Quantcast

Το Midsommar είναι μια ταινία που σε τρομοκρατεί με ντάλα ήλιο

Μόλις ένα χρόνο μετά το Hereditary, ο Ari Aster τα διαλύει όλα

Το τι και γιατί σε κάνει να φοβάσαι μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα είναι ένα πάντα ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Όχι μόνο γιατί κάθε κινηματογραφικό ύφος που θεωρείται «τρομακτικό» σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο αποτελεί τρόπον τινά και μια αντανάκλαση των βαθύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών φόβων της εποχής του. Ούτως ή άλλως, κατά μία έννοια, το horror είναι το κινηματογραφικό ασυνείδητο του ίδιου του σινεμά. Παράλληλα, όμως, το ερώτημα του κινηματογραφικού τρόμου έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον σήμερα που το είδος περνάει εδώ και μερικά χρόνια μια εντυπωσιακή κι άκρως απολαυστική αναζωογόνηση. Πριν έναν χρόνο περίπου, μιλώντας για αυτήν την horror αναγέννηση, γράφαμε τα εξής: «Ήδη βλέπουμε τα σημάδια αλλαγής που έφερε στις προσδοκίες του κοινού η νέα horror αναγέννηση της τελευταίας δεκαετίας. Κι εδώ είναι που υπεισέρχονται τα στοιχειώδη ερωτήματα που βρίσκονται στην ρίζα μιας horror κινηματογραφικής εμπειρίας. Τι περιμένουμε από τον κινηματογραφικό τρόμο; Θέλουμε να μας τρομάξει, να προκαλέσει μια βαθιά σωματική αντίδραση, αλλά πώς και γιατί; Η αλήθεια είναι πως ποτέ το horror σινεμά δεν περιστελλόταν απλώς σε μια σχέση ερεθίσματος και αντίδρασης ώστε να προκαλέσει τον τρόμο του κοινού. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της ίδιας της τέχνης του κινηματογράφου, ο τρόμος έγινε πολύ συχνά η κινητήριος δύναμη για τις νέες αισθητικές διαλέκτους του σινεμά».

Όλως τυχαίως, η ταινία που στάθηκε αφορμή για αυτές τις σκέψεις ήταν το Hereditary του Ari Aster, το εντυπωσιακό ντεμπούτο του τριαντάχρονου σκηνοθέτη που μας έκανε να περιμένουμε την συνέχεια του ως δημιουργό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Aster, λοιπόν, έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται μόνο να βρει με τι τρομάζουν οι άνθρωποι σήμερα. Τον ενδιέφερε επίσης να συμβάλλει στο ερώτημα τι σημαίνει σύγχρονη κινηματογραφική γλώσσα, καθιστώντας σαφείς τόσο τις αναφορές του στο παρελθόν όσο και το ρίζωμά του στο παρόν ή την φιλοδοξία του για το μέλλον. Ήθελε να μπει για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη – και μπήκε. Το Hereditary ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες της περσινής χρονιάς, κι ήταν μια ταινία αρκετά συγκρατημένη, σφιχτή, to the point. Για την ακρίβεια, ήταν μάλλον η ταινία που έπρεπε να κάνει ο Aster προκειμένου να μπορέσει έπειτα να κάνει μια ταινία σαν το Midsommar, το οποίο κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Γιατί δεν θα μπορούσε να είναι το Midsommar το ντεμπούτο του; Γιατί το Midsommar είναι ένα ανεξέλεγκτο, ριψοκίνδυνο και υπερ-φιλόδοξο φιλμ, απ’ αυτά που δύσκολα γίνονται η πρώτη ταινία κάποιου – περίπου όπως κι ο Jordan Peele με το Get Out και το Us. Γιατί το Midsommar είναι μια ταινία που κάνει μπαμ ότι ο Aster την είχε βαθιά μέσα του – και βγήκε με πάθος, με κόπο, με ψυχή και με την μορφή ενός βαθιά προσωπικού τρόμου που αφορά το ταξίδι ενός ζευγαριού σε μια σκανδιναβική παγανιστική κοινότητα για την γιορτή του μεσοκαλόκαιρου, όπου τα πράγματα έπειτα παίρνουν μια βαθιά αλλόκοτη και βίαιη τροπή.

Πρώτα απ’ όλα, και μόνο το trailer ή τις promo φωτογραφίες να δει κάποιος, είναι σχεδόν αδύνατον να μην σε σαγηνεύσει έστω και λίγο η προσέγγισή του για την οπτική γλώσσα του τρόμου στο Midsommar. Πριν απ’ όλα τα υπόλοιπα, το Midsommar είναι μια horror ταινία γεμάτη φως, γεμάτη ήλιο, καλοκαιρινή, τίγκα στα ανθισμένα τοπία και την ανησυχητική ομορφιά υπό τους καθησυχαστικούς ambient ήχους ενός υπέροχου Haxan Cloak. Ο Aster καθιστά εμφανές ότι είναι ένα δημιουργός που κάνει εξαιρετική χρήση μερικών ιδιαίτερων κινηματογραφικών εργαλείων. Του αρέσει η παραγωγή έντασης, ασυμφωνίας και δυσαρμονίας μέσα από τις αντιθέσεις εντός των ίδιων των κινηματογραφικών του εικόνων και ήχων. Του αρέσει να χρησιμοποιεί την τραγωδία και το τραύμα όχι ως απλώς backstory ή κίνητρο για τους ήρωες, αλλά σαν βαθύτερο δομικό drive που κινεί όλη τους την συναισθηματική διαδρομή για το διάστημα που ζωντανεύουν στην ταινία. Του αρέσει να συνδυάζει το τεχνολογικό με το τελετουργικό, τα μοντέρνα υλικά υποστηρίγματα της ζωής με τις μυθικές χειρονομίες και τα αρχετυπικά σύμβολα της ανθρώπινης επαφής. Κι όλα αυτά, του αρέσει πρωτίστως να τα κάνει μέσα από προσωπικές, απλές, κοντινές ανθρώπινες ιστορίες. Ήδη εδώ, στο Midsommar, πριν καν αρχίσει το ταξίδι που εκκινεί τα γεγονότα της ιστορίας, έχουμε χαρακτήρες που απέκτησαν ήδη περισσότερη ζωή απ’ όσο θα ήλπιζαν πολλές ταινίες που κατά τ’ άλλα εκθειάζονται για την γραφή τους. Ήδη μέσα σε ένα τέταρτο έχει καταφέρει ένα συναισθηματικό impact αξιοζήλευτο για κάθε δημιουργό, ζωντανεύοντας περίπου όλα όσα πάνε λάθος στις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις των ανθρώπων.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ταινία φοράει τις επιρροές και τα references της με καμάρι. Ο Aster είναι ένας φανμπόης του σινεμά κι ένας νέρντουλας σκηνοθέτης, αλλά δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ιδιότητες με τον τρόπο που δίδαξε σε μια ολόκληρη κινηματογραφική γενιά ο Quentin Tarantino. Δεν χρησιμοποιεί, δηλαδή, τις αναφορές του απλώς ως στοιχεία του στυλ προς μεταμοντέρνο ανακάτεμα, αλλά αναζητά κάτι πιο συνεκτικό και αλχημιστικό – με έναν τρόπο που έχουμε δει και σ’ άλλους εκλεκιστικούς genre σκηνοθέτες της γενιάς του, όπως ο Peter Strickland κι ο Panos Cosmatos. Ξανά, στις κεντρικές επιρροές βρίσκουμε τον Polanski και τον Bergman μαζί με το πάντα παρόν Don’t Look Now – με τον ίδιο τον Aster να προσθέτει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές σαν τον Roy Andersson και τον Sergei Parajanov. Μαζί μ’ αυτά, όμως, παντού στο Midsommar βλέπουμε το folk horror στίγμα που είχε πιο υπαινικτικά το Hereditary. Από τα μεγάλα αριστουργήματα του είδους σαν το The Wicker Μan, το Kwaidan και το Ganja & Hess (ειδικά το τρίτο με την ανθρωπολογική ειρωνική ματιά του) μέχρι τις υπέροχες καλτίλες σαν το Witchfinder General, το Devil Rides Out και το Blood on Satan’s Claw, το Midsommar αντλεί από αυτήν την υπέροχη κι οριακά παρα-κινηματογραφική παράδοση και συναντιέται με αρκετά ακόμα φιλμ της γενιάς του που εξερευνούν αυτήν την παράδοση, όπως το A Field in England ή το The VVitch, για να αναφέρουμε μόνο δύο από τα πιο πετυχημένα. Ακόμα, ο Aster μοιάζει να έχει μελετήσει το παλιό σκανδιναβικό σινεμά που εξερευνούσε την ένταση ανάμεσα στον παγανισμό και τον χριστιανισμό, από το Haxan του Christensen μέχρι το Day of Wrath του Dreyer.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Midsommar μεταχειρίζεται εξαιρετικά τις δυναμικές και την εικονογραφία της αίρεσης και της κοινότητας. Ο Ari Aster αφενός κατανοεί την μορφή-αίρεση όσον αφορά το τι την κάνει ελκυστική και σε τι συνίσταται η μυστικιστική γοητεία της, κι αφετέρου αναπαριστά όλα όσα την κάνουν τόσο τρομακτική, επικίνδυνη, ανατριχιαστική. Η αρχέγονη κοινότητα που επισκέπτονται οι ήρωες μοιάζει εξίσου με αρχαία παγανιστική αίρεση και με κοινόβιο χίπηδων της αντικουλτούρας των 60s και 70s. Ενώνοντας τις δύο αυτές παραδόσεις, το Midsommar στήνει την αίρεσή του κατανοώντας την ως μια αλλοτριωμένη ουτοπική επιθυμία για μια άλλη ζωή, μια άλλη κοινότητα. Αυτή η κοινότητα, όμως, είναι δολοφονική, κρύβει μια επικίνδυνη εμμονή με την αγνότητα και την παράδοση, κρύβει σκοτάδι – το λευκό σκοτάδι της Ευρώπης – σε μια εποχή που η αμερικάνικος και ο ευρωπαϊκός συντηρητισμός ιεραρχεί όλο και πιο ψηλά την λευκή ταυτότητα. Αυτός ο λουλουδάτος κοινοτίστικος φασισμός του Midsommar προσφέρει μια ανάγνωση στα σύμβολα του εναλλακτισμού, του χιπισμού και της μοίρας τους πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την πιο επιφανειακή και συντηρητική ανάγνωση του Once Upon a Time in Hollywood. Το Midsommar χρησιμοποιεί την αίρεση και την κλειστή κοινότητα για αναπαραστήσει συναρπαστικά την ψυχοπαθολογία τους με κινηματογραφικό τρόπο: τα ταμπού, τον φόνο, την αυτοκτονία, την αιμομιξία. Καθώς κι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες της ταινίες είναι φοιτητές ανθρωπολογίας, το Midsommar αποκτά εκ των πραγμάτων και μια συναρπαστική πτυχή γκροτέσκου εθνογραφικού θρίλερ.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, όπως έχει πει κι ίδιος ο σκηνοθέτης, το Midsommar είναι μια ταινία χωρισμού. Αυτό από μόνο του δεν λέει και πολλά, είναι ήδη εκεί από την αρχή της ταινίας. Βλέπουμε ένα ζευγάρι να φλερτάρει ανάμεσα στον σπαραγμό και την συμφιλίωση. Πέρα από μια ταινία χωρισμού γενικά κι αόριστα, όμως, το Midsommar είναι συγκεκριμένα μια ταινία για τον millennial χωρισμό – όχι με τον συγκαταβατικό και κυνικά εκμεταλλευτικό τρόπο του Hollywood αλλά με βαθιά κατανόηση της συλλογικής συνείδησης και της ψυχοπαθολογίας μιας γενιάς. Η σχέση της Dani με τον Christian κουβαλάει μαζί της την σχέση των ανθρώπων της γενιάς τους με τον εαυτό, τον έρωτα, τον συναισθηματικό κόσμο – και μέσα απ’ αυτά με την μυθολογία και την ιστορία σε δεύτερο πλάνο. Βλέπουμε το πώς τα ζητήματα ψυχικής υγείας τέμνουν πλέον όλες τις πλευρές της κοινωνικής μας ζωής, πώς ενισχυόμαστε χημικά με drugs και ηρεμιστικά, πώς η σεξουαλικότητα βρίσκεται διαρκώς στην επιφάνεια της κοινωνικότητας, πώς η ανάγκη φυγής κι η αναζήτηση νοήματος είναι συνεχώς στο επίκεντρο χωρίς όμως ορατές διεξόδους, πώς στιγματιζόμαστε από την φαντασιωτική αναζήτηση αυθεντικών εμπειριών αλλά πάντα έχουμε εν τέλει μια αποστασιοποίηση από αυτές (ειρωνική και μη). Το Midsommar, περισσότερο από ταινία τρόμου, είναι μια ταξιδιωτική ταινία που προσπαθεί να σχετιστεί αυθεντικά με τη γενιά της, τις εμπειρίες της, τον συναισθηματικό της κόσμο – όπως προσπάθησαν να κάνουν στο κοντινό παρελθόν το The Beach και το Y Tu Mama Tambien. Όλα αυτά δεν αποτελούν στην ταινία απλώς ένα ασύνδετο άθροισμα στοιχείων, αλλά ενσαρκώνονται μέσα από χαρακτήρες που έχουν νόημα και ζωή. Κι αν μερικές φορές μοιάζουν άδειοι και βαρετοί, δεν τον κάνουν ως κλασικά tokens του horror σινεμά που έχει μια νεανική παρέα να περνάει τα πάνδεινα, αλλά με έναν πιο ανθρώπινο τρόπο.

Αυτός ο βαθύς millennial πυρήνας της ταινίας την κάνει να έχει μια καλλιτεχνική σύνδεση πιο σημαντική από αυτήν με το folk horror. Ακόμα περισσότερο, συνδέεται με μια σειρά ακόμα από σύγχρονα έργα που επιχειρούν να πιάσουν το zeitgeist της εποχής τους μέσα από την κατανόηση της γενιάς τους, του πώς μεγάλωσε, του πού πηγαίνει. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Greta Gerwig με το Lady Bird, ο Jonah Hill με το Mid90s ή ο Bo Burnham με το Eighth Grade. Είναι επίσης στην τηλεόραση το BoJack Horseman και το Tuca & Bertie, αλλά και το Lodge 49 και το Fleabag. Είναι ταινίες και σειρές που, χοντρικά, ασχολούνται με το γιατί δεν την παλεύουμε. Τι πάει στραβά με την πάρτη μας, διατηρώντας στον έναν ή τον άλλο βαθμό μια κωμική πλευρά ειρωνείας προς την ίδια την γενιάς τους – εδώ στο Midsommar με την μορφή της σάτιρας προς την ίδια την νεαρή μορφωμένη μεσαία τάξη. Στο επίκεντρο αυτών των έργων, λιγότερο ή περισσότερο σαφώς, βρίσκονται τα ζητήματα που αφορούν το κυρίαρχο αίσθημα αλλοτρίωσης των νέων ανθρώπων στον ύστερο καπιταλισμό: μια τεχνολογικά ενισχυμένη μοναξιά, ένας μηδενικός έλεγχος των υλικών συνθηκών ζωής μαζί με τεράστια ψηφιακή πρόσβαση στα πάντα, μια επισφάλεια στην δουλειά κι ένας κατακερματισμός του εαυτού σε ένα άθροισμα από online προφιλ, μια καταπιεστική νοσταλγία για ένα αθώο παρελθόν και για μια χαμένη εκδοχή του μέλλοντος που σε στοιχειώνουν εξίσου, καπιταλιστικός ρεαλισμός στην καθημερινή ζωή και την κουλτούρα χωρίς εναλλακτικές ούτε στην φαντασία καλά-καλά, μια μελαγχολία που αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το υπάρχον.

Από πολλές απόψεις, η φοβερή ερμηνεία της Florence Pugh είναι ο κινητήρας του Midsommar που ωθεί προς τα μπρος όλο αυτό το σύμπλεγμα εικόνων, ιδεών και συναισθημάτων που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε προηγουμένως. Η Dani είναι μια εκπληκτική ηρωίδα, οριακά κασαβετική ή πολανσκική – ή σαν να έχει βγει από μια σύγχρονη εκδοχή του Possession του Zulawski. Όπως εκεί, έτσι κι εδώ, παρακολουθούμε μέσα από την πρωταγωνίστρια ένα συναρπαστικό ταξίδι επικοινωνίας εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου, μια εξερεύνηση του τρόπου που το συναισθηματικό τραύμα διασχίζει όλη την απόσταση από την κατάρρευση μέχρι την απελευθέρωση. Η Dani ξεκινάει από τον θάνατο και την απώλεια, συναντά ματαίωση, αναζητά αποδοχή κι αναγνώριση, αναπτύσσει μνησικακία και θέλει εκδίκηση, αντιμετωπίζει τον θάνατο ξανά σε ένα δεύτερο επίπεδο, συμφιλιώνεται, συγκρούεται, αναπληρώνει, ενδυναμώνεται, απελευθερώνεται. Κι όλα αυτά όχι με τον στενά κυριολεκτικό τρόπο των γεγονότων της πλοκής, αλλά ως συναισθηματικό ταξίδι που βρίσκεται σε σχέση αλληλοδιαπλοκής με τα ερεθίσματα της πραγματικότητας. Και κάπως έτσι, η πρωταγωνίστρια του Ari Aster παίρνει με την αξία της μια θέση ψηλά στην ούτως ή άλλως πλούσια παράδοση του γυναικείου ή φεμινιστικού τρόμου.

Άπαξ και σε κερδίσει ο ρυθμός και το ύφος της ταινίας, μετά αρχίζεις σιγά σιγά να αδιαφορείς για τα twists και τα κυριολεκτικά ερωτήματα της πλοκής. Αφήνεσαι στην ένταση των εικόνων και των συναισθημάτων. Το θέμα δεν είναι η ανατροπή ή το φινάλε. Το πράγμα μυρίζει από την αρχή που θα πάει, φαντάζεσαι από την αρχή τι θα συμβεί – κι η ταινία δεν ασχολείται καν με το να σε μπερδέψει ή να σου αποσπάσει την προσοχή. Αντίθετα, προτιμάει να συνθέσει μια οπτικοακουστική εμπειρία επίθεσης στις αισθήσεις και να στήσει μια ψυχική περιπέτεια για τα συναισθήματα – μαζί με κατά διαστήματα μπόλικο, διακριτικό, αιχμηρό χιούμορ και περιστασιακές εκρήξεις casual βιαιότητας που σκάνε σαν δύναμη της φύσης. Αν έχει κάποιες αδυναμίες το Midsommar, αυτές αφορούν μια τάση για φλυαρία και μια αδυναμία να αποδειχθούν όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες εξίσου δουλεμένοι. Σε κάθε περίπτωση, ως μειονεκτήματα είναι μάλλον σχετικά ασήμαντα μπροστά στην μεγάλη δύναμη της ταινίας: την ικανότητά της να σε νεκρώνει, να σε υπνωτίζει, να σε μουδιάζει κι έπειτα να σε ξυπνάει και να σε ζωντανεύει με τεράστια ορμή και ένταση. Σε τελική ανάλυση, το Midsommar είναι ένας ελεγειακός θρήνος για το τέλος του έρωτα και της αγάπης, ο οποίος τυχαίνει να παίρνει την μορφή ενός συναρπαστικού, μεθυστικού, παγανιστικού φιλμ τρόμου. Θέλουμε από τον Ari Aster να συνεχίσει να κάνει horror; Ναι, φυσικά, μας αρέσουν πολύ οι ταινίες τρόμου κι ο Ari Aster τις κάνει καλά. Κυρίως, όμως, θέλουμε να συνεχίσει να κάνει ταινίες που μιλάνε για εμάς – με τρόπο ακραίο, ευαίσθητο, ειλικρινή, που ξεχειλίζει ενέργεια και δημιουργικότητα.

Best of internet