούλγαρη. Θεωρώ ότι είναι από τους λίγους (πραγματικά λίγους) αληθινά σημαντικούς μουσικούς του 21ου αιώνα σ’ αυτήν την χώρα. Ενώ πάντα έβρισκα πράγματα που μου άρεσαν πολύ στις ταινίες του, τις περισσότερες φορές υπήρχε κάτι που με κράταγε μακριά. Έβρισκα μια πυκνότητα και μια συνθηματικότητα που στα μάτια μου και το μυαλό μου τις έκανε από ενδιαφέρουσες μέχρι συναρπαστικές, αλλά για την καρδιά μου συχνά έμοιαζαν αφύσικες. Εδώ, τα πράγματα μου φαίνονται διαφορετικά. Η Winona με χτύπησε κατευθείαν στα συναισθήματα – το φιλμ (16mm), η μουσική (The Boy και Δεσποινίς Τρίχρωμη), το μοντάζ (Νίκος Πάστρας) κι η εκφραστικότητα των πρωταγωνιστριών (Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου, Δάφνη Πατακιά) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παρεξήγηση των ειλικρινών προθέσεων τρυφερότητας.

Ήδη από τον τίτλο της ταινίας και το βασικό premise της νεότητας, περίμενα να αρχίσω να ενώνω κουκκίδες μεταξύ του αφιερώματος στα 80s και της Winona, μεταξύ των αναφορών στην «υψηλή» και την «χαμηλή» κουλτούρα που ούτως ή άλλως μπερδεύει αυθόρμητα (γιατί μόνο έτσι γίνεται πραγματικά) το διακειμενικό σινεμά/μουσική του The Boy. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του Winona, έβγαλε έναν δίσκο και μίλαγε για την φανταστική κόρη του, εκείνη που έχει μυωπία και καίει θρανία με μπλουζάκι Jeanne Moreau, κυοφορώντας ένα Alien, τραγουδώντας Lou Reed. Στην ταινία, οι συνδέσεις με το αφιέρωμα των 80s είναι επίσης πολύ ρητές. Ακούμε τις 4 πρωταγωνίστριες του The Boy να μιλάνε για τις 4 ομόλογές τους από το Foxes του Adrian Lyne, ενώ παρομοιάζουν την ζωή τους με ταινία Steven Spielberg, εκείνου που κάποτε έγραψε την ιστορία των Goonies. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της διακειμενικότητας που εμπλουτίζει τον ιστορικό και συναισθηματικό ορίζοντα ενός έργου και του αθροίσματος αναφορών που δείχνουν με σχετικά αποστασιοποιημένο τρόπο τα γούστα και τις προτιμήσεις του δημιουργού. Βρίσκω ότι στο παρελθόν ο The Boy έκανε συχνά το δεύτερο, αλλά εδώ βούτηξε μέχρι τα μπούνια στο πρώτο. Αν με ρώταγε κάποιος, θα έλεγα μάλλον ότι πλέον ψιλοαντιπαθώ την αυτοαναφορικότητα της σινεφιλίας και γενικά βρίσκω ότι το self-awareness είναι καλλιτεχνικά υπερτιμημένο. Στην Winona νιώθω ότι υπήρχε κάτι που τα ξεπέρασε όλα αυτά και αποκάλυψε με τρομερή φυσικότητα και παιδιάστικη ειλικρίνεια μια βαθύτερη ψυχή της ταινίας.

Εν τέλει, μου φαίνεται ότι η Winona με άγγιξε τόσο πολύ επειδή βρήκα τον εαυτό μου μέσα στο βλέμμα του The Boy – ή βασικά επειδή είχε μια πρόταση για το βλέμμα που με ιντριγκάρισε πολύ. Διαβάζοντας και τα όσα πολύ γλυκά είπαν οι 4 πρωταγωνίστριες για την ταινία και την διαδικασία δημιουργίας της, σκέφτομαι το εξής: είσαι ένα αγόρι που κάνει τέχνη, οκ, πώς μπορείς να διαφυλάξεις το βλέμμα της επιθυμίας χωρίς να μετατρέψεις αυτό που επιθυμείς σε αντικείμενο; Όσο σκεφτόμουν την ταινία εδώ και δυο μέρες αφότου την είδα, εκεί έβρισκα το σημείο κλειδί. Στο να αλλάξεις το περιεχόμενο του βλέμματος, ακόμα κι αν τα λόγια είναι ανεπαρκή για να το εκφράσουν. Ακόμα κι αν λες μαλακίες, να υπερτερεί η τρυφερότητα, η αγάπη κι η κατανόηση. Η ανδρική φαντασίωση τείνει να φοβάται πολύ την γυναικεία αυτονομία, και γι’ αυτό συνήθως είναι τόσο συντηρητική ή αντιδραστική. Εδώ έχουμε μια φαντασίωση που αγκαλιάζει την αυτονομία. Νιώθω ότι το Winona έχει ένα βλέμμα αγορίστικο, όχι ανδρικό – με την καλή την έννοια. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μικρά αγόρια είναι συχνά πολύ τρυφερά όταν είναι με κορίτσια, γίνονται καλύτερα μέσα από αυτήν την επαφή, αλλά γίνονται απάνθρωπα κι αφόρητα αν βρεθούν με άλλα αγόρια. Η Winona κερδίζει έτσι κάτι πολύ ιδιαίτερο: είναι μια από τις καλύτερες κοριτσίστικες ταινίες που έχει φτιάξει ένα αγόρι.

Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά αυτό βέβαια, δεν είμαι κορίτσι. Αλλά, βλέποντας αυτήν την ταινία, ήθελα να γίνω. Ήθελα να μείνω κι άλλο στον κόσμο αυτής της Winona. Στην αρχή κοίταγα τα κορίτσια, δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μέχρι να τελειώσει η ταινία ήθελα να είμαι εκεί όντας ένα από αυτά, όχι να τα κοιτάω πια. Να είναι οι εαυτές τους, αλλά να είμαι κι εγώ μαζί. Να αφήσουμε μαζί το παρελθόν να πεθάνει, σκοτώνοντάς το αν χρειαστεί κιόλας. Μόνο ένα αληθινό παιδί του ’80 θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια ταινία.

Best of internet