Quantcast

20 χρόνια μετά, κανείς μας δεν έχει ξεπεράσει το Matrix

Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Είναι τόσο ωραία μέσα στον κώδικα.

Λοιπόν, ναι, γενικά είναι κουραστικό μερικές φορές να μιλάς «για τη γενιά σου». Μπορεί να είναι ευχάριστο για τον γράφοντα, μιας και ικανοποιεί συχνά μια διακριτική ψευδαίσθηση μεγαλείου καθώς αυτοπαρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος μιας κοινωνικής κατηγορίας που μετά βίας ορίζεται με επαρκή ακρίβεια, αλλά για τον αναγνώστη ενίοτε είναι η πηγή μιας αυθεντικά πηγαίας αντίδρασης που πατάει x στην καρτέλα του browser κραυγάζοντας: δε θα μπορούσε να με ενδιαφέρει λιγότερο. Μερικές φορές, όμως, πραγματικά είναι μονόδρομος αν θες να μιλήσεις με έναν τρόπο που να είναι ταυτόχρονα έγκυρος ιστορικά και ειλικρινής προσωπικά. Να, ας πούμε, εκεί στα τέλη των 90s η μαζική κινηματογραφική κουλτούρα ετοιμαζόταν να αλλάξει άρδην: είχαμε την τριλογία του Star Wars, είχαμε την τριλογία του Lord of the Rings, είχαμε την τριλογία του The Matrix. Όσοι κι όσες ήταν παιδιά το 1999, εκπαιδεύονταν ήδη σε ένα τεχνολογικοποιημένο περιβάλλον κι αυτός ο θαυμαστός νέος κόσμος βρήκε την κινηματογραφική του έκφραση με εκρηκτικό τρόπο μέσα από αυτά τα τρία franchises. Η φαντασία τους αναζωογονήθηκε μέσα από αυτά τα θαυμαστά επιτεύγματα ψηφιακής τεχνολογίας που φτιάχτηκαν από λιγότερο ή περισσότερο οικεία υλικά αλλά αν μη τι άλλο προμήνυαν έναν νέο κινηματογραφικό κόσμο. Κι ο 21ος αιώνας περίμενε στη γωνία για να υποδεχτεί αυτά τα παιδιά με ανοιχτές αγκάλες κι ανοιχτές οθόνες.

Όπως συνέβη κι άλλες φορές στην μεγάλη ιστορία του λαϊκού κινηματογράφου, το Matrix των Wachowskis που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα σινεμά πριν από 20 χρόνια ακριβώς, στις 31 Μαρτίου 1999, ενσάρκωσε μια ανάγκη για escapism όχι μέσα από την συντηρητική νοσταλγία του παρελθόντος αλλά μέσα από ένα φουτουριστικό άλμα προς τα μπρος. Ήταν φυγή από έναν κόσμο που άλλαζε, χρησιμοποιώντας όλα όσα τρόμαζαν τους ανθρώπους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μαζί μ’ αυτό, όμως, το Matrix ήταν εν μέρει κι η ίδια η υλική δύναμη που άλλαζε το μαζικό σινεμά στο μεταίχμιο μεταξύ δύο αιώνων. Δεν είναι μόνο ότι εγκαινίασε μια νέα οπτική γλώσσα ειδικών εφέ. Δεν είναι μόνο ότι αποτέλεσε την απαρχή των σύγχρονων, φιλόδοξων, ευφυών blockbuster. Ήταν, επίσης, μια ταινία που συνέλαβε την μαζική κοινωνική φαντασία και της έδωσε μια pop κινηματογραφική μορφή με τρόπο που είχαμε δει ελάχιστες φορές στο παρελθόν κι ενδέχεται να αργήσουμε πολύ, πάρα πολύ να δούμε στο μέλλον. Όταν είδα το Matrix στο σινεμά ως παιδί, τον Αύγουστο του 1999, στην πρώτη μου κινηματογραφική έξοδο όχι με γονείς αλλά με τους φίλους μου, βγήκα από την αίθουσα πεπεισμένος ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ, ότι η πραγματικότητα μπάζει, ότι οι φαντασιώσεις κι οι φόβοι μου θα έχουν πλέον νέα μορφή.

Ναι, εδώ παίζει μεγάλο ρόλο το ζήτημα της γενιάς που λέγαμε στην αρχή. Δεν θέλουμε σ’ αυτό το κείμενο να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση του Matrix ως ταινία ή πολιτισμικό συμβάν. Το internet είναι κυριολεκτικά γεμάτο από τέτοια κείμενα κι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που τα έχουν πει πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσαμε εμείς. Αντίθετα, θέλουμε να επεξεργαστούμε λιγάκι τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο μας στοιχειώνει το Matrix, τον τρόπο με τον οποίο αποτελεί ακόμα των αξεπέραστο κινηματογραφικό ορίζοντα όσων ανθρώπων μεγαλώσαμε μαζί του. Κατά μία έννοια, το ιδανικό κοινό του Matrix ήταν τα παιδιά κι οι έφηβοι του 1999, δηλαδή η πρώτη γενιά ιθαγενών του νέου ψηφιακού παραδείγματος: του μαζικού ίντερνετ. Η κινηματογραφική γλώσσα του Matrix, από τον εμβληματικό του κώδικα μέχρι την αμφισβήτηση της χειροπιαστής πραγματικότητας, μίλησε κατευθείαν στον τρόπο που μεγάλωνε μια νέα γενιά ανθρώπων. Δεν είναι μόνο ότι μεγαλώσαμε με video games. Είναι, κυρίως, ότι κοινωνικοποιούμασταν ταυτόχρονα στο σχολείο, τη γειτονιά και την οικογένεια, αλλά και στα chatrooms, τα forums, τα internet cafe και τα προγράμματα p2p. Όλη αυτή η διαδικασία έφτιαχνε, αναγκαστικά, ένα νέο είδος εαυτού-cyborg (ταυτόχρονα ψηφιακού και σάρκινου) που θα γινόταν κυρίαρχος την επόμενη δεκαετία – την τωρινή. Γι’ αυτόν το νέο μας εαυτό, ο κόσμος του Matrix έμοιαζε ταυτόχρονα μια φαντασιωτική υπόσχεση και μια τρομακτική απειλή.

Αν πάρουμε αυτές τις ταινίες κυριολεκτικά, τότε μοιάζει σαν το κείμενό τους να ήταν εν τέλει τεχνοφοβικό. Πέρα από το κυριολεκτικό κείμενο του σεναρίου, όμως, υπήρχε και μια υπερ-τεχνολογικοποιημένη οπτική γλώσσα που προκαλούσε τον ενθουσιασμό, την ηδονή, την απόλαυση. Αυτή η αντίφαση δεν είναι καθόλου παράξενη, αν την σκεφτούμε λίγο καλύτερα. Η ειρωνική κι αντιφατική σχέση με την πραγματικότητα είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της pop κουλτούρας όπως την γνωρίζουμε από τα 80s κι έπειτα. Έτσι κι αλλιώς, το 1999 που κυκλοφόρησε το Matrix ήταν το έτος ενός συναρπαστικού ηθικού πανικού για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας αλλά και μιας μεγάλης προσμονής για την επέκταση του ψηφιακού πολιτισμού, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική μυθολογία της τεχνολογίας ως φορέα λύτρωσης ή καταδίκης – συχνά με ταυτόχρονο τρόπο. Καθώς η ψηφιακή ζωή έμοιαζε να υπόσχεται ένα συναρπαστικό μέλλον, το Matrix εφιστούσε την προσοχή μας στην ίδια την εύθραυστη κατασκευή της πραγματικότητας. Αξιοποιώντας μια πλούσια cyberpunk παράδοση, εμπνεόμενο από φιλοσοφικά έργα σαν του Πλάτωνα ή του Μποντριγιάρ, επικοινωνώντας με διαφόρων ειδών θρησκευτικούς μυστικισμούς, αντιγράφοντας λίγο το Invisibles του Grant Morrison, ερχόμενο έπειτα από ταινίες σαν τα Truman Show και Dark City, κουβαλώντας μαζί του ταινίες σαν τα Existenz και Thirteenth Floor, το Matrix ήταν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή.

Μπορεί ο pop φιλοσοφικο-πολιτικός πλούτος του Matrix που τότε φαινόταν πρωτοποριακός (plot twist: δεν ήταν) είτε να μοιάζει σήμερα εξαιρετικά basic είτε να είναι πια οικειοποιημένος από μια νέα φουρνιά διαδικτυακής ακροδεξιάς που βλέπει τον κόσμο μέσα από κόκκινα και μπλε χάπια, χωρίζοντας τους ανθρώπους σε incels και chads, υποστηρίζοντας ρατσιστικές και μισογύνικες απόψεις κι ενίοτε φτάνοντας μέχρι και σε δολοφονικές πρακτικές, αλλά η δύναμη του Matrix δεν ήταν στο κείμενό του. Αν το κρίνουμε σαν κείμενο, θα μας φανεί ίσως κοινότοπο ή τετριμμένο, με το πολιτικό του περιεχόμενο να μοιάζει πρόσφορο έδαφος τόσο για ριζοσπαστικές όσο και για αντιδραστικές ερμηνείες (πράγμα που έχει γίνει έτσι κι αλλιώς). Η δύναμη του Matrix, όμως, ήταν στο ότι συνόψισε μια κοινωνική και πολιτισμική ατμόσφαιρα, δίνοντάς της ένα σχεδόν ακαταμάχητο κινηματογραφικό σχήμα που ερέθισε όσο ελάχιστα άλλα πράγματα της εποχής του την μαζική φαντασία. Έγινε λαϊκή κουλτούρα, αλλάζοντας την λαϊκή κουλτούρα. Αν η σημερινή meta ψηφιακή κουλτούρα του ύστερου καπιταλισμού του 21ου αιώνα μοιάζει με ένα ταυτόχρονα καταθλιπτικό και συναρπαστικό simulation, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε (και) στο Matrix την προέλευση των εργαλείων που έχουμε για να αντιμετωπίζουμε αυτήν την γαμωπραγματικότητα.

Προφανώς, τα δύο sequels που ακολούθησαν ήταν από μέτρια έως κακά – αλλά αυτό λίγη σημασία είχε για τη γενιά που μεγάλωνε μέσα στον ψηφιακό πολιτισμό που ενσάρκωνε το Matrix. Και μπορεί οι άνθρωποι που ενηλικιώθηκαν μετά το Matrix να μην παίζουν ξύλο με κουνγκ-φου φορώντας μαύρα γυαλιά και δερμάτινες καμπαρντίνες, αλλά ανταλλάσσουν gifs με τους φίλους τους, αλληλοταγκάρονται σε memes με τους έρωτές τους, ζηλεύουν για reactions με καρδούλες, τσακώνονται με αγνώστους για ταινίες και σειρές, έχουν αϋπνίες και τις παλεύουν με streaming πλατφόρμες, δεν έχουν λεφτά και κατεβάζουν αντί να αγοράζουν πράγματα. Το Matrix των Wachowskis δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει το ώριμο χαοτικό internet του 2019, όπως κι ο Νευρομάντης του William Gibson δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει το πρώιμο άναρχο internet του 1999. Αμφότερα, όμως, πιάσανε κάτι ιδιαιτέρως ουσιώδες: ότι κατασκευάζεται μια νέα, μαζική, ψηφιακή πραγματικότητα όπου το ανθρώπινο και το μη-ανθρώπινο παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο – βρισκόμενα άλλοτε σε σύγκρουση κι άλλοτε σε συνεργασία μεταξύ τους. Μπορεί κάποιοι να φαντασιώνονται κυνικά την ήττα του ανθρώπινου. Μπορεί κάποιοι άλλοι να παλεύουν με νύχια και με δόντια για την επιβίωση του ανθρώπινου. Σε κάθε περίπτωση, μετά το Matrix δεν υπήρχε γυρισμός.

Best of internet