Quantcast

To Creed II στοιχειώνεται από τα φαντάσματα των πατεράδων

Ο γιος του Apollo, ο γιος του Ivan και στη μέση ο Rocky

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

3 Δεκεμβρίου 2018

Το Creed του 2015 ήταν μια έκπληξη. Η έκπληξη, όμως, είναι μια σχετική έννοια – δεν είναι; Ας πούμε, ναι, αν κρίνουμε ότι σε ένα βαθμό οι προσδοκίες μας είχαν καθοριστεί από την κυρίαρχη τάση της χολιγουντιανής παραγωγής και της σύγχρονης pop κουλτούρας να αναμασάει νοσταλγικά το παρελθόν της και να το ξαναπακετάρει φανταχτερά για το ίδιο ή για νέο κοινό, τότε ο πήχης ήταν αρκετά χαμηλά. Όχι γιατί δεν μπορεί να παραχθεί και κάτι πρωτότυπο μέσα από αυτήν την διαδικασία (μια χαρά μπορεί), αλλά γιατί συνολικά πρόκειται για ένα πολιτισμικό κλίμα που λειτουργεί λιγότερο ή περισσότερο ασφυκτικά για την πρωτότυπη και ουσιαστική δημιουργία στο πεδίο του σινεμά αλλά και πέρα απ’ αυτό. Μ’ αυτήν την έννοια, ναι, το Creed ήταν μια έκπληξη – όπως αντίστοιχα ήταν έκπληξη και το Mad Max: Fury Road ή το φετινό Halloween ή το φετινό Suspiria.

Από την άλλη, όλο αυτό δεν είναι μια γραμμική διαδικασία και το Creed είχε αρκετά πράγματα να λειτουργούν υπέρ του πέρα από την πιθανότητα να αποτελέσει την πάντα ευπρόσδεκτη εξαίρεση στον κανόνα. Όπως κι οι παραπάνω τρεις ταινίες που αναφέραμε σαν παραδείγματα, είχε έναν ευτυχή συνδυασμό συντελεστών και timing που του επέτρεψε να ξεχωρίσει τόσο πολύ από τα υπόλοιπα remakes/reboots του Hollywood. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας ήταν ο Ryan Coogler, o οποίος σε ηλικία μόλις 26 ετών, είχε κάνει το 2012 το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του με το Fruitvale Station, ένα υπέροχο ανεξάρτητο φιλμ που αφηγούταν την ιστορία της δολοφονίας του Oscar Grant το 2009, σε μια υπόθεση από τις τόσες πολλές που έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει και να φτάσει στην έκρηξη του κινήματος Black Lives Matter.

Σ’ αυτήν την ταινία, λοιπόν, πρωταγωνιστούσε ο επίσης νεαρός (25 χρονών τότε) Michael B. Jordan, ο οποίος την ίδια περίπου περίοδο είχε τραβήξει την προσοχή με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο meta superhero ανεξάρτητο φιλμ Chronicle του Josh Trank. Νωρίτερα, βέβαια, ο Jordan είχε μια σχετικά σύντομη αλλά απόλυτα εμβληματική παρουσία ως παιδί στο The Wire του David Simon, δηλαδή σε μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές σειρές που έχουν φτιαχτεί ποτέ – αν όχι την καλύτερη. Ως εκπρόσωποι μιας νέας γενιάς μαύρων δημιουργών στο αμερικάνικο σινεμά, και μάλιστα σε μια πολιτικά και πολιτισμικά κρίσιμη περίοδο, οι Coogler και Jordan πήραν το Creed πάνω τους και, με την στήριξη του Sylvester Stallone που δημιούργησε τον εμβληματικό χαρακτήρα του Rocky Balboa, έφτιαξαν μια ταινία που κατάφερνε ταυτόχρονα να επεκτείνει με σεβασμό την μυθολογία του Rocky κρατώντας τα ουσιαστικά της στοιχεία και να παράξει ένα αυτοτελές, λαϊκό καλλιτεχνικό έργο που καταφέρνει να επικοινωνήσει πράγματι με το ιστορικό πνεύμα της εποχής του.

Γι’ αυτούς τους λόγους, χοντρικά, μας άρεσε τόσο πολύ το Creed. Κι εκτός αυτών, υπάρχει πάντα μια μεγάλη κινηματογραφική γοητεία στις αφηγήσεις που καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν το μποξ με τρόπο ώστε να γίνεται ένα υπαρξιακό, σωματικό και ιστορικό εισιτήριο προς την διερεύνηση του επιθετικού ανδρισμού και της τοξικής αρρενωπότητας, της σχέσης μεταξύ βίας και αξιοπρέπειας, του αγώνα για διέξοδο από τον μόχθο και την προσπάθεια για επιβίωση. Στις καλύτερες εκδοχές τους, κι αυτό είναι κάτι που σηκώνει περαιτέρω ανάλυση κάποια στιγμή, οι ταινίες με μποξ μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο όπου το σώμα γίνεται παραγωγική δύναμη, μηχανή, κεφάλαιο, με τόση ένταση που δημιουργεί μια κατάσταση οριακή. Αυτή η οριακή αρρενωπότητα του καλού κινηματογραφικού μποξ βλέπει το σώμα σαν ένα πεδίο σύγκρουσης κι ένα εργαλείο επιβολής μαζί, το οποίο είναι άλλοτε ικανό για τον πιο αιματοβαμμένο και βρώμικο ρεαλισμό της επιβίωσης κι άλλοτε για το πιο φαντασμαγορικό κι επικερδές υπερθέαμα. Και ναι, το Creed δεν ούτε Raging Bull, ούτε Fat City, ούτε Body and Soul, ούτε Requiem for a Heavyweight, ούτε Rocco and his Brothers, ούτε The Night and the City – αλλά στις καλύτερες στιγμές του έχει κάτι από την σπουδαία δραματική ένταση αυτής της κινηματογραφικής μποξ παράδοσης σε ένα σύγχρονο κλίμα και με ουσιαστικό τρόπο.

Ξέραμε, προφανώς, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην αποκτήσει sequel – αφού πλέον μοιάζει αναπόφευκτο άπαξ και μια τέτοια ταινία καταφέρει να γίνει επικερδής. Υπήρξαν, όμως, αλλαγές. Ο Coogler έφυγε από το σενάριο και την σκηνοθεσία προκειμένου να ασχοληθεί με το Black Panther. Έτσι, το Creed II, το οποίο κυκλοφόρησε την Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες, γράφτηκε ουσιαστικά από τον Stallone (μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο Juel Taylor), ενώ την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Steven Caple Jr. του μέτριου-προς-συμπαθητικού προπέρσινου The Land. Κι ένας πρώτος δείκτης ότι τα πράγματα μπορεί να μην μοιάζουν και τόσο με την πρώτη φορά ήταν το ίδιο το βασικό premise του Creed II: ο Adonis Creed πρόκειται να έρθει αντιμέτωπος με τον γιο του Ivan Drago, του ανθρώπου που σκότωσε τον πατέρα του μέσα στο ρινγκ στο Rocky IV του 1985. Κι ΟΚ, παρόλο που το Rocky IV είναι μια από τις πιο cult ψυχροπολεμικές και kitschy αντικομμουνιστικές στιγμές του franchise, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να έχουμε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση της ίδιας της Rocky μυθολογίας ώστε να προκύψει μια εξίσου σοβαρή και διασκεδαστική ταινία.

Η μεγάλη πρόκληση, βέβαια, ήταν η ίδια η αναπαράσταση του γιου του Ivan Drago. O Viktor Drago θα μπορούσε να είναι ένας πλήρως στερεοτυπικός «κακός» από τα βάθη της Ρωσίας, κτηνώδης, σκληρός, αλύπητος – ή θα μπορούσε να είναι ένας επεξεργασμένος χαρακτήρας που κουβαλάει τρόπον τινά το ίδιο βάρος με τον Adonis Creed, προσπαθώντας να συνδεθεί με την ιστορία του πατέρα του χωρίς να καθοριστεί από αυτήν, να κερδίσει την εκτίμησή του χωρίς να χάσει τον εαυτό του μέσα στην μυθολογία του. Ναι, το μεγαλύτερο στοίχημα του Creed ΙΙ, για εμάς τουλάχιστον, ήταν ο Drago – όχι τόσο ο Creed. Εκεί θα κρινόταν για μας η επιτυχία της ταινίας πέρα από το να μας διασκεδάσει για δύο ώρες με εντυπωσιακά μπουκέτα. Δεν έχει σημασία που η πλοκή θα ήταν εν τέλει προβλέψιμη. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για μια ιστορία βασισμένη σε αρχέτυπα, και τα αρχέτυπα πάντα έχουν έναν βαθμό κοινοτοπίας. Το θέμα, όμως, είναι πώς τα διαπραγματεύεσαι ώστε να δημιουργήσει πειστικά ανθρώπινους χαρακτήρες και αληθινή δραματική ένταση αφηγούμενος τις ιστορίες τους.

Δυστυχώς, λοιπόν, όχι: το Creed II δεν καταφέρνει να δώσει ένα στοιχειώδες δραματικό βάρος στην συνάντηση Adonis και Viktor – κι αντ’ αυτού τους κατευθύνει σαν μαριονέτες σε μια προαποφασισμένη σύγκρουση με προδικασμένα αποτελέσματα και προτηγανισμένη δραματική διαδρομή. Κι επιπλέον, ενίοτε υποκύπτει στην ανάκαμψη του pop ψυχροπολεμικού κλίματος και του γελοίου αμερικάνικου πατριωτισμού που βλέπει στερεοτυπικά κι εχθρικά οτιδήποτε αφηρημένα «ρωσικό», αλλά αυτήν την φορά με προοδευτικό κι ευαίσθητο μανδύα. Παρότι υπάρχουν κάποιες υπόνοιες για τον συναισθηματικό κόσμο του Viktor, στην πραγματικότητα λειτουργεί απλά σαν ένα κομμάτι χαρτί που βρίσκεται εκεί ίσα-ίσα για να αποτελέσει εμπόδιο για τον ήρωα, χωρίς να συνδεθεί ποτέ μαζί του. Κι αν δεν συνδέονται αυτοί μεταξύ τους, πώς να συνδεθούμε εμείς μ’ αυτούς; Το πρώτο Rocky ήταν μια σπουδαία ταινία, γιατί ο Rocky στο τέλος έχασε τον αγώνα αλλά συνδέθηκε με τους ανθρώπους – η αγάπη που μοιράζονταν με την Adrian κι η πίστη στον εαυτό του κόντρα στην κοινωνική υποτίμησή του έδιναν νόημα στην αντοχή του ανελέητου γρονθοκοπήματος.

Πέρα από την εμμονή με τη νίκη και την ήττα, την επιβολή και την υποταγή, στη ρίζα του το Rocky ήταν ένα λαϊκό προλεταριακό δράμα – κι αυτό ήταν που κατάφερε να επαναφέρει στην επιφάνεια το πρώτο Creed, βάζοντας στο επίκεντρο την σύγχρονη μαύρη εμπειρία στις ΗΠΑ. Ως αρχετυπική underdog ιστορία, όλο αυτό φέρει ένα συμβολικό βάρος για την αναπαράσταση των καταπιεσμένων και του αγώνα τους για ζωή με αξιοπρέπεια και δημιουργικότητα στην λαϊκή κουλτούρα. Ακολουθώντας τον Adonis Creed, και μαζί την Bianca της Tessa Thompson, παρακολουθούμε μια διπλή διαδρομή αγώνα (μέσω του αθλητισμού και της μουσικής) που βρίσκεται βαθιά μέσα στην εμπειρία των μαύρων κοινοτήτων κόντρα στην κοινωνική μοίρα που τους επιβάλλει ένα φαινομενικά πανίσχυρο κοινωνικό σύστημα δομικών ανισοτήτων. Και στο βάθος, το The Wire χαμογελάει βλέποντας κάμποσους από τους ηθοποιούς του να εμφανίζονται στο πρώτο και το δεύτερο Creed.

Εν τέλει, το Creed II μοιάζει περισσότερο με μια χαμένη ευκαιρία. Όχι, δεν θα αρνηθούμε ότι έχει κάμποσα διασκεδαστικά σημεία. Κάποια πράγματα τα κάνει καλά – αλλά μέχρι εκεί. Κυρίως, όμως, αντί να κοιτάξει κατάματα τον μύθο του Rocky και να τον προεκτείνει σε μια νέα κατεύθυνση, όπως έκανε το πρώτο Creed, εδώ μοιάζει να παραδίνεται στην ασφάλεια και την κοινοτοπία της μυθολογίας του franchise. Κατά μία έννοια, το Creed II προσπαθεί να πατήσει τα κατάλληλα πλην προβλέψιμα κουμπιά με τον τρόπο που το έκανε και το The Force Awakens για την original Star Wars τριλογία. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το πρώτο Creed, δεν θα μας πείραζε και τόσο. Θα λέγαμε ότι το Creed II είναι μια μέτρια ταινία που βλέπεται ευχάριστα. Αλλά δεδομένου ότι το νέο Creed επικαλείται τόσο έντονα τα φαντάσματα των πατεράδων (κυριολεκτικών και μεταφορικών), τότε θα έπρεπε μάλλον να έχει λίγο παραπάνω διάθεση και θάρρος για συμβολικές πατροκτονίες ώστε να βαθύνει στοιχειωδώς το δράμα του. Αν η ταινία δεν θέλει να πάρει γενναία ρίσκα, ΟΚ, καλώς. Αλλά ας μην υποθέσει με τόση σιγουριά ότι δεν τα θέλει και το κοινό.

Best of internet