Quantcast

Γιατί Έπρεπε να Είχαμε Σκοτώσει στη Γέννα το (500) Days of Summer

Παρακαλώ Χίπστερς, Μην Κλαίτε

Normo Gin

7 Μαΐου 2013

vlcsnap-2013-05-05-03h05m12s164

 
 

Η κατάρα του Woody Allen πάνω στο σινεμά ήταν να γεννηθούν χιλιάδες κακέκτυπά του, όλα με τις ίδιες αξιώσεις: να διερευνήσουν την ψυχολογία των αμερικάνικων πόλεων, να φτιάξουν ποιοτικό αλλά και εμπορικό σινεμα και να αποκομίσουν τα μόνα ανταλλάγματα που έχουν οι φτωχές μας κοινωνίες για τους δημιουργούς, τουτέστιν φράγκα, φήμη, σεξ. Ένας αγνός σκοπός θα λέγαμε, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως με όλα τα σχέδια πλουτισμού πάνω στην ιδέα κάποιου άλλου, το όλο πράγμα προσκρούει σε κλασσικά μοτίβα της ιστορίας των γιάπηδων, όπως ανικανότητα, τεμπελιά, ηλιθιότητα.

Έτσι έσκασε μύτη το mumblecore, το νέο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά που πίστεψε ότι μπορεί να φάει από την πίτα, ενώ θα έχει και τα μούτρα να εμφανιστεί στα καλλιτεχνικά σαλόνια και σε κάποιες περιπτώσεις πήγε καλά, όπως στο αριστουργηματικά βάρβαρο Bellflower ή στο υπέροχα λιτό happythankyoumoreplease του Josh Radnor (ο Τέντ Μόσμπι του γνωστού How I Met Your Mother). Σε άλλες, όπως αυτή της Lena Dunham του τηλεοπτικού Girls (γνωστή και ως “πολύ κακό για το τίποτα”) ή του (500) Days of Summer, η επιβράβευση φαίνεται να ήρθε περισσότερο μέσα από τις φετιχιστικές ορμές των κριτικών και λιγότερο από την πρωτοτυπία τους ως έργα.

 
 

vlcsnap-2013-05-05-02h47m50s105

 
 

Το (500) Days of Summer είναι υπόδειγμα της τεμπελιάς που διαπερνάει αυτή την υποκατηγορία του κινηματογράφου η οποία έχει μοναδικό σκοπό να επιδείξει τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού. Από τις άκυρες τοποθετήσεις του σάουντρακ μέχρι την ίδια τη νοοτροπία της πλοκής, η κύρια πηγή “σοφίας” του έργου είναι η δακρύβρεχτη πλευρά του κιθαριστικού indie, που πολύ συχνά ακούγεται με τη νοοτροπία σκυλάδικου: μεταμοντέρτια και derridαλκάς και τίποτα άλλο στον κόσμο. Για να επιχειρήσει ο Γούντι Άλεν να μιλήσει για τον ψυχισμό των αμερικάνων αστών κάθισε και διάβασε όλη τη γραμματεία της ψυχανάλυσης· αλλά το διάβασμα θέλει δουλειά και η νέα γενιά κινηματογραφιστών προτίμησε να αράξει κανά 40λεπτο να ακούσει το Bona Drag του Morrissey, ώστε να προλάβει να βγεί και στα χοτ εναλλακτικά στέκια της πόλης για μία Pabst. Καθόλου κατακριτέο, ο Morrissey είναι εξαιρετικός στιχουργός και ο μαϊντανισμός φοβερή πρακτική επιβίωσης, αρκεί να μην νομίζεις στο χανγκόβερ ότι είσαι ο Ρέμπραντ.

Η ιστορία της ταινίας είναι απλή: αγόρι γνωρίζει κορίτσι, αγόρι την πέφτει σε κορίτσι, κορίτσι πέφτει με τα πολλά και μετά δράμα. Κάποτε ένα τέτοιο στόρι θα ήθελε αγόρι να είναι κάτι του τύπου Χιού Γκραντ και κορίτσι κάτι σε Τζούλια Ρόμπερτς, αλλά καθώς εδώ μιλάμε για ποιοτικό σινεμά, αγόρι πρέπει να είναι ένας εναλλακτικός σταρ που προσπαθεί θλιβερά πολύ να μην είναι εναλλακτικός (Joseph Gordon-Levitt) και κορίτσι να ανήκει στην κατηγορία της-διπλανής-πόρτας (Zooey Deschanel), παρά το γεγονός ότι στις διπλανές μας πόρτες τα κορίτσια τα λένε Μαρία και όχι Zooey ή Summer και δεν είναι κραυγαλέα φανταιζί τυπάκια. Κατά σατανική σύμπτωση, στο μυαλό του γράφοντος και οι δύο πρωταγωνιστές υπάρχουν με ψευδώνυμα: Κακός-James-Franco και Κακή-Lizzy-Caplan αντίστοιχα, πράγμα που θα ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί μία αντιπάθεια για το (500) Days of Summer.

 
 

vlcsnap-2013-05-05-03h02m02s135

 
 

Αλλά και τον James Franco και τη Lizzy Caplan να είχε στην οθόνη, η ποιότητα της ταινίας δεν θα άλλαζε δραματικά. Άλλωστε το πρόβλημά της βρίσκεται στο σενάριο, καθώς απ’ όλες τις άλλες απόψεις δεν θα έλεγε κανείς ότι έχει κάτι κακό. Η σκηνοθεσία της είναι πάρα πολύ επιτυχημένη, η φωτογραφία της καταπληκτική και τα διάφορα τρικάκια στη δραματοποίηση λειτουργούν με εξαιρετικά διακριτικό τρόπο. Βέβαια, όλα αυτά τα εικαστικά γίνονται μισητά όταν τελικά το μόνο που κάνουν είναι να παίρνουν ένα σενάριο επιπέδου Σούπερ Κατερίνα και να το παρουσιάζουν ως μεγάλη σύγχρονη καλλιτεχνική στιγμή. Η μορφή δεν μένει αλώβητη απ’ το περιεχόμενο και γίνεται τελικά βιτρίνα για ξέπλυμα βρώμικου κρίματος.

Ότι μία ταινία είναι κακή όμως, δεν είναι επαρκής λόγος για να τη μισείς, πόσο μάλλον να τη μισείς τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία της (κι ας έτυχε να τη δείς το 2013). Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή και η χολή ρυτιδιάζει και σκοτώνει, οπότε τα βιβλία αυτοβοήθειας που κυκλοφορούν στις φυλακές και τα αναμορφωτήρια συστήνουν να την κρατάμε μόνο για εκεί που είναι απολύτως απαραίτητο. Αν το (500) Days of Summer είχε περάσει, είχε βραβευτεί και είχε φύγει, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Δυστυχώς, δεν ήταν αυτή η πορεία του.

 
 

vlcsnap-2013-05-05-02h47m27s126

 
 

Η εν λόγω ταινία έγινε έμβλημα των θιασωτών του indie εντός κι εκτός Ελλάδας και μάλιστα, αυτής της παρωδιακής αντίληψης του indie που συνδέει την κιθαριστική ποπ μουσική με αποτυχημένα λαβ στόρις αγοριών και κοριτσιών. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε: είναι φτιαγμένη για να αντανακλά όλη τη βαριά πεποίθηση των εναλλακτικών κύκλων ότι το μόνο που συνδέει δύο ανθρώπους είναι οι παραξενιές και οι εκκεντρικότητές τους. Οι ιδεολόγοι του είδους κατασκευάζονται από ένα τεράστιο υπερεγώ που υπαγορεύει αδιάκοπα ότι για να επιτύχουν στο όνειρο της μικροαστικής οικογένειας με τα δυο κουτσούβελα, πρέπει να είναι το περισσότερο δυνατό σκηνοθετημένοι και artsy (χωρίς να γίνονται σε καμία περίπτωση ουσιαστικά καλλιτεχνικοί), τυραννισμένοι απ’ τον κόσμο που δεν τους καταλαβαίνει (έναν κόσμο που διέπεται από τις ίδιες ακριβώς νοοτροπίες μ’ αυτούς) και μόνιμα πάσχοντες ρομαντικοί που δεινοπαθούν μέχρι την περιοδική έλευση του κάθε άλλου τους μισού.

Η επιτυχία της ταινίας ανάγεται τελικά στην ίδια σκυλοποπ κλάψα απ’ την οποία οι οπαδοί της θέλουν να διαφοροποιηθούν. Θέλει να θυμίζει κάποιο ρομαντικό μυθιστόρημα, αλλά δυστυχώς αντιστοιχεί περισσότερο σ’ εκείνη τη δημοφιλη σελίδα που ανέφερε προ ημερών ο Felix με τον εύγλωττο τίτλο “ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΩ ΟΣΟΥΣ ΜΕ ΓΚΡΕΜΙΣΑΝ ΗΡΘΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΕΙΞΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΠΕΣΑ”. Κορίτσι γνωρίζει αγόρι, όλη η κοινωνία τα βάζει μαζί τους – γιατί προφανώς δεν έχει κάτι καλύτερο να ασχοληθεί – προκειμένου να διαλύσει αυτόν τον γιγαντιαίο έρωτα και αμφότεροι αναγκάζονται να υπομένουν τα βέλη και τις πετριές μίας ανελέητης μοίρας. Μέσα σ’ όλη την “κομψότητά” της ταινίας και του είδους γενικότερα, κρύβεται εν τέλει ένα εγωπαθές παραλήρημα που δεν σηματοδοτεί τίποτα έξω από ένα διαφορετικό κουστουμάκι για το παλιό καλό μπουζουκάκι.

 
 

vlcsnap-2013-05-05-03h06m48s121

 
 

Και φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι τα κινηματογραφικά δραματικά λαβ στόρι είναι να ταχυδρομηθούν στο πυρ το εξώτερο. Έχουν αποτελέσει οργανικό στοιχείο του κλασσικού κινηματογράφου και μέχρι σήμερα βγαίνουν αριστουργηματικές ταινίες δομημένες πάνω σε ερωτικά δράματα, που ανυψώνουν τα πάθη δύο φανταστικών χαρακτήρων σε σύγχρονους μύθους. Δεν υπερασπίζονται το ευτελές στην τωρινή κατάστασή του, αλλά το μεταχειρίζονται ως λάσπη που με την κατάλληλη επεξεργασία μπορεί να αποτελέσει την πρωτογενή ύλη κομψοτεχνημάτων, η αισθητική αρτιότητα των οποίων υπερβαίνει τη γραφειοκρατική ασχήμια της καθημερινής ζωής.

Το (500) Days of Summer κάνει ακριβώς το αντίθετο: δίνει έναν έντονα δραματικό τόνο σε ευτελέστατα στοιχεία της καθημερινότητας. Και η καθημερινότητα δεν είναι ολόκληρη ευτελής: θα μπορούσε να επιλέξει για αφηγηματικά μέσα απλές στιγμές ηρεμίας που κάνουν τους ανθρώπους να συνεχίζουν να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις. Αντ’ αυτού όμως, επιλέγει να γυρίσει στον φτηνό κινηματογράφο αυτό που ο φτηνός κινηματογράφος έδωσε στην καθημερινή ζωή: εντυπωσιακές μεγαλοστομίες, κραυγαλέες συμπεριφορές, βεβιασμένες συγκινήσεις και ένα συνολικό θέατρο κακών παραστάσεων που δεν πείθουν ούτε τους συμμετέχοντες. Και ο λόγος που έπρεπε τελικά να είχαμε σκοτώσει το (500) Days of Summer – ως ταινία και ως κουλτούρα – στη γέννα είναι επειδή επιτρέπει σ’ αυτή την αφέλεια να υπερασπίζεται μία τέτοια ρηχή βλακεία με πρωτοφανή έπαρση.

 
 

vlcsnap-2013-05-05-02h48m02s228

 
 

Best of internet