Quantcast

Το Border και το Dark Phoenix είναι απόδειξη πως το superhero σινεμά είναι ικανό για το καλύτερο και το χειρότερο

Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά

Πριν από δύο χρόνια ακριβώς, όλως τυχαίως, γράφαμε για την κρίση της υπερηρωικής μυθολογίας, τόσο από πλευράς καλλιτεχνικής αξίας όσο κι από πλευράς κινηματογραφικής βιωσιμότητας. Ακούγεται μεγαλεπήβολο, αλλά στην πραγματικότητα είχαμε κατά νου κάτι αρκετά συγκεκριμένο και σαφές. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες το Logan, κι η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε με καμία άλλη υπερηρωική ταινία που είχαμε δει. Για την ακρίβεια, δεν έμοιαζε καν με υπερηρωική ταινία. Έμοιαζε με, εχμ, μια καλή ταινία. Τότε, λοιπόν, προβληματιζόμασταν και ρωτάγαμε:

«Τι χαρακτήρα έχει όμως η κρίση των superhero ταινιών; Πρώτα απ’ όλα, δεν αποτελούν πια εγγυημένες εμπορικές επιτυχίες, όπως φαινόταν να πιστεύουν τα studio τα τελευταία 5-6 χρόνια. Δεύτερον, τα παραδοσιακά μοτίβα των υπερ-ηρωικών ταινιών μοιάζουν γερασμένα, βάζοντας επί τάπητος το θέμα των διαφορετικών κινηματογραφικών genres εντός του superhero σύμπαντος. Τρίτον, η υπερ-συνδεσιμότητα κάθε τέτοιου σύμπαντος, μαζί με τα αμέτρητα sequels και reboots, αλλά και τα μερικές φορές αδικαιολόγητα μπερδεμένα timelines, αρχίζουν όλο και περισσότερο να στερούν την απόλαυση μιας αυτοτελούς κινηματογραφικής εμπειρίας. Τέλος, και βασικότερο ίσως, καθώς οι υπερ-ηρωικές ταινίες αποτελούν σύγχρονα σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας με παγκόσμια απήχηση σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να απαντήσουν σε δύο βασικά ερωτήματα: πού απευθύνονται και τι θέλουν να πουν.»

Κατά μία έννοια, το Logan απαντούσε με τον τρόπο του στην κρίση υπερπληθυσμού και προσανατολισμού του superhero σινεμά, αποτελώντας το ίδιο ένα σχόλιο πάνω στο τι είναι και τι δεν είναι μια superhero ταινία. Στο μεταξύ, όμως, έχει κυλήσει κάμποσο ακόμα νερό στο αυλάκι. Από τα προβλήματα που παραθέσαμε παραπάνω, αυτό που καίει περισσότερο την βιομηχανία τη διασκέδασης είναι προφανώς η εμπορική βιωσιμότητα των superhero franchises. Ακόμα κι αν τα νούμερα του box office είναι ενίοτε ζαλιστικά (όπως στην πρόσφατη περίπτωση του Endgame), αυτό δε σημαίνει πως το υπερηρωικό σινεμά είναι μια εγγυημένη συνταγή χωρίς προϋποθέσεις. Μέσα στα τελευταία 2-3 χρόνια έχουμε δει μερικές παταγώδεις αποτυχίες (όπως το Hellboy, το Fantastic Four ή το X-Men: Apocalypse), μερικές χαμηλές πτήσεις που έβγαλαν σαφώς πολύ λιγότερα απ’ όσα περίμεναν (βλέπε Justice League, Shazam, Deadpool 2) και κάμποσες ταινίες που τα πήγαν καλά στα εισιτήρια αλλά προβλημάτισαν μεγάλο μέρος του κοινού όσον αφορά την ποιότητά τους και την επιρροή τους στο genre (για παράδειγμα το Glass, το Venom ή το Suicide Squad). Παράλληλα, η μικρή οθόνη έχει επίσης τα προβλήματά της με τους υπερήρωες, αν λάβουμε υπόψιν το μπάχαλο με το κόψιμο του Marvel σύμπαντος στο Netflix και την ταλαιπωρία της πλατφόρμας του DC Universe. Και το εντελώς διεκπεραιωτικό X-Men: Dark Phoenix, η μία από τις δύο ταινίες για τις οποίες θα συζητήσουμε σήμερα, έκανε χτες την πρεμιέρα της στις αίθουσες με τις προσδοκίες (κινηματογραφικά και οικονομικά) να είναι εξαιρετικά χαμηλές.

Η αλήθεια είναι πως το υπερφορτωμένο superhero τοπίο της τελευταίας δεκαετίας μοιάζει να κινείται ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα είδος ετοιματζίδικου superhero σινεμά, πλήρως διεκπεραιωτικού και κυνικού, το οποίο χαρακτηρίζεται από ελάχιστη προσπάθεια, μηδενική αισθητική ταυτότητα, κακό γράψιμο, μπουκωμένο με CGI και οριακά νεκρό συναισθηματικά. Στο άλλο άκρο, βρίσκουμε το larger-than-life σινεμά που κάνει πολύ πετυχημένα η μεγα-μηχανή κερδών του Marvel Cinematic Universe κατά τα τελευταία χρόνια, με γιγάντια μυθολογία, σπιρτόζικη αφήγηση, ενίοτε πανέμορφη αισθητική κι ενίοτε εντυπωσιακή συναισθηματική ωριμότητα για ένα βιομηχανικό πολιτισμικό προϊόν τέτοιου βεληνεκούς, με αποκορύφωμα φυσικά τα Avengers: Infinity War και Avengers: Endgame. Μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων, υπάρχει ένας μεσαίος χώρος που κατοικείται από ένα όλο και μεγαλύτερο πλήθος ταινιών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την υπερηρωική μυθολογία. Αν μέσα σ’ αυτό το φάσμα, όμως, υπάρχει ένα είδος superhero ταινίας που είναι το πιο αδικημένο, αυτό αφορά εκείνες τις λίγες υπερηρωικές ταινίες που αναζητούν έναν χώρο για γειωμένες κι ανθρώπινες ιστορίες πάνω στην superhero προβληματική. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε δει, μ’ όλα τα προβλήματα που μπορεί να είχαν, σε ταινίες σαν το Unbreakable, το Chronicle κι εν μέρει το ίδιο το Logan (και το λατρεμένο Legion στην τηλεόραση φυσικά).

Αυτός ο κινηματογραφικός χώρος, λοιπόν, ο πιο ανεξερεύνητος στο superhero σινεμά, χαρτογραφείται υπέροχα σε μια ταινία που δεν περιλαμβάνει ούτε μια superhero αναφορά μέσα της αλλά αποτελεί μια τρομερή απόδειξη για το τι είδους κινηματογράφο μπορεί να εμπλουτίσει η υπερηρωική προβληματική. Είναι το Border του Ιρανο-Σουηδού Ali Abbasi, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του John Ajvide Lindqvist (συγγραφέα του γνωστού Let the Right One In), το οποίο κέρδισε από το πουθενά το βραβείο Un Certain Regard στις περσινές Κάννες και χτες κυκλοφόρησε μαζί με το Dark Phoenix στις κινηματογραφικές αίθουσες με τον ελληνικό τίτλο Σύνορα. Αφηγούμενο την υπερφυσική ιστορία της Tina και του Vore, το Border χτίζει με τον πιο διακριτικό τρόπο έναν θεμελιακό superhero μύθο, ένα origin story που διανύει την απόσταση από το περιθώριο και την διαφορετικότητα μέχρι τη συμφιλίωση και την κοινότητα, κι από εκεί στην σχέση με τον εαυτό και τις δυνατότητες της συνύπαρξης μεταξύ ανθρώπινου και υπεράνθρωπου. Και μαζί μ’ αυτό το δραματικό ταξίδι, παράλληλα η ταινία του Abbasi αναζητά την αγάπη και την τρυφερότητα στο πιο δύσβατο και σκοτεινό μέρος, ενώ αισθητικά προτείνει έναν αλχημιστικό δρόμο που συνδυάζει το folk horror, το σκανδιναβικό noir και τον ονειρικό ρεαλισμό. Πανέμορφα πράγματα γενικά.

Στον αντίποδα, το Dark Phoenix μοιάζει αποφασισμένο να ευτελίσει κάθε ψήγμα ανθρωπινότητας που θα μπορούσαν να έχουν οι ήρωες της ιστορίας του. Και πλέον η Fox μετράει 2 στις 2 αποτυχημένες απόπειρες να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το Phoenix saga, την πιο διάσημη κι εμβληματική περιπέτεια των X-Men. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την ποιότητα του Dark Phoenix. Είναι πραγματικά μια από τις χειρότερες υπερηρωικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Η προσπάθεια μοιάζει να είναι μηδενική εκ μέρους όλων των εμπλεκόμενων, η διαχείριση του saga είναι θλιβερή, ένα πάρα πολύ καλό καστ πετιέται στα σκουπίδια χωρίς ενδοιασμούς, η ψυχολογική και συναισθηματική μεταχείριση της Jean Grey είναι ακούσια κωμική, ενώ σχεδόν όλοι χαρακτήρες καταλήγουν να γίνονται καρικατούρες των συμβόλων που υποτίθεται πως ενσαρκώνουν. Και κατά τ’ άλλα, οπτικά έχουμε ένα κλασικό ανοσιούργημα πλαστικής CGI αισθητικής.

Η αλήθεια είναι πως είναι εν γένει πολύ άδικο αυτό που έχει συμβεί στο κινηματογραφικό franchise των X-Men – σίγουρα το πιο αδικημένο στο υπερηρωικό σινεμά. Δεν είναι μόνο ο κατήφορος του Apocalypse και του Dark Phoenix. Είναι ότι, με εξαίρεση το First Class του Matthew Vaughn (και το Logan του James Mangold αλλά με διαφορετικό τρόπο), καμία άλλη ταινία του franchise δεν έχει καταφέρει να συλλάβει το βαθύτερο πνεύμα των X-Men όπως το γνωρίσαμε από το χαρτί και τα καρτούν. Τι ήταν αυτό που κατάλαβε ο Vaughn και δεν τον αφήσανε να το ολοκληρώσει; Πρώτον, ότι η σχέση των X-Men με την ιστορία είναι βαθιά και περνάει μέσα στο dna της γραφής και των χαρακτήρων. Δεν είναι απλά μια αλληγορία ή ένα background story. Δεύτερον, ότι ο συναισθηματικός πυρήνας των ιστοριών X-Men βρίσκεται στην καθημερινή αλληλεπίδραση μεταξύ τους, άρα το ανθρώπινο γράψιμο κι οι ανθρώπινες ερμηνείες είναι υψίστης σημασίας. Για εμάς που μεγαλώσαμε αγαπώντας τους, οι X-Men ήταν το Beverly Hills των nerds – κι αυτό το λέμε με την καλύτερη δυνατή έννοια. Για να μην αναφέρω καν την απουσία της ευφορικής, πολύχρωμης αισθητικής των κόμιξ και των καρτούν για χάρη αυτής της κλασικής βαρετής μαυρο-μπλε «σοβαρής» παλέτας, πάλι με εξαίρεση μερικώς το First Class. Κι είναι επιπλέον κρίμα, γιατί οι X-Men έχουν μερικά runs γραμμένα από κάποιους εκ των καλύτερων ανθρώπων που έχουν υπογράψει ποτέ υπερηρωικά κόμιξ, όπως ο Chris Claremont, o Joss Whedon, ο Grant Morrison κι ο Warren Ellis.

Αν μας δείχνει κάτι η αντιπαραβολή του Dark Phoenix με το Border, αυτό είναι ότι οι υπερηρωικές θεματικές του φανταστικού μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για δύο τελείως διαφορετικούς αισθητικούς, αφηγηματικούς και συναισθηματικούς κόσμους. Τα ερωτήματα της διαφοράς και της απόκλισης, της σωτηρίας και της καταδίκης, της αποδοχής και του αποκλεισμού, της εξουσίας ζωής και θανάτου, του νόμου και της αυτοδικίας, όλες αυτές οι σταθερές της υπερηρωικής προβληματικής υπάρχουν σπερματικά και στις δύο ταινίες. Υπάρχει τεράστια διαφορά, όμως, μεταξύ του να χρησιμοποιηθούν ως τρικ ή ως τσεκάρισμα κουτακίου και του να τύχουν πραγματικής κινηματογραφικής επεξεργασίας μέσα από μια ανθρώπινη ιστορία την οποία αξίζει κανείς να αφηγηθεί. Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι μάλλον που δίνει μια τόσο διαφορετική αίσθηση σε μια ταινία σαν το Dark Phoenix και μια ταινία σαν το Border. Εκεί όπου η πρώτη μοιάζει με μια κυνική βιομηχανική απολογία υπέρ του υπάρχοντος γεμάτη κοινοτοπίες κι αδιαφορία, η δεύτερη μοιάζει με μια έκφραση αληθινής αγωνίας για τη διερεύνηση ενός διαφορετικού τρόπου να σχετίζεσαι με τους ομοίους, με τους διαφορετικούς, με τον εαυτό.

Για να φτιάξεις μια γειωμένη κι ανθρώπινη υπερηρωική ταινία, λοιπόν, δεν χρειάζεται να πιαστείς από ένα υποθετικό ρεαλιστικό σενάριο που διερωτάται: “πώς θα ήταν στην πραγματική ζωή;”. Αντίθετα, το κλειδί βρίσκεται στην μεταχείριση των υπερανθρώπων του φανταστικού με αληθινά ανθρώπινο τρόπο. Δηλαδή με τρόπο γενναίο, τρυφερό, ευαίσθητο. Αν το superhero σινεμά θέλει να έχει ένα πραγματικό και ουσιαστικό μέλλον, θα πρέπει να εμπιστευτεί όλο και περισσότερο δημιουργούς σαν τον Ali Abbasi, δίνοντάς τους όση καλλιτεχνική ελευθερία χρειάζονται. Μιλώντας σε συνέντευξή του φέτος, όταν ο Abbasi ρωτήθηκε αν θέλει να κάνει ταινίες στο Hollywood, απάντησε πως θα ήθελε να κάνει μια πραγματικά καλή ταινία με τον Hulk – κάτι στο οποίο έχει αποτύχει το ίδιο το Hollywood μέχρι στιγμής. Μακάρι να τα καταφέρει, γιατί η ματιά δημιουργών σαν αυτού είναι κάτι που έχει ανάγκη το σύγχρονο μαζικο-λαϊκό σινεμά. Σε τελική ανάλυση, αν ταινίες σαν το Dark Phoenix αντανακλούν τον υπολογιστικό κυνισμό της βιομηχανίας, τότε ταινίες σαν το Border αναδεικνύουν την ίδια την απελευθερωτική δύναμη του μύθου.

Best of internet