Quantcast

Περιμέναμε μια αξιοπρεπή επιστροφή, αλλά το True Detective μας έδωσε πολλά περισσότερα

Ο 3ος κύκλος ήταν ένας καλός κύκλος, μπράβο του

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

27 Φεβρουαρίου 2019

Όχι ότι υπήρχε κάποια αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά έχει αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον η σύγχρονη μυθολογία της αμερικάνικης τηλεόρασης κατά την τελευταία 20ετία που διανύει την σύγχρονη χρυσή εποχή της. Ας το δούμε μέσα από μερικά παραδείγματα τηλεοπτικών σειρών, χωρίζοντας αυτήν την 20ετία σε τρεις φάσεις – χοντρικά και σχηματικά πάντα. Στα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s είχαμε ουσιαστικά τις κυριλέ σειρές (αυτές που είχαν το πρεστίζ του peak tv) που έστρωσαν το έδαφος για το τηλεοπτικό πεδίο που θα ακολουθούσε. Ήταν το Oz, ήταν το The Sopranos, ήταν το The Wire, ήταν το Six Feet Under. Φυσικά, ήταν μια περίοδος που αποτελούσε διακύβευμα το να ολοκληρωθεί μια σειρά τέτοιας φιλοδοξίας, αφού είδαμε πανέμορφες σειρές να κόβονται άδικα (από το Freaks and Geeks μέχρι το Deadwood και το Carnivale).

Έπειτα, στα μέσα προς το τέλος της δεκαετίας, αρχίζει να εμφανίζεται μια νέα φουρνιά σειρών που κεφαλαιοποιεί την επιτυχία (σε τηλεθέαση ή κριτική) των προκατόχων της κι ανεβάζει κατά πολύ το production value και την παγκόσμια ορατότητα της αμερικάνικης τηλεόρασης. Είναι εκεί που ο κόσμος αρχίζει «να βλέπει σειρές», να τις αντιμετωπίζει σαν διακριτή μορφή τέχνης, να γίνεται όλο και πιο μαζικά σαφές στην κοινή συνείδηση ότι δεν είναι «απλά τηλεόραση». Φυσικά, είναι η εποχή του Lost, του Breaking Bad, του Mad Men. Ο κόσμος αλλάζει, η τηλεόραση αλλάζει, η οικιακή διασκέδαση γίνεται διαφορετική, η καθημερινότητα ψηφιακοποιείται, το online γίνεται το νέο offline, οι σειρές βρίσκονται με το κιλό στα torrents και περιμένουν κάποιον να τις κατεβάσει.

Η τελευταία φάση της χρυσής εποχής, λοιπόν, ξεκινάει εκεί από τις αρχές έως τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας. Πλέον οι μεγάλες, κυριλέ, ακριβές σειρές είναι το σίγουρο χαρτί, η εγγυημένη επιτυχία, η κυρίαρχη τάση της εποχής. Το streaming, δε, αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει την θέση του εβδομαδιαίου τηλεοπτικού ραντεβού και να αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης των σειρών (κι εν μέρει και των ταινιών). Τα δίκτυα κι οι πλατφόρμες καταφέρνουν να προσελκύσουν μεγάλα ονόματα, προσφέροντας φυσικά μεγάλα φράγκα. Το HBO φέρνει τον Sean Bean στο Game of Thrones και στήνει μια φαραωνική παραγωγή. Το Netflix φέρνει τον David Fincher για το House of Cards, όπου πρωταγωνιστούν ο Kevin Spacey κι η Robin Wright. Προφανώς, καθώς πλέον έχουμε πνιγεί στο περιεχόμενο (το content που λένε), αυτή η χρυσή εποχή μοιάζει να βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο. Η τελευταία φάση της όμως, αυτή που μόλις περιγράψαμε, είχε κι ένα χαρτί που φαινόταν πολύ δυνατό, υποσχόμενο να γίνει η κατεξοχήν αμερικάνικη σειρά ανθολογίας της εποχής μας. Ήταν το True Detective

Όπως προφανώς θυμάστε, η πρώτη σεζόν του True Detective του Nic Pizzolatto με τον Matthew McConaughey (καρδούλες) και τον Woody Harrelson (περισσότερες καρδούλες) έκανε πρεμιέρα στο ΗΒΟ στις αρχές του 2014 και προκάλεσε έναν διόλου ευκαταφρόνητο χαμό γύρω της. Ναι, αποθεώθηκε από κοινό και κριτική, τσίμπησε αμέτρητα βραβεία, έμοιαζε ασταμάτητο. Έναν χρόνο αργότερα, όμως, βγαίνει η δεύτερη σεζόν, και το True Detective μοιάζει να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Η τηλεθέαση παραμένει πολύ υψηλή (ακόμα περισσότερο από τον προηγούμενο κύκλο), αλλά κανένας δεν μοιάζει να το απολαμβάνει. Και κάπως έτσι, ένα από τα φαινομενικά δυνατότερα τηλεοπτικά χαρτιά της δεκαετίας παραμένει σχεδόν 4 χρόνια εκτός οθόνης. Μέχρι φέτος.

Ναι, ο κόσμος περίμενε να δει πώς θα μοιάζει ο νέος κύκλος του True Detective. Τα προγνωστικά ήταν καλά – όχι μόνο γιατί όλη σχεδόν η καμπάνια της σειράς για την επιστροφή της βασίστηκε στο ότι θα μοιάζει περισσότερο με τον πρώτο κύκλο, αλλά και λόγω των συντελεστών της. Ο Nic Pizzolatto παρέμεινε επικεφαλής, αλλά δίπλα του στο σενάριο βρίσκεται ο τηλεοπτικά σπουδαίος David Milch του Deadwood και του John from Cincinnati. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Jeremy Saulnier (που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά με τα εκπληκτικά Blue Ruin και Green Room, αλλά και φέτος με το Hold the Dark) μαζί με τον βετεράνο Daniel Sackheim του The X-Files, του Law & Order και του House, μεταξύ πολλών άλλων. Τέλος, στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο εξαιρετικός Mahershala Ali του House of Cards, του Luke Cage και φυσικά του Moonlight (για το οποίο βραβεύθηκε με Όσκαρ Β’ Ρόλου, κάτι που επανέλαβε ξανά στα φετινά βραβεία με το Green Book).

Γενικά, τα πράγματα έμοιαζαν πως θα πάνε υπέροχα.  Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι ακριβώς θέλαμε από αυτή τη νέα σεζόν. Θα είμαι ειλικρινής. Δεν ήθελα κάτι που να μοιάζει με τον πρώτο κύκλο. Φυσικά, καταλαβαίνω απολύτως το γιατί λατρεύτηκε. Ήταν πράγματι ένα μεθυστικό πράγμα. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε δει στην τηλεόραση τέτοιου είδους Southern Gothic ατμόσφαιρα (βγαλμένη από τις καλύτερες στιγμές ενός William Faulkner ή μιας Flannery O’ Connor), τέτοια απειλητική αύρα σε κάθε frame, τέτοιου είδους σκοτεινό, υπερβατικό σασπένς σαν αυτό της Carcosa του Robert W. Chambers. Παράλληλα, όμως, με κλότσησαν δύο πράγματα που μου άφησαν μια μέτρια επίγευση μετά το τέλος της σεζόν. Πρώτον, η χιλιοτραγουδισμένη και χιλιοαναλυμένη φιλοσοφική πτυχή της σειράς απέπνεε έναν επιφανειακό και συντηρητικό (σχεδόν μετα-εφηβικού τύπου) pop πεσιμισμό, κυνισμό, αντι-ανθρωπισμό που περισσότερο μοιάζει να συγγενεύει με κάποιες ιδέες κοντινές προς το dark enlightenment παρά προς οτιδήποτε άλλο. Δεύτερον, και σε συνάρτηση με το παραπάνω, η λύση του δράματος (που έρχεται με τον πιο κοινότοπο born-again τρόπο) δεν καταφέρνει να δημιουργήσει κάποιο ουσιαστικό αποτύπωμα σε συναισθηματικό επίπεδο, αφήνοντας τη σειρά εγκλωβισμένη εν τέλει στις αντιφάσεις της κλασικής τηλεοπτικής αρρενωπότητας που στην αρχή έμοιαζε κάπως πρόθυμη να επεξεργαστεί με ουσιαστικό τρόπο. Με λίγα λόγια, αυτό που μένει είναι η αύρα, η αίσθηση, η ατμόσφαιρα – η οποία παραμένει εκπληκτική, αλλά δεν αρκεί για μια αληθινά σπουδαία σειρά.

Αρχικά, κατά το πρώτο μισό του νέου κύκλου, αυτή η ατμόσφαιρα μοιάζει πράγματι να επανέρχεται (όχι τόσο εντυπωσιακά βέβαια), ενώ τα υπόλοιπα πράγματα μοιάζουν να βρίσκονται στον αέρα. Τα βασικά στοιχεία που θα περίμενε κανείς βρίσκονταν εκεί. Είχαμε μια κατακερματισμένη αφήγηση ανάμεσα στα 80s, τα 90s και τα 10s. Είχαμε την επιβλητική αμερικάνικη ενδοχώρα των Ozarks. Είχαμε τις νύξεις για ένα ενιαίο σύμπαν που ενώνει τις ιστορίες των τριών κύκλων. Είχαμε δύο partner detectives να ερευνούν ένα μακάβριο έγκλημα. Είχαμε βετεράνους του Βιετνάμ με PTSD. Είχαμε αγνοούμενα, δολοφονημένα ή κακοποιημένα παιδιά. Είχαμε τα κλασικά σημεία της ΗΒΟ κυρίλας: μοντέρνα διασκευή παλιών blues στους τίτλους αρχής, φυλετικές σχέσεις στην Αμερική (αλλά όχι πολύ βαθιά μην το γαμήσουμε κιόλας), όλοι μιλάνε μεταξύ τους ψιθυρίζοντας, μουγκρίζοντας ή γρυλίζοντας. Και ναι, σε γενικές γραμμές, αν το κοιτάξουμε έτσι, το νέο True Detective ήταν ένα αρκετά safe πράγμα. Είχε τους καλογραμμένους πλην υπερβολικά οικείους χαρακτήρες του, το καλογραμμένο πλην προβλέψιμο δράμα του, τις ανατροπές του και το exposition του.

Γιατί, λοιπόν, το αγαπήσαμε τόσο; Θα σας πούμε γιατί. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε τώρα, την Κυριακή που μας πέρασε, και το συνολικό αποτύπωμα που μας άφησε η σειρά ήταν σίγουρα διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε στην αρχή. Αν καταφέρνει να κάνει κάτι διαφορετικό το True Detective στον 3ο κύκλο του, αυτό είναι να παρατήσει τον pop φιλοσοφικό κυνισμό και το στυλιζάρισμα του εγκληματικού μυστηρίου για χάρη ενός αληθινά ικανοποιητικού δράματος χαρακτήρων σε αφηγηματικό και συναισθηματικό επίπεδο. Μπορεί να μοιάζει συντηρητικό σαν φιλοδοξία, ναι, αλλά ήταν κάτι που είχαμε ανάγκη εν τέλει από μια σειρά σαν αυτή. Ενώ σε επίπεδο πλοκής η σειρά αφορά πρωτίστως το μυστήριο των χαμένων παιδιών, τελικά αυτό που μένει δεν είναι ούτε η μεγάλη σταυροφορία για την τιμωρία των ενόχων, ούτε ο ηθικός πανικός για την μαγαρισμένη αθωότητα, ούτε η αλόγιστη σκληρότητα των ανθρώπων προς τους γύρω τους και τον εαυτό τους. Σχεδόν από το πουθενά, το True Detective σχεδόν γίνεται μια σειρά που χρησιμοποιεί συμβατικά τις σταθερές του είδους (στο οποίο έμοιαζε παραδομένη κι η ίδια), προκειμένου να πει μια ιστορία για την ανθρώπινη επικοινωνία, την συναισθηματική ωριμότητα, την προσωπική ευθύνη.

Τελικά, καθώς ακολουθούμε τον κεντρικό ήρωα Wayne Hays, συνειδητοποιούμε ότι αυτό που ενδιαφέρει εδώ τους δημιουργούς της σειράς είναι ένας γέρος άνθρωπος με Αλτσχάιμερ, ο οποίος βλέπει την ίδια του τη ζωή να γίνεται αργά και βασανιστικά ένα μεγάλο μυστήριο που ελάχιστα διαφοροποιείται από τα μακρινά πια μυστήρια της επαγγελματικής αστυνομικής του πορείας. Το σημερινό σύμπαν του True Detective παίρνει έναν στιβαρό τηλεοπτικό άνδρα και τον αποδομεί ως το τέλος. Δεν δικαιώνεται με τρόπο εξωτερικό, μέσω του μυστηρίου της ίδιας της πλοκής. Για την ακρίβεια, αν κάνει κάτι το μυστήριο της σειράς, αυτό είναι να τον κρατάει πίσω. Το επίδικο βρίσκεται μέσα του: στην αστάθεια της μνήμης, στην αναξιοπιστία της συνείδησης, στη μάταιη επιθυμία ελέγχου, στη μοιραία διαφυγή του ασυνείδητου. Όπως έχει σημειωθεί ήδη πετυχημένα, ο τρίτος κύκλος του True Detective μοιάζει περιέργως να επικοινωνεί περισσότερο θεματικά με το Twin Peaks του David Lynch παρά με τον πρώτο κύκλο του Nic Pizzolatto. O τρομερός Mahershala Ali διασχίζει το παγωμένο βορειοδυτικό πέρασμα της πλοκής για να βρει στην απέναντι πλευρά εκείνο το πράγμα που περίμενε λιγότερο: τον εαυτό του.

Μεταπηδώντας από την μια δεκαετία στην άλλη κι έπειτα σε μια τρίτη, το True Detective προσπαθεί να συγκολλήσει τον θρυμματισμένο χρόνο με τις δυνάμεις της αρχειοθέτησης. Φυσικά, η μνήμη παίζει τον κυρίαρχο ρόλο ως κινητήριος μοχλός της σεζόν, αλλά σε αντίθεση με τον συγκλονιστικό τρόπο που την επεξεργάστηκε το περσινό Sharp Objects (ως αιφνιδιαστική αποκάλυψη της βαθύτερης ουσίας του παρελθόντος) εδώ αντιμετωπίζεται με αρκετά κειμενικό τρόπο, σαν ένα χάος προς ταξινόμηση και αξιοποίηση. Μπορεί, έτσι, να χάνει σε αισθητική και ατμόσφαιρα, αλλά ο σκοπός της ταξινόμησης και της αξιοποίησης είναι σημαντικός: χρειαζόμαστε τη μνήμη για να είμαστε συναισθηματικά ειλικρινείς. Η τρίτη σεζόν του True Detective μπορεί να μας εξαπατάει δύο-τρεις φορές μέχρι να φτάσει εκεί που θέλει να πάει, αλλά ο τόπος όπου μας οδηγεί είναι στην ανθρώπινη ουσία του καλύτερος από τα δύο προηγούμενα ταξίδια μας μαζί του. Ποντάροντας στην ευαισθησία αντί για την εύκολη μοχθηρία και τον μισάνθρωπο κυνισμό, το True Detective το ρίχνει απρόσμενα κι ευπρόσδεκτα στις αγκαλίτσες, δηλώνοντας με σαφήνεια: η αγάπη είναι θεραπευτική, η θνητότητα είναι απελευθερωτική, όλα θα πάνε καλά.

Best of internet