Quantcast

Κανένα άλλο άθλημα δεν έχει κινηματογραφική ιστορία σαν του μποξ, κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό

Τι μας έχει μάθει ο πυγμαχικός κινηματογράφος για τον ανδρισμό, την βία και τον καπιταλισμό

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

6 Δεκεμβρίου 2018

Οι άνθρωποι έχουν εμμονές. Όλοι κι όλες, ανεξαιρέτως. Καλό είναι να τις σεβόμαστε, να τις αγκαλιάζουμε, να τις κατανοούμε. Καλό είναι, επίσης, να τις αναλύουμε, να τις εξετάζουμε, να τις κάνουμε όσο πιο διάφανες γίνεται προς τον εαυτό τους. Και το σινεμά, κακά τα ψέματα, είναι ιδιαίτερα εύφορο έδαφος για παθιασμένες πλην καλοήθεις εμμονές. Να, ας πούμε, εγώ έχω μια τέτοια εμμονή με τις ταινίες μποξ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιον ανεξιχνίαστο ακόμα λόγο έχω δει ίσαμε 70-80 ταινίες με μαντράχαλους (κυρίως) να γρονθοκοπιούνται μεταξύ τους και να τρίβουν τα ιδρωμένα κορμιά τους. Από την άλλη, αντίθετα, ζήτημα είναι να έχω δει συνολικά 1 ώρα πραγματικού αγώνα μποξ στη ζωή μου – κι αυτό κυρίως από ιστορικά βίντεο με τον Muhammad Ali ή viral καταστάσεις στο YouTube, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν και το περιστασιακό στιγμιότυπο με καγκουρό που μοιράζει μπουκέτα. Έτσι είναι, όμως, τα φετίχ. Τι να κάνουμε τώρα.

Φυσικά, αυτή δεν είναι και καμιά τρομερά πρωτότυπη προτίμηση, άσχετα αν μερικές φορές έχει οδηγήσει στην άκριτη απόλαυση αμφιβόλου ποιότητας ταινιών. Ούτως ή άλλως, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, η σχέση μεταξύ κινηματογράφου και μποξ πηγαίνει πολύ πίσω, στις απαρχές της επινόησης του πρώτου και της επαγγελματικής μοντερνοποίησης του δεύτερου. Για την ακρίβεια, ο πρώτος αγώνας μποξ που κινηματογραφήθηκε ήταν αυτός μεταξύ του Jack Cushing και του Mike Leonard το 1894 και το φιλμ διήρκεσε 37 δευτερόλεπτα. Κι αυτή ήταν η απαρχή μιας στενής σύνδεσης που ακολούθησε την πορεία και τον δυο τους εδώ και έναν-και-κάτι αιώνα τώρα. Όχι, κανένα άλλο άθλημα δεν έχει τέτοια κινηματογραφική ιστορία, ούτε σε ποσότητα ούτε σε ποιότητα.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τις ταινίες μποξ; Γιατί είναι τόσο πολλές και τόσο καλές; Ήδη πριν από μερικές βδομάδες είχαμε το Journeyman, την περασμένη βδομάδα είχαμε το Creed II και σήμερα βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το A Prayer Before Dawn – και μπορεί καμιά τους να μην είναι εξαιρετική, αλλά όλες τους ήταν αξιοπρεπείς και συνδέονταν με διάφορους τρόπους η καθεμιά με την ίδια την κινηματογραφική ιστορία του μποξ και τις σταθερές της. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, λοιπόν, πέρα από την μακρά κοινή ιστορική διαδρομή που αναφέραμε προηγουμένως, πολλές ταινίες με μποξ μοιάζουν να έχουν βγάλει τον καλύτερο εαυτό των σκηνοθετών τους. Συνέβη με τον Jules Dassin, συνέβη με τον Luchino Visconti, συνέβη με τον John Huston, συνέβη με τον Martin Scorsese, συνέβη με τον Clint Eastwood, συνέβη με τον Darren Aronofsky. Όλοι αυτοί, και πολλοί περισσότεροι, έχουν βουτήξει εξαιρετικά βαθιά στον κόσμο των ηρώων τους, έχουν δείξει σπάνια καλλιτεχνική προσήλωση και προσωπική επένδυση. Ήταν και γι’ αυτούς, μάλλον, μια εμμονή, ένα φετίχ.

Η ιστορία του μποξ κινηματογράφου, όμως, είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της δημιουργικότητας, της έμπνευσης και της αφοσίωσης των μεμονωμένων δημιουργών. Το κινηματογραφικό μποξ έχει δημιουργήσει μια δική του μυθολογία, εικονογραφία, λαϊκή ψυχολογία και κοινωνική ιστορία. Είναι κάτι που έχει περάσει βαθιά στην ίδια την ιστορία του σινεμά κι είναι κάτι που έχει γίνει μεγαλύτερο κι από το ίδιο το άθλημα. Σε ένα επίπεδο, οι ιστορίες με μποξ στον κινηματογράφο έχουν λειτουργήσει σαν αρχέτυπα που παρέχουν το πρόσφορο έδαφος για οποιαδήποτε αλληγορία θέλουν να αναπτύξουν οι δημιουργοί τους. Σε ένα άλλο επίπεδο, όμως, αποτελούν μια μυθική κινηματογραφική δύναμη που έχει προσφέρει ένα υπαρξιακό, σωματικό κι ιστορικό εισιτήριο για την διερεύνηση του τι σημαίνει να κατασκευάζεσαι ως άνδρας στις καπιταλιστικές κοινωνίες του 20ού αιώνα.

Καθώς το σινεμά μπαίνει στην ώριμη (ομιλούσα και έγχρωμη κυρίως) φάση του ως μαζικο-λαϊκή ψυχαγωγία από τα 30s κι έπειτα, οι μποξ κινηματογραφικές ιστορίες αρχίζουν να επιδεικνύουν ήδη από την δεκαετία του ’40, την χρυσή εποχή της λαϊκής/noir χολιγουντιανής παραγωγής, μια μεγάλη φροντίδα για τον συνδυασμό κοινωνιοψυχολογικού προβληματισμού και αισθητικής δύναμης, με επίκεντρο το βίαιο ανδρικό σώμα. Στις δεκαετίες που ακολουθούν βλέπουμε το σώμα που προπονείται, πυγμαχεί, πονάει και πληγώνει να αναπαρίσταται σαν σώμα-μηχανή, σαν σώμα-παραγωγική δύναμη, σαν σώμα-κεφάλαιο, καθώς το άθλημα εμπορευματοποιείται όλο και περισσότερο και το σώμα γίνεται αντικείμενο βαθιάς εκμετάλλευσης στον ίδιο βαθμό που δίνει υποσχέσεις δόξας και μεγαλείου. Στις καλύτερες στιγμές αυτού του κινηματογράφου, μέσα από το άθλημα του μποξ, διακρίνουμε ξεκάθαρα το σώμα σαν πεδίο σύγκρουσης και εργαλείο επιβολής μαζί. Βλέπουμε τον επιθετικό ανδρισμό και την τοξική αρρενωπότητα να συγκρούονται και να μπερδεύονται με τον αγώνα για αυτοεκτίμηση, αλληλοσεβασμό και αξιοπρέπεια.

Οι καλύτερες ταινίες με μποξ μας αποκαλύπτουν έναν ανδρισμό στα όρια, μια οριακή αρρενωπότητα, που μπλέκεται με τις σκληρές ιστορικές δυνάμεις της καπιταλιστικής κοινωνίας: το νόμο της εκμετάλλευσης, τον κυνισμό του κέρδους, τη βιομηχανία του θεάματος, την διασύνδεση με τη μαύρη οικονομία, την σκληρή προπόνηση της μέρας και την σκληρότερη ζωή της νύχτας. Σε μεγάλο κομμάτι αυτής της κινηματογραφικής παράδοσης, από τα 40s μέχρι και σήμερα, έχουμε να κάνουμε με προλεταριακά δράματα που έχουν υπαρξιακές φιλοδοξίες στην αφήγηση και την εικονογραφία τους. Ακροβατώντας ανάμεσα στον αιματοβαμμένο βρώμικο ρεαλισμό και το φαντασμαγορικό υπερθέαμα, ανάμεσα στα προσωπικά τραύματα και το κυνήγι της επιτυχίας, ανάμεσα στην ματαιοδοξία και την αξιοπρέπεια, ανάμεσα στην πειθαρχία των κανονισμών και την έκρηξη της βίας, ανάμεσα στην ανδρική επιτέλεση της κυριαρχίας πάνω στον άλλο και τον λανθάνων ομοερωτισμό του αγγίγματος των σωμάτων, οι ταινίες με μποξ μας έχουν μάθει ένα μάθημα συναρπαστικό όσο και αντιφατικό.

Ναι, υπάρχουν οι προκάτ αφηγήσεις, οι κοινοτοπίες, οι στεγνές ματσό ιστορίες, οι ταινίες που μοιάζουν με διαφημίσεις γυμναστηρίου χωρίς περιεχόμενο, οι ενίοτε δημαγωγικές πατριωτικές κορώνες. Είναι κι αυτά, φυσικά, κομμάτι αυτής της κινηματογραφικής ιστορίας και έχουν επιβιώσει μέσα στις δεκαετίες, στερώντας συχνά ουσία και ποιότητα ή προσφέροντας άλλοτε απενοχοποιημένη pop απόλαυση του μπουνιδίου. Μαζί μ’ αυτά, όμως, υπάρχει και μια πλευρά πραγματικής κινηματογραφικής προόδου στην αφήγηση, το ύφος και το περιεχόμενο των ταινιών με μποξ. Υπάρχει το άνοιγμα στις νέες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της κάθε εποχής, με μια επανεπεξεργασία των προσδοκιών, των επιθυμιών, των αντιφάσεων και των καταπιέσεων που ενσαρκώνουν οι πυγμαχικοί ήρωες του δράματος κάθε φορά. Υπάρχει το άνοιγμα στην μαύρη εμπειρία της διεξόδου μέσα από τον επαγγελματικό αθλητισμό και τους νέους κοινωνικούς εγκλωβισμός που παράγει αυτός. Υπάρχει το άνοιγμα στις γυναικείες πλευρές της πυγμαχικής ιστορίας που σπάει τα όρια του κινηματογραφικού μποξ ως στενά δεμένου με την ανδρική ταυτότητα και το ανδρικό δραματουργικό ταξίδι του ήρωα. Γι’ αυτό, λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνουμε μια ιστορική βόλτα στην μεγάλη παράδοση της κινηματογραφικής πυγμαχίας μέσα από τις αγαπημένες μας ταινίες. Αν θέλετε, μας ακολουθείτε.

Στην δεκαετία του ’40, λοιπόν, η πρώτη μεγάλη χολιγουντιανή ταινία που βουτάει στην ιστορία του μποξ είναι το κλασικό Gentleman Jim του σπουδαίου Raoul Walsh (του High Sierra, του Roaring Twenties και του White Heat), το οποίο χρησιμοποιεί τον υπεραστέρα Errol Flynn για να πει, ουσιαστικά, μια ιστορία κομβική για την εξέλιξη της μοντέρνας πυγμαχίας, αφού η ιστορία του James Corbett συνδέεται άρρηκτα με τους Queensberry Rules που διαμόρφωσαν το σύγχρονο επαγγελματικό μποξ στα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά, αν θέλουμε να βρούμε την ρίζα των πολύπλοκων μποξ ιστοριών που έθεσε το πρότυπο για τις μετέπειτα απόπειρες ενός κοινωνικού και υπαρξιακού πυγμαχικού σινεμά, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε το αριστουργηματικό Body and Soul του (αριστερού και κυνηγημένου από τον μακαρθισμό της εποχής) Robert Rossen, το οποίο προσέφερε μια εξαίρετη και σκοτεινή noir πραγματεία πάνω στην δόξα, την απληστία, την εκμετάλλευση, την ταξική βία και τον αγώνα για επιβίωση. Για την ιστορία, ο Rossen αργότερα έφτιαξε και την καλύτερη ταινία με μπιλιάρδο, δηλαδή το The Hustler με τον Paul Newman.

Σε παρόμοιο κλίμα, ακολουθούν λίγο αργότερα, το 1949, το καταγγελτικό πολιτικό noir Champion με τον Kirk Douglas που εναντιώνεται σθεναρά στην δομική διαφθορά και τον αμοραλισμό του αμερικάνικου ονείρου, αλλά και το επίσης σπουδαίο noir The Set-Up του μεγάλου Robert Wise (σκηνοθέτη μεταξύ άλλων και του πρωτότυπου The Haunting που διασκεύασε φέτος το Netflix), το οποίο επενδύει ακόμα περισσότερο σε μια υπαρξιστική αφήγηση επιβίωσης μέσα σε έναν βρώμικο κόσμο βίας και εκμετάλλευσης με έναν γερασμένο μαχητή να ετοιμάζεται για τον δραματικό τελευταίο του αγώνα. Ένα παρόμοιο ύφος συναντάμε και μερικά χρόνια αργότερα, το 1962, στο υπέροχο Requiem for a Heavyweight, όπου ο Anthony Quinn πρωταγωνιστεί σε ένα βαρύ και βαθύ δράμα πυγμαχικής επιβίωσης γραμμένο από τον τεράστιο (κι επίσης αριστερό) Rod Serling, δημιουργού μεταξύ άλλων και του Twilight Zone.

Στο ενδιάμεσο, καθ’ όλη την δεκαετία του ’50, έχουμε μια μεγάλη σειρά σκοτεινών/noir πυγμαχικών αφηγήσεων που ξεκινούν από το αριστουργηματικό Night and the City του Jules Dassin, το σκληροτράχηλο The Harder They Fall με τον Humphrey Bogart και το καταπραϋντικά ευαίσθητο Somebody Up There Likes Me του προαναφερθέντα Robert Wise στην δεύτερη πυγμαχική του ταινία. Εν τω μεταξύ, ο μεγάλος John Ford λέει την ιστορία ενός ανθρώπου που εγκαταλείπει το μποξ για να ξεφύγει από τα τραύματά του και να βρει την γαλήνη με το The Quiet Man κι ο Stanley Kubrick στα πρώτα βήματά του φτιάχνει το πυγμαχικό μικρού μήκους Day of the Fight και βάζει το μποξ στο επίκεντρο της δεύτερης ταινίας του, Killer’s Kiss. Κι η νέα δεκαετία του ’60 μπαίνει κατευθείαν με το Rocco and his Brothers, το ανυπέρβλητο αριστούργημα του Luchino Visconti με τον Alain Delon που χρησιμοποιεί την πυγμαχία σαν μια ψηφίδα στο γιγάντια πίνακα που απεικονίζει το τέλος μιας ζωής και την αρχή μιας καινούριας.

Έπειτα, βρισκόμαστε στα 70s όπου η έκρηξη της δημιουργικότητας που φέρνει το New Hollywood δεν μοιάζει να προτιμάει και τόσο πολύ τις πυγμαχικές αφηγήσεις, αλλά στο μεταξύ καταφέρνει να παράξει μερικές εμβληματικές ταινίες. Μεγαλύτερη απ’ αυτές είναι, βέβαια, το Rocky του 1976 που έγραψε ο ίδιος ο Sylvester Stallone, ένα προλεταριακό δράμα που μας έδειξε το μαζικό-λαϊκό ευαίσθητο και ουσιαστικό σινεμά στα καλύτερά του. Βέβαια, η καλύτερη μποξ στιγμή της δεκαετίας έρχεται με το Fat City του σπουδαίου John Huston, ο οποίος αναπαριστά τον κόσμο της πυγμαχίας ως το έδαφος όπου ανθίζουν οι ανθρώπινες τραγωδίες του περιθωρίου, σε μια από τις πιο μάτσο και ευαίσθητες μαζί ταινίες του. Αντίστοιχα, το Hard Times με τον σκληρό καριόλη Charles Bronson δια χειρός Walter Hill έχει όλα τα στοιχεία δρομίσιας πλην σιωπηλής αδρεναλίνης και τεστοστερόνης που χαρακτηρίζουν και τις μετέπειτα γνωστότερες ταινίες του σκηνοθέτη, σαν το The Warriors και το The Driver. Κατά τ’ άλλα, την ίδια περίοδο έχουν ενδιαφέρον και μερικές ταινίες ευγενών προθέσεων, οι οποίες όμως υποκύπτουν στην χλιαρότητα και τον διδακτισμό χάνοντας σε πολυπλοκότητα και ένταση, όπως το The Great White Hope του Martin Ritt και το The Champ του Franco Zeffirelli.

Στη συνέχεια, η αλήθεια είναι πως τα 80s και τα πρώιμα 90s κυριαρχούνται από την εικονογραφία και την μυθολογία του Rocky, αφού η τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας οδηγεί σε μια σειρά από sequels που άλλοτε έχουν την καλές στιγμές (τίγκα στο εθιστικό 80s κιτς και την υπερβολή) τους κι άλλοτε γίνονται ανυπόφορα μέσα στην κοινοτοπία τους – ή και άξια παρωδίας. Βέβαια, μέσα στα 80s ξεχωρίζει φυσικά το Raging Bull του Martin Scorsese, δηλαδή μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας, τελεία. Εδώ, ο Scorsese είναι μάλλον ο πρώτος που τραβάει την οριακή τοξική αρρενωπότητα ακόμα περισσότερο στα άκρα, φτιάχνοντας μια πολύπλοκη και βαρβαρική ταινία η οποία μοιάζει να αντιπαθεί το μποξ όσο και τον ήρωά της, και γι’ αυτό ξεχωρίζει ανάμεσα στις τόσες πολλές αντι-ηρωικές αφηγήσεις που ουσιαστικά αφήνουν στο απυρόβλητο τον κεντρικό τους χαρακτήρα. Έπειτα, μάλλον χρειάζεται να πάμε στο δεύτερο μισό των 90s για να ξαναπιάσουμε αυτό το νήμα, όπου βρίσκουμε το επίσης σκληρότατο Twenty Four Seven του Shane Meadows (που αργότερα θα μας χαρίσει τα Dead Man’s Shoes και This Is England) και το The Boxer του Jim Sheridan που μάλλον είναι σχετικά κοινότοπο σαν δράμα αλλά έχει κι έναν Daniel Day-Lewis σε απίστευτη φόρμα.

Την ίδια περίοδο, έχουμε και ένα μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο άνοιγμα προς τις ιστορίες μαύρων πυγμάχων και το πώς τάξη και φυλή διαπλέκονται μέσα στην πυγμαχική ιστορία. Ενδεικτικά, το When We Were Kings μάλλον παραμένει ακόμα το καλύτερο μποξ ντοκιμαντέρ, ενώ το The Hurricane του βετεράνου Norman Jewison και το Ali του λατρεμένου Michael Mann προσφέρουν δύο ασφαλείς πλην αξιόλογες βιογραφικές ματιές σε δύο σπουδαίους μαύρους πυγμάχους, τον Muhammad Ali και τον Rubin Carter, όπως και το Unforgivable Blackness για τον Jack Johnson παραμένει ένα πολύ πολύ καλό ντοκιμαντέρ. Αντίστοιχα, οι αρχές των 00s φέρνουν και δύο πολύ αξιόλογες ματιές στην γυναικεία πυγμαχία: το Girlfight της Karyn Kusama και το Million Dollar Baby του Clint Eastwood.

Και τέλος, μέσα στα τελευταία 10-και-κάτι χρόνια, μπορεί να είχαμε κυριλέ oscar-baiting πυγμαχικά δράματα σαν το Cinderella Man του Ron Howard ή απαράδεκτες αρπαχτές σαν το Rocky Balboa του 2006, αλλά παράλληλα είχαμε και μια ανάκαμψη εκείνων των σκοτεινών και ειλικρινών αφηγήσεων που προσπαθούν να διερευνήσουν κάτι βαθύτερο σχετικά με την αρρενωπότητα, τη βία και το σώμα, ακόμα κι αν πέφτουν σε μερικές ματσό κοινοτοπίες και κουρασμένα πια στερεότυπα, όπως το The Fighter του David O. Russell ή το Warrior του Gavin O’Connor. Το σημαντικό είναι, όμως, ότι δίπλα σ’ αυτά είχαμε και δύο αναβιώσεις των καλύτερων στιγμών της ιστορίας που περιγράψαμε παραπάνω. Από τη μία πλευρά, είναι το The Wrestler (που είναι wrestling κι όχι μποξ αλλά ΟΚ), την μακράν καλύτερη στιγμή του Darren Aronofsky, όπου ο Mickey Rourke συναντιέται με τους καταραμένους επιβιώσαντες ήρωες των περασμένων δεκαετιών. Από την άλλη, είναι το Creed που έφτιαξαν ο Ryan Coogler με τον Michael B. Jordan, το οποίο μας χάρισε ένα υπέροχο μαύρο προλεταριακό δράμα ουσιαστικής δραματουργίας και τεράστιας διασκέδασης, όπως πρέπει κι όπως αξίζει δηλαδή σ’ αυτήν την τέχνη και σ’ αυτό το άθλημα. Πάντα τέτοια να ‘χουμε.

Best of internet